Του Γιώργου Καραμπελιά
Η ήττα την οποία υπέστη η κυβέρνηση με την απόφαση του ΣτΕ για τις τηλεοπτικές άδειες είναι μία ήττα καθολική και πολλαπλών διαστάσεων. Κατά αρχάς, το προφανές, σε πρώτη ανάγνωση, ότι η κυβέρνηση και η στενή ομάδα του Μαξίμου, – Τσίπρας, Παππάς, Γεροβασίλη, κ.λπ., όχι μόνο απέτυχαν να διευθετήσουν κατά το δοκούν το τηλεοπτικό τοπίο, αλλά βρίσκονται πλέον μπροστά σε μια πραγματικότητα απολύτως αρνητική για την κυβέρνηση.
Ας δούμε τις βασικές της παραμέτρους.
Αρχικώς, αντί για τέσσερα ευκολότερα ελεγχόμενα κανάλια θα βρεθεί μπροστά σε δέκα εχθρικά κανάλια. Εκείνα που οδηγούνταν σε κλείσιμο έχουν προφανώς στραφεί ενάντιά της· αλλά και οι τέσσερεις εκλεκτοί «υπερθεματιστές», ιδιαίτερα οι δύο νέοι αδειοδοτηθέντες –ο Μαρινάκης και ο Σαββίδης– μετά το φιάσκο που τους οδήγησε σε οικονομική αιμορραγία και εξευτελισμό, θα στραφούν και αυτοί αναπόφευκτα άμεσα ή σε βάθος χρόνου ενάντια στους κυβερνητικούς χειρισμούς. Διότι είναι διαφορετικό πράγμα να συμμετέχεις σ’ ένα κλειστό και στενό κλαμπ «αδειούχων» και διαφορετικό σε μια αγορά δέκα τουλάχιστον καναλιών που ήδη μαστίζεται από διαφημιστική συρρίκνωση και κρίση. Παράλληλα στο ίδιο πεδίο, εκείνο των τηλεοπτικών σταθμών η κυβέρνηση οδηγήθηκε σε σύγκρουση –στην οποία και ηττήθηκε– με τους δημοσιογράφους και τους τεχνικούς των καναλιών τους οποίους καταδίκαζε σε ανεργία, όταν συχνά επρόκειτο μάλιστα για οπαδούς του ΣΥΡΙΖΑ.
Προφανώς, μετά από αυτή την παταγώδη αποτυχία το τηλεοπτικό τοπίο, συνολικά, θα γίνει περισσότερο εχθρικό και αφιλόξενο για την κυβέρνηση. Για να μην αναφερθούμε στον μεγάλο απόντα της τελικής αδειοδότησης, τον Καλογρίτσα, που αποτελούσε την κεντρική επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ –συνδεδεμένη μάλιστα και με την παράλληλη έκδοση εφημερίδας. Ο οποίος όχι μόνο «κάηκε» ολοκληρωτικά, αλλά θα οδηγηθεί σε πλείστες όσες περιπέτειες – φορολογικές, δανειακές, περιπλοκές με τις τράπεζες κ.ο.κ. και επομένως, από στρατηγικός σύμμαχος με την πρώτη ευκαιρία κινδυνεύει να στραφεί κι αυτός ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ.
Όμως σημαντικότερη είναι η ήττα της κυβέρνησης απέναντι στους δικαστικούς, ήττα που απειλεί να προσλάβει σαρωτικές διαστάσεις. Διότι, μέχρι πρόσφατα, η κυβέρνηση φαινόταν να προχωρά, κουτσά-στραβά, στον έλεγχο του δικαστικού σώματος, χρησιμοποιώντας το μαστίγιο και το καρότο ταυτόχρονα, δηλαδή τις διώξεις εναντίον των μη αρεστών δικαστών και τις οικονομικές παροχές προς όφελός τους. Αυτές οι κινήσεις, ενορχηστρωμένες από δύο μάλιστα αρμόδιους υπουργούς, τον Παρασκευόπουλο και τον Παπαγγελόπουλο, της είχαν επιτρέψει να ελέγξει με δικούς της ανθρώπους την ηγεσία του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικρατείας, ενώ εκπαραθύρωσαν και τον Ντογιάκο.
Και όμως, τελικώς, τα κατάφεραν να οδηγηθούν σε μια μετωπική και ατελέσφορη σύγκρουση με το δικαστικό σώμα. Διότι στην προσπάθεια τους να επιβάλουν με αντισυνταγματικό τρόπο τον περιορισμό του αριθμού των καναλιών με τον νόμο Παππά, οδηγήθηκαν αναπόφευκτα σε σύγκρουση με την τρίτη εξουσία, το δικαστικό σώμα συλλήβδην. Σύγκρουση η οποία ξέφυγε από κάθε έλεγχο μια και εκφράστηκε ανοιχτά με απροκάλυπτους εκβιασμούς και διαπόμπευση της προσωπικής ζωής ανωτάτων δικαστών. Και το επιστέγασμα, οι δηλώσεις Γεροβασίλη, το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου, του Παππά και άλλων κυβερνητικών στελεχών, που χαρακτηρίζουν ανοικτά τους δικαστές όργανα της διαπλοκής και των δανειστών! Αυτά, μάλιστα, από την πλέον διαπλεκόμενη κυβέρνηση –από τη γάτα των Ιμαλαΐων μέχρι τα βοσκοτόπια του Καλογρίτσα– και την πλέον υποτακτική στις επιταγές της τρόικα. Έτσι, μία σύγκρουση που αφορούσε την «τέταρτη εξουσία», δηλαδή τον Τύπο, οδήγησε σε αποξένωση και αντιπαλότητα τόσο με την «τέταρτη» όσο και με την τρίτη εξουσία!
Στην κυβέρνηση πια απομένει ο έλεγχος της νομοθετικής εξουσίας, της Βουλής, και της εκτελεστικής, δηλαδή του κράτους. Πρόκειται για μία πρωτοφανή στη μεταπολιτευτική περίοδο διαίρεση ανάμεσα στους πυλώνες της πολιτείας, η οποία θυμίζει την ανάλογη σύγκρουση της κυβέρνησης Παπανδρέου με τον Τύπο και τον Άρειο Πάγο επ’ ευκαιρία του σκανδάλου Κοσκωτά, αλλά ποτέ δεν είχε προσλάβει τόσο ανοικτή και απροκάλυπτη διάσταση μεταξύ πολιτείας και δικαστών.
Μια κυβέρνηση που στηρίζεται σε μια ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, 153 εδρών, η οποία έχει απολέσει αναμφίβολα τη λαϊκή συναίνεση για τις πολιτικές της, και αντιμετωπίζει τεράστια προβλήματα και αυξανόμενες εσωτερικές αντιθέσεις, βρέθηκε στο σημείο καμπής της διαδρομής της.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι, μέχρι σήμερα, από τον Ιανουάριο του 2015 μέχρι τις 26 Οκτωβρίου 2016, η πορεία της κυβέρνησης μπορούσε να αναπαρασταθεί από δύο αποκλίνουσες καμπύλες. Η μία ήταν εκείνη της σχέσης με την πραγματική οικονομία, το διεθνές περιβάλλον και τους δανειστές που ήταν καθοδική –από το κακό στο χειρότερο– και σημαδεύεται από τα capital control’s, το νέο μνημόνιο, το υπερταμείο, την κατακρεούργηση των συντάξεων κ.λπ. Ταυτόχρονα, όμως, κατά παράδοξο τρόπο, η καμπύλη της πολιτικής ζωής είχε αντίστροφη πορεία: Πτώση της κυβέρνησης Σαμαρά μέσω της προεδρικής εκλογής, εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ, τον Ιανουάριο του 2015, καθολική επικράτηση στο δημοψήφισμα, παρά τον ψευδεπίγραφο και αυτοκτονικό του χαρακτήρα, επικράτηση στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015. Και όλα αυτά, συνοδευόμενα με άλλες παράπλευρες νίκες, όπως η εκλογή ενός απόλυτα ελεγχόμενου πρόεδρου Δημοκρατίας, ο σταδιακός έλεγχος της κορυφής των δικαστικών οργάνων, η σταδιακή υποταγή ενός μεγάλου μέρους του Τύπου κ.λπ. Έτσι, η κυβέρνηση φαινόταν να πηγαίνει κατά κρημνών στην πραγματική διαχείριση της οικονομίας, των εξωτερικών σχέσεων, του μεταναστευτικού κ.λπ., και ταυτόχρονα να επικρατεί στο εσωτερικό πολιτικό πεδίο! Ο Τσίπρας ήταν ο μεγάλος νικητής των εσωτερικών πολιτικών αναμετρήσεων, παρά τις καταστροφές που επισώρευε στην κοινωνία.
Στις 26 Οκτωβρίου του 2016, αυτή η διχοτόμηση έπαψε να υπάρχει. Η εσωτερική πολιτική καμπύλη ήρθε να συναντήσει αιφνίδια, την καμπύλη της οικονομίας, των εξωτερικών σχέσεων, του διαρκώς καταβαραθρωμένου κύρους της χώρας.
Η απόφαση του ΣτΕ σηματοδοτεί την αρχή του τέλους της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-AΝΕΛ, ακόμα και της ίδιας της μακροημέρευσης των πολιτικών κομμάτων που την συγκροτούν. Δηλαδή, επί τέλους, η πραγματική κοινωνία αρχίζει να επιβάλει την παρουσία της απέναντι στην πολιτική εξουσία και να διαμορφώνει την πορεία της. Η αστική τάξη των ιδιοκτητών του Τύπου, οι υψηλόβαθμοι δικαστικοί, οι δημοσιογράφοι και οι τεχνικοί των καναλιών έρχονται να συναντήσουν τους συνταξιούχους, τους δανειολήπτες, τους υγειονομικούς στην απόρριψη της κυβέρνησης.
Αίφνης, ο βασιλιάς αποκαλύπτεται στα μάτια όλων γυμνός, όπως πράγματι ήταν. Στο εξής, η σύμπτωση αυτών των δύο πτωτικών «γραφημάτων», της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας και της πολιτικής, θα δημιουργήσει συνθήκες χιονοστιβάδας. Μετρημένοι είναι πλέον οι μήνες της κυβέρνησης προτού κατακρημνιστεί.
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr