Του Γιώργου Ηλ. Τσιτσιμπή
Δεν
χρειάζεται να είσαι πολιτικός επιστήμων ή κορυφαίος αναλυτής για να
διαπιστώσεις ότι κανείς τους σήμερα δεν θέλει την απεργία. Ούτε οι «από πάνω»,
ούτε οι «από κάτω».
Ας
χρησιμοποιήσουμε τους δύο αυτούς όρους, με την έννοια ότι οι «από πάνω» είναι
οι εργατοπατέρες, οι επαγγελματίες συνδικαλιστές και οι «από κάτω» η «βάση»
όπως λέμε, ο κόσμος, που βολεύεται ιδιοτελώς και συγχρόνως είθισται να
απαλλάσσεται των ευθυνών του. Δυστυχώς, ακόμα και στις μέρες μας, μέσα σ’ αυτόν
τον κοινωνικοπολιτικό ορυμαγδό, συνεχίζουν, όλοι τους, να πορεύονται με
νοοτροπίες παλιές και καταδικασμένες. Δήθεν αγωνιστές, δήθεν συνδικαλιστές αλλά
και δήθεν απογοητευμένοι, δήθεν αδύναμοι και γκρινιάρηδες, επιμένουν να
ευτελίζουν οτιδήποτε. Καιροσκόποι και συγχρόνως άβουλοι, «από πάνω» και «από
κάτω».
Οι
τελευταίες «αγωνιστικές» προσπάθειες, αποκαρδιωτικές. ΦΤΑΙΕΙ ΚΑΝΕΙΣ; Ας τα
πάρουμε με την σειρά.
Η
απεργία, η αποχή απ’ την εργασία με σκοπό την ικανοποίηση διαφόρων αιτημάτων,
λογικά θα πρέπει να είναι η κορύφωση μιας σειράς τρόπων πίεσης, που αφού δεν
φέρανε αποτέλεσμα θα πρέπει να κορυφωθούν, εκτιμώντας συγχρόνως ότι το
διακύβευμα των αιτημάτων είναι μείζον. Άρα, εξυπακούεται, ότι έχουν προηγηθεί
κάποια απαραίτητα στάδια αυτής της κλιμάκωσης, έχουν αποτύχει και αναγκαστικά
φτάνεις στο τελευταίο. Έχεις προετοιμάσει δε, όλο αυτό το διάστημα, αυτούς
στους οποίους απευθύνεσαι και έχεις προειδοποιήσει και αυτούς από τους οποίους
διεκδικείς. Παράλληλα, φτιάχνεις συμμαχίες εργαζομένων για κοινό μέτωπο, να
διευρύνεις όσο μπορείς περισσότερο την βάση στην οποία στηρίζεσαι, για να είναι
η πίεση όσο γίνεται μεγαλύτερη. Αυτονόητα και λογικά πράγματα δηλαδή, τίποτα
καινούργιο. Ταυτόχρονα, η στοχοθεσία σου ιεραρχείται έτσι που να επικεντρώνεται
στα σπουδαία, τα κύρια, εμπλουτισμένη βέβαια και με αιτήματα που μπορείς να
παρακάμψεις για να διαπραγματευτείς, αλλά και με κόκκινες γραμμές που δεν
μπορείς να παραβιάσεις. Με έναν τέτοιο ξεκάθαρο τρόπο, σχεδιάζεις και
προετοιμάζεις τον αγώνα σου.
Όλα
αυτά έχουν ακόμα μεγαλύτερη αξία όταν αφορούν τριτοβάθμιες οργανώσεις,
συνομοσπονδίες δηλαδή και όχι απλά συλλόγους με συντεχνιακά χαρακτηριστικά. Η
ΑΔΕΔΥ και η ΓΕΣΕΕ, συνεπώς, ως οι κορυφαίες συνομοσπονδίες, φέρουν ακεραία την
ευθύνη για έναν κατ’ ελάχιστον συντονισμό. Τι παρατηρείται όμως; Φευ!!! Δεν
μιλάμε να προετοιμάσουν και να κλιμακώσουν την όποια αντίσταση των πολύπαθων
εργαζομένων, αλλά δεν μπορούν καν να συντονιστούν και στον χρόνο. Πολλές φορές,
ούτε μια 24ωρη δεν μπορούν να συναποφασίσουν!!! Και η ειρωνεία είναι ότι οι
ίδιες παρατάξεις συνυπάρχουν και στην ΑΔΕΔΥ και στην ΓΕΣΕΕ. Τα ίδια παιδιά, των
ίδιων κομματικών μανάδων. ΔΑΚΕ (ΝΔ) στη μια, ΔΑΚΕ (ΝΔ) στην άλλη. ΔΗΣΥ (ΠΑΣΟΚ)
στην μια, ΔΗΣΥ (ΠΑΣΟΚ) στην άλλη. ΠΑΜΕ (ΚΚΕ) στην μια, ΠΑΜΕ (ΚΚΕ) στην άλλη και πάει λέγοντας… Αν αυτό
δεν είναι στοχευμένη ενέργεια κατά της απεργίας, τότε τι είναι;. Κανείς
συνδικαλιστικός νόμος δεν χρειάζεται, αφού οι ίδιοι κατάφεραν και απαξίωσαν
κάθε απεργιακή κινητοποίηση (βραχύχρονη και μακρόχρονη). Νομίζουν ότι ο κόσμος
δεν τα βλέπει;
Αφού
λοιπόν η «βάση» τα βλέπει, πώς δικαιολογείται να τους στηρίζει; Πώς μπορούν και
επιβιώνουν (συνδικαλιστικά) οι ίδιοι και οι παρατάξεις τους; Πόση ευθύνη και
υποκρισία μπορεί να υπάρχει σ’ αυτή την «αγνή βάση»; Βέβαια, θα πει κάποιος:
Ποια απεργία; εδώ δεν μπορούμε να σηκώσουμε την καθημερινότητα, απεργία
θέλουμε; να χάσουμε κι από πάνω; Λογικό ακούγεται, με την προϋπόθεση όμως ότι
οι επικαλούμενοι αυτών των σκέψεων, είχαν εκμεταλλευτεί όλες τις άλλες μορφές
διαμαρτυρίας και είχαν κάνει τον «βίο αβίωτο» στους εκάστοτε κυβερνώντες.
Δυστυχώς, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Αν τα ποσοστά, ακόμα και μιας 24ωρης ήταν
μεγάλα, δεν θα αποτελούσε πίεση προς τους επικεφαλής των συλλογικοτήτων; Αν οι
σκόρπιοι αγώνες συμπυκνώνονταν σε έναν έντονο και διαρκή, δεν θα υπήρχε αποτέλεσμα; Αν δεν ήταν μακάβριο, θα μπορούσαμε να
υποστηρίξουμε πως χρειάζεται ακόμα περισσότερος πόνος, μπας και ξεσηκωθεί ο
ραγιάς, αφού δεν φαίνεται να συγκινείται από τον πόνο του διπλανού, ούτε από
τον πόνο των παιδιών του, ούτε ακόμα από τον πόνο του ίδιου και κάθεται
μοιρολατρικά, χωρίς να κάνει το έλασσον, τουλάχιστον να μην τους ψηφίζει.
Τρίτον,
αλλά όχι τριτεύον, τα αιτήματα. Θα πρέπει να παραδεχτούμε πως δεν μπορούμε να
πορευτούμε με τα έως τώρα ειωθότα. Όταν είσαι υπό κατοχή, ανελεύθερος να διαφεντεύεις
τον τόπο σου, δεν μένεις σε κλαδικά αιτήματα. Βάζεις στόχο, παλαϊκό, την
απελευθέρωση και μετά οτιδήποτε άλλο. Αφήστε που πρέπει να ξαναορίσουμε τις
εθνικές μας προτεραιότητες. Το
δημογραφικό, για παράδειγμα, που δεν πολυακούγεται, είναι λιγότερο σημαντικό από την ακρίβεια; Η προσφυγιά, των
άλλων και η δική μας, αμελητέα; πόσοι
νέοι ξενιτεύονται για τον επιούσιο;
Η εθνική κυριαρχία; Μήπως πρέπει να ξεκινήσουμε από αυτά και να έπονται
τα άλλα;
Για
ποια απεργία μιλάμε, συνεπώς; Γι’ αυτήν που δεν θέλει κανένας τους; Γι’ αυτήν
που δεν διεκδικεί τα σημαντικά;
Κάλμα
«σύντροφοι», όλων των αποχρώσεων. Ας κοιταχτούμε στον καθρέφτη. Ας
ανασυνταχτούμε. Ας ξαναορίσουμε τα μείζονα και αν υπάρχει λόγος και κόσμος, ας
ξαναπροσπαθήσουμε.
Η εξέγερση θέλει όχλο, η επανάσταση λαό.