Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2016

Οι Ξεχασμένοι Έλληνες, οι Έλληνες της Βακτρίας

Του Γρηγόρη Γιοβανόπουλου
Αφιερώνεται στο Μιχάλη Χαραλαμπίδη
Στις 1 Οκτωβρίου του 331π.Χ. στα Γαυγάμηλα, ένα Χωριό κοντά στα αρχαία Άρβηλα, τη σημερινή πόλη Ερμπίλ του βορείου Ιράκ πλησίον της Μοσούλης, τα στρατεύματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου νικούν την κολοσσιαία στρατιά που συγκέντρωσε ο Δαρείος ο Γ’ ο Κοδομανός και ουσιαστικά καταλύουν την Περσική δυναστεία των Αχαιμενιδών.
Το αριστερό άκρο της περσικής στρατιάς κάλυπτε ο Σατράπης της Βακτριανής Βήσσος με τους σκληροτράχηλους ιππείς του. Μετά την μάχη και την ήττα του ο Δαρείος διέφυγε προς τις ανατολικές σατραπείες όπου και δολοφονήθηκε από το Βήσσο, ο οποίος ανακηρύχτηκε Βασιλιάς με το όνομα Αρταξέρξης Δ’. Ο Αλέξανδρος αφού κυριεύει τις μεγάλες πόλεις του Περσικού κράτους Βαβυλώνα, Σούσα, Περσέπολη, Εκβάτανα, αποφασίζει να εισβάλει στη Βακτριανή για να τιμωρήσει το Βήσσο ως διάδοχος του δολοφονημένου Μεγάλου Βασιλιά. Η εκστρατεία αυτή που διήρκεσε τρία χρόνια (330 π.Χ.- 327 π.Χ.) ήταν ιδιαίτερα σκληρή και υπαγορεύτηκε βέβαια εκτός από το πρόσχημα της εκδίκησης του φόνου του Δαρείου, από γεωστρατηγική σκοπιμότητα. Έπρεπε να ελεγχθεί το κομβικό αυτό σημείο της Κεντρικής Ασίας και να επαναβεβαιωθεί η κυριαρχία του νέου μεγάλου Βασιλιά.
Στα τρία αυτά χρόνια της επικίνδυνης εκστρατείας έγιναν πολλά πολεμικά αλλά και πολιτικά γεγονότα που δεν θα αναλυθούν στο σημερινό κείμενο. Εκεί παντρεύτηκε τη Ρωξάνη κόρη του τοπικού πολέμαρχου Οξυάρτη. Εκεί προκειμένου να εδραιώσει την κυριαρχία του ίδρυσε πολλές πόλεις σε κομβικά σημεία που τις επάνδρωσε με Έλληνες από τη Μακεδονία αλλά και μισθοφόρους. Οι πόλεις αυτές είχαν ρόλο στρατιωτικό αλλά και εμπορικό και οικονομικό και πολιτικό. Ήταν χτισμένες σε εκβολές ή συμβολές ποταμών, σε εύφορες κοιλάδες, σε σταυροδρόμια εμπορικών δρόμων. Αυτές οι πόλεις θα αποτελέσουν το εργαλείο για την εξάπλωση του Ελληνισμού, τη συνύπαρξη Ελλήνων και ντόπιων αλλά και τη συγχώνευση των λαών. Η γεωργία, το εμπόριο, η άρδευση, οι συγκοινωνίες θα αναπτυχθούν μέσω αυτών των πόλεων. Οι πόλεις αυτές ακολουθούν το πολεοδομικό σύστημα των Ελληνικών πόλεων με δρόμους, αγορά Γυμνάσιο, παλαίστρα, στάδιο , θέατρο αλλά και το πολιτειακό σύστημα με Βουλή δικαστήρια, τόπους συνελεύσεων για τους πολίτες. Εξελίχτηκαν σε αστικά κέντρα και συντέλεσαν στην ακμή των τοπικών κοινωνιών.
Ο Αλέξανδρος έφυγε από τη Βακτριανή, αφήνοντας ως Σατράπη τον Αμύντα του Νικολάου, την άνοιξη του 327 π.Χ. για την Ινδική εκστρατεία και δεν ξαναγύρισε ποτέ στην σκληρή αυτή χώρα.
Η παρακαταθήκη όμως που άφησε επέζησε για πολλά χρόνια και θα είναι το θέμα του παρόντος κειμένου ως συνέχεια παλαιοτέρου με τον τίτλο «ΟΙ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ» που αναφερόταν στα κατορθώματα του Μένανδρου του Μέγα που κατέκτησε τη μισή Ινδία φτάνοντας στις όχθες του Γάγγη.
Ο μεγάλος μας Ποιητής Κ. Καβάφης στο ποίημα του «στα 200 π.Χ. γράφει.....
Στα 200 π.X. «Aλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες........
Κι απ’ την θαυμάσια πανελλήνιαν εκστρατεία, την νικηφόρα, την περίλαμπρη, την περιλάλητη, την δοξασμένη ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμιά, την απαράμιλλη:
βγήκαμ’ εμείς· ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας. Εμείς· οι Aλεξανδρείς, οι Aντιοχείς, οι Σελευκείς, κ’ οι πολυάριθμοι επίλοιποι Έλληνες Aιγύπτου και Συρίας, κ’ οι εν Μηδία, κ’ οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι. Με τες εκτεταμένες επικράτειες,με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών.Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιάώς μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ώς τους Ινδούς.
Ο Αλέξανδρος άφησε την τελευταία του πνοή στη Βαβυλώνα στις 28 του μηνός Δαισίου (13 Ιουνίου) του έτους 323 π.Χ. ίσως από ελώδεις πυρετούς, ή τύφο, ή δηλητηριασμένος όπως αναφέρει τη φήμη ο Αρριανός και πέρασε στην αθανασία αφού το όνομά του ακόμη και σήμερα προξενεί θαυμασμό σε Έλληνες και ξένους αλλά και στους λαούς που εκείνος κατέκτησε αρκετοί από τους οποίους περηφανεύονται πως είναι απόγονοι του. Αν ζούσε είναι σίγουρο πως η ανήσυχη φύση του θα τον έσπρωχνε σε νέες κατακτήσεις αυτή τη φορά προς τη Δύση. Κατά το Διόδωρο, μετά το θάνατό του βρέθηκαν ορισμένες σημειώσεις του «τα Υπομνήματα» που έδειχναν τα σχέδιά του για τον περίπλου της Αραβίας και την επέκταση προς τη Δύση. Κανείς δεν ξέρει μέχρι που.....
Μετά το θάνατό του οι τεράστιες κατακτήσεις του έγιναν τρόπαια που διεκδικούσαν οι στρατηγοί του με αιματηρούς και αδελφοκτόνους πολέμους. Μόνο μετά από 20 περίπου χρόνια και μετά τη μάχη στην Ιψό (301 π.Χ.) της Φρυγίας θα δοθεί μια βιώσιμη λύση καθώς η αυτοκρατορία θα χωριστεί σε τέσσερα κράτη . Ο Πτολεμαίος θα πάρει την Αίγυπτο, ο Κάσσανδρος τη Μακεδονία, ο Λυσίμαχος τη Θράκη και μέρος της Μ. Ασίας και ο Σέλευκος Νικάτωρ τη Συρία και τις ασιατικές Σατραπείες. Η περιοχή που θα εξετάσουμε ανήκε αρχικά στο κράτος των Σελευκιδών.
Όταν έγινε γνωστό στις ανατολικές Σατραπείες πως ο Αλέξανδρος δεν ζούσε πια σημειώθηκε εξέγερση στη Βακτρία από τους Έλληνες αποίκους οι οποίοι ήθελαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Η δύναμή τους ήταν ιδιαίτερα σημαντικοί καθώς συγκεντρώθηκαν περίπου 20.000 πεζοί και 3.000 ιππείς. Η επέμβαση όμως του Σατράπη της Μηδείας Πείθωνα τον οποίο έστειλε ο «επίτροπος του βασιλιά» Περδίκκας κατέστειλε το κίνημα και οι άποικοι επέστρεψαν στις πόλεις τους.
Από των αριθμό των πολεμιστών που συγκεντρώθηκαν αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος της Ελληνικής παρουσίας στην περιοχή.
Το 321 π.Χ. στην ανακατανομή που έγινε στον Τριπαράδεισο, η Σατραπεία δόθηκε στον Κύπριο Στασάνορα που τη διοίκησε για μια 20ετία περίπου με ιδιαίτερη επιτυχία. Οι χωριστικές τάσεις βέβαια μάλλον υπόβοσκαν καθώς όταν ο Σέλευκος το 306 π.Χ. θέλησε να προσαρτήσει τη Βακτριανή στο απέραντο κράτος του ο Στασάνωρ επαναστάτησε. Ο Σέλευκος τότε ξεκίνησε μια εκστρατεία για να επιβεβαιώσει την κυριαρχία του στις ανατολικές επαρχίες και την Ινδία. Το 306 π.χ. έφτασε στη Βακτρία και με μεγάλη δυσκολία κατόρθωσε να υποτάξει τον Στασάνορα. Η κατάσταση όμως στην Ινδία ήταν κατά πολύ χειρότερη καθώς αμέσως μετά την αναχώρηση του Αλεξάνδρου δημιουργείται η Αυτοκρατορία των Μωριέων ( Maurya) από το Σανδρόκοττο ( Canrdragupta) ο οποίος είχε γνωρίσει τον Αλέξανδρο και είχε εντυπωσιαστεί από την προσωπικότητά του που λέγεται πως τον τιμούσε σαν θεό. Είκοσι χρόνια περίπου μετά τον Αλέξανδρο Ελληνικός στρατός έφτασε ξανά στην Ινδία. Όταν όμως ο Σέλευκος αντίκρισε τον κολοσσιαίο στρατό των Ινδών με τους 9.000 πολεμικούς ελέφαντες όπως αναφέρουν οι χρονικογράφοι, προτίμησε να διαπραγματευτεί με τον Σανδρόκοττο και αφού του παραχώρησε τα εδάφη κατά μήκος του Ινδού, πήρε το δρόμο της επιστροφής παίρνοντας ως αντάλλαγμα 500 ελέφαντες τους οποίους χρησιμοποίησε για να κερδίσει τη μάχη της Ιψού.
Ο Σέλευκος διατήρησε φιλικές σχέσεις με τους Ινδούς για πολλά χρόνια. Εγγονός του Σανδρόκοττου ήταν ο περίφημος Ασόκα στον οποίο οφείλουμε της επιγραφές που βρέθηκαν το 1958 στην Αλεξάνδρεια της Αραχωσίας (σημερινό Κανταχάρ του Αφγανιστάν), γραμμένες στα Ελληνικά και τα Αραμαϊκά. Αυτό αποδεικνύει πως οι Έλληνες της Βακτρίας δεν αποτελούσαν μια ασήμαντη μειοψηφία αλλά μια νέα Ελλάδα , μια δεύτερη ελληνική πατρίδα.
Τα προβλήματα όμως του τεράστιου κράτους των Σελευκιδών έκαναν τελικά τους Έλληνες της Βακτρίας να προσκολληθούν στις παραδόσεις , τα ήθη και τα έθιμα του Ελληνισμού . Οι επιγραφές του Ασόκα αποδεικνύουν τη ζωτικότητα του πολιτισμού τουςκαι τα νομίσματα των μετέπειτα Βασιλέων τους, την πολιτική και στρατιωτική τους δύναμη.
Όμως αυτή η προσκόλληση στις παραδόσεις του Ελληνισμού δεν σήμαινε πως οι σχέσεις με το ντόπιο στοιχείο ήταν εχθρικές. Απεναντίας υπήρχε ένα δέσιμο μεταξύ τους και μια ειρηνική συνύπαρξη, καθώς καταλάβαιναν πως δεν μπορούσαν να περιμένουν τίποτα από τους Σελευκίδες που σύρονταν από τον έναν πόλεμο στον άλλο και που θα χρησιμοποιούσαν τον πλούτο της χώρας για τα δικά τους «μακρινά πλέον» συμφέροντα.
Το πρώτο βήμα για την ανεξαρτησία έκανε ο Σατράπης της Παρθίας Ανδραγόρας καθώς το 245 π.Χ. έκοψε νόμισμα με το όνομά του διστάζοντας όμως να πάρει τον τίτλο του Βασιλιά.
Ο Διόδοτος όμως Σατράπης της Βακτρίας έκοψε νομίσματα με τη μορφή του διατηρώντας όμως την επιγραφή «Βασιλέως Αντιόχου» κάνοντας αποφασιστικά βήματα για να ανεξαρτητοποιηθεί.
Όμως στη γειτονική Παρθία ο ηγέτης των Πάρνων Αρσάκης ανέτρεψε τον Ανδραγόρα και ανακηρύχτηκε Βασιλιάς. Τότε ήταν που ο Διόδοτος πήρε τον τίτλο του Βασιλιά κόβοντας τους δεσμούς του με τους Σελευκίδες. Όταν μετά από δέκα χρόνια ο Σέλευκος Β’ προσπάθησε να υποτάξει την Παρθία Ο Διόδοτος Β’ που είχε διαδεχτεί τον πατέρα του συμμάχησε με τους Πάρθους και αυτοί απώθησαν το Σέλευκο.
Ήταν παραπάνω από φανερή η πολιτική σκοπιμότητα αυτής της κίνησης. Ο Διόδοτος προτιμούσε τους εξουθενωμένους και φτωχούς Πάρθους από τους Σελευκίδες που επιθυμούσαν να υποτάξουν το κράτος του.
Αλλά το ελληνικό στοιχείο της Βακτρίας αντέδρασε σ’αυτήν την επιλογή του Διόδοτου και τη θεώρησε προδοτική. Έτσι κάποιος Ευθύδημος από τη Μαγνησία, επιτελής του Διοδότου, τον σκότωσε και στέφτηκε Βασιλιάς.

Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΕΥΘΥΔΗΜΟΥ
Το κράτος που ανέλαβε να διοικήσει ο Ευθυδημος περιλάμβανε τη Βακτριανή, τη Σογδιανή τη Μαργιανη, και τη Αρεία, ήταν ένα μεγάλο και ισχυρό κράτος εκεί που είναι σήμερα το Αφγανιστάν, το Τατζικιστάν αλλά και τμήματα άλλων κρατών.
Το 223 π.Χ. όμως στο θρόνο των Σελευκιδών ανέβηκε ο Αντίοχος Γ’ που ονομάστηκε αργότερα «Μέγας». Αυτός επιχείρησε τη δική του «Ανάβαση» προς τις ανατολικές Σατραπείες επιχειρώντας να τις αναπροσαρτήσει στο κράτος του. Η Παρθία εύκολα σχετικά συνθηκολόγησε και ο Αντίοχος στράφηκε κατά της Βακτρίας. Ο Ευθύδημος βρισκόταν σε δύσκολη θέση καθώς τα Ελληνικά στρατεύματά του φύλαγαν τα Βόρεια σύνορα από τους επικίνδυνους νομάδες της στέπας και ίσως θα ήταν αμφίβολο αν πολεμούσαν εναντίον του νόμιμου Βασιλιά. Τότε το Ιρανικό στοιχείο που ζούσε τόσα χρόνια αρμονικά με τους Έλληνες συμπαραστάθηκε στον Ευθύδημο και ανέλαβε το βάρος του αγώνα. Στο ανατολικό μέρος του Αρείου ποταμού 10.000 ιππείς Βάκτριοι και Έλληνες παρατάχτηκαν απέναντι στις δυνάμεις του Αντίοχου. Το στράτευμα του Ευθύδημου όμως δεν διέθετε πεζικό και όταν διαπεραιώθηκε η φάλαγγα του Αντίοχου η μάχη είχε κριθεί. Ο Ευθύδημος υποχώρησε στην Πρωτεύουσά του τα Βάκτρα και αμύνθηκε απεγνωσμένα. Η πόλη ήταν ισχυρότατα οχυρωμένη με τείχη ψηλά, πύργους, και περιβάλλονταν από βαθιά τάφρο. Η πολιορκία κράτησε δύο χρόνια ( 208 π.Χ. 206 π.Χ.) και τελικά οι δύο ηγεμόνες ήλθαν σε συμφωνία καθώς ο Ευθύδημος απέδειξε πως ήταν προς το συμφέρον του Αντίοχου να τον αφήσει να κυβερνά μιας και συγκρατούσε τους νομάδες που αν εισχωρούσαν στη χώρα του Αντίοχου θα τη λεηλατούσαν και θα την κατέστρεφαν. Ο Αντίοχος αναγνώρισε τον βασιλικό τίτλο του Ευθύδημου, πήρε χρήματα, πολεμικούς ελέφαντες και συνέχισε προς την Ινδία όπως παλαιότερα ο Σέλευκος πριν 100 χρόνια και ανανέωσε τη φιλία με τον ηγεμόνα των Ινδών Σοφαγασήνο. Κατόπιν επέστρεψε στην Πρωτεύουσά του και πήρε τον τίτλο του «Μεγάλου Βασιλιά».

Η Βακτριανή αλλά και η Σογδιανή (Βόρειο Αφγανιστάν και Τατζικιστάν) δεν είχε εκείνη την εποχή την ερημική και στεπωδη εικόνα που έχει σήμερα. Ήταν μια γονιμότατη περιοχή που ο Στράβων ονόμαζε «κόσμημα του Ιράν». Υπήρχε άριστο αρδευτικό σύστημα που τελειοποιήθηκε από τους Έλληνες με σύστημα από διώρυγες που έστελναν το νερό των ποταμών Ώξου και Ιαξάρτη σε όλη τη χώρα. Ο δρόμος του εμπορίου που ένωνε την Ευρώπη με την Ασία , τα καραβάνια που μετέφεραν χρυσό από τη Σιβηρία, μετάξι από την Κίνα , αρώματα από την Ινδία περνούσαν από την Πρωτεύουσα της χώρας.
Ο Ευθύδημος έδειξε αξιοθαύμαστη δραστηριότητα και στράφηκε προς τα Βόρεια σύνορα. Τα στρατεύματά του καταδίωξαν τους νομάδες ( Σάκες Μασαγέτες Σακαύρακοι) και έφτασαν μέχρι τις παρυφές του Σιν-Κιανγκ. Η προέλαση αυτή έφερε τους Έλληνες μέχρι την Κίνα «Μέχρι Σηρών» κάπου στο ανατολικό Τουρκεστάν , με την οποία διατήρησε για αρκετά χρόνια κοινά σύνορα.
Ο Ευθύδημος αφού απέσπασε από τους Πάρθους αρκετές επαρχίες πέθανε ίσως την 1η δεκαετία του 2ου π.χ. αιώνα. Τον διαδέχτηκε ο γιος του Δημήτριος που θα πραγματοποιήσει την τέταρτη εισβολή των Ελλήνων στην Ινδία. Έτσι το 188 π.Χ. ο Δημήτριος θα εισβάλει στην Ινδία και αφού θα προσαρτήσει την Αραχωσία, τη Δραγγιανή και τη Γεδρωσία θα φτάσει στον Ινδικό ωκεανό και θα ιδρύσει μια πόλη με το όνομα Δημητριάδα εκεί που πριν από 150 χρόνια ο Μέγας Αλέξανδρος ίδρυσε τα Πάταλα.
Πίσω στη Βακτρία όμως κάποιος Αντίμαχος σφετερίστηκε την εξουσία και έτσι το μεγάλο κράτος χωρίστηκε στα δύο με σύνορο τον Ινδικό Καύκασο. Αργότερα την εξουσία κατέλαβε ο Ευκρατίδης που πήρε τον τίτλο «Μέγας» και που επέκτεινε το κράτος διατηρώντας άριστες σχέσεις με τους Ινδούς. Τον Ευκρατίδη διαδέχτηκε ο γιος του Πλάτων που τον δολοφόνησε για να δολοφονηθεί και αυτός από τον αδελφό του Ηλιοκλή.
Μεγαλύτερη μορφή όμως των Ελλήνων της Ανατολής ήταν αναμφισβήτητα ο Μένανδρος, ο μόνος που επέζησε στη φιλολογία και στη μνήμη των Ινδών που μετά το θάνατό του τον τιμούσαν όπως τον Βούδα. Με μια θρυλική εκστρατεία εφτασε στις όχθες του Γάγγη και κατέλαβε τα Παλίβοθρα πρωτεύουσα της δυναστείας των Sunga , και αργότερα έφτασε ως τον Ινδικο ωκεανό. Ο Μένανδρος απαθανατίστηκε στην Ινδική λογοτεχνία όπου είναι γνωστός με το όνομα “Milinda”. Ένα από τα ιερά βιβλία των Ινδών έχει τον τίτλο «Milindapanha ( οι ερωτήσεις του Βασιλιά Μιλίντα). Τα κατορθώματα του Μένανδρου αναλύθηκαν σε παλαιότερο κείμενο με τον τίτλο « ΟΙ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ, ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ».

Ο Μένανδρος κατάφερε την εποχή του στην Ελλάδα οι Ρωμαίοι επικρατούσαν και υποδούλωναν τους Έλληνες, να ανεβάσει τους ξεχασμένους Έλληνες της Ανατολής στο απόγειο της δόξας τους.
Μετά το θάνατο του Μενάνδρου οι νομάδες από το Βορρά και οι Πάρθοι από τα Δυτικά καταφέρνουν σημαντικά πλήγματα σε βάρος των Ελλήνων. Το χειρότερο όμως πλήγμα δίνεται για μια ακόμη φορά από τους ολέθριους αδελφοκτόνους πολέμους μεταξύ των Ευκρατιδών και των διαδόχων του Μενάνδρου. Η τελευταία σημαντική μορφή Έλληνα ηγεμόνα είναι ο Απολλόδοτος ο Μέγας Σωτήρ Φιλοπάτωρ (115 π.Χ.- 95 π.Χ.).
Τελευταίος Βασιλιάς είναι ο Ερμαίος από τη δυναστεία των Ευκρατιδών που παντρεύτηκε την Καλλιόπη από τη δυναστεία του Μενάνδρου σε μια προσπάθεια απεγνωσμένης ένωσης των δύο δυναστειών, ενέργεια που έφερε κάποιο αποτέλεσμα αλλά ο θάνατος του Ερμαίου έκλεισε την αυλαία αυτής της συναρπαστικής αλλά και άγνωστης περιπέτειας του Ελληνισμού στα βάθη της Ανατολής.
Τα ευρήματα τα σχετικά με τον πολιτισμό των Ελλήνων της Κεντρικής Ασίας είναι σχετικά περιορισμένα καθώς οι θρυλικές πρωτεύουσες των ηγεμόνων δεν έχουν ανασκαφεί. Μόνο τα Τάξιλα στο Πακιστάν και η Αϊ Χανούμ στο Αφγανιστάν (από τον Βίκτωρα Σαρηγιαννίδη) έχουν ερευνηθεί και δείχνουν πως ο πολιτισμός εκεί είχε ελληνικό χαρακτήρα.

Η γεωργία και η κτηνοτροφία της περιοχής σημείωσε μεγάλη άνθηση , αλλά το εμπόριο όπως προείπαμε ήταν αυτό που έφερε μεγάλο πλούτο στους Έλληνες. Τα νομίσματα που έκοψαν οι Έλληνες Βασιλείς δείχνουν τον πλούτο της περιοχής αλλά μας δίνουν πολλές πληροφορίες για την ιστορία και τα ονόματα των Βασιλιάδων και αποτελούν την κυριότερη εκδήλωση τέχνης της περιοχής.
Η μορφή με την οποία εικονίζονται κυρίως φορώντας στρατιωτική εξάρτηση υποδηλώνει την εγρήγορση αλλά και τους κινδύνους που διέτρεχαν, από την άλλη οι Έλληνες Βασιλείς είναι οι μόνοι που έκοψαν δίγλωσσα νομίσματα δείγμα της αντίληψης που είχαν για την προσέγγιση των γηγενών.

Στην αρχιτεκτονική οι νέες πόλεις χτίζονται με το Ιπποδάμειο σύστημα και οχυρώνονται με ισχυρά τείχη. Τα σπίτια γίνονται πιο στερεά καθώς η χρήση του ασβεστοκονιάματος και τα αρχιτεκτονικά σχέδια των Ελλήνων φέρνουν ασφάλεια και συμμετρία.
Στην γλυπτική έχουμε μια « επανάσταση» καθώς ενώ μέχρι τότε ο Βούδδας παριστάνονταν συμβολικά, οι Έλληνες γλύπτες του δίνουν τα χαρακτηριστικά του Απόλλωνα εισάγοντας την Ελληνική ανθρωπιστική επίδραση στο Βουδδισμό.
Οι Έλληνες έφεραν μια «τεχνολογική επανάσταση» στην Κεντρική Ασία και την Ινδία, στην πολεοδομία, στις οχυρώσεις, στην πολεμική τεχνική, στην πολιορκητική τέχνη, στις επιστήμες, στην Ιατρική.
Οι Έλληνες χαρακτηρίζονται από το Ινδικά χρονικά ως « παντογνώστες», «γενναίοι» και «ορμητικοί στη μάχη».
Μπορεί να αφομοιώθηκαν, να ξεχάστηκαν και να εξαφανίστηκαν από την ιστορία της περιοχής, αλλά έστω και αν δεν ήταν παρών αυτός, μεταλαμπάδευσαν τον Ελληνικό πολιτισμό στην Ανατολή συναδελφωμένοι με τους ντόπιους όπως είχε οραματιστεί ο Μεγαλύτερος των Μεγάλων Ελλήνων. Ο Μέγας Αλέξανδρος.
Με τιμή
Γρηγόρης Γιοβανόπουλος
Δάσκαλος
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΠΗΓΕΣ
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Εκδοτική Αθηνών. Τόμοι Δ, Ε
Μέγας Αλέξανδρος. Έκδοση Ελευθεροτυπίας
Ιστορικά Ελευθεροτυπίας. Αφγανιστάν
Σαράντος Καργάκος, Μέγας Αλέξανδρος, ο άνθρωπος φαινόμενο
Υ.Γ. Θα ακολουθήσουν κείμενα για τους Έλληνες της Παρθίας, τον Αντίοχο Γ’ και τη διάβαση του Χίντο Κους από το στρατό του Μ. Αλεξάνρου

Ανάρτηση από: 
http://www.opolitis.gr