ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ Από τις πρώτες ήδη μέρες της απελευθέρωσης από τους Γερμανούς, οι δρόμοι της πρωτεύουσας μετατράπηκαν σε θέατρο μιας οφθαλμοφανούς ταξικής πόλωσης με πολιτικό πρόσημο, που ακόμη δεν έχει μελετηθεί από τους ιστορικούς ερευνητές.
Του Τάσου Κωστόπουλου
Ανάρτηση από: http://archive.efsyn.gr
Του Τάσου Κωστόπουλου
Πρώτη και τελευταία ένοπλη εξέγερση της νεοελληνικής Ιστορίας στον αστικό χώρο του αθηναϊκού λεκανοπεδίου, τα Δεκεμβριανά του 1944 έχουν ελάχιστα (και, κυρίως, εξαιρετικά άνισα) μελετηθεί μέχρι σήμερα από τους ιστορικούς ερευνητές. Ενδελεχής κι αρκετά ικανοποιητική υπήρξε η ενασχόληση με τις στρατηγικές επιλογές και τις τακτικές κινήσεις των δύο από τους τρεις βασικούς παράγοντες της αναμέτρησης: της βρετανικής κυβέρνησης και της ηγεσίας του ΕΑΜικού και κομμουνιστικού κινήματος. Λιγότερο έχει φωτιστεί ο ρόλος του τρίτου παίκτη – της εγχώριας πολιτικοστρατιωτικής Δεξιάς και των καθοδηγητικών επιτελείων του «βαθέος κράτους», οι σχεδιασμοί των οποίων θα μας απασχολήσουν αναλυτικά στον «Ιό» του ερχόμενου Σαββάτου.
Αυτό που πάνω απ’ όλα έχει μείνει στη σκιά είναι ωστόσο η μαζική διάσταση των γεγονότων: ο ρόλος, οι επιδιώξεις και η στάση των χιλιάδων εκείνων ανδρών και γυναικών που πήραν ενεργά μέρος στην εξέγερση από την πλευρά του ΕΑΜ ή έσπευσαν να υπερασπιστούν με το όπλο στο χέρι το πολιορκημένο -και τελικά νικηφόρο- καθεστώς της «Σκομπίας», προσδίδοντας στην όλη αναμέτρηση τα χαρακτηριστικά ενός αδυσώπητου εμφύλιου πολέμου. Η σιωπή αυτή δεν είναι καθόλου δυσερμήνευτη. Για τη μεν Δεξιά, στις «συμφιλιωτικές» ιδίως εκδοχές της του «μεσαίου χώρου», η παραδοχή του κοινωνικού χαρακτήρα των Δεκεμβριανών του 1944 είναι φυσικά ανεπιθύμητη, καθώς ο πολιτικός λόγος της εξ ορισμού συγκαλύπτει κι ελαχιστοποιεί τις ταξικές αντιθέσεις στο όνομα μιας ποικιλόμορφης «εθνικής ενότητας».
Εθνοενωτική λύση
Εξίσου ανεπιθύμητη υπήρξε όμως αυτή η πτυχή και στη μεταπολιτευτική Αριστερά, καθώς υπενθύμιζε όχι μόνο την (ανεπίκαιρη πλέον) ακρότατη μορφή ταξικής πάλης αλλά και τον αρνητικό, σε τελική ανάλυση, πολιτικοστρατιωτικό συσχετισμό δυνάμεων: ακόμη κι ο λαϊκός στρατός που είχε σφυρηλατηθεί στην πάλη με τους Γερμανοϊταλούς στάθηκε αδύνατο να κερδίσει τελικά την ένοπλη αντιπαράθεση με τον αγγλικό ιμπεριαλισμό και την ντόπια αντίδραση. Η καταφυγή σ’ ένα ερμηνευτικό σχήμα που μεταμφίεσε την κοινωνική επανάσταση σε απλή προέκταση του αντιστασιακού αγώνα της Κατοχής, υπερτονίζοντας τις μακιαβελικές προθέσεις του Τσόρτσιλ κι υποβαθμίζοντας τη δυναμική (και τη σχετική αυτονομία) της ντόπιας Δεξιάς, αποτέλεσε έτσι μια βολική, εθνοενωτική λύση. Η κοινωνική αυτή διάσταση υπήρξε ωστόσο καθοριστική για τη μετατροπή του κεντρικά σχεδιασμένου δυναμικού εγχειρήματος του ΚΚΕ (που απέβλεπε στην απλή απόκρουση των σχεδίων Δεξιάς και Βρετανών για μονομερή αποστράτευση του ΕΛΑΣ και πολιτική περιθωριοποίηση της Αριστεράς) σε μια ανεξέλεγκτη έκρηξη που απελευθέρωσε τις συσσωρευμένες εντάσεις τεσσάρων χρόνων ξένης κατοχής και βίαιης αναδιανομής του πλούτου, δίνοντας ταυτόχρονα έκφραση σε οξύτατες αντιθέσεις που πήγαζαν από την προηγούμενη, ειρηνική περίοδο. Από τις πρώτες ήδη μέρες της απελευθέρωσης, οι δρόμοι της πρωτεύουσας μετατράπηκαν σε θέατρο μιας οφθαλμοφανούς ταξικής πόλωσης με πολιτικό πρόσημο: από τη μια, το τμήμα εκείνο της «παλιάς Αθήνας» που είχε καταφέρει να διατηρήσει (ή και να αναβαθμίσει) την προπολεμική θέση του στα ανώτερα κλιμάκια της κοινωνικής πυραμίδας, τρομοκρατημένο από τη διάχυτη πληβειακή απειλή συσπειρωνόταν στις «εθνικές οργανώσεις» της Δεξιάς· απέναντί τους, ένα καθόλου ευκαταφρόνητο κομμάτι των παλιών μικροαστικών στρωμάτων του κέντρου, κυρίως όμως οι εργατικές μάζες των απόκληρων προσφυγικών συνοικισμών της περιμέτρου, οι άνθρωποι δηλαδή που κατεξοχήν είχαν πληγεί από τη μεγάλη πείνα του 1941-42, την απελευθέρωση των απολύσεων του 1944 και τα πολύνεκρα γερμανικά μπλόκα του καλοκαιριού. «Το Κολωνάκι και οι άλλοι», όπως συνόψισε την αντίθεση ένας -άκρως αντικομμουνιστής κατά τα άλλα- Αγγλος συγγραφέας της εποχής (Richard Capell, «Simiomata», Λονδίνο 1945).
Ασυγκράτητο λαϊκό κύμα
«Στον αέρα υπάρχει Ρωσική Επανάσταση, μα και Γαλλική Επανάσταση και Κομμούνα του Παρισιού και απελευθερωτικός εθνικός πόλεμος και ποιος ξέρει τι άλλα θολά στοιχεία που δεν τα ξεχωρίζουμε ακόμα», σημείωνε χαρακτηριστικά στο ημερολόγιό του στις 14 Οκτωβρίου 1944 ένας από τους πιο διεισδυτικούς παρατηρητές των ημερών από την πλευρά του αστικού κόσμου. «Νοιώθουμε ένα μεγάλο και ασυγκράτητο λαϊκό κύμα που μας σηκώνει και μας παίρνει. Τι ακριβώς θέλει αυτή η μάζα βέβαια κανείς δεν το ξέρει, ούτε τα πιο συνειδητά μέλη της. Δεν είναι το βιομηχανικό προλεταριάτο των μεγάλων ευρωπαϊκών κέντρων με τις συγκεκριμένες οικονομικοκοινωνικές επιδιώξεις του επιστημονικού σοσιαλισμού. Εδώ έχουμε να κάνουμε με δυνάμεις αλόγιστες. […] Ο λαός βρήκε μια λέξη και την πιπιλίζει ολοένα: «Λαοκρατία». […] Ο λαός ν’ ανέβει, ο λαός να γίνει αφέντης, να πάψουν οι κακοί ν’ αδικούν το λαό –αυτό είναι το γενικό αίτημα. Μα συνάμα ο λαός βρίσκει και το Κ.Κ. που το εγκολπώνεται και το αγαπά, όχι για την κοσμοθεωρία του, που δεν την καταλαβαίνει, ούτε για το πρόγραμμά του, που είναι σήμερα ελαστικό και αμφίβολο σαν τα προγράμματα των αστικών κομμάτων, μα γιατί το νιώθει το Κ.Κ. δικό του, το βλέπει πάντα κοντά του, το ακούει να μιλά τη γλώσσα του, αισθάνεται μαζί του βαθιά ψυχική συγγένεια. Του παραδίδεται λοιπόν μ’ εμπιστοσύνη τυφλή, έτσι που μας ξεσκεπάζεται ξαφνικά, σε τούτη την απότομη στροφή της ιστορίας, μια πρωτεύουσα κόκκινη» (Γιώργος Θεοτοκάς, «Τετράδια Ημερολογίου 1939-1953», Αθήνα 1980, σ. 510-1). Η περιγραφή του ίδιου παρατηρητή για τις διαδοχικές διαδηλώσεις των ημερών της απελευθέρωσης είναι αποκαλυπτική γι’ αυτά τα κοινωνικά μέτωπα: διάχυτη ευφορία με πρωταγωνιστή την ΕΑΜική νεολαία στις 12 Οκτωβρίου, συντεταγμένες διαδηλώσεις των ΕΑΜικών και κομμουνιστικών οργανώσεων του κέντρου στις 13, ανθρωποθάλασσα των προσφυγικών συνοικισμών στις 14, αντεπίθεση των δεξιών οργανώσεων με τη δική τους κάθοδο στο πεζοδρόμιο στις 15. «Η σημερινή διαδήλωση ήταν σαφώς πιο καλοντυμένη και ευπαρουσίαστη από τη χθεσινή και περιείχε αρκετές κομψές γυναίκες», σημειώνει γι’ αυτή την τελευταία. «Είναι η πρώτη φορά αυτές τις μέρες που ένιωσα στην Ελλάδα τόσο έντονα, τόσο ξεκάθαρα κι απόλυτα τον κοινωνικό διχασμό, την ατμόσφαιρα του ταξικού πολέμου. Αυτή είναι πια στο εξής η «ελληνική πραγματικότητα»» (σ. 513). Στο πλήθος των νικητών (ή «μη χαμένων») της προηγούμενης περιόδου συμπεριλαμβάνονταν λογικά κι εκείνοι οι προνομιούχοι που, όπως σημειώνει αυτοκριτικά στα δικά της απομνημονεύματα η Μελίνα Μερκούρη, είχαν βιώσει την Κατοχή σαν ένα ατέλειωτο πάρτι, έχοντας αποφασίσει «να ζήσουν κάθε μέρα μέχρι τέλους και να στείλουν στο διάβολο όλα τα άλλα, μαζί με τα ιδανικά και τις ελπίδες για απελευθέρωση» («Γεννήθηκα Ελληνίδα», Αθήνα 1994, σ. 67-8).
Η κοινωνική αυτή πόλωση εξηγεί σε μεγάλο βαθμό και την επαναστατική, «κόκκινη βία» του Δεκέμβρη, βία που εκφράστηκε με ομαδικές εκτελέσεις, όχι μόνο μελών των σωμάτων ασφαλείας ή δωσιλόγων, αλλά κι ενός αριθμού από τους περίπου 8.000 αστούς που αιχμαλωτίστηκαν από τον ΕΛΑΣ ως όμηροι, σε αντιστάθμισμα των περίπου 15.000 άοπλων ΕΑΜιτών που είχαν αιχμαλωτίσει οι Βρετανοί. Οι κυβερνητικές ιατροδικαστικές αρχές, με επικεφαλής τον διαβόητο Καψάσκη, κατέγραψαν επίσημα έναν αριθμό 961 «εκτελεσθέντων» από τον ΕΛΑΣ και την ΟΠΛΑ στην Αθήνα κι άλλων 391 στον Πειραιά – συνολικά 1.352 θύματα, εκ των οποίων 1.141 άντρες, 210 γυναίκες κι 1 παιδί. Σε περίπου 2.000 υπολογίζονται οι εκτελέσεις πολιτών από τις κυβερνητικές δυνάμεις και τους συμμάχους τους, ενώ απροσδιόριστος (αλλά οπωσδήποτε μεγάλος) υπήρξε ο αριθμός των θυμάτων μεταξύ των αμάχων από τις πυκνές επιδρομές της αγγλικής αεροπορίας. Μια άλλη πτυχή της επαναστατικής βίας θα πάρει τη μορφή της συστηματικής κατεδάφισης κατοικιών του κέντρου, για την κατασκευή οδοφραγμάτων αλλά και ως αντίποινα σε βάρος των ιδιοκτητών τους.
Σχολιάζοντας αυτή την τελευταία πρακτική, ο Θεοτοκάς θα επισημάνει μια ειδική πτυχή της εμφύλιας βίας των Δεκεμβριανών, που κατά κανόνα παρακάμπτουν οι μεταγενέστερες αφηγήσεις: «Ολοένα περισσότερο έχει κανείς την εντύπωση ότι η επανάσταση αυτή είναι, στην Αθήνα τουλάχιστο, επανάσταση των προσφύγων εναντίον των γηγενών», σημειώνει στις 21 Δεκεμβρίου. «Η προσφυγική μάζα δε συγχωρεί τη μειονεκτική κοινωνική θέση στην οποία έζησε αυτά τα είκοσι χρόνια. […] Η γηγενής μάζα παρακολουθεί το κίνημα βουβή, πεισματωμένη, γεμάτη μνησικακία. Κι αυτή δεν έχει διάθεση να συγχωρέσει» (σ. 545-6).Ανάρτηση από: http://archive.efsyn.gr