Μέρος Α΄: Η μνημονιακή κρίση
Του Γιώργου Καραμπελιά
Αφετηρία αυτής της εκτενούς –νέας– αναφοράς μου στη θεματική «μνημόνιο-αντιμνημόνιο», που θα παρατεθεί σε δύο συνέχειες, αποτέλεσε το σχόλιο του κ. Παναγιώτη Σταυρουλάκη, αναγνώστη του άρθρου μου «Ο εκσυγχρονισμός της παράδοσης», σχόλιο που απεστάλη στην ιστοσελίδα του Άρδην στις 07/08/2016. Εξάλλου, προσφάτως αναζωπυρώθηκε η σχετική συζήτηση, με την ευκαιρία του ελλείμματος της ΕΛΣΤΑΤ το 2009. Γράφει όντως, μεταξύ άλλων ο κ. Σταυρουλάκης:
“Η κρίση, πνευματική και οικονομική, απαιτεί λύσεις επί συγκεκριμένων προβλημάτων. Επί 6 χρόνια, από το 2010 και στο εξής, ο λαός διαιρέθηκε με όρους μνημονίου και αντιμνημονίου και η αντιμνημονιακή μερίδα, υπό το βάρος των ως άνω στρεβλώσεων είδε (και εκεί είναι το λάθος της για μένα) το μνημόνιο όχι ως συνέπεια, αλλά ως γενεσιουργό αιτία μίας κρίσης που είχε ξεκινήσει δεκαετίες πριν. Επίσης αντιμετώπισε τις όποιες, κατά καιρούς και υπό διαφορετικές κυβερνήσεις, μνημονιακές πολιτικές, ως ένα συμπαγές σώμα με τα ίδια κάθε φορά χαρακτηριστικά. Και εδώ έκαναν άλλο ένα μεγάλο λάθος. Σε αυτή τη βάση είδα –εφόσον σας ανέγνωσα σωστά– την κίνηση Άρδην να συντάσσεται με την πλευρά του αντιμνημονίου. Με τους δικούς σας όρους φυσικά, χωρίς τις σταλινίζουσες ή φασίζουσες υστερίες των γνωστών κραχτών (από Σύριζα και Ανέλ μέχρι…ΧΑ και ΕΠΑΜ). Ωστόσο πήρατε αντιμνημονιακή στάση”.
Ο συγγραφέας του σχολίου θεωρεί πως ο διαχωρισμός «μνημόνιο-αντιμνημόνιο» υπήρξε εξ αρχής λανθασμένος. Εν τούτοις, όπως ασφαλώς θυμόμαστε όλοι, κατά τα πρώτα δύο καθοριστικά χρόνια, 2010-2011, το σύνολο του πολιτικού κόσμου αλλά και του ελληνικού λαού, εκτός του ταχέως συρρικνούμενου ΠΑΣΟΚ του ΓΑΠ, είχε ταχθεί κατά των μνημονίων, μεταξύ αυτών και η «Νέα Δημοκρατία» του Αντώνη Σαμαρά. Δηλαδή, η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού και των πολιτικών δυνάμεων είχε τοποθετηθεί «αντιμνημονιακά».
Βέβαια, υπήρχαν τεράστιες διαφορές εκτίμησης ως προς τις αιτίες της έλευσης των μνημονίων. Για άλλους αποτέλεσε την κορύφωση του παρασιτισμού, για άλλους απλώς μια συνέπεια της αβελτηρίας ή ακόμα και της προδοσίας των πολιτικών ελίτ, τέλος, για κάποιους τρίτους, όπως εμείς, συνδυασμός των δύο αυτών φαινομένων. Πάντως, οι περισσότεροι θεωρούσαμε πως η ένταξη της Ελλάδας σε «πρόγραμμα» ήταν προσχεδιασμένη από έναν πρωθυπουργό, που έκανε ό,τι μπορούσε για να εγκλωβίσει τη χώρα στα μνημόνια, εξ ου και παραμένει ένοχος εσχάτης προδοσίας, τουλάχιστον απέναντι στην ιστορία: Διόγκωσε με όλους τους δυνατούς τρόπους το έλλειμμα της χώρας, ακόμα και με παραποίηση των στατιστικών στοιχείων, αρνήθηκε να καταφύγει για δανεισμό στις αγορές τους πρώτους μήνες της διακυβέρνησής του, και υπέγραψε ένα κυριολεκτικά τερατώδες και δρακόντειο μνημόνιο.
Όλα αυτά, λοιπόν, δεν αποτελούσαν απλώς «συνέπεια» της σοβούσας, επί δεκαετίες, κρίσης της χώρας αλλά ενέργειες που την επιτάχυναν και την κορύφωσαν, ενώ μπορούσαν να αποφευχθούν. Προφανώς, η κρίση θα εκδηλωνόταν αλλά σε καμία περίπτωση με τόσο βίαιες και άμεσα καταστροφικές συνέπειες.
Συναντήθηκε κυριολεκτικώς η ετερογονία των σκοπών μιας πληθώρας παραγόντων. Το τότε ΠΑΣΟΚ –ο ΓΑΠ, η υπεύθυνη του οικονομικού προγράμματος, Κατσέλη, μαζί με το πλήθος των αμερικανοσπουδαγμένων συμβούλων τους–, για να επιβάλουν μία πολιτική λιτότητας και αναδιάρθρωσης ενός βαθύτατα διεφθαρμένου κράτους που, παρεμπιπτόντως, οι ίδιοι είχαν δημιουργήσει, θεώρησε αναγκαία την έλευση του από μηχανής θεού του Μνημονίου και του ΔΝΤ. Έτσι και τα μέτρα που θεωρούσαν απαραίτητα –σε πλήρη αντίθεση με την προεκλογική ρητορική του «λεφτά υπάρχουν»– θα εφάρμοζαν, και αυτά θα εμφανίζονταν ως επιβληθέντα από τους ξένους δανειστές και εταίρους. Επειδή το πελατειακό σύστημα που είχε οικοδομήσει το ΠΑΣΟΚ –με τη συνέργεια των Καραμανλή-Παυλόπουλου εν συνεχεία– ήταν αδύνατο να αυτο-μεταρρυθμιστεί, προτίμησαν τη βίαιη επιβολή του μνημονίου, ώστε αυτή η μεταρρύθμιση να γίνει από τα πάνω και από τα έξω.
Το μεγάλο κίνημα της πάνδημης διαμαρτυρίας που ξεσήκωσε η υπογραφή και η εφαρμογή του πρώτου μνημονίου εξηγείται ακριβώς από αυτή την αίσθηση που είχαν οι Έλληνες πως επρόκειτο για μια απρόκλητη καταστροφή που απειλούσε να μεταβάλει την Ελλάδα σε αποικία «χρέους», όπως και πράγματι έγινε εν τέλει.
Α. Μια παγκόσμια κρίση μετάβασης
Ωστόσο, ο «Γιώργος» και οι μαθητευόμενοι μάγοι του αγνοούσαν ότι είχαν εμπλακεί σε ένα παιγνίδι παγκοσμίων διαστάσεων που τους ξεπερνούσε, τόσο αυτούς όσο βεβαίως και τη δύστηνη Ελλάδα. Διότι, στην προσπάθεια εφαρμογής των μνημονίων, κατ’ εξοχήν για εσωτερικούς λόγους, «συνάντησαν» την παγκόσμια κρίση μετάβασης από τη δυτική οικονομική πρωτοκαθεδρία στην ασιατική. Μια κρίση μετάβασης η οποία απειλούσε με κατάρρευση ολόκληρο το δυτικό οικονομικό σύστημα και η οποία είχε εισέλθει στη δεύτερη και πλέον επώδυνη φάση της.
Η πρώτη φάση, ήδη από τη δεκαετία του 1990, σημαδεύτηκε από τη μαζική και γενικευμένη μεταφορά της βιομηχανικής παραγωγής από τις δυτικές βιομηχανικές χώρες στην Ανατολή. Ήταν η εποχή της γενικευμένης αποβιομηχανοποίησης των παλιών βιομηχανικών χωρών της Δύσης και της ραγδαίας εκβιομηχάνισης των ασιατικών χωρών, κατ’ εξοχήν της Κίνας. Και όμως, αυτή η μεγάλη, πρωτοφανής ιστορικά, μετακίνηση της παραγωγής σημαδεύεται από μια περίοδο ευημερίας, κυρίως των μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων σε ολόκληρη τη Δύση. Διότι δημιουργήθηκε ένας καταμερισμός εργασίας σύμφωνα με τον οποίο οι χώρες-εργαστήρια της Ανατολής παράγουν φθηνά βιομηχανικά προϊόντα τα οποία ρίχνουν το κόστος της εργατικής δύναμης στη… Δύση, ενώ οι «μητροπόλεις» συγκεντρώνουν τις χρηματο-πιστωτικές υπηρεσίες και τη νέα ηλεκτρονική βιομηχανία, που επεκτείνεται με μεγάλη ταχύτητα. Για είκοσι χρόνια περίπου, αυτό το μοντέλο που εγκαινιάστηκε στη δεκαετία του 1980 από τον Ρέιγκαν και την Θάτσερ –και επεκτάθηκε με θυελλώδεις ρυθμούς μετά την πτώση του σοβιετικού στρατοπέδου– φαινόταν να λειτουργεί. Ήταν η περιβόητη άυλη οικονομία την οποία υμνούσαν οι νεαροί γιάπηδες – οικονομολόγοι και χρηματιστές. Το χρήμα μπορεί να παράγει αφ’ εαυτού χρήμα! Μόνο που βέβαια προϋπέθετε τα εκατό εκατομμύρια των Κινέζων βιομηχανικών εργατών!
Η ελληνική οικονομία, σε αυτή την περίοδο, ολοκληρώνει την αποβιομηχανοποίησή της και ρίχνεται ως τουριστικό και εφοπλιστικό παράρτημα της Δύσης στις αγκάλες της «παγκοσμιοποίησης». Το πρώτο μεγάλο καμπανάκι θα έρθει με την κολοσσιαία για τα ελληνικά μεγέθη κρίση του χρηματιστηρίου το 1999. Σύμφωνα με τους μετριότερους υπολογισμούς, 100 δισεκατομμύρια ευρώ θα χαθούν, κυρίως από τους μικρομεσαίους επενδυτές, μέσα στην κερδοσκοπική φρενίτιδα εκείνης της χρονιάς. Τότε μπήκαν και οι βάσεις της σημερινής κρίσης. Διότι στην πραγματικότητα υπονομεύτηκε το παραδοσιακό μοντέλο της ελληνικής κοινωνίας. Τα μεσαία στρώματα είχαν απολέσει την παροιμιώδη οικονομική τους αυτοδυναμία και άρχισαν πλέον να καταναλώνουν και να επενδύουν στην οικοδομή, όπως πατροπαράδοτα έκαναν, μέσω τραπεζικού δανεισμού πλέον, διότι το πλεόνασμα το είχε καταβροχθίσει η κρίση του Χρηματιστηρίου. Κάτι ανάλογο –χωρίς να έχει την ίδια βιαιότητα– παρατηρείται σε ολόκληρη τη δυτική οικονομία. Είχαμε μπει στην περίοδο της «ευημερίας» διά της υπερχρέωσης, ατομικής και κρατικής.
Η δεύτερη φάση: Όμως, πολύ σύντομα, μέσα σε μια δεκαετία, ο λογαριασμός θα πάψει να βγαίνει. Η κινεζική, κορεάτικη κ.λπ. βιομηχανία ανεβαίνει την γκάμα της παραγωγής και κατακτά και τον τομέα των ηλεκτρονικών, ενώ το κινεζικό γιουάν αρχίζει να μεταβάλλεται σε παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, επιτείνοντας την κρίση της δυτικής οικονομίας.
Η μόνη δυτική οικονομία που προσπαθεί να αντιμετωπίσει την μετατόπιση του κέντρου βάρους της παραγωγής και τις νέες παγκόσμιες οικονομικές συνθήκες είναι η γερμανική. Οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες, διά του Σρέντερ, αλλά μαζί τους, το σύνολο των κυρίαρχων ελίτ της Γερμανίας, αντιλαμβάνονται πως το ευρωπαϊκό και δυτικό φορντιστικό μοντέλο δεν είχε πλέον τη δυνατότητα να λειτουργεί απρόσκοπτα.
Το δυτικό κοινωνικό κράτος στηριζόταν πράγματι στην πρωτοκαθεδρία της Δύσης και τη λειτουργία της ως του βιομηχανικού εργαστηρίου του πλανήτη. Από τη στιγμή και πέρα που εξαφανίστηκε αυτή η προϋπόθεση, δεν ήταν δυνατό να αντέξει στον παγκόσμιο ανταγωνισμό και θα έπρεπε να μετασχηματιστεί: είτε προς την κατεύθυνση της υψηλής τεχνολογίας και της ρομποτοποίησης –στρατηγική την οποία ακολουθεί κατ’ εξοχήν η Ιαπωνία– είτε να προσαρμοστεί στο επίπεδο μισθών και κοινωνικής προστασίας που επιβάλλει η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής και το επίπεδο των μισθών της Κίνας, με την απαραίτητη συμβολή της μαζικής μετανάστευσης, που επιτρέπει τη σταδιακή μείωση της κοινωνικής προστασίας των εγχώριων εργαζόμενων – όπως κάνει σταδιακά ένα μεγάλο μέρος της Δύσης· είτε, τέλος, να εφαρμόσει έναν συνδυασμό αυτών των δύο στρατηγικών – όπως κάνουν πολλές δυτικές χώρες και κυρίως η Γερμανία.
Στην Ελλάδα, η οποία είχε αποκτήσει ένα σχετικά υψηλό επίπεδο εισοδημάτων δια της οδού της παρασιτικής ενσωμάτωσης, εφαρμόστηκε η πλέον βίαιη εκδοχή του δεύτερου μοντέλου, δηλαδή η κυριολεκτική καταστροφή του κοινωνικού κράτους και των μεσαίων στρωμάτων. Αυτός είναι ο βασικός λόγος, δομικού χαρακτήρα, που στην Ελλάδα –θεωρούμενη εξάλλου πολιτισμικά παρείσακτη στο εσωτερικό της Δύσης– εφαρμόστηκε το πλέον βίαιο ριζικό και «παραδειγματικό» μοντέλο προσαρμογής, που εκφράστηκε με την πολιτική των μνημονίων.
Όποιος λοιπόν, ακόμα και σήμερα, δεν έχει κατανοήσει, έστω δια της ενσυναισθήσεως, αρχικά, το γιατί οι μεγάλες δυνάμεις μας έσπρωξαν στην κρίση μάλλον πάσχει από κάποιο είδους ξενόστροφου στραβισμού.
Β. Αμερικανοί και Γερμανοί
Σε ό,τι αφορά στους συγκυριακούς μηχανισμούς που έδωσαν την ευκαιρία σε αυτό το σχέδιο να εφαρμοστεί, σήμερα, αφού έχουμε παρακολουθήσει όλη την αλληλουχία των γεγονότων, γνωρίζουμε πως λειτούργησαν οι δύο αντιμαχόμενες δυνάμεις που συναντήθηκαν, μέσα από τον ανταγωνισμό τους, στη μεθόδευση της καταστροφής.
Από τη μία πλευρά βρίσκονταν οι Αμερικανοί, με όργανό τους το ΔΝΤ, έχοντας εξασφαλίσει τη συνεισφορά των πρόθυμων ηλίθιων, ΓΑΠ, Κατσέλη, Βαρουφάκη, και τις καλές υπηρεσίες των διαφόρων Γκαλμπραίηθ, Κρούγκμαν κ.λπ. Οι Αμερικανοί, δια μέσου της Ελλάδας και της κρίσης της, ήθελαν να αποσταθεροποιήσουν την ευρωζώνη και το γερμανικό ευρώ. Το ευρώ, πράγματι, στα πλαίσια του χρηματο-τραπεζιτικού προσανατολισμού της δυτικής οικονομίας, έτεινε, με την άνοδό του, να υπονομεύσει την προτεραιότητα του δολαρίου ως παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος. Επί πλέον, στα πλαίσια της ίδιας στρατηγικής, επεδίωκαν να πλήξουν, μέσω του κουρέματος των ελληνικών δανείων, τις ευρωπαϊκές και κατ’ εξοχήν τις γερμανικές τράπεζες. Εκ παραλλήλου, στόχευαν στην εξασθένιση της Ελλάδας και του ελληνισμού, ώστε να γίνουν αποδεκτές οι βασικές στρατηγικές επιλογές τους στην Ανατολική Μεσόγειο. Ήδη, από τη δεκαετία του 1950 –και προφανώς πολύ περισσότερο σήμερα που η Τουρκία έχει ενισχυθεί και το Ισλάμ έχει αναδειχθεί σε αντίπαλο της Δύσης–, μέσω της παραχώρησης της Κύπρου στην τουρκική επιρροή, αποσκοπούσαν στη «δέσμευση» της Τουρκίας στη Δύση. Το Κυπριακό αποτελούσε διαχρονικά για τους Αμερικανούς το αντάλλαγμα και το ενέχυρο για τη διατήρηση του φιλοδυτικού προσανατολισμού της Τουρκίας.
Παράλληλα, οι αντίπαλοι-εταίροι τους, Γερμανοί, με βασικό εκφραστή αυτής της στρατηγικής, τον Σόιμπλε, επιζητούσαν με τη σειρά τους την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη ή, τουλάχιστον, την καταστροφή του σχετικά ισχυρού σε όλα τα Βαλκάνια τραπεζιτικού τομέα της –και του, συγκριτικά με τα μεγέθη του νησιού, πανίσχυρου κυπριακού τραπεζικού τομέα– και τη μεταβολή της ελληνικής οικονομίας σε αποικιακό προσάρτημα της γερμανικής.
Έτσι, παρότι με αντίπαλες στρατηγικές και επιδιώξεις, οι δύο μεγάλοι παίκτες, της Δύσης συνέπεσαν ως προς τη στρατηγική υπαγωγής της Ελλάδας στα καυδιανά δίκρανα των μνημονίων. Και, στο τέλος του δρόμου, κέρδισαν και οι δύο αυτό που επιζητούσαν.
Οι μεν ΗΠΑ κατόρθωσαν να αποσταθεροποιήσουν τη ζώνη του ευρώ, μια και σε μνημόνια εισήλθαν και άλλες χώρες της ευρωζώνης και το ευρώ κατέρρευσε (από 1,4406 δολάρια ανά ευρώ, στις 31-12-2009, έπεσε στα 1,0887 στις 31-12-2015 και βρισκόταν στα 1,16 την 1η Αυγούστου 2016)[1]. Η γερμανική τραπεζική ναυαρχίδα, η Ντώυτσε Μπανκ εμφάνισε 10 δισ. ζημιές το 2015, παρά τα σχεδόν εκατό δισεκ. ευρώ που κέρδισε συνολικά η Γερμανία από την ελληνική κρίση. Παράλληλα, χρησιμοποιώντας την Ανατολική Ευρώπη και κατ’ εξοχήν την ουκρανική κρίση, απέκοψαν, τουλάχιστον για αρκετά χρόνια, τη Ρωσία από την Ευρώπη και τον βασικό της εταίρο, τη Γερμανία, υποχρεώνοντάς την τελευταία να στραφεί και πάλι προς τον ατλαντισμό και την TTIP. Κατά συνέπεια, από ένα σημείο και μετά, η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη έπαψε να αποτελεί επιλογή των ΗΠΑ –αν ποτέ αποτελούσε και δεν συνιστούσε απλώς απειλή– μια και η Γερμανία είχε υποχρεωτικά προσαρμοστεί και η ελληνική κρίση είχε μεταβληθεί σε όπλο των ΗΠΑ για τον έλεγχο της ευρωζώνης εκ των έσω.
Όσο για τη Γερμανία, παρότι δεν πραγματοποίησε (ακόμα;) τον στόχο του Σόιμπλε, την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη, υπήρξε και αυτή κερδισμένη από την κρίση. Πρώτον, διότι όλη η ευρωζώνη προσανατολίστηκε προς τη γερμανική στρατηγική, άρα το μάθημα στην Ελλάδα απέδωσε, χωρίς να χρειαστεί η έξοδός της. Δεύτερον, διότι κατέστρεψε το τραπεζιτικό σύστημα Ελλάδας και Κύπρου, που αποτελούσαν ανταγωνιστή των γερμανικών και αυστριακών τραπεζών. Τρίτον, διότι μετέβαλε την Ελλάδα σε οικονομικό της προσάρτημα – από τον ΟΤΕ έως τα αεροδρόμια και τις τράπεζες. Και, παρεμπιπτόντως, διότι εξαφάνισε, έστω προσωρινά το αίτημα για τις γερμανικές αποζημιώσεις, παρά τους ξαναζεσταμένους πρόσφατους εκλογικίστικους ψευδολεονταρισμούς του μικροαπατεώνα!
[1] Για τις ΗΠΑ, κυρίαρχη χρηματοπιστωτική δύναμη του πλανήτη και φθίνουσα βιομηχανική, η διατήρηση του σκληρού δολαρίου ως του παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από τη διευκόλυνση των εξαγωγών μέσω του φθηνού δολαρίου. Οι αμερικανικές ελίτ προτιμούν να αγοράζουν φθηνά κινεζικά βιομηχανικά προϊόντα με ένα δολάριο υψηλής αγοραστικής ισχύος και παρεμπιπτόντως να μεταβάλλουν σε πετροδολάρια τα πετρελαϊκά εισοδήματα, παρά να πριμοδοτούν τις αμερικανικές εξαγωγές. Γι’ αυτό και προτίμησαν την αποβιομηχανοποίηση των κεντρικών πολιτειών των ΗΠΑ από μια μεγάλη πτώση του δολαρίου. Βεβαίως, θα προτιμούσαν και τα δύο ταυτόχρονα, αλλά αυτό είναι ανέφικτο και έτσι θα επιλέξουν το σκληρό δολάριο. Εξάλλου, και η Γερμανία τα τελευταία χρόνια είχε επιλέξει τη στρατηγική της χρηματοπιστωτικής ενίσχυσης και του ισχυρού ευρώ, δεδομένου μάλιστα ότι η ίδια, επιτυγχάνοντας μια τεχνολογική αναβάθμιση και τη συγκράτηση του εργατικού κόστους μετά το 2000, είχε κατορθώσει και τις εξαγωγές της να αυξάνει και να συσσωρεύει τεράστια κεφάλαια στις τράπεζές της. Αδιαφορώντας, προφανώς, για το ότι οι υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης, προπαντός η Ιταλία και η Γαλλία, είχαν πληγεί καίρια από την πολιτική του σκληρού ευρώ.
Η «αντιμνημονιακή» φενάκη
Όμως, απέναντι σε μία κρίση τέτοιων διαστάσεων και με αντιπάλους «παίκτες» όπως η Γερμανία, το ΔΝΤ, οι ΗΠΑ, ο Σόιμπλε ή η Ντώυτσε Μπανκ, οι αντιδράσεις της ελληνικής κοινωνίας –κατ’ εξοχήν των ελίτ της χώρας, πολιτικών, οικονομικών και πνευματικών– υπήρξαν όχι απλώς αναντίστοιχες ως προς την πρόκληση που αντιμετώπιζε η χώρα αλλά κυριολεκτικώς παιδαριώδεις. Επί έξι χρόνια –και ήδη διανύουμε τον έβδομο ενιαυτό– η συζήτηση δεν προσανατολίστηκε, κυριολεκτικώς ποτέ, στα δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και τις στρατηγικές αντιμετώπισής τους, αλλά εγκλωβίστηκε στα πλαίσια που επέβαλαν, μεθοδευμένα και μεθοδικά, οι μεγάλες δυνάμεις και η παρασιτική δομή της ελληνικής κοινωνίας.
Γ. Η αποτυχία του αντιμνημονιακού στρατοπέδου
Η αχίλλειος πτέρνα της ελληνικής οικονομίας, και της Ελλάδας συνολικότερα, ήταν και παραμένει η παρασιτική της μετεξέλιξη, στα πλαίσια της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας οικονομίας, η οποία έχει περιορίσει δραματικά τις δυνατότητες των επιλογών της. Αρχικώς, η είσοδος στη ζώνη του ευρώ, με την μεθόδευση μάλιστα με την οποία πραγματοποιήθηκε, ήταν απολύτως αρνητική για την ελληνική οικονομία, επιτείνοντας τα παρασιτικά χαρακτηριστικά της, και έχουμε αναφερθεί αναρίθμητες φορές σε αυτό. Όμως, αφού η ελληνική οικονομία προσαρμόστηκε –κακήν κακώς στην ευρωζώνη– η εκ των υστέρων διάρρηξη του ομφάλιου λώρου με αυτήν, την Ε.Ε. ή τη δυτική οικονομία συνολικότερα θα προκαλούσε πολύ μεγαλύτερες καταστροφές από αυτές που θα θεράπευε και όχι μόνο από γεωπολιτική άποψη αλλά και οικονομική. Μια οικονομία «junkie», εξαρτημένη από τις διεθνείς κινήσεις των κεφαλαίων, τον υψηλό δανεισμό, και δύο εξαιρετικά διεθνοποιημένους οικονομικούς τομείς, τη ναυτιλία και τον τουρισμό, ήταν αδύνατο να απεξαρτηθεί αιφνίδια από τα βαριά ναρκωτικά στα οποία είχε εθιστεί, με κίνδυνο θανάτου, αν δεν ακολουθούσε μια στρατηγική βαθμιαίας απεξάρτησης. Και κάτι τέτοιο, στην περίπτωσή μας, θα σήμαινε μια σταδιακή αναπροσαρμογή της ελληνικής οικονομίας προς την κατεύθυνση μιας παραγωγικής αναγέννησης και απομείωσης των παρασιτικών της χαρακτηριστικών. Όμως αυτή η συζήτηση ουδέποτε διεξήχθη στην Ελλάδα, με την τιμητική αλλά ισχνή εξαίρεση του Άρδην και μιας μικρής ομάδας ανθρώπων που παθιάζονταν με την «παραγωγική ανασυγκρότηση» της χώρας. Αντίθετα, η συζήτηση εγκλωβίστηκε στο δίπολο «μνημόνιο-αντιμνημόνιο», με τυπικούς και επιφανειακούς όρους και τελικά κατέληξε –όπως και ήταν αναμενόμενο– στη συντριπτική κατίσχυση των μνημονιακών.
Οι μνημονιακοί επέλεγαν τη λογική της προσαρμογής της ίδιας και απαράλλακτης παρασιτικής οικονομίας στις νέες διεθνείς συνθήκες, οι δε «συνεπείς» αντιμνημονιακοί επέλεγαν τον αιφνίδιο θάνατο της «καθολικής ρήξης». Οι «μνημονιακοί» δεν επέμεναν, π.χ., στη δομική μεταβολή του παραγωγικού μοντέλου αλλά σε «επενδύσεις» που ενίσχυαν περαιτέρω την παρασιτική δομή της οικονομίας· στον τουρισμό, σχεδόν αποκλειστικά, και σε ιδιωτικοποιήσεις των μεταφορών, των επικοινωνιών, της ενέργειας, ώστε απλώς να περιοριστεί το «σπάταλο κράτος»[1]. Οι δε αντιμνημονιακοί, από την πλευρά τους, πρότειναν τα ακριβώς αντίθετα από τους «μνημονιακούς», ουσιαστικώς να παραμείνουν όλα ως είχαν και απλώς να αποκατασταθεί η αγοραστική και καταναλωτική δυνατότητα των πολιτών στην προτέρα –προ μνημονίων– κατάσταση.
Και επειδή κάτι τέτοιο ήταν ανέφικτο, αντί να στραφούν στο «αντιμνημονιακό εφικτό», δηλαδή την ταχύτερη δυνατή απαγκίστρωση από τα μνημόνια και την έναρξη μιας πανελλαδικής προσπάθειας παραγωγικής ανασύνθεσης της χώρας, έπεσαν στην παγίδα των άσπονδων φίλων μας. Με ποιο τρόπο, λοιπόν, θα καθίστατο δυνατή η απαγκίστρωση από τα μνημόνια; Μα, με έναν τρόπο κυριολεκτικά μαγικό: Με την καθολική άρνηση του χρέους, την έξοδο από την ευρωζώνη και την υιοθέτηση της δραχμής. Έτσι, χωρίς να αλλάξει τίποτε, το κοντέρ θα μηδενιζόταν και όλα θα μπορούσαν να ξαναρχίσουν από την αφετηρία τους.
Καθόλου τυχαία δε, το αντιμνημονιακό κίνημα, αντί να στρέφεται σε πραγματικούς και εφικτούς στόχους –όπως το κούρεμα του χρέους, η άρνηση του αγγλικού δικαίου, ο συμψηφισμός με τις γερμανικές αποζημιώσεις και, προπαντός, η ενίσχυση των παραγωγικών δομών της οικονομίας–, προσανατολίστηκε τεχνηέντως σε μια ατελείωτη συζήτηση περί του «επαχθούς χρέους» και κυρίως σε μια ακατάσχετη δραχμολαγνεία. Όσο, μάλιστα, τόσο από την πλευρά των ΗΠΑ-ΔΝΤ όσο και από την πλευρά της Γερμανίας, επιδιωκόταν –ή έστω επισειόταν ως απειλή– η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη, η επιστροφή στη «δραχμούλα» εμφανιζόταν, και ενίοτε με πειστικό τρόπο, ως η μοναδική πανάκεια για την ελληνική κρίση.
Οι μεγάλες δυνάμεις χρησιμοποίησαν σε μεγάλη κλίμακα τις «διασυνδέσεις» τους με ένα τμήμα του ελληνικού κεφαλαίου που διέθετε χρήματα στο εξωτερικό, ή χρωστούσε μεγάλα ποσά, καθώς και μερικούς μπατιρημένους ή υπερφιλόδοξους μηντιάρχες και δημοσιογράφους, ώστε να συγκροτήσουν το περιβόητο λόμπι της δραχμής. Αντίθετα δε, όταν άλλαξαν τα σχέδια Γερμανών και Αμερικανών, κυρίως εξαιτίας της αυξανόμενης γεωπολιτικής αστάθειας στην περιοχή, εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας από τις οθόνες και τα ερτζιανά, όπου πρωτοστατούσαν για δύο περίπου χρόνια, οι σχετικοί δραχμο-ιππότες της Αποκαλύψεως, ή μάλλον της ελεεινής μορφής, αφήνοντας μόνο τον αγωνιστή Κουρή να συνεχίζει να «ΚΟΝΤΡΑρει» το σύστημα[2]. Ωστόσο, είχαν προλάβει να παγιδεύσουν εκατοντάδες χιλιάδες –κυριολεκτικά– συμπολίτες μας που πίστεψαν πως, υπ’ αυτές τις συνθήκες, η έξοδος από το ευρώ θα ήταν η λύση δια «πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν». Κυρίως δε, είχαν τροφοδοτήσει, υποδόρια ή ανοικτά, τον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ, που πριν ανέβουν στην εξουσία έπαιζαν ανοικτά με τη σχετική ιδέα –ο μεν Καμμένος προτείνοντας την είσοδο στη «ζώνη του δολαρίου», ο δε Τσίπρας χρησιμοποιώντας τον Βαρουφάκη, τον Λαπαβίτσα, τον Λαφαζάνη και … τον Γκαλμπραίηθ, που υποστήριζαν το «εθνικό νόμισμα». Για να μην ξεχάσουμε και τις σχετικές «επιτροπές χρέους» και άλλες συναφείς μπαρουφολογίες. Εάν σε όλα αυτά προστεθεί και η επιρροή του ΚΚΕ –σταθερά υπέρ της «προλεταριακής επανάστασης» και, εσχάτως, εκ νέου οπαδό ενός καθαρτήριου εμφυλίου–, καθώς και η απαραίτητη «Χρυσή Αυγή» –που γνωρίζει πως η έξοδος από την ευρωζώνη, στις σημερινές συνθήκες, διευκολύνει ένα οποιοδήποτε φασιστικό πραξικόπημα–, τότε, μπορούμε να αντιληφθούμε το εύρος και την ισχύ ολόκληρου του σχετικού «μετώπου».
Έτσι, οι αντιμνημονιακές δυνάμεις, που θα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν ένα κίνημα αντίστασης στα μνημόνια, παράλληλα με τον αναγκαίο αναπροσανατολισμό της χώρας, παρέμειναν δέσμιες της ίδιας παρασιτικής λογικής –η διαφορά βρίσκεται μόνο στη διανομή και όχι στα υλικά της πίτας– και πυροδότησαν εν τέλει, μέσω της στήριξης των απατεώνων του ΣΥΡΙΖΑ, την αναζωπύρωση των μνημονίων και την ολοκληρωτική εκχώρηση της χώρας στα ξένα συμφέροντα.
Όμως, για την εμπέδωση των μνημονίων και την καταστροφική εξέλιξη του αντιμνημονιακού χώρου, τεράστια υπήρξε και η ευθύνη της «πατριωτικής πτέρυγας» της Δεξιάς, που θεωρητικώς είχε τα ηνία στη Νέα Δημοκρατία, με την ομάδα Σαμαρά-Λαζαρίδη. Πράγματι, μέχρι τον Δεκέμβριο του 2011, στρεφόμενη κατά των μνημονίων, η Δεξιά είχε συμβάλει στη σύμπηξη ενός ενιαίου αντιμνημονιακού μετώπου στη λαϊκή βάση, γεγονός που διαπιστωνόταν δια γυμνού οφθαλμού και στις μεγάλες συγκεντρώσεις του 2011, στις «πλατείες» της χώρας, και δυσκόλευε εξαιρετικά τις κινήσεις και τα σχέδια τόσο του ΔΝΤ όσο και των Γερμανών. Ωστόσο, με τη μεγάλη και ακατανόητη –από πρώτη άποψη, αλλά προφανώς συνδεδεμένη με τον συστημικό χαρακτήρα της, τις δουλείες της, και την έλλειψη οράματος– στροφή του Νοεμβρίου του 2012, η ΝΔ διέσπασε αυτό το ενιαίο μέτωπο και άφησε τις λαϊκές δυνάμεις της δεξιάς στα χέρια της «Χρυσής Αυγής» και απατεώνων τύπου Καμμένου.
Διότι, ακόμα και τον Νοέμβριο του 2011, ήταν εφικτή μια στρατηγική ανατροπής των μνημονίων ή τουλάχιστον ανακοπής της περαιτέρω καθοδικής πορείας της χώρας. Ένα ελληνικό Grexit συνέχιζε να αποτελεί κορυφαίο συστημικό κίνδυνο για το ευρώ και την ευρωζώνη και η στρατηγική Σόιμπλε δεν εισακουγόταν από τους Γάλλους. Και τα πράγματα ήταν τόσο καθαρά, μετά το απονενοημένο διάβημα του ΓΑΠ στις Κάννες, ώστε μόνο δειλοί ή ελεγχόμενοι, ή και τα δύο μαζί, δεν το έβλεπαν. Το ΠΑΣΟΚ είχε ήδη αποσυντεθεί και εκλογές εκείνη τη στιγμή –αναπόφευκτες εάν τις απαιτούσε η ΝΔ– θα ανεδείκνυαν μια «αντιμνημονιακή» πλημμυρίδα με πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας και παντοδυναμία του Σαμαρά, όπως κατ’ αναλογίαν είχε συμβεί στην Ουγγαρία με τον Όρμπαν. Ωστόσο, φάνηκε, ακόμα και εδώ, πως η… Ουγγαρία διαθέτει ακόμα εθνική αστική τάξη, σε αντίθεση με την Ελλάδα!
Δηλαδή, η καθολική αποτυχία των «αντιμνημονιακών» και η σταδιακή υποστροφή τους σε «μνημονιακούς», αρχικώς η Νέα Δημοκρατία και εν συνεχεία οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, καθώς και η έλλειψη κάποιου σημαντικού αντίπαλου δέους –το μόνο «καινούργιο» που γέννησε η χώρα ήταν ο Σταύρος Θεοδωράκης και ο Βασίλης Λεβέντης– καταδεικνύουν πως η αρρώστια είναι πολύ βαθειά και έχει διαβρώσει σε βάθος την ελληνική κοινωνία. Κατά συνέπεια, και οι λύσεις θα καταστούν αναπόφευκτα οδυνηρότερες και δυσκολότερες.
Δ. Η υπέρβαση της αντιπαράθεσης μνημόνιο-αντιμνημόνιο
Μετά τη στροφή της ΝΔ, τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους. Με το PSI, την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, την καταστροφή των Ελλήνων ομολογιούχων, των ασφαλιστικών ταμείων, την υπαγωγή του χρέους στο αγγλικό δίκαιο και την είσοδο της χώρας σε ένα νέο μνημόνιο, ήδη από το Φθινόπωρο του 2012, το παιγνίδι κρίθηκε οριστικά. Η Ελλάδα δεν διέθετε πλέον τα όπλα για να αναστρέψει την μνημονιακή λαβίδα. Όπως προαναφέραμε, ένα και μόνο όπλο μετωπικής σύγκρουσης διέθετε, την έξοδο από την ευρωζώνη, όμως αυτή ισοδυναμούσε με αυτοπυροβολισμό. Και όχι μόνο εξ αιτίας των άμεσων οικονομικών συνεπειών της –βίαιη υποτίμηση, έλλειψη ειδών πρώτης ανάγκης λόγω κατάρρευσης των εισαγωγών και διόγκωση του χρέους σε δραχμές[3]– αλλά προπαντός λόγω του τετ-α-τετ με τη νεο-οθωμανική Τουρκία, υπό τους χειρότερους δυνατούς όρους. Εάν αυτή η επιλογή αποκλειόταν, όπως εμείς είμαστε βαθύτατα πεισμένοι, τότε έπρεπε να υπάρξει μια αναπροσαρμογή των στόχων του αντιμνημονιακού κινήματος και γενικότερα των στόχων του ελληνικού λαού.
Στο Άρδην, ήδη από 2012[4] επισημαίνουμε πως η διάκριση «μνημονιακοί-αντιμνημονιακοί» αρχίζει να περνάει σε δεύτερο πλάνο, μια και η άμεση διαφυγή από τα μνημόνια ήταν πλέον ανέφικτη. Αντ’ αυτού προβάλλουμε την αντίληψη μιας στρατηγικής «ανταρτοπολέμου» απέναντι στους δανειστές, επιμένοντας στη στρατηγική της παραγωγικής ανασυγκρότησης, της διάσωσης του ελληνικού χαρακτήρα του τραπεζιτικού συστήματος, της επικέντρωσης στην εκπαίδευση, την καινοτομία και τον πολιτισμό, της υπεράσπισης των εθνικών δικαίων, καθώς και της εμμονής στις γερμανικές αποζημιώσεις. Η Ελλάδα, μέσα στις συνθήκες της κρίσης, έπρεπε να βάλει σε πρώτο πλάνο τον μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου της, με ανασυγκρότηση της παραγωγής μέσω της τεχνολογικής αναβάθμισης και όχι της εισαγωγής φτηνών εργατικών χεριών[5]. Επιπλέον, ήδη από το 2013, είχαμε αναπτύξει και μια εκστρατεία για μποϋκοτάζ στα γερμανικά προϊόντα και απόκρουση της γερμανοποίησης των ελληνικών επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας.
Σε αυτά τα πλαίσια, ήρθαμε σε ανοικτή αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ και τους «Ανεξάρτητους Έλληνες», ήδη από το Φθινόπωρο του 2014, μια και είχαμε αντιταχθεί στην «πολιτική επιτάχυνση» που θα προκαλούσε η επίσπευση των εκλογών τον Ιανουάριο του 2015. Τονίζαμε urbi et orbi, από τον Νοέμβριο του 2014, πως μια «αντιμνημονιακή» κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είχε δύο πιθανές επιλογές. Είτε την «κυβίστηση», μετά από τεράστιες καταστροφές όμως, όπως και έγινε τον Ιούλιο του 2015, οι οποίες θα ξανάριχναν σε ύφεση την οικονομία –που είχε όντως αρχίσει να ανακάμπτει από το καλοκαίρι του 2014–, είτε το Grexit. Γι’ αυτό και αντισταθήκαμε με όσες δυνάμεις διαθέταμε στο κοινοβουλευτικό «πραξικόπημα» των Τσίπρα-Καμμένου, και ήρθαμε σε οριστική και τελεσίδικη ρήξη μαζί τους, αρνούμενοι και κάποιες βουλευτικές έδρες, σε αντίθεση με τον παλιό φίλο μας Κώστα Ζουράρη.
Τέλος, με την αφορμή του σκανδαλώδους δημοψηφίσματος του Ιουλίου 2015, εισήλθαμε σε συνολική ρήξη με το σύνολο του «αντιμνημονιακού χώρου», που έπεσε εν σώματι στην παγίδα του ΟΧΙ, το οποίο «τσιμέντωσε» το τελικό ΝΑΙ του νεαρού ισορροπιστή και του έδωσε τη δυνατότητα να επανεκλεγεί τον Σεπτέμβριο. Παράλληλα, καταγγείλαμε την παγίδα που αντιπροσώπευε και το ΝΑΙ, που υποχρέωσε πολλούς αυθεντικούς πατριώτες να επιλέξουν την υπερψήφιση των… προτάσεων Γιουνκέρ, μπροστά στον κίνδυνο της καταστροφής ενός Grexit! Όπως τονίσαμε, μία και μόνη στάση μπορούσε να υπάρξει, η καταγγελία του δημοψηφίσματος ως αντισυνταγματικού και ψευδεπίγραφου και η άρνηση νομιμοποίησής του.
Θεωρούμε λοιπόν πως πολύ σωστά, κατά τα πρώτα χρόνια της κρίσης, είχαμε συνταχθεί με τους «αντιμνημονιακούς» πολίτες, ενάντια στους μνημονιακούς συνωμότες του ΓΑΠ και των ξένων δυνάμεων. Και αυτό διότι, όπως προείπαμε, η επιβολή των μνημονίων, και μάλιστα αυτών των μνημονίων, δεν ήταν προδιαγεγραμμένη, αλλά υπήρξε συνέπεια της εφαρμογής μιας συγκεκριμένης στρατηγικής.
Το γεγονός ότι η κρίση του παρασιτικού μοντέλου θα εκδηλωνόταν αναπόδραστα είναι κάτι στο οποίο, τουλάχιστον εγώ και το Άρδην συνολικά, αναφερόμαστε εδώ και δεκαετίες, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα έπρεπε να αποδεχτούμε μοιρολατρικά την εφαρμογή ενός μηχανισμού δραματικής οικονομικής, γεωπολιτικής και κοινωνικής υποβάθμισης του ελληνισμού. Διότι, σήμερα, βιώνουμε την αλλαγή «κατηγορίας» της Ελλάδας και του ελληνισμού. «Πέσαμε κατηγορία» και ίσως χωρίς δυνατότητα αναστροφής, τουλάχιστον προς το παρόν. Η αγωνία και ο σπαραγμός όσων Ελλήνων διατηρούν ακόμα κάποια στοιχεία πατριωτισμού και ευθυκρισίας, αφορμάται ακριβώς από αυτή τη διαπίστωση. Η εποχή των μνημονίων σηματοδότησε μια δραματική επιτάχυνση της παρακμής μας. Και μια επιπλέον επιβεβαίωση αυτής της αβυσσαλέας παρακμής είναι το γεγονός ότι τον αντιμνημονιακό «χώρο» ανέλαβαν να εκπροσωπήσουν ο Αλέξης Τσίπρας, ο Πάνος Καμμένος, η Ζωή Κωνσταντοπούλου και ο Γιάνης Βαρουφάκης! Ακριβώς αυτή η μετεξέλιξη του αντιμνημονιακού χώρου, ο οποίος απεδείχθη ισάξιος, ως προς τις καταστροφές τουλάχιστον, με τον ΓΑΠ και την παρέα του, εξηγεί και το γεγονός ότι, από το 2014 και στο εξής, ερχόμαστε σε ευθεία αντιπαράθεση μαζί του.
Το γεγονός πως αντιταχθήκαμε τόσο στους «μνημονιακούς» όσο και τους «αντιμνημονιακούς» –οι οποίοι καθόλου τυχαία μεταλλάχθηκαν στην πλειοψηφία τους σε «μνημονιακούς»– δεν σημαίνει καθόλου την παραχώρηση κάποιας μορφής συγχωροχαρτιού στους μεν ή τους δε, αλλά την απόρριψη και των δύο, μια και θεωρούμε πως «βλάπτουν και οι δύο την Συρία το ίδιο».
[1] Ο περιορισμός του «σπάταλου κράτους» είναι προφανώς απαραίτητος, αλλά όχι με παραχώρηση στα ξένα συμφέροντα των στρατηγικών υποδομών της χώρας, αλλά με τον περιορισμό πολλών και άχρηστων κρατικών δαπανών και δομών, και προφανώς δεν μπορεί να γίνει εν μία νυκτί.
[2] Η μόνη μεγάλη δύναμη η οποία στηρίζει σήμερα –τουλάχιστον πρόσκαιρα ή έστω ως απειλή– την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη είναι η Ρωσία, η οποία μάλιστα μετέβαλε και την πολιτική της επί του θέματος. Η Ρωσία, κατά τα πρώτα χρόνια της κρίσης, όσο διατηρούσε στενές οικονομικές σχέσεις με την ΕΕ και ιδίως με τη Γερμανία, «επένδυε» στη διατήρηση της ευρωζώνης και στην παραμονή της Ελλάδας και της Κύπρου μέσα σε αυτή, ως αντίβαρο στην αμερικάνικη πολιτική στην Ευρώπη. Αυτή η πραγματικότητα κατεδείχθη σε πάμπολλες περιπτώσεις, τόσο στην κυπριακή κρίση, όσο και τον Ιούνιο του 2015 και την αποτυχία του σχεδίου Λαφαζάνη για στήριξη στον ρωσικό δανεισμό ώστε να καταστεί δυνατή η απομάκρυνση από την ευρωζώνη. Όμως, καθώς μετά την ουκρανική κρίση το αμερικανικό σχέδιο αποκοπής της Ρωσίας από την Ευρώπη φαίνεται να υπερισχύει, αρχίζει να μεταβάλλεται, τουλάχιστον εν μέρει, και η ρωσική πολιτική. Πλέον, η αποσύνθεση της ευρωζώνης και μάλιστα στο μαλακό υπογάστριό της, την Ελλάδα –ζωτικής γεωπολιτικής σημασίας για τον έλεγχο της Ευρώπης από τις ΗΠΑ–, καθίσταται, τουλάχιστον συγκυριακά, επιλέξιμος στόχος της Ρωσίας.
[3] Χαρακτηριστικό της απάτης –ή της βλακείας– που διαπράττουν οι κήρυκες της άμεσης επιστροφής στη δραχμή είναι το ότι υποστηρίζουν πως η έξοδος από την ευρωζώνη θα συνοδευτεί με μονομερή «διαγραφή» του χρέους, αποκρύπτοντας πως, σε αυτή την περίπτωση, θα υπάρξει ένα γενικευμένο εμπάργκο έναντι της Ελλάδας, η οποία θα οδηγηθεί σε ασφυξία, μέσα σε μερικές εβδομάδες αν όχι ημέρες. Εμπάργκο στα καύσιμα, τις εισαγωγές μηχανημάτων, ανταλλακτικών, πρώτων υλών και τροφίμων. Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση θα υποχρεωθεί ταχύτατα να δεχθεί ένα moratorium, με αναγνώριση του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, το οποίο αποτιμώμενο στην υποτιμούμενη δραχμή θα διογκώνεται καθημερινά.
[4] Βλέπε σχετικό κείμενο μου της 14ης Ιουνίου 2012, «Εκλογές 2012 , «Μνημόνιο και κρίση, αντιμνημόνιο και ανατροπή», http://ardin-rixi.gr/archives/6203, το οποίο επισημαίνει ήδη τις βασικές κατευθύνσεις του παρόντος κειμένου και πληθώρα κειμένων σε όλη την μεταγενέστερη περίοδο, όπως και το βιβλίο μου Έξι μήνες που συγκλόνισαν την Ελλάδα, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αύγουστος 2015.
[5] Μια τέτοια πολιτική, η οποία ακολουθείται ήδη από τη δεκαετία του 1990, οδήγησε σε άνοδο του ποσοστού της ανειδίκευτης εργασίας, πτώση της τάσης για τεχνολογική αναβάθμιση της παραγωγής, μείωση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, ακόμα και στην αγροτική παραγωγή, και σταδιακή αποδυνάμωση των μηχανισμών έρευνας και εκπαίδευσης. Αυτή η πολιτική τείνει σήμερα να ολοκληρωθεί με τη φυγή των νέων υψηλής ειδίκευσης και την τάση «αντικατάστασής» τους από μετανάστες χαμηλής ειδίκευσης. Εξάλλου, ακόμα και σήμερα, εν μέσω κρίσης, η αγροτική παραγωγή συνεχίζει να χρησιμοποιεί σε μεγάλη έκταση ξένους ανειδίκευτους εργάτες, ιδιαίτερα στη συγκομιδή των καρπών.
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr