Του Γιώργου Τάττη
ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ ΤΟΥ ΚΑΦΕΝΕ (ΣΤΙΣ ΟΧΘΕΣ ΤΟΥ ΣΕΡΡΑΧΗ)
Το καφενείο πλέον έχει ετοιμαστεί πλήρως. Πήρα τρεις χωρκανούς και πετάξαμε εκ των προτέρων «αυκά πας στους τοίχους», για να μην έρθουν οι λογιών λογιών υποψήφιοι και μας πουν μετά «Εμείς τα λέγαμε, δεν μας ακούγατε», πάντα σε μια προσπάθεια να πλανέψουν ακόμη περισσότερο τον πλανεμένο κοσμάκη. Ο οποίος κοσμάκης δεν είναι τίποτε άλλο από τον υποκινητή της μοίρας του. Και δεν θέλει να ακούσει αλήθειες, θέλει χάιδεμα στα αυτιά. Θέλει να βγει από την κρίση, χωρίς να ανασυντάξει την προβληματική οικονομία του, χωρίς να αναγκαστεί να παραγάγει. Τοιουτοτρόπως, θέλει να λύσει το Κυπριακό, χωρίς να διεκδικήσει τη σωτηρία του.
Οι εκλογές δεν μας απασχολούν όμως και ούτε θα μας απασχολήσουν ποτέ σε βαθμό που να χάσουμε τον ύπνο μας. Ο μόνος μας ρόλος σε αυτές –και αυτό είναι απόλυτα συνειδητοποιημένο– είναι να κινήσουμε κάπως τα νήματα. Εκτός και αν αποφασίσουμε να κατέβουμε υποψήφιοι και να παίξουμε το παιχνίδι τους. Τώρα μπορούμε μόνο να τραβήξουμε κάπως τον υποψήφιο που είναι πιο κοντά σε εμάς, να τον βάλουμε στη γωνιά και να πάρουμε διαβεβαιώσεις που θα ευνοούν τη δική μας πολιτική τοποθέτηση. Και την επομένη της εκλογής να βρεθούμε και πάλι στην αντιπολίτευση και έτοιμοι να τον κατασπαράξουμε όταν αθετήσει τις δεσμεύσεις του. Όσοι θα γελάσουν και θα σκεφτούν «Σιγά που σε έχει ανάγκη ο πολιτικάντης», τον διαβεβαιώνουμε ότι δεν πλανόμαστε καθόλου. Απλώς είμαστε αρκετά συνειδητοποιημένοι και αναγνωρίζουμε ότι αυτός ο χρόνος είναι ο μόνος όπου μπορούμε να ασκήσουμε ουσιαστική εξουσία στους εξουσιαστές. Εάν δεν ήταν αυτό αληθές, δεν θα υπήρχε και το τόσο ρουσφέτι. Γιατί το ρουσφέτι είναι –μεταξύ άλλων– και μια κίνηση αμοιβαίας αλληλεγγύης και διττών εξουσιαστικών σχέσεων, ορμώμενα και από τα δύο συναλλασσόμενα μέρη. Κράτα με να σε κρατώ ν’ ανεβούμε το βουνό.
Ας πάμε, όμως, στο ψητό. Και το ψητό αυτήν τη φορά δεν μαγειρεύτηκε στον καφενέ, αλλά στον μηχανικό του χωρκού. Το μηχανουργείο είναι έξω από το χωριό, προσανατολισμένο στον βορρά, και οι δύο μεγάλες πόρτες στις δύο πλευρές τους κάνουν ρεύμα που το ζηλεύουν και τα καλύτερα κλιματιστικά. Έτσι, το τραπεζάκι ακριβώς στο ενδιάμεσο είναι ιδεατό για διάφορες συζητήσεις, παράλληλα με τη δουλειά. Θα μπορούσα να πω ότι ο μεγαλύτερός μου ανταγωνιστής είναι ο μηχανικός. Σερβίρει και καφέ μούχτιν, μόνο που εν’ «σεφ σέρβις».
Μπαίνω λοιπόν στον μηχανικό και ακούω τον κόσμο που δεν θέλει να χαλάσει την καλή του για να σωθεί να φωνασκεί ότι: «Επιάν μας οι Τούρτζιοι, γιατί εθέλαμεν αδέσμευτους τζιαι εν εμπήκαμεν εις το ΝΑΤΟ». Εγώ, φουτούλλης καθώς είμαι, ξεκίνησα να φωνάζω και να ανεβάζω το κλίμα της συζήτησης. Διάφοροι άλλοι χωρκανοί βρήκαν δίκιο σε αυτό, αποδεχόμενοι τη συμβουλή του προπάππου του παππού μας που μας είπε: «Το χέρι που απλώνεται και εν το φτάνεις, φιλάς το». Κλασική προσπάθεια να αποφύγεις τη σύγκρουση, μπας και κερδίσεις κάποιο όφελος χωρίς κόπο. Πετάγεται και ένας φίλος που, παρά το γεγονός ότι αρχικά συμφώνησε, του φάνηκε κάπως άκομψη αυτή η κίνηση υποταγής. Έτσι, διορθώνει το ρητό και λέει: «Φιλάς το, ώσπου να μπορέσεις να το ακκάσεις». Μεταφρασμένο στην πραγματική πολιτική συγκυρία; Ό,τι ακριβώς απαιτεί ο Τσαβούσογλου. Να συζητήσουμε για τις εγγυήσεις και την παραμονή κατοχικού στρατού μετά από δεκαπέντε χρόνια.
Μετά από όλα αυτά, εγώ σκέφτομαι. Πόσο βαθιά είναι μέσα μας η «αναπόφευκτη» σχέση εξάρτησης; Λες και τώρα, που δεν είμαστε στο ΝΑΤΟ και με τη βούλα, δεν είμαστε πλήρως υποταγμένοι στη δική του πολιτική γραμμή. Περιμένει το ΝΑΤΟ μια υπογραφή, για να σύρει τους φιλοδυτικούς μας πολιτικάντηδες από τον κώλο. Λες και η Ελλάδα, που εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ εδώ και πάνω από μισό αιώνα, δεν έχασε ζωτικό χώρο, δεν υπέκυψε ο ΝΑΤΟϊκός παππούς Καραμανλής στα ΝΑΤΟϊκά κελεύσματα του διαχωρισμού της Κύπρου. Λες και ακόμη ο κόσμος είναι διπολικός και όχι πολυπολικός.
Το καλύτερο, όμως, το άκουσα μετά. Λέει ο ένας ότι «Το πραξικόπημα ήταν ακριβώς τούτη η πολιτική, να δοθεί η μισή Κύπρος στην Ελλάδα», και άρα «γιατί να παραπονιέται η Ελλάδα;». Εξάλλου, «κάποια τουρκικά στρατεύματα δεν μπορούν να κάνουν κάτι, αφού οι φίλιες δυνάμεις του ΝΑΤΟ θα σταθούν εμπόδιο». Ή, και να μην ισχύει αυτό, το γυρνάμε στην απόλυτη φιλοσοφικοποιημένη, υποτακτική σκέψη: «Λες και αν θέλουν να μας πιαν, θα ρωτήσουν κανέναν». Μα πώς γίνεται όλα αυτά να αναιρούν την αρχική τους τοποθέτηση για την ασφάλειά μας εντός του ΝΑΤΟ; Ας το απαντήσουν οι ίδιοι.
Και κάπου εκεί, σκέφτηκα ότι διάφοροι φίλοι ξεκινούν να προασπίζονται σιγά σιγά τη γραμμή της ανεξαρτησίας της Κύπρου και την αποδέσμευσή της από την Ελλάδα. Μόνο που εμένα δεν μου βγαίνει η πράξη. Πώς γίνεται μια Κύπρος να είναι πραγματικά ανεξάρτητη με το σημερινό ισοζύγιο δυνάμεων, εάν δεν δεθεί σε ένα άρμα; Ακόμη και κοτζάμ Κούβα αναγκάστηκε να υπαναχωρήσει. Θα μου απαντήσουν φυσικά: «Μα με την κοινή διεθνιστική αλληλεγγύη και την παγκόσμια επανάσταση του προλεταριάτου». Ορθό. Μόνο που αυτό ήθελαν οι ιμπεριαλιστές, γιατί γνώριζαν εξαρχής ότι η Κύπρος μόνη της δεν μπορεί να σταθεί γεωπολιτικά. Γι’ αυτό κι εμείς, σε πείσμα των καιρών, εξακολουθούμε να μιλάμε για μια πραγματικά ανεξάρτητη Ελλάδα. Δεν πρόκειται να διαλέξουμε ούτε μεταξύ των απόγονων των Σοβιετικών ούτε μεταξύ των ΝΑΤΟϊκών ούτε κανενός άλλου. Θέλουμε την πολυπόθητη εθνική κυριαρχία να είναι ιστορικά παγιωμένη, και όχι στη δοτή Συνθήκη της Ζυρίχης-Λονδίνου. Πάνω σε αυτό ας μιλήσουν οι διάφοροι μαρξιστές. Η συζήτηση πρέπει να γίνει πάνω σε μία βάση. Πώς μπορούμε να έχουμε μια πραγματικά ανεξάρτητη χώρα. Πώς μπορούμε να είμαστε παραγωγικά αυτάρκεις, πώς μπορούμε να καταστούμε κυρίαρχοι της μοίρας μας. Όχι σε ποιου το άρμα πρέπει να δεθούμε ούτε σε ανεπαρκείς αναλύσεις για το «χρυσοπράσινο φύλλο ριγμένο στο πέλαγος».
Ανάρτηση από: http://efimeridaenosis.com