Του Βασίλη Βιλιάρδου
Πρέπει να ερευνηθεί με κάθε λεπτομέρεια το παρελθόν, τουλάχιστον από το ξεκίνημα της κρίσης και σε σχέση με τη διαχείριση της, επειδή ήταν τόσο καταστροφική, ώστε δεν μπορεί να οφείλεται σε ανθρώπινα λάθη – οπότε ο δημόσιος διάλογος με τον κ. Βαρουφάκη είναι θετικός.
Είναι πράγματι σημαντική η έντιμη αντιπαράθεση απόψεων και ένας πραγματικός, με ισηγορία διάλογος (= όλοι οι Πολίτες έχουν το δικαίωμα να αγορεύσουν) – όπως αναφέρει μεταξύ άλλων ο κ. Γ. Βαρουφάκης στην εισαγωγή της δημόσιας απάντησης του (πηγή), σε άρθρο μου που τον αφορούσε (πηγή). Όσον αφορά την κριτική που του άσκησα σε σχέση με το παρελθόν ήταν ως όφειλε καλοπροαίρετη, όπως επίσης η δική του – αν και αυτό που πρέπει να μας ενδιαφέρει είναι το μέλλον της χώρας μας, το οποίο διαγράφεται σκοτεινό όσο αισιόδοξος και αν είναι κανείς, αφού οι δεκάδες λύσεις που υπήρχαν έχουν δυστυχώς «σπαταληθεί».
Σε κάθε περίπτωση μάχες με τους πιστωτές και ειδικά με τη Γερμανία δεν πρέπει να δίνονται, εάν δεν έχει προηγηθεί η κατάλληλη προετοιμασία – όπως θα ήταν τότε η οχύρωση του τραπεζικού συστήματος, οι έλεγχοι κεφαλαίων αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας, η αναβολή πληρωμών απέναντι σε όλους εκτός από τους κατόχους των ομολόγων αγγλικού δικαίου για να μην αδειάσουν τα δημόσια ταμεία κοκ.
Εκτός αυτού, δεν έπρεπε να συμφωνηθεί η παράταση του μνημονίου από τον πρώην υπουργό ένα μήνα σχεδόν μετά τις εκλογές, με την ταυτόχρονη αποδοχή του χρέους, ούτε η εκτέλεση των όρων της αξιολόγησης της προηγούμενης κυβέρνησης – αφού όλα αυτά ήταν συνώνυμα με την άνευ όρων συνθηκολόγηση της χώρας, οπότε ήταν νομοτελειακή η εξευτελιστική, τεράστιου κόστους ήττα κατά κράτος του Ιουλίου, για την οποία ασφαλώς συνευθύνεται ο πρώην υπουργός.
Η απλή ωραιοποίηση των λέξεων πάντως, όπως η χρήση του ονόματος «Θεσμοί» αντί «Τρόικα», «τρέχουσα συμφωνία» αντί «μνημόνιο» κοκ., μάλλον γελοιοποίησε την πατρίδα μας – ενώ όλοι γνωρίζουν πως η δημιουργική ασάφεια ευνοεί πάντοτε τον ισχυρότερο, ο οποίος ασφαλώς δεν ήταν η Ελλάδα, οπότε έπρεπε να αποφευχθεί.
Βέβαια όλα αυτά ήταν δύσκολο να τα αποφύγει κάποιος που διαπραγματευόταν με έναν έμπειρο αποικιοκράτη και φανατικό εχθρό της Ελλάδας, όπως ο κ. Σόιμπλε, τον οποίο δήλωσε δυστυχώς πως σέβεται βαθιά ο κ. Βαρουφάκης, σπεύδοντας να υποκλιθεί απέναντι του – ειδικά επειδή ο Γερμανός στηριζόταν επί πλέον από ικανά στελέχη, από μία ισχυρή χώρα, από την Κομισιόν από την ΕΚΤ, καθώς επίσης από το ΔΝΤ.
Αποδέχομαι άλλωστε το ότι, είναι εύκολο να ασκεί κανείς κριτική από μία ασφαλή θέση, σαν τη δική μου – «έξω από το χορό». Εν τούτοις όλα αυτά όφειλε να τα λάβει κανείς υπ’ όψιν του, να είναι ρεαλιστής και να μη χάσει την τελευταία μάχη που είχε στη διάθεση της μία ελληνική κυβέρνηση, πριν καν την ξεκινήσει – πόσο μάλλον αφού είχε εκλεγεί με αυτήν ακριβώς την εντολή, τη ρήξη δηλαδή αντί του αργού θανάτου, από την πλειοψηφία των Ελλήνων.
Σε σχέση τώρα με τις μεγάλες διαφορές μεταξύ παράλληλου συστήματος πληρωμών και νομίσματος, τις οποίες δεν συμμερίζομαι, ενώ το «σύστημα» αυτό δεν θα έλυνε το πρόβλημα της χώρας, δεν υπάρχει κανένας λόγος αντιδικίας – αφού το σημαντικότερο ήταν το ότι, δεν είχε προετοιμαστεί πριν τις εκλογές και δεν εφαρμόσθηκε έγκαιρα. Ο κ. Βαρουφάκης άλλωστε αναφέρει πως δεν ήταν δυνατόν να «στηθεί» από το κυβερνητικό κόμμα – έχοντας τελικά «τελειοποιηθεί επί χάρτου» από τον ίδιο, πιθανολογώ πολύ αργότερα. Όταν πάντως απειλείς κάποιον σαν τον κ. Σόιμπλε με ένα όπλο, ασφαλώς δεν πρέπει να είναι άσφαιρο, αδύναμο ή ψεύτικο – ενώ οφείλεις να είσαι έτοιμος, καθώς επίσης αποφασισμένος να το χρησιμοποιήσεις, αφού διαφορετικά αυτοκτονείς.
Περαιτέρω συμφωνώ σε σχέση με το ότι, οι πιστωτές δεν θα ήθελαν να αντιμετωπίσουν το κόστος ενός GREXIT – όχι τόσο από οικονομικής πλευράς, όσο από πολιτικής, αφού τότε θα άνοιγε πιθανότατα ο ασκός του Αιόλου: η έξοδος κινδύνου από την Ευρωζώνη, η οποία είναι ερμητικά κλειστή. Εν τούτοις είμαι απολύτως σίγουρος πως η Γερμανία δεν θα υποχωρούσε ποτέ, ανεξαρτήτως κόστους – επειδή ο στόχος της είναι η ηγεμονία της Ευρώπης, η οποία δεν επιτυγχάνεται από μία αδύναμη χώρα, έτοιμη να συμβιβαστεί. Εάν δεν τα κατάφερνε ή δεν τα καταφέρει στο μέλλον, τότε δεν είναι απίθανο να επιλέξει τη διάλυση της Ευρωζώνης – έτσι ώστε να κυριαρχήσει οικονομικά, σε μία διασπασμένη και αδύναμη Ευρώπη.
Συμφωνώ επίσης με το ότι, οι Πολίτες τότε ήταν ωριμότεροι της πολιτικής ηγεσίας και δεν χρειαζόταν να γνωρίζουν λεπτομέρειες – κάτι που όμως δεν αναιρεί τη στάση τους υπέρ του ευρώ, οπότε όφειλαν να ενημερωθούν τουλάχιστον σε σχέση με το ότι, το παράλληλο «σύστημα πληρωμών» θα εξελισσόταν κατά τον κ. Βαρουφάκη σε ένα εθνικό νόμισμα, εάν δεν συμβιβαζόταν ο διοικητής της ΕΚΤ και η καγκελάριος. Μου έχει δημιουργηθεί όμως η απορία του είδους του συμβιβασμού που επεδίωκε – ίσως επειδή δεν γνωρίζω εάν το σχέδιο του, το οποίο ανέφερα στο άρθρο μου, είχε δοθεί ως έχει στους πιστωτές, παρά το ότι είχε δεχτεί/υπογράψει τα αντίθετα ήδη από το Φεβρουάριο!
Συνεχίζοντας, συμφωνώ ξανά με το ότι, η κρίση είναι τόσο βαθειά που απαιτείται γενικότερα ένα σχέδιο σταθεροποίησης του τύπου ενός «New Deal» – οπότε δεν έχει κανένα νόημα η ενασχόληση με μία αριστερή ή δεξιά πολιτική. Πόσο μάλλον από μία χώρα που το πρώτο ζητούμενο είναι η ανάκτηση της εθνικής της κυριαρχίας – ενώ μία αποικία δεν έχει την πολυτέλεια της δικής της κοινωνικής πολιτικής. Μία τέτοια χώρα θα έπρεπε πριν από όλα να είναι ενωμένη, μη διχασμένη, χωρίς διχόνοιες και χωρίς κομματικές αντιπαραθέσεις – αφού ο εχθρός είναι κοινός και ένας.
Το πόσο αριστερός όμως είναι κάποιος δεν φαίνεται από τα λόγια ή από την υποστήριξη του Μαρξ, αλλά από τις πράξεις του – μεταξύ άλλων από τον τρόπο ζωής του, καθώς επίσης από αυτά που εισηγείται ή/και εφαρμόζει, όταν είναι υπουργός οικονομικών. Εδώ δεν συμφωνώ και επιμένω ότι, ο κ. Γ. Βαρουφάκης δεν είναι αριστερός, αλλά φιλελεύθερος – κάτι που φυσικά δεν αποτελεί κατηγορία.
Τέλος, αναγνωρίζω το λάθος μου εάν πράγματι δεν μαγνητοφώνησε τον πρωθυπουργό, όπως ισχυρίζονται τα ΜΜΕ – τα οποία όμως δεν μπορώ να χαρακτηρίσω συλλήβδην ΜΜΑ. Εν τούτοις, το γεγονός ότι έδωσε στη δημοσιότητα κάποια μηνύματα (SMS) που αντάλλαξε με τον πρωθυπουργό, είναι εξίσου κατακριτέο – ενώ δεν ωφελεί σε καμία περίπτωση τη χώρα αλλά, αντίθετα, τη βλάπτει.
Ολοκληρώνοντας, ασφαλώς πρέπει να ερευνηθεί με κάθε λεπτομέρεια το παρελθόν, τουλάχιστον από το ξεκίνημα της κρίσης και σε σχέση με τη διαχείριση της – η οποία ήταν τόσο καταστροφική, ώστε δεν μπορεί να οφείλεται σε ανθρώπινα λάθη και παραλείψεις. Το θέμα όμως που οφείλει κυρίως να μας απασχολεί είναι το μέλλον – αφού το παρελθόν δεν αλλάζει και τα ίχνη του μένουν ανεξίτηλα στο παρόν.
Επομένως, θα επιθυμούσα να δοθεί σε αυτό μία απάντηση εκ μέρους του κ. Βαρουφάκη, ο οποίος γνωρίζει καλύτερα τι έχει συμβεί/υπογραφεί, όχι φυσικά σε εμένα, αλλά στους Έλληνες – οι οποίοι συνειδητοποιούν σιγά-σιγά πού τους οδηγεί η πολιτική των μνημονίων, των υποκλίσεων και της υποτέλειας, καθώς επίσης η αδιαμαρτύρητη, σιωπηλή αποδοχή της μετατροπής της χώρας τους σε γερμανικό προτεκτοράτο.
Ανάρτηση από: http://www.analyst.gr