Του Χρήστου Κάτσικα
Σύμφωνα με στοιχεία που έφερε στο φως της δημοσιότητας η ετήσια Έκθεση της Αρχής Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (ΑΔΙΠ), μόλις τρεις στους δέκα φοιτητές ολοκληρώνουν τις σπουδές τους και παίρνουν πτυχίο.
Σύμφωνα με την Έκθεση, ο ρυθμός και το ποσοστό αποφοίτησης μπορούν να θεωρηθούν ένδειξη της αποτελεσματικότητας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ο μέσος όρος των ποσοστών αποφοίτησης των χωρών του δείγματος της UNESCO αυξάνεται διαχρονικά, ξεπερνώντας πλέον το 40%.
Ωστόσο στην Ελλάδα το ποσοστό αποφοίτησης αυξάνεται –έστω και οριακά– ετησίως τα τελευταία χρόνια αλλά παραμένει περισσότερες από δέκα ποσοστιαίες μονάδες κάτω από τον μέσο όρο – στο 27,8%.
Με βάση την Έκθεση την εξεταζόμενη περίοδο υπήρχαν 190.835 φοιτητές στα ελληνικά πανεπιστήμια και ΤΕΙ που δεν είχαν ξεπεράσει τον κανονικό χρόνο σπουδών. Ακόμα περισσότεροι όμως –213.098 φοιτητές– βρίσκονταν πέραν των κανονικών εξαμήνων της σχολής τους.
Πάλι από την Έκθεση μαθαίνουμε ότι λόγω των «λιμναζόντων» -όπως τους χαρακτηρίζει- φοιτητών, από τις 30 χώρες του δείγματος η Ελλάδα έχει το δεύτερο μεγαλύτερο μέσο όρο φοιτητών/διδασκόντων για το 2014, υπερδιπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Δηλαδή, ο μέσος όρος στην Ελλάδα είναι 44,5 φοιτητές προς έναν καθηγητή, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 18,6.
Οι διαπιστώσεις της ΑΔΙΠ είναι σωστές. Ωστόσο, υποκαθιστούν τις αιτίες με τα αποτελέσματα, εστιάζουν στο δέντρο και χάνουν το δάσος και εύκολα μπορούν να γίνουν «καύσιμα» για μια εκπαιδευτική πολιτική που εξαντλεί την πίεση πάνω στα θύματα που η ίδια έχει δημιουργήσει.
Το ζήτημα της καθυστέρησης των σπουδών είναι βεβαίως σοβαρό γιατί οι αριθμοί είναι συντριπτικοί. Ωστόσο τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο ανησυχητικά αν κανείς «φωτίσει» μια πλευρά, η οποία μένει συνήθως αθέατη καθώς δεν καταγράφεται πουθενά. Αναφερόμαστε στην οριστική εγκατάλειψη των σπουδών που όλα δείχνουν ότι αφορά σημαντικό τμήμα του φοιτητικού πληθυσμού.
Επειδή η ισότητα ή η ανισότητα των ευκαιριών στην εκπαίδευση, σε καμιά περίπτωση δεν περιορίζεται μόνο στην πρόσβαση στο πανεπιστήμιο και επειδή η παράταση, καθυστέρηση ή εγκατάλειψη των σπουδών αφορά ένα μεγάλο μέρος του φοιτητικού πληθυσμού, με αυξητικές μάλιστα τάσεις, είναι αναγκαίο να ανιχνεύσουμε σε ποιο κοινωνικοοικονομικό «έδαφος» λιπαίνεται το φαινόμενο αυτό.
Αναφερόμαστε δηλαδή στις αιτίες οι οποίες σε καμιά περίπτωση δεν αποτυπώνονται ούτε στα στατιστικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (πρώην ΕΣΥΕ), ούτε βεβαίως στις «ξερές» διαπιστώσεις της ΑΔΙΠ που φαίνεται να έλκονται από τα «αναλυτικά εργαλεία» του ΟΟΣΑ.
Παράλληλα οι αιτίες παραβλέπονται μεθοδικά από τα «ρεπορτάζ» εκείνα που επικεντρώνουν στους «τεμπέληδες φοιτητές – βαρίδια για την ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση».
Να σημειώσουμε, κατ΄ αρχήν, ότι η καθυστέρηση ή εγκατάλειψη των σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν είναι ίσα κατανεμημένη στα τμήματα ΑΕΙ – ΤΕΙ. Τα μεγαλύτερα ποσοστά των λεγόμενων «μη ενεργών» φοιτητών παρουσιάζονται σε σχολές με λαϊκότερη κοινωνική σύνθεση και αμφίβολες επαγγελματικές προοπτικές (π.χ στο Πάντειο, στα περισσότερα ΤΕΙ, σε πολλές θεωρητικές σχολές κλπ). Πραγματικά αν εξετάσουμε την κοινωνική σύνθεση του φοιτητικού πληθυσμού θα διαπιστώσουμε ότι σε εκείνες τις σχολές στις οποίες παρουσιάζονται μεγάλα ποσοστά καθυστέρησης ή εγκατάλειψης των σπουδών υπάρχει μια υπεραντιπροσώπευση των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων ενώ αντίθετα στις υπόλοιπες σχολές (π.χ. ΕΜΠ, Ιατρική κ.λπ.) υπάρχει μια υπεραντιπροσώπευση των ευνοημένων κοινωνικών στρωμάτων.
Παράλληλα οφείλουμε να πάρουμε υπόψη τα ευρήματα των ερευνών που σχετίζονται με την εργασία των φοιτητών. Έρευνα «ανέβαζε» το ποσοστό των φοιτητών που εργάζονταν μόνιμα ή περιστασιακά στο 42,4%. Σύμφωνα πάλι με στοιχεία μεγάλης εταιρείας ευρέσεως εργασίας, το 40% των ανθρώπων που προσπαθούν να βρουν δουλειά είναι φοιτητές. Σε άλλη έρευνα σε 300 φοιτητές του Παντείου Πανεπιστημίου το 13% δήλωσε ότι εργάζεται σχεδόν μόνιμα με την εισαγωγή του στο Πανεπιστήμιο ενώ περίπου 37% δήλωσε ότι εργάζεται περιστασιακά «για να καλύψει τα έξοδά του – να μην επιβαρύνει την οικογένεια που δεν μπορεί να αντεπεξέλθει».
Η αδυναμία αντιμετώπισης του αυξημένου κόστους σπουδών (καθώς η φοιτητική μέριμνα εδώ και αρκετά χρόνια στη χώρα μας είναι ένας «άταφος νεκρός») σε συνδυασμό με την ανεύρεση εργασίας για τη στοιχειώδη κάλυψη κάποιων εξόδων, παράλληλα με την εσωτερίκευση των αμφίβολων επαγγελματικών προοπτικών, εκκολάπτουν την καθυστέρηση ή την εγκατάλειψη των σπουδών για εκείνο το μέρος του φοιτητικού πληθυσμού για το οποίο αφενός οι παρατεταμένες σπουδές κοστίζουν ακριβά, αφετέρου η είσοδος στην παραγωγή και η πρόωρη επαγγελματοποίηση μετατρέπονται σε αναπόφευκτη στρατηγική επιβίωσης, ανατρέποντας έτσι την προοπτική ολοκλήρωσης των σπουδών.
Όσο σίγουρο είναι ότι οι παραπάνω όροι δεν μπορούν να μονοπωλήσουν την καθυστέρηση ή την εγκατάλειψη των σπουδών, άλλο τόσο είναι φανερό ότι η κοινωνική ανισότητα δεν σταματάει την δράση της μπροστά στην είσοδο του πανεπιστημίου.
Στη στροφή αυτή δεν βαραίνουν μόνο τα οικονομικά προβλήματα των οικογενειών, αλλά και μια άλλη πλευρά της κρίσης η οποία δεν «επιτρέπει» να υπάρχουν πολλές προσδοκίες όσον αφορά την επένδυση στις σπουδές.
Σύμφωνα με στοιχεία που έφερε στο φως της δημοσιότητας η ετήσια Έκθεση της Αρχής Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (ΑΔΙΠ), μόλις τρεις στους δέκα φοιτητές ολοκληρώνουν τις σπουδές τους και παίρνουν πτυχίο.
Σύμφωνα με την Έκθεση, ο ρυθμός και το ποσοστό αποφοίτησης μπορούν να θεωρηθούν ένδειξη της αποτελεσματικότητας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ο μέσος όρος των ποσοστών αποφοίτησης των χωρών του δείγματος της UNESCO αυξάνεται διαχρονικά, ξεπερνώντας πλέον το 40%.
Ωστόσο στην Ελλάδα το ποσοστό αποφοίτησης αυξάνεται –έστω και οριακά– ετησίως τα τελευταία χρόνια αλλά παραμένει περισσότερες από δέκα ποσοστιαίες μονάδες κάτω από τον μέσο όρο – στο 27,8%.
Με βάση την Έκθεση την εξεταζόμενη περίοδο υπήρχαν 190.835 φοιτητές στα ελληνικά πανεπιστήμια και ΤΕΙ που δεν είχαν ξεπεράσει τον κανονικό χρόνο σπουδών. Ακόμα περισσότεροι όμως –213.098 φοιτητές– βρίσκονταν πέραν των κανονικών εξαμήνων της σχολής τους.
Πάλι από την Έκθεση μαθαίνουμε ότι λόγω των «λιμναζόντων» -όπως τους χαρακτηρίζει- φοιτητών, από τις 30 χώρες του δείγματος η Ελλάδα έχει το δεύτερο μεγαλύτερο μέσο όρο φοιτητών/διδασκόντων για το 2014, υπερδιπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Δηλαδή, ο μέσος όρος στην Ελλάδα είναι 44,5 φοιτητές προς έναν καθηγητή, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 18,6.
Οι διαπιστώσεις της ΑΔΙΠ είναι σωστές. Ωστόσο, υποκαθιστούν τις αιτίες με τα αποτελέσματα, εστιάζουν στο δέντρο και χάνουν το δάσος και εύκολα μπορούν να γίνουν «καύσιμα» για μια εκπαιδευτική πολιτική που εξαντλεί την πίεση πάνω στα θύματα που η ίδια έχει δημιουργήσει.
Αθέατες όψεις της καθυστέρησης των σπουδών
Το ζήτημα της καθυστέρησης των σπουδών είναι βεβαίως σοβαρό γιατί οι αριθμοί είναι συντριπτικοί. Ωστόσο τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο ανησυχητικά αν κανείς «φωτίσει» μια πλευρά, η οποία μένει συνήθως αθέατη καθώς δεν καταγράφεται πουθενά. Αναφερόμαστε στην οριστική εγκατάλειψη των σπουδών που όλα δείχνουν ότι αφορά σημαντικό τμήμα του φοιτητικού πληθυσμού.
Επειδή η ισότητα ή η ανισότητα των ευκαιριών στην εκπαίδευση, σε καμιά περίπτωση δεν περιορίζεται μόνο στην πρόσβαση στο πανεπιστήμιο και επειδή η παράταση, καθυστέρηση ή εγκατάλειψη των σπουδών αφορά ένα μεγάλο μέρος του φοιτητικού πληθυσμού, με αυξητικές μάλιστα τάσεις, είναι αναγκαίο να ανιχνεύσουμε σε ποιο κοινωνικοοικονομικό «έδαφος» λιπαίνεται το φαινόμενο αυτό.
Αναφερόμαστε δηλαδή στις αιτίες οι οποίες σε καμιά περίπτωση δεν αποτυπώνονται ούτε στα στατιστικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (πρώην ΕΣΥΕ), ούτε βεβαίως στις «ξερές» διαπιστώσεις της ΑΔΙΠ που φαίνεται να έλκονται από τα «αναλυτικά εργαλεία» του ΟΟΣΑ.
Παράλληλα οι αιτίες παραβλέπονται μεθοδικά από τα «ρεπορτάζ» εκείνα που επικεντρώνουν στους «τεμπέληδες φοιτητές – βαρίδια για την ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση».
Να σημειώσουμε, κατ΄ αρχήν, ότι η καθυστέρηση ή εγκατάλειψη των σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν είναι ίσα κατανεμημένη στα τμήματα ΑΕΙ – ΤΕΙ. Τα μεγαλύτερα ποσοστά των λεγόμενων «μη ενεργών» φοιτητών παρουσιάζονται σε σχολές με λαϊκότερη κοινωνική σύνθεση και αμφίβολες επαγγελματικές προοπτικές (π.χ στο Πάντειο, στα περισσότερα ΤΕΙ, σε πολλές θεωρητικές σχολές κλπ). Πραγματικά αν εξετάσουμε την κοινωνική σύνθεση του φοιτητικού πληθυσμού θα διαπιστώσουμε ότι σε εκείνες τις σχολές στις οποίες παρουσιάζονται μεγάλα ποσοστά καθυστέρησης ή εγκατάλειψης των σπουδών υπάρχει μια υπεραντιπροσώπευση των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων ενώ αντίθετα στις υπόλοιπες σχολές (π.χ. ΕΜΠ, Ιατρική κ.λπ.) υπάρχει μια υπεραντιπροσώπευση των ευνοημένων κοινωνικών στρωμάτων.
Παράλληλα οφείλουμε να πάρουμε υπόψη τα ευρήματα των ερευνών που σχετίζονται με την εργασία των φοιτητών. Έρευνα «ανέβαζε» το ποσοστό των φοιτητών που εργάζονταν μόνιμα ή περιστασιακά στο 42,4%. Σύμφωνα πάλι με στοιχεία μεγάλης εταιρείας ευρέσεως εργασίας, το 40% των ανθρώπων που προσπαθούν να βρουν δουλειά είναι φοιτητές. Σε άλλη έρευνα σε 300 φοιτητές του Παντείου Πανεπιστημίου το 13% δήλωσε ότι εργάζεται σχεδόν μόνιμα με την εισαγωγή του στο Πανεπιστήμιο ενώ περίπου 37% δήλωσε ότι εργάζεται περιστασιακά «για να καλύψει τα έξοδά του – να μην επιβαρύνει την οικογένεια που δεν μπορεί να αντεπεξέλθει».
Η αδυναμία αντιμετώπισης του αυξημένου κόστους σπουδών (καθώς η φοιτητική μέριμνα εδώ και αρκετά χρόνια στη χώρα μας είναι ένας «άταφος νεκρός») σε συνδυασμό με την ανεύρεση εργασίας για τη στοιχειώδη κάλυψη κάποιων εξόδων, παράλληλα με την εσωτερίκευση των αμφίβολων επαγγελματικών προοπτικών, εκκολάπτουν την καθυστέρηση ή την εγκατάλειψη των σπουδών για εκείνο το μέρος του φοιτητικού πληθυσμού για το οποίο αφενός οι παρατεταμένες σπουδές κοστίζουν ακριβά, αφετέρου η είσοδος στην παραγωγή και η πρόωρη επαγγελματοποίηση μετατρέπονται σε αναπόφευκτη στρατηγική επιβίωσης, ανατρέποντας έτσι την προοπτική ολοκλήρωσης των σπουδών.
Όσο σίγουρο είναι ότι οι παραπάνω όροι δεν μπορούν να μονοπωλήσουν την καθυστέρηση ή την εγκατάλειψη των σπουδών, άλλο τόσο είναι φανερό ότι η κοινωνική ανισότητα δεν σταματάει την δράση της μπροστά στην είσοδο του πανεπιστημίου.
Στη στροφή αυτή δεν βαραίνουν μόνο τα οικονομικά προβλήματα των οικογενειών, αλλά και μια άλλη πλευρά της κρίσης η οποία δεν «επιτρέπει» να υπάρχουν πολλές προσδοκίες όσον αφορά την επένδυση στις σπουδές.