Της Άννας Β.
Έχουν περάσει περίπου δυόμιση χρόνια από όταν ο νυν υπουργός εργασίας Γιώργος Κατρούγκαλος εμφανιζόταν στην εκπομπή Ανατροπή ως καθηγητής συνταγματικού δικαίου. Τότε, ερωτώμενος για τη βία όσων διαδήλωναν ενάντια στην τότε κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, αποκρινόταν πως δεν μπορεί να καταδικάζεται η βία αντίστασης σε μία καταπιεστική εξουσία. Μάλιστα, στην ένσταση πάνω στα λεγόμενα του πως η κατάσταση αυτή μπορεί να αναφέρεται σε εποχές είτε προ της εγκαθίδρυσης της αστικής δημοκρατίας είτε σε καταστάσεις παρεκτροπής από αυτήν, ο νυν υπουργός υποστήριξε πως καθεστώτα που σήμερα ονομάζουμε με ευκολία τυρρανικά, στην εποχή της ανάπτυξής τους παρουσιάζονταν ως τα μόνα θεμιτά. Με άλλα λόγια, η κάθε εγκαθιδρυμένη κατάσταση είναι φυσικό να περιβάλλεται από ένα νομικό σύστημα που προβλέπει την αέναη ύπαρξή της και έτσι η υπακοή σε ένα τέτοιο θεσμικό πλαίσιο θα απέτρεπε κάθε ρήξη. Η ανυπακοή είναι απαραίτητο στοιχείο για κάθε μεταρρύθμιση, πόσο μάλλον για κάθε αλλαγή παραδείγματος.
Περιττό να σας θυμίσω τις εκδηλώσεις λατρείας που ακολούθησαν της συγκεκριμένης εκπομπής από την πλευρά κυρίως της μη θεσμικής αριστεράς (ως μη θεσμική περιγράφω σε αδρές γραμμές την ύπαρξη ή μη θεσμικών σχέσεων με το κράτος χωρίς να κρίνω την πρόθεση θεσμικής πολιτικής συναλλαγής). Τι ακολούθησε από τότε ως σήμερα είναι γνωστό. Οι φωτεινοί διανοούμενοι της εργατικής τάξης διορίστηκαν, οι αστέρες των πλατειών υπουργοποιήθηκαν, η κυβερνώσα αριστερά για ακόμα μια φορά στην ιστορία διευκόλυνε την καπιταλιστική βαρβαρότητα να επελάσει με μια ευκολία που κανένανς δεξιός ηγέτης δεν θα κατάφερνε.
Πώς αιτιολογούνται όμως αυτές οι εξελίξεις και ακόμα πώς αιτιολογείται η επανάληψη του μοτίβου αυτού στην ιστορία; Μια εξήγηση θα ήταν πώς όλο αυτό το πολιτικό προσωπικό είναι επαγγελματίες απατεώνες. Ίσως. Σίγουρα όμως θα ήταν ευκολότερο για αυτούς να ταχθούν εξαρχής με τα πλειοψηφικά κόμματα και να προσεταιριστούν εξαρχής τα κυρίαρχα κομμάτια του κεφαλαίου κάθε στιγμή. Μια άλλη εξήγηση είναι ότι είναι απλώς ηλίθιοι. Ίσως, αλλά κι αυτό με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα σήμαινε πως μετά την διάψευση όλων των προσδοκιών θα υπήρχε ένα ίχνος μεταμέλειας. Το ίδια ερωτήματα προκύπτουν βεβαίως και για όσους έβλεπαν ελπίδα και ευκαιρία σε όλο αυτό το πανηγυρικό σκηνικό της έλευσης της αριστεράς, από τα τσάμικα στα εκλογικά κέντρα έως όσους κουνούσαν το σημαιάκι τους κάτω από τις χαιρετούρες του Τσίπρα, όταν «ο λαός έγινε κυβέρνηση για λίγα εικοσιτετράωρα» (sic). Ήταν αυτοί ηλίθιοι; Ήταν η κυβέρνηση τόσο πανούργα; Πώς την πατήσαμε έτσι, τελικά;
Τελικά, η επανάληψη αυτού του μοτίβου εξηγείται αν λάβει κανείς υπόψη μία λεπτομέρεια: τη λατρεία της αριστεράς για το κράτος. Αυτό την κάνει να προσμένει σε κυβερνήσεις αριστερές – φιλολαϊκές, οργανώνοντας ακόμα και την κάθε μικρή ή μεγάλη παρέμβαση της σε κάθε χώρο πάντα υπό αυτό το πρίσμα. Το κράτος παύει να είναι όργανο κυριαρχίας της αστικής τάξης και η κάθε κυβέρνηση αποσυνδέεται από το πώς αποκτά και διατηρεί την εξουσία της- έτσι μπορεί ο κάθε κατα φαντασίαν επαναστάτης να ζητά κυβερνητικές μεταρρυθμίσεις με τη σιγουριά ότι δεν θα πληγεί καμια πτυχή των συνθηκών που διατηρούν το στάτους του. Όταν ελπίζει κανείς στο κράτος, μπορεί να στηρίζει την εξουσία, υποστηρίζοντας ταυτόχρονα πως την πολεμά, αφού προτείνει ένα διαφορετικό πολιτικό σχέδιο κρατικής διαχείρισης. Μπορεί να απαντά στο πολιτικό πλαίσιο της αστικής τάξης και ταυτόχρονα να διατείνεται πως εξεγείρεται. Γιατί μια πραγματική και άρα ανεξέλεγκτη εξεγερτική κατάσταση θα ήταν πραγματικά εφιαλτικό ενδεχόμενο.
Για να επανέλθουμε στο αρχικό ερώτημα, είναι οι προ ενός χρόνου χειροκροτητές της αριστερής κυβέρνησης, οι νυν προδομένοι πατριώτες και οι απατημένοι αντικαπιταλιστές ηλίθιοι ή απατεώνες; Ίσως και ίσως. Εμένα, ωστόσο, δεν μου αρέσουν αυτές οι εξηγήσεις και δεν τις υιοθετώ. Σε κάθε εποχή, η κυρίαρχη ιδεολογία είναι η ιδεολογία της αστικής τάξης και έτσι προκύπτει μια τυφλή βεβαιότητα στη φυσική ρύθμιση και σε ένα πιο ανθρώπινο πρόσωπο του ίδιου συστήματος. Η μικροαστική αντίφαση που τίθεται ταυτόχρονα ηθικά απέναντι στον καπιταλισμό και αποζητά την αλλαγή του κράτους, δεν υπάρχει λόγω άγνοιας. Υπάρχει γιατί είναι χρήσιμη για την νομιμοποίηση πολιτικών λύσεων για το κεφάλαιο. Η ταξική πάλη εξαφανίζεται ως δια μαγείας και μετατρέπεται σε στατιστικά στις προθέσεις ψήφου και όλοι είναι ευχαριστημένοι. Ο εχθρός δεν είναι ο καπιταλισμός, αλλά ο νεοφιλελευθερισμός και το αριστερό πρόγραμμα υλοποιείται ως μεταβατικό, το ζητούμενο είναι η δημοκρατία φυσικά δίχως ταξικό προσδιορισμό και το επίπεδο ενότητας δράσης κεφαλαιοποιείται στο έθνος.
Τελικά, η μεταρρύθμιση πρέπει να έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά για να παθιάσει την αριστερά. Πρώτον, να προτείνει εναλλακτικό σχέδιο οικονομικού μοντέλου εντός του καπιταλισμού και άρα να διασφαλίζει την ομαλότητα. Δεύτερον, να συμπυκνώνεται στην εκάστοτε κυβέρνηση ως λαϊκή εντολή τύπου «Όχι μέχρι τέλους», χωρίς φυσικά να συνοδεύεται από καμία αντιθεσμική δομή εργατικής αλληλεγγύης. Επόμενο είναι να υποβαθμίζει την περιρρέουσα βαρβαρότητα σε συμπτώματα που θα λυθούν κεντρικά με την ανάληψη της πολιτικής εξουσίας. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και οι πρόσφυγες, ο φασισμός, η ΕΛΠΕ, οι αυτοκτονίες και τόσα άλλα είναι παραστρατήματα που θα λυθούν την επόμενη μέρα της εκλογικής νίκης, η κυβέρνηση του λαού θα φέρει πρόγραμμα ανακούφισης. Ταυτόχρονα, όταν κανείς αρνείται την πρόσδεσή του στο άρμα αυτής της «αλλαγής», κατηγορείται για αναλγησία σε αυτά ακριβώς τα ζητήματα, καθιστώντας την αριστερά αυτή σε υπόδειγμα πολιτικής αλητείας. Αν επρόκειτο για ηλίθιους ή για επαγγελματίες απατεώνες τα πράγματα θα ήταν πολύ πιο απλά.
Ανάρτηση από: https://2467kollontai.wordpress.com