Του Θανάση Ν. Παπαθανασίου
Απόσπασμα από την πρόσφατη «Σύναξη», τ. 140)
[…] Αν θεωρούμε δ ε δ ο μ έ ν η τη συναίνεση του Θεού, αν δηλαδή δεν θεωρούμε πραγματική την ελευθερία Tου σε βαθμό που να μπορεί ακόμα και να ανατρέψει τις βεβαιότητές μας, τότε απλώς αντικαθιστούμε τον ζωντανό Θεό με έναν θεό κατ’ εικόνα μας, υποταγμένο στα σχήματά μας. Κοντολογίς, αντικαθιστούμε τον ζωντανό Θεό με ένα είδωλο. Βασικό γαρ χαρακτηριστικό του ειδώλου είναι ότι […] ίσταται, προσκυνείται και… σιγεί. Δεν αντιλέγει, δεν αμφισβητεί, δεν ταράζει την ασφάλεια των προσκυνητών του, η οποία παράγεται με ακλόνητη βεβαιότητα από την εκτέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων.
Η χριστιανική ζωή, αντιθέτως, είναι η μετάβαση στον χώρο της διακινδύνευσης, της υπέροχης διακινδύνευσης την οποία εμπεριέχει η προσπάθεια ανταπόκρισης σε εταίρο ζωντανό και ελεύθερο. Αλλά αυτή η ζωντάνια και η ελευθερία δεν αντέχονται εύκολα, και οι Χριστιανοί αδιάκοπα ολισθαίνουν στην ασφάλεια των ειδώλων. Η ολίσθηση αυτή (η άρνηση του ζωντανού Θεού η οποία γίνεται χωρίς ρηματική άρνησή του, και η εγκόλπωση ειδώλων χωρίς τη ρηματική αποδοχή τους) μεταλλάσσει κάθε πλευρά του εκκλησιαστικού βίου [...].
Το είδωλο είναι άφωνο και η αλαλία του εξυπηρετεί τη δολιότητα της «άπιστης και διεστραμμένης γενιάς», τη συγκέντρωση δύναμης στα χέρια των ελίτ οι οποίες διαχειρίζονται την ειδωλολατρική λατρεία. Οι ελίτ αυτές παρουσιάζονται ως το στόμα ενός θεού μουγγού, ως εκπρόσωποι ενός θεού απόντος. Η λύσσα για ανεξέλεγκτη εξουσία είναι αυτό που αποκαλύπτει ποιος είναι ειδωλολάτρης κατ’ ουσίαν, ανεξάρτητα από τις όποιες επίσημες δηλώσεις του […].
Πώς ο πιστός θα αντιληφθεί τι είναι κακόδοξο, αν ο ίδιος δεν είναι υπεύθυνος και ανύστακτος κάθε στιγμή; Πώς θα αποστρέψει το πρόσωπό του από την κακοδοξία, αν δεν είναι σε κριτική νηφαλιότητα κάθε στιγμή, ώστε να διαγνώσει την κακοδοξία οπουδήποτε λιμνάσει αυτή, δηλαδή είτε έξω από είτε μέσα στον εκκλησιαστικό χώρο; Αλλά η κακοδοξία δεν αφορά μόνο τη δογματική. Μια εκκλησιαστική ηγεσία ή μια εκκλησιαστική κοινότητα που αποπνέουν μίσος, μισαλλοδοξία και απανθρωπιά και χειρίζονται τη δογματική σαν πέτρα λιθοβολισμού, στελεχώνουν τη ριζικότερη κακοδοξία: την ακύρωση του ευαγγελίου. Ούτε το «άγρυπνο» είναι αφ’ εαυτού ασφαλές κριτήριο. Και ο φανατικός είναι άγρυπνος! Αλλά οι κόποι του δεν είναι ευαγγελικοί και δεν είναι ευάρεστοι στον Θεό, όσο κι αν καταβάλλονται εν ονόματί του. Το είχε πει ο Χριστός όταν μαστίγωσε τον αθεόφοβο ιεραποστολικό ζήλο των Φαρισαίων. Και είναι χαρακτηριστικό ότι ο ειδωλολάτρης αυτοαναφορικός (που καμώνεται τον Χριστιανό και χάνει τον ύπνο του αν δεν βρει κάποιον να λιθοβολήσει) υφαρπάζει την κρίση του Αφέντη Θεού όταν ο ίδιος αναθεματίζει, την υφαρπάζει κι όταν δηλώνει αυτόβουλα και ανενδοίαστα ότι υπέρ Χριστού ονειδίζεται και πάσχει, όποτε του ασκηθεί κριτική!...
[O πίνακας: Όχι, δεν είναι το «Γραφείον επί των Αιρέσεων» της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς. Είναι ο διαβόητος δικαστής George Jeffries (1648-89), έργο του Edward Matthew Ward].
Ανάρτηση από: https://geromorias.blogspot.gr