Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2017

«Η βαρύτητα στο ή» Διαβάζοντας το βιβλίο του Κώστα Γουρνά

Της Ειρήνης Γαϊτάνου

Το πολιτικό μυθιστόρημα του Κώστα Γουρνά, «Η βαρύτητα στο ή» (από τις εκδόσεις των συναδέλφων), που κυκλοφόρησε πρόσφατα, είναι ένα σημαντικό βιβλίο. Είναι ταυτόχρονα συναρπαστικό: κρατάει την/ον αναγνώστρια/η σε μια ιδιότυπη εγρήγορση, ενώ ταυτόχρονα επιβάλλει την προσεκτική του ανάγνωση, καθώς είναι στιγμές που φαίνεται ότι κάθε μια λέξη είναι ξεχωριστά επιλεγμένη, ώστε να πληρεί ένα σκοπό, ή ώστε να δένει, αποκλειστικά εκείνη, με τις υπόλοιπες. Είναι, επιπλέον, οικείο – εξαιρετικά οικείο μάλιστα: πραγματεύεται τη σημερινή συνθήκη στην Ελλάδα, από τη σκοπιά του παρόντος αλλά και του μέλλοντος (και με μια έννοια, και του παρελθόντος), με εικόνες και περιγραφές που έχουμε όλες και όλοι ζήσει, προβληματισμούς με τους οποίους έχουμε όλες και όλοι αναμετρηθεί, συναισθήματα που έχουμε όλες και όλοι βιώσει – ίσως πάντως λίγο περισσότερο, εκείνη και πάλι η περίφημη «γενιά» που βρίσκεται εκεί γύρω στα 30.
«Είχε ξαστεριά. Ο Δράκοντας, η Μικρή και η Μεγάλη Άρκτος, η Λύρα και ο Κύκνος, είχαν πάρει ήδη τη θέση τους στο κατάμαυρο στερέωμα. Κι όμως, βρίσκονταν τόσο μακριά, σε απόλυτους αριθμούς. Σαν την ελευθερία, την επανάσταση, το δίκιο, την ευτυχία. Πώς να τα φτάσει κανείς; Κι εκείνα, να επιμένουν να λάμπουν τόσο φωτεινά.» σ.1
«Είναι στη φύση του ανθρώπου, αγάπη. Σκάβει βαθύτερα, για να βγει στην επιφάνεια. Τρελό, ε;» είπε η Ίντυ. σ.2
Μου φαίνεται πάντα δύσκολο να γράψεις για το έργο ενός ανθρώπου. Στο τέλος τέλος, ο τρόπος που το προσλαμβάνεις είναι πολύ προσωπική υπόθεση, και υπόκειται σε πολλαπλές διαμεσολαβήσεις. Αν δεν σου αρέσει ιδιαίτερα, είναι εύκολο να το υποτιμήσεις. Αν σου αρέσει πάρα πολύ, είναι ακόμα πιο εύκολο να το υποτιμήσεις. Πώς να μπουν σε μια σειρά, πώς να χωρέσουν σε μερικές γραμμές ο πλούτος του, τα ταξίδια, οι σκέψεις, η ένταση στα οποία σε υποβάλλει; Από την άλλη πλευρά, είναι πολύτιμο να συναντιέται ο δρόμος σου με έργα, ανθρώπους, σκέψεις, με τα οποία νιώθεις μια τέτοια βαθύτερη επικοινωνία. Και ίσως αυτό να είναι ένα στοιχείο που κάνει το βιβλίο του Κώστα Γουρνά ιδιαίτερα σημαντικό: η υπενθύμιση πως άγνωστοι άνθρωποι, από διαφορετικές αφετηρίες και έχοντας ακολουθήσει κοινά ή διαφορετικά μονοπάτια, τεμνόμενα ή μη, μοιράζονται τόσα. Εκείνοι οι αόρατοι δεσμοί, τα βλέμματα που συναντιούνται και καταλαβαίνουν, η πραγματική πραγματικότητα -ή έστω μια όψη της- και οι άνθρωποι που βράζουν κάτω από τη σημερινή ισοπέδωση. Η υπενθύμιση της μεγάλης εικόνας, ειδικά σε καιρούς σαν τους σημερινούς. Έτσι, το κείμενο αυτό θα επιχειρήσει να «συνομιλήσει» με αποσπάσματα του βιβλίου, και μέσα από αυτά, με τους ανθρώπους που νιώθουν ότι τους αφορούν.
«Η βαρύτητα στο ή» είναι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, που εξελίσσεται σε τρεις χρόνους και τόπους: στην Αθήνα του 2010, το Βερολίνο του 2034, το Βόλγκογκραντ του 2110. Ας υποθέσουμε ως εκκίνηση την εύστοχη σκιαγράφηση της κοινωνικής και πολιτικής μας πραγματικότητας – αν και εδώ, αρχή, μέση και τέλος διαπλέκονται σε ένα περίεργο παιχνίδι, που καθόλου γραμμικό δεν είναι. Σε κάθε περίπτωση, οι χιλιάδες άνθρωποι που έζησαν και αγωνίστηκαν με κάθε τρόπο τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, θα βρουν στο βιβλίο κομμάτια του εαυτού τους, της πραγματικότητας και των βιωμάτων τους: εικόνες, μέρη, στιγμές, αναφορές γνώριμες και οικείες. Τοποθετημένες όμως μέσα από μια αφήγηση του -κοντινού- μέλλοντος, που μοιάζει πολύ πολύ πραγματικό. Εξάλλου, το βιβλίο δομείται γύρω από τη δυνατότητα εναλλακτικών αφηγήσεων μιας ιστορίας, και γι’ αυτό επιστρατεύει περίτεχνα τη θεωρία υπερχορδών, τα ταξίδια στο χρόνο, αλλά και μια διαφορετική προσέγγιση του ίδιου του χρόνου, του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. Είναι μια υπενθύμιση της δυνατότητας«Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η Ιστορία έχει μονάχα μια καταγραφή. Και να γυρίσει κάποιος στο παρελθόν, θα βαδίσει νομοτελειακά στο ίδιο χαραγμένο μονοπάτι του χρόνου. Είναι κι άλλοι, βέβαια, που πιστεύουν ότι μπορεί να υπάρχουν εναλλακτικές εκδοχές της πραγματικότητας, οι οποίες, όταν επισυμβεί μια χωροχρονική παρέμβαση, ενεργοποιούνται. Εξαλείφουν τον παλιό χωροχρόνο και ξεκινούν τον διαφοροποιημένο, ακριβώς από το σημείο εκείνο, της επιστροφής.» Η αλλιώς, εκείνα τα ευρεία πεδία επιλογής, μέσα από τα οποία, το υποκείμενο κάνει την «ορθότερη». Κι όταν τα πολλά «ορθότερα» συγκρούονται… «Τότε, έχουμε ζωή. Το σύμπαν και η Ιστορία είναι ένας αέναος χωροχρόνος συγκρούσεων». Ωστόσο (όπως συνεχίζει ένα από τα υποκείμενα του βιβλίου, σε μια συνομιλία που διεξάγεται την 6η Δεκέμβρη του 2008, στις 06.30 το πρωί), «Το αποτύπωμα που θα προκύψει από μια συγκεκριμένη επιλογή του, δεν ξεγράφεται ποτέ. Όμως, αυτά που θα παράξει το γεγονός, στο πέρασμα του χρόνου, μπορούν να ξαναγραφτούν χιλιάδες φορές, είτε ως διορθώσεις και προσεγγίσεις, είτε ως απόπειρες αναβίωσης και υπερβάσεις του. […] Μα το μέλλον, δεν είναι προδιαγεγραμμένο, όπως το παρελθόν. Αν καταφέρει να στρεβλώσει τον χρόνο προς τα εμπρός, ίσως να βρεθεί μπροστά σε μεγάλες εκπλήξεις.» σ.3
Σε σύγκρουση ωστόσο με τον βολονταρισμό, εκτός από υπενθύμιση της δυνατότητας, είναι και μια υπενθύμιση της πραγματικότητας, και συχνά βιαιότητας, των πεπραγμένων, και του ρόλου τους στην εξέλιξη των πραγμάτων σ.4. Με άλλα λόγια, ότι έχει γίνει, έχει πράγματι γίνει, και αφήνει πίσω του αμείλικτη την σφραγίδα του. Και είναι εδώ που το βιβλίο περιέχει γνώριμους προβληματισμούς, ελπίδες και απογοητεύσεις, πεποιθήσεις και καταρρεύσεις, αναζητήσεις του τι μπορεί να γίνει και τι μπορούσε να πάει αλλιώς. Εδώ, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η φαντασίωση ενός, πολύ πιθανού, κοντινού μέλλοντος, όπως περιγράφεται στο πέμπτο κεφάλαιο, και για τις επόμενες 50 σελίδες. Εδώ βλέπουμε, κάπου στο 2021, έναν νέο Δεκέμβρη του ’08, με λιγότερα όρια από εκείνα του τότε Δεκέμβρη. Έχει προηγηθεί η κατάρρευση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ («Στην πολιτική, όπως και στη ζωή, είναι αλήθεια ότι, όποιος παίρνει την κατηφόρα, συνήθως την παίρνει ως το τέρμα.» σ.5), και η εκλογή μιας κυβέρνησης συνεργασίας με πρωθυπουργό έναν ηθοποιό. Εδώ βλέπουμε και μια πολύ ενδιαφέρουσα πολιτική τοποθέτηση για την περίοδο που ακολούθησε την ένταξη της χώρας στον μηχανισμό των μνημονίων: όπου η 5η Ιούλη του 2015 αναγνωρίζεται ως «μια από τις πιο σημαντικές στιγμές στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της Ελλάδας» σ.6, ενώ περνούν από μπροστά μας όλα τα ερωτήματα που διαπέρασαν τα κινήματα της περιόδου: οι πλατείες, οι απεργίες, οι μορφές πάλης, το αντιιμπεριαλιστικό και το προσφυγικό κίνημα.
Παράλληλα, και αυτό είναι ένα από τα κομβικά σημεία της σημασίας του βιβλίου, ο συγγραφέας επιχειρεί μέσα από την ανάγνωση της πραγματικότητας και των ελλειμμάτων της, μια σοβαρή κριτική και αυτοκριτική των πολιτικών υποκειμένων, του αναρχικού και του αριστερού χώρου, των αδυναμιών και των ορίων τους: «Για άλλη μια φορά, η Ιστορία πέρασε από δίπλα μας. Και ίσως, τότε, να χάθηκε μια μοναδική ευκαιρία.» σ.7 Εδώ βρίσκεται, κατά τον συγγραφέα, η υποτίμηση της δυναμικής των πλατειών, ο ελιτισμός απέναντι στον λαό σ.8, η υποτίμηση του ρόλου του εθνικού στοιχείου στην κοινωνική συνείδηση, η αδυναμία ισορροπίας μεταξύ της τοπικότητας/των επιμέρους αγώνων και της κεντρικής πολιτικής μάχης. Εδώ εντάσσεται η κριτική στον κατακερματισμό των πολιτικών χώρων και των πολιτικών υποκειμένων, αλλά και της άλλης όψης: της θριαμβολογίας σχετικά με την «υπέρβαση» που συχνά εμφανίζεται ως από μηχανής θεός. Εδώ βρίσκεται η -σκληρή- διαπίστωση, ότι σταθήκαμε λίγοι/ες σ.9.
«Σκοπός ενός επαναστάτη είναι να εξελίσσεται συνεχώς, σε μια όσο πιο ολοκληρωμένη ύπαρξη μπορεί, και μάλιστα στο τώρα, όχι μετά την όποια επανάσταση. […] Δεν γίνεται, λοιπόν, να είσαι φελλός σε μόνιμη βάση, και ξαφνικά να φτιάξεις έναν κόσμο πλήρους γνωσιακής ανάπτυξης. Δεν γίνεται να είσαι άτεχνος και να οικοδομείς έναν κόσμο με υψηλά κριτήρια αισθητικής. Δεν γίνεται να είσαι ένας μονοδιάστατος στρατιώτης, και απότομα να ανακαλύπτεις ότι η ελευθερία είναι μια υπόθεση πολλών διαστάσεων. Όπως και, τέλος, δεν γίνεται να είσαι ένας σκατόψυχος και να θες να φτιάξεις έναν καλύτερο κόσμο […] Ειδικά αυτό το τελευταίο, απλά δεν γίνεται.» σ.10
 «Διάττοντες αστέρες, που εκπληρώνουν μια αποστολή. Ένα σχέδιο, που το επέλεξαν ως δικό τους βάρος, μέσα στο σύμπαν. Γιατί η ευθύνη ν’ αλλάξει ο κόσμος δεν αποδίδεται, γενικά, σ’ ένα κοινωνικό σύνολο, σε μια τάξη ή σ’ έναν πληθυσμό. Την ανακαλύπτουν μπροστά τους οι άνθρωποι και, είτε την αρπάζουν από τα μαλλιά είτε την προσπερνούν. Άνθρωποι, όπως οι ήρωες των βιβλίων. Συνήθως με τα πολλά στραβά και ιδιαίτερά τους, μα και με το αλάνθαστο κριτήριο, ότι αυτό που κάνουν, πρέπει να γίνει από εκείνους. Μέχρι το σκοτάδι να γίνει φως, εκείνοι επιμένουν.» σ.11
Μακριά από νομοτέλειες και πορείες που ακολουθούνται ανεξάρτητα από τους ανθρώπους, η ιστορία γίνεται ακριβώς από τους ανθρώπους, με τις δυνατότητες και τα όριά τους. Και εδώ εντοπίζεται ένα ακόμα μεγάλο κεφάλαιο που πραγματεύεται το βιβλίο: η ηθική του αγώνα, και η ηθική υπόσταση των ανθρώπων που αγωνίζονται, η ακεραιότητα, το μέγεθος και η ποιότητα τους σε ατομικό επίπεδο, αυτές που καθορίζουν το πώς προσλαμβάνουν κάθε καμπή του αγώνα αυτού σ.12. Και που γι’ αυτό, κρίνεται ως τέτοια. Και ταυτόχρονα, κρίνεται η δυνατότητα να διαφυλάσσεται η ακεραιότητα αυτή, σε στιγμές που δεν είναι φυσικά άσπρο ή μαύρο (ποτέ δεν είναι), και ενώ σημασία δεν έχουν μόνο οι προθέσεις ή το δίκιο, αλλά και ο δρόμος που επιλέγει κανείς, για να κυνηγήσει αυτό το δίκιο σ.13. Σε δρόμους που συχνά, είναι πολύ μοναχικοί, και όμως πρέπει να διαφυλάσσονται από το να γίνονται γραφικοί. Ενώ ταυτόχρονα «Η κάθε πράξη ενός ανθρώπου, η κάθε του επιλογή στη ζωή, αποτελεί ταυτόχρονα και μια πρόταση προς την κοινωνία» σ.14, Και όμως, ενώ αυτή η διατύπωση φαίνεται πολύ βαριά, και δύσκολη, το κλειδί είναι ταυτόχρονα στην αποδοχή: την αποδοχή του εαυτού μας, των αναγκών μας, της ταυτότητας μας. Η αυτοβελτίωση είναι μια διαρκής, και πολύτιμη διαδικασία. Δεν μπορεί όμως να καταλήγει ένας αγώνας δρόμου. Είναι γνωστό ότι οι άνθρωποι που σκαλίζουν πολύ, που δεν μένουν στα εύκολα, γίνονται μάλλον καλύτεροι άνθρωποι, ταυτόχρονα όμως, κουράζονται και ταλαιπωρούνται πολύ: «Πρέπει να κρατήσεις αυτό που είσαι και να συλλέγεις τα χρήσιμα, από αυτά που είσαι έτοιμη να γίνεις. Γιατί αυτό που θα επιθυμούσες να γίνεις, μπορεί απλά να μην είναι για σένα […] Αποδέξου τον εαυτό σου, και να χαίρεσαι γι’ αυτόν. Γιατί είναι το οικοδόμημα, που με τόσο κόπο έχτισες. Μη μεμψιμοιρείς, και μην επαναπαύεσαι. Μην αμφιταλαντεύεσαι, ανάμεσα στο υπάρχον και στο ιδεατό, γιατί υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος ανάμεσά τους. Ν’ απολαμβάνεις τις όμορφες στιγμές, κι ας μην αποτελούν πάντα αποσπάσματα επικών έργων ή λογοτεχνικών αριστουργημάτων.» σ.15
Αυτή λοιπόν η ηθική του αγώνα και των αγωνιστών/τριων, κρίνει ακριβώς τη μεγάλη εικόνα, διατηρεί την ισορροπία μεταξύ βραχυπρόθεσμου και μακροπρόθεσμου, μετατρέπει τη νίκη σε ήττα και το αντίθετο. Ακόμα κι αν, σε σημεία, ο συγγραφέας δεν αποφεύγει την παγίδα της ηρωοποίησης (κάτι που μάλλον συνδέεται με την εμπλοκή σε ορισμένες πρακτικές της ένοπλης πάλης, ειδικά σε συγκεκριμένες συγκυρίες, για λόγους που δεν αποτελούν αντικείμενο του παρόντος κειμένου, και πάντως εδώ εμφανίζεται μάλλον μετριασμένη). Πάντως, όπως μας υπενθυμίζει ο συγγραφέας, αλλά σε καιρούς όπως οι σημερινοί, φαίνεται όλο και περισσότερο να ξεχνάμε, η συμμετοχή στον αγώνα συμβάλλει στην ατομική εξέλιξη και δεν προσφέρεται ως «λάφυρο προς ατομική τέρψη» σ.16. Η αυτοεκπλήρωση είναι αποτέλεσμα της συμμετοχής στον αγώνα, όχι αφετηρία της. Σήμερα, δυστυχώς, υπό το βάρος των πολλαπλών ηττών, βλέπουμε όλο και περισσότερους ανθρώπους, αγωνιστές και αγωνίστριες, που συνδέουν τη στράτευση τους με την ατομική τους εκπλήρωση: η ένταξη στους πολιτικούς και κοινωνικούς χώρους μοιάζει, όσο κι αν φαίνεται σκληρό, να επιδιώκει να εκπληρώσει υπαρξιακές ανάγκες, περισσότερο απ’ όσο να συνεισφέρει στο συλλογικό σκοπό. Ή έστω, να συνεισφέρει μέσω αυτού. Υπάρχουν περίοδοι φυσικά, που αυτά τα δύο δεν είναι αναγκαστικά ανταγωνιστικά – υπάρχουν κι άλλες όμως που γίνονται ακριβώς ανταγωνιστικά σ.17. Το μεγαλείο του/της αγωνιστή/τριας φαίνεται στο να μπορεί να διακρίνει τη διαφορά, και να κάνει θαρραλέα κάτι γι’ αυτό, με όποιο προσωπικό κόστος.
Εδώ, τέλος, βρίσκεται κι ένα ακόμη κομβικό στοιχείο του βιβλίου: η ανθρωπινότητα των ηρώων του – αν και θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ, ότι ο συγγραφέας υιοθετεί μια μάλλον αντρική ματιά. Πάντως, αν και θα είναι φανερό ως τώρα, οι ήρωες του βιβλίου είναι πραγματικοί άνθρωποι, που ζουν, συγκρούονται μεταξύ των εσωτερικών τους αντιφάσεων, ταλανίζονται από αυτές, τις ξεπερνούν ή βουλιάζουν μέσα τους και συναντούν τις επόμενες. Είναι άνθρωποι που γνωρίζουμε, βρίσκονται δίπλα μας ή μέσα μας, αγωνίζονται και εγκαταλείπουν, είναι δογματικοί ή/και υπερβολικά ανασφαλείς, πιστεύουν κάτι πολύ βαθιά και ταυτόχρονα δεν ξέρουν το επόμενο βήμα τους. Κυρίως, συνυπάρχουν μέσα τους τα ερωτήματα πολιτικής στράτευσης και προσωπικής ζωής, επαναστατικών πρακτικών και συμβατικών επιλογών (με ή χωρίς εισαγωγικά). Γελάνε, χορεύουν, διαβάζουν, ακούνε πολύ μουσική, φοβούνται, και κυρίως, ερωτεύονται πολύ, και αγαπούν πολύ τη ζωή. Και γι’ αυτό, ξέρουν ότι η διαχείριση του θανάτου, είναι πολύ δύσκολη υπόθεση («ειδικά για εκείνους, που καμώνονται ότι τον παίζουν στα δάχτυλά τους» σ.18), αλλά ταυτόχρονα γνωρίζουν ότι «στη ζωή, αντίθετα με τον θάνατο, δεν παίζονται όλα μόνο σε μια στιγμή» σ.19.
Κι έτσι, δε μεμψιμοιρούν, ειδικά στη μέση ενός αγώνα. Και όλα είναι ένας αγώνας. Έχουμε μια ολόκληρη ζωή, με την κάθε της χαραυγή και το κάθε της σούρουπο, για να θρηνήσουμε. «Ό,τι κι αν γίνει σε μια μάχη, ο αγωνιστής πρέπει να συνεχίζει να προχωρά» σ.20. Κι αυτό είναι ίσως η αισιόδοξη ματιά, ενός βιβλίου που υιοθετεί μια μάλλον απαισιόδοξη -και φυσικά απολύτως αντίστοιχη- ματιά για το μέλλον, με βάση την κατάσταση στη δεδομένη, σημερινή στιγμή. Τα ενδεχόμενα μέλλοντα που μας περιγράφει δεν είναι τα μέλλοντα της ουτοπίας – είναι μάλλον δυστοπικά, και ίσως ζοφερά. Εμπεριέχουν όμως το σπέρμα της αμφισβήτησης, και κυρίως του αγώνα. Και ταυτόχρονα, εμπεριέχουν τα σπέρματα όλων εκείνων των στοιχείων που ανοίγουν τη δυνατότητα πιο δίκαιων κόσμων (εδώ, για παράδειγμα, είναι πολύ ενδιαφέρουσα η πραγμάτευση των επιστημονικών εξελίξεων, της προόδου και της σχέσης της με τη χειραφέτηση ή την αλλοτρίωση, του καπιταλισμού και του βάθους της κρίσης του κλπ). Έτσι, ο κύριος όρος είναι να συνεχίσουμε να οραματιζόμαστε ένα διαφορετικό μέλλον σ.21, με επίγνωση του φόβου και της δυσκολίας, που αναδύεται εξάλλου κάθε φορά που επιχειρεί κανείς ένα βήμα προς το άγνωστο.
«Η βαρύτητα στο ή» είναι ένα πολιτικό μυθιστόρημα πολιτικής παρέμβασης, και ταυτόχρονα είναι πολύ όμορφη λογοτεχνία, σε μια ισορροπία που μοιάζει σπάνια. Είναι ένα βιβλίο γραμμένο από τη σκοπιά και με τη ματιά ενός αγωνιστή, αναδεικνύοντας και πάλι ότι η πράξη, είναι το πιο κρίσιμο στοιχείο, και το πιο ασφαλές κριτήριο, για την προσέγγιση της πραγματικότητας. Ανεξάρτητα από πολιτικές διαφωνίες, πρέπει, νομίζω, να διαβαστεί κατανοώντας τη θέση του συγγραφέα από την πλευρά του συμμέτοχου σε έναν πολιτικό χώρο, επιδιώκοντας να συνεισφέρει κριτικά σε μια ευρύτερη συζήτηση. Και η συζήτηση αυτή, ξεπερνά κατά πολύ τα όρια του πολιτικού χώρου μέσα στον οποίο τοποθετείται ο συγγραφέας. Το βιβλίο αυτό είναι έμπρακτη απόδειξη. Αυτό το εγχείρημα κριτικής και αυτοκριτικής του Κώστα Γουρνά, γεννά ελπίδα, ακριβώς υπενθυμίζοντας ότι τα ρυάκια που σχηματίζουν έναν ποταμό είναι πολλά, πολύ περισσότερα από αυτά που βλέπουμε με μια πρώτη ματιά. Μόνος όρος, και πάλι, ο διαρκής αγώνας, σε στιγμές έξαρσης και ύφεσης, ανάτασης της ελπίδας αλλά και επικράτησης της απελπισίας. Και η υπενθύμιση, ότι η ιστορία δεν τελειώνει. Εξάλλου, όπως γράφει ο συγγραφέας, « Όταν δυο άνθρωποι που αγαπιούνται, επαναπαύονται απλά στις δάφνες του έρωτά τους, τότε είναι καταδικασμένοι να χάσουν τουλάχιστον το δεύτερο. Οι σχέσεις απαιτούν διαρκές χτίσιμο. Με λάσπη και με τούβλο, όχι με τρισδιάστατη εκτύπωση. Χρειάζεται μόχθος καθημερινός. Όχι τοποθέτηση της σκεπής και μετά άραγμα. Έτσι δεν γίνεται τίποτα. Γι’ αυτό, λοιπόν, και η ελευθερία θέλει συνεχώς ανανέωση. Φρέσκιες ιδέες και προοδευτική διάθεση.» σ.22
Με αυτή την έννοια, το βιβλίο του Κώστα Γουρνά, πολιτικού κρατούμενου για συμμετοχή στον «Επαναστατικό Αγώνα», με ποινή κάθειρξης 50 ετών και έχοντας αναλάβει την πολιτική ευθύνη για τη δράση της οργάνωσης (μαζί με τον Νίκο Μαζιώτη και την Πόλα Ρούπα), αποτελεί μια κρίσιμη συνεισφορά στην ευρύτερη συζήτηση σ.23. Συνιστά ταυτόχρονα μια στάση αξιοπρέπειας: ο Κώστας Γουρνάς παίρνει και πάλι θέση. Απέναντι σε όσους απαιτούν από εκείνον δηλώσεις μετανοίας, δίνει το ακριβώς αντίθετο: μια δήλωση επιμονής στον αγώνα, και μάλιστα ακολουθώντας τον δύσκολο δρόμο: όχι εκείνον ενός ανώριμου δογματισμού, αλλά εκείνον της κριτικής και αυτοκριτικής συνεισφοράς, με στόχο τη συμβολή σε μια υπέρβαση της δεδομένης κατάστασης. Εξάλλου, όπως υπογραμμίζει ο ίδιος, «είναι άλλο πράγμα το δίκιο του αγώνα, που είναι κάτι το αδιαπραγμάτευτο, κι άλλο ο αναστοχασμός ο οποίος βελτιώνει και εξελίσσει τον άνθρωπο» σ.24.
Αναγκαίο υστερόγραφο:
Η συγγραφή του κειμένου αυτού συνέπεσε με τη σύλληψη της Πόλας Ρούπα και την απαγωγή του παιδιού της και του Νίκου Μαζιώτη από τις εισαγγελικές και αστυνομικές αρχές. Είναι προφανές ότι η απαγωγή του παιδιού και ο αποκλεισμός του από την οικογένεια του συνιστά μια αδιανόητη και απαράδεκτη επιλογή του κράτους, και οι δυνάμεις του κινήματος, σωστά αντιδρούν με κάθε τρόπο. Η αλληλεγγύη όμως και η υπεράσπιση των πολιτικών κρατούμενων, δεν μπορεί να γίνεται μόνο με αφορμή τις πολλαπλές, και συχνές, κατάφωρες παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους. Δεν μπορεί να γίνεται δηλαδή μόνο για τα εξαιρετικά προφανή. Πρέπει να γίνεται και ανεξάρτητα από αυτά, και αυτοτελώς. Στην Ελλάδα, η αριστερά εμφανίζει, εκτός -σημαντικών- εξαιρέσεων, δισταγμό (για να το θέσουμε κόσμια) στην ανάπτυξη και συμμετοχή στα κινήματα αλληλεγγύης στους πολιτικούς κρατούμενους. Είναι αναγκαίο, κάποια στιγμή, οι αγκυλώσεις να ξεπεραστούν, και να αναπτυχθεί ένα ενιαίο, μαχητικό και ανυποχώρητο τέτοιο κίνημα αλληλεγγύης, με αίτημα φυσικά τον σεβασμό των δικαιωμάτων τους, αλλά και την άμεση απελευθέρωσή τους. Το κράτος δείχνει διαρκώς τα δόντια του, με ή χωρίς αφορμή. Εμείς;
Ανάρτηση από: http://k-lab.zone