Η επιβεβαίωση της διασύνδεσης του εθνικού με το κοινωνικό ζήτημα
Του Τάσου Χατζηαναστασίου
Με αφορμή τα αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος και τα όσα γράφονται και λέγονται, θα ήθελα να καταθέσω κι εγώ κάποιες σκέψεις. Η κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, των περίφημων «αγορών» στην Ευρωπαϊκή Ένωση με κύριο εκφραστή, τη Γερμανία και σε παγκόσμιο επίπεδο, κυρίως τις ΗΠΑ, μαζί με την αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων, τη λιτότητα, το ξήλωμα του κράτους-πρόνοιας και τη συμπίεση των μισθών και ημερομισθίων, προϋποθέτει επίσης την υπονόμευση του έθνους-κράτους αλλά και των συλλογικών ταυτοτήτων, στις οποίες οι λαοί και ιδιαίτερα τα φτωχότερα στρώματα αναγνωρίζουν τον εαυτό τους και συγκροτούνται σε κοινότητες. Οι κοινότητες, εθνικές, θρησκευτικές, τοπικές κτλ αποτελούν ανάχωμα στην εμπορευματοποίηση των πάντων, την υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων, την λεηλασία του περιβάλλοντος, τη διάλυση των κοινωνικών σχέσεων. Αντίθετα, η σύγχρονη καπιταλιστική λογική επιθυμεί την μετατροπή των ανθρώπων από μέλη κοινοτήτων σε μεμονωμένα άτομα-καταναλωτές, εξ ου και η προπαγάνδα υπέρ των «ατομικών» και η αμφισβήτηση των συλλογικών δικαιωμάτων, η επίθεση εναντίον της οικογένειας και κάθε συλλογικού θεσμού, όπως οι εθνικές και θρησκευτικές ταυτότητες, που επιτρέπουν την επιβίωση των ανθρώπων πιο οικονομικά και στηρίζεται στην αλληλεγγύη μεταξύ των μελών της.
Αυτή είναι η περίφημη παγκοσμιοποίηση που ούτε «ουδέτερη» είναι, ούτε έχει και «καλές πλευρές». Αντίθετα σηματοδοτεί την κυριαρχία του κεφαλαίου και της βαρβαρότητάς του, γιατί δεν το λες και «πολιτισμό» αυτό που συμβαίνει σε πλανητικό επίπεδο.
Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα οι αντιδράσεις είναι αναμενόμενες. Ωστόσο, δεν ισχύει αξιωματικά πως κάθε μορφή αντίδρασης θα είναι ταυτόχρονα και απελευθερωτική. Το ζούμε με το παράδειγμα του ισλαμοφασισμού τον οποίον αρχικά εξέθρεψαν οι δυτικές δυνάμεις και που τον υποστήριξαν αρχικά τουλάχιστον διάφορα αριστερά και «προοδευτικά» κόμματα και οργανώσεις στη Δύση. Το ίδιο κατ’ αντιστοιχία συμβαίνει με τα ακροδεξιά κόμματα στην Ευρώπη. Βρίσκονται σε άνοδο και μάλιστα έχουν μεγάλη διείσδυση στα λαϊκά στρώματα, σ’ αυτά που κυρίως πλήττονται από τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης. Αντίθετα η αριστερά βρίσκεται παντού σε πτώση – μάλιστα αυτά γράφονταν λίγες ώρες πριν από τα αποτελέσματα των ισπανικών εκλογών – και χάνει την επιρροή της στα εργατικά λαϊκά στρώματα για να περιοριστεί στα μεσαία και ανώτερα, δηλαδή στις κοινωνικές ομάδες που ωφελούνται από την παγκοσμιοποίηση: τα φτηνά εργατικά χέρια, και που περιφρονούν τις συλλογικές ταυτότητες, τη λαϊκή θρησκευτικότητα και κουλτούρα. Αυτό είναι το κρισιμότερο σημείο της αποτυχίας της αριστεράς να εκφράσει την οργή και απόγνωση των λαϊκών στρωμάτων. Η αριστερά θεωρεί ότι μπορεί να αντιμετωπίζει επιλεκτικά την καπιταλιστική επίθεση: να μάχεται τις συνέπειες στο οικονομικό πεδίο και να… υποστηρίζει παράλληλα αυτές στο πολιτισμικό και κοινωνικό. Έτσι όμως καθίσταται εντελώς αναποτελεσματική και εν τέλει αναξιόπιστη. Δεν είναι δυνατόν να επιστρατεύεις τη μαρξιστική θεωρία αποκλειστικά για τα οικονομικά ζητήματα και να αποδέχεσαι τον ιμπεριαλισμό, εδαφικό ή πολιτισμικό, και την αποικιοκρατία σε όλα τα υπόλοιπα. Να αρνείσαι να αντιμετωπίσεις τα εθνικά ζητήματα και να αντιμετωπίζεις το μεταναστευτικό και προσφυγικό ζήτημα από μία εντελώς «αστική» απολίτικη και αποκλειστικά φιλανθρωπική, την αυτονόητη δηλαδή πλευρά, χωρίς να γυρεύεις να καταπολεμήσεις και τα αίτια που γεννούν αυτά τα φαινόμενα. Δεν είναι δυνατόν να αποδέχεσαι την νεοφιλελεύθερη ατζέντα στα ζητήματα των «ατομικών» δικαιωμάτων ειδικά όταν αυτά στρέφονται ευθέως εναντίον των συλλογικών δικαιωμάτων, των συλλογικών θεσμών και των σταθερών αξιών των λαϊκών στρωμάτων, όπως η οικογένεια, και να έχεις την αυταπάτη ότι μπορείς να εκφράσεις τον λαό με ένα τέτοιο πρόγραμμα. Υποστήριξη της εθνομηδενιστικής αντίληψης που επιχειρεί να ακυρώσει την αντιστασιακή παράδοση του ελληνικού λαού και αγώνας για απελευθέρωση από τη δουλεία των αγορών δεν συμβιβάζονται! Το ίδιο ισχύει και για την άρνηση να αντιμετωπιστεί ο τουρκικός επεκτατισμός στο όνομα της ιδεοληπτικής απώθησης της ιδέας της υπεράσπισης της εθνικής ακεραιότητας της χώρας. Όπως επίσης δεν είναι δυνατόν να διατείνεσαι ότι αγωνίζεσαι εν ονόματι του ελληνικού λαού όταν περιφρονείς την θρησκευτική του πίστη και τα εθνικά σύμβολα, καταπολεμάς τις συμβολικές αναπαραστάσεις που συνοδεύουν τις εθνικές επετείους και σε κάθε ευκαιρία λοιδορείς τον ελληνικό λαό άλλοτε άλλοτε ως «ισλαμοφοβικό», ρατσιστή και «ελληνάρα» επειδή ανησυχεί από την αυξημένη παρουσία μουσουλμάνων προσφύγων ή μεταναστών κι άλλοτε για έλλειψη ανεκτικότητας ή ως «ομοφοβικό» επειδή αμφισβητεί τα… gay pride και το «δικαίωμα» των ομοφυλόφιλων στην υιοθεσία παιδιών. Έτσι η αριστερά έρχεται να συναντήσει την νεοφιλελεύθερη δεξιά που όμως εμφανίζεται συνεπέστερη ιδεολογικά, με τη διαφορά ότι η δεξιά στρέφεται ευθέως κατά του Δημοσίου το οποίο η αριστερά υποτίθεται ότι υπερασπίζεται αλλά κατά έναν περίεργο τρόπο αποδεικνύεται πιο αποτελεσματική στη συρρίκνωση και το ξεπούλημά του! Αυτό συνέβη στη Γερμανία και τώρα στη Γαλλία με τους σοσιαλδημοκράτες, και βέβαια στην Ελλάδα με τον ΣΥΡΙΖΑ…
Είναι φυσικά εσφαλμένο να αγνοήσει κανείς τις τεράστιες διαφορές μεταξύ της βρετανικής και της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, αλλά και μεταξύ της θέσης που κατέχει κάθε χώρα στο διεθνές σύστημα ισχύος, τους γεωπολιτικούς παράγοντες κτλ. Η Βρετανία ως πρώην αποικιοκρατική δύναμη που εξακολουθεί να κατέχει ξένα εδάφη και να διατηρεί βάσεις σε διάφορα μέρη του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρου, δεν μπορεί να συγκριθεί σε αυτό το επίπεδο με την Ελλάδα. Και γι’ αυτό τον λόγο, ο απομονωτισμός της περιέχει έντονα «αντιδραστικά» χαρακτηριστικά. Αντίθετα, στην περίπτωση της Ελλάδας ήταν ανέκαθεν δεδομένη η διασύνδεση του κοινωνικού με το εθνικό ζήτημα, της ανεξαρτησίας και ακεραιότητας της χώρας, την περίοδο της Κατοχής, αλλά και αργότερα με αφορμή το Κυπριακό τη δεκαετία του ’50 και στο Πολυτεχνείο το ’73 και γι’ αυτό, καθόλου τυχαία, η αριστερά μπόρεσε να εκφράσει ευρύτερες μάζες του πληθυσμού. Η αντίσταση δηλαδή στον φασισμό και την αποικιοκρατία δεν μπορούσε παρά να έχει δημοκρατικά απελευθερωτικά χαρακτηριστικά. Σήμερα, ωστόσο, και παρά την επίθεση που δέχεται η χώρα από το διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, παρά τη μετατροπή της σε οικόπεδο και αποικία, παρά τον υπαρκτό τουρκικό επεκτατισμό που ενισχύεται μάλιστα από τον ανερχόμενο εθνικισμό και αναθεωρητισμό της Αλβανίας, η αριστερά επιμένει να αγνοεί τη γεωγραφική θέση της χώρας και όλα τα παραπάνω δεδομένα.
Τόσο η Ιστορία όσο, κυρίως, η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι αμείλικτες: ο αγώνας για απελευθέρωση της χώρας με κοινωνική δικαιοσύνη, προστασία του φυσικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος και πλούτου προϋποθέτει μία σύγχρονη δημοκρατική πατριωτική συνείδηση. Διαφορετικά, κυρίως τα λαϊκά στρώματα, τα κατεξοχήν θύματα των πολιτικών που εφαρμόζονται, θα στραφούν προς την ακροδεξιά, που και στην Ελλάδα εμφανίζεται να υιοθετεί την «κοινωνική», «αντικαπιταλιστική» και «αντιμνημονιακή» ρητορεία. Επειδή όμως η ακροδεξιά σε μία χώρα σαν την Ελλάδα θα έχει πάντοτε το στίγμα του δωσιλογισμού και της εθνικής προδοσίας, το πιθανότερο είναι μία τέτοια εξέλιξη να οδηγήσει σε διχασμό και, το χειρότερο, σε εμφύλιες συγκρούσεις.
Σήμερα λοιπόν που τόσο το «αριστερό» όσο και το «δεξιό» πρόγραμμα έχουν αποτύχει, είναι καιρός να διαμορφώσουμε μία νέα σύνθεση στην οποία τα κοινωνικά και τα εθνικά απελευθερωτικά αιτήματα θα συνυπάρχουν σε μία δημοκρατική πατριωτική κίνηση.
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr