Του Λευτέρη Ριζά
Έχουμε πολύ καιρό να ασχοληθούμε με το Κυπριακό. Όχι γιατί το ξεχάσαμε ή πιστέψαμε πώς όλα θα πάνε καλά. Αντίθετα δεν πιστεύαμε την αισιοδοξία που έντεχνα καλλιεργούσαν για την κατάληξη των διαπραγματεύσεων στο Crans-Montana. Και που παρά την αποτυχία του, λόγω της στάσης της τουρκικής κυβέρνησης από την μια και του επιτυχημένου ελιγμού του Έλληνα ΥΠΕΞ, κ. Ν. Κοτζιά, δεν είναι λίγοι που προσβλέπουν και εύχονται για την συνέχιση των συνομιλιών και την εξεύρεση μιας «δίκαιης και βιώσιμης λύσης» του.
Έχουμε πολύ καιρό να ασχοληθούμε με το Κυπριακό. Όχι γιατί το ξεχάσαμε ή πιστέψαμε πώς όλα θα πάνε καλά. Αντίθετα δεν πιστεύαμε την αισιοδοξία που έντεχνα καλλιεργούσαν για την κατάληξη των διαπραγματεύσεων στο Crans-Montana. Και που παρά την αποτυχία του, λόγω της στάσης της τουρκικής κυβέρνησης από την μια και του επιτυχημένου ελιγμού του Έλληνα ΥΠΕΞ, κ. Ν. Κοτζιά, δεν είναι λίγοι που προσβλέπουν και εύχονται για την συνέχιση των συνομιλιών και την εξεύρεση μιας «δίκαιης και βιώσιμης λύσης» του.
Κατά την ταπεινή μου γνώμη αυτές οι διαπραγματεύσεις ή συνομιλίες για μια «δίκαιη και βιώσιμη λύση» του Κυπριακού ήταν και εξακολουθούν να είναι μια μεγάλη απάτη. Συνειδητή ή όχι δεν το συζητάμε τώρα.
Σε ένα τόσο καθαρό «πρόβλημα», όπως το Κυπριακό δύο λύσεις υπάρχουν (γι αυτό ακριβώς είναι και πρόβλημα: δεν έχει μία λύση): ή δεν αποδέχεσαι την εισβολή και τα αποτελέσματα της και πάνω σε αυτή την απόφαση του χαράζεις την στρατηγική και πολιτική σου ή προσπαθείς να βρεις τρόπους, να επινοήσεις σχέδια και «λύσεις» που αποδέχονται τα αποτελέσματα της εισβολής/κατοχής, βελτιώνοντας τα κάπως.
Οι πρώτες αποφάσεις του ΟΗΕ – τόσο του Συμβουλίου Ασφαλείας όσο και της ολομέλειας – ήτανε πεντακάθαρες: ζητούσαν να αποσυρθούν όλα τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής / κατοχής και να επανέλθει η Κυπριακή Δημοκρατία στην προηγούμενη κατάσταση της.
Αυτές τις αποφάσεις η Τουρκία δεν τις έλαβε υπόψη της. Κι όχι μόνον αυτό: προχώρησε και στην δεύτερη εισβολή (Αττίλας ΙΙ) και στην συνέχεια στην ανακήρυξη του ψευδοκράτους της Βόρειας, κατεχόμενης, Κύπρου (γνωστό ως ψευδοκράτος του Ντενκτάς).
Οι μεγάλες δυνάμεις δεν αντέδρασαν καθόλου. Δεν κούνησαν το δαχτυλάκι τους, δεν ανοίξανε το στοματάκι τους, ενάντια στην Τουρκία και τις ενέργειες της. Μα ούτε και από εδώ – από την μητέρα-πατρίδα υπήρξε κάποια κίνηση. Η τουρκική μητέρα-πατρίδα στο όνομα της υπεράσπισης των αδελφών της τουρκοκύπριων, εκμεταλλεύτηκε μέχρι κεραίας τα δικαιώματα της ως «εγγυήτρια» δύναμη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η ελληνική κυβέρνηση (σωστότερα όλες οι κυβερνήσεις) δεν άσκησε τα δικαιώματα της ως εγγυήτριας δύναμης ούτε κατά την διάρκεια της πρώτης εισβολής αλλά ούτε και της δεύτερης. Κι ακόμα ούτε όταν ανακηρύχθηκε το ψευδοκράτος στα κατεχόμενα. Τότε ο πρωθυπουργός Α. Γ. Παπανδρέου απείλησε ότι θα διακόψει διπλωματικές σχέσεις με όποια χώρα αναγνωρίσει το ψευδοκράτος!! Η πρώτη που το αναγνώρισε, αφού αυτή το δημιούργησε, ήτανε η Τουρκία. Δεν διακόπηκαν οι διπλωματικές μας σχέσεις.
Στο μεταξύ, και πριν την παράνομη κι εκτός αποφάσεων του ΟΗΕ ανακήρυξη του ψευδοκράτους, είχε φροντίσει ο πρόεδρος της Κύπρου Αρχιεπίσκοπος Μακάριος να έχει υπογράψει με τον Ραούφ Ντενκτάς μια συμφωνία αποδοχής των «τετελεσμένων» της εισβολής/κατοχής, μια λύση ακύρωσης ακόμα και των προδοτικών για τον αγώνα των κυπρίων συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου: δηλαδή την λύση της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας. Τέλος δηλαδή με κάθε ιδέα και πρακτική ενός «αντι-κατοχικού» αγώνα και ακόμα χειρότερα τέλος της Κυπριακής Δημοκρατίας όπως αυτή είχε συμφωνηθεί και υπήρχε από το 1960!!
Αυτή η εξέλιξη που αφορά και την «εσωτερική» πτυχή του κυπριακού προβλήματος, έγινε αποδεκτή από όλο το πολιτικό σύστημα της Κύπρου και επίσης και από όλο το πολιτικό φάσμα της μητέρας-πατρίδας (εγγυήτριας) Ελλάδας. Από την «αριστερά» της Κύπρου και Ελλάδας αυτή η λύση δικαιολογήθηκε από την ανάγκη της ειρηνικής συμβίωσης των δύο μεγάλων «κοινοτήτων»: των ελλήνων και τούρκων, που ανταποκρίνεται και στα ταξικά συμφέροντα της κυπριακής εργατικής τάξης. Ο «Διεθνισμός» στην υπηρεσία των εθνικιστικών σχεδίων και των συμφερόντων του ιμπεριαλισμού.
Ο τουρκικός εθνικισμός ήταν και είναι φανερά επιθετικός. Δεν είναι μόνο η παράνομη εισβολή και κατοχή του 38% του εδάφους της Κύπρου, είναι η γενικότερη αμφισβήτηση του καθεστώτος στο Αιγαίο, το casus belli για την μη εφαρμογή από την Ελλάδα του νέου διεθνούς δικαίου των θαλασσών, η αμφισβήτηση ελληνικών νησιών κλπ.
Ο ελληνικός εθνικισμός τον οποίο επινοούν ή «ανακαλύπτουν» διάφοροι «μαρξιστές», «διεθνιστές» φανατικοί και καθαροί, όπως αυτοθεωρούνται, αντι-καπιταλιστές / αντι-ιμπεριαλιστές, δεν «διεκδικεί» τίποτα. Ούτε στην Κύπρο, ούτε στο Αιγαίο, ούτε στα Βαλκάνια – παράδειγμα το μακεδονικό και οι διώξεις των ελλήνων στην Αλβανία. Μπορεί να συμμετέχει στην δυτική συμμαχία, στο ΝΑΤΟ, την ΕΕ, αλλά όπως το κολλητήρι του καραγκιόζη: πιστός και υπάκουος σύμμαχος στα μεγάλα ιμπεριαλιστικά σχέδια με θυσία σε αυτά των συμφερόντων του ελληνικού λαού και της εργατικής του τάξης, του ελληνικού έθνους. Με «εξυπνάδες» του τύπου «Το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του», δυστυχώς πολιτική δεν γίνεται.
Παράλληλο και συμπληρωματικό φαινόμενο είναι η ανάπτυξη ενός «εθνομηδενισμού» - με πρωτοπόρα εδώ την «αριστερά» (κύρια την ευρωκομμουνιστική/ ευρωσοσιαλιστική) – με βιβλία, μελέτες άρθρα κλπ. Στις χώρες της Δ. Ευρώπης, τις ΗΠΑ κλπ, η σχετική συζήτηση δεν είναι τόσο οξυμμένη, γιατί δεν συναντάμε τόσο άμεσα εθνικά ζητήματα, όπως το Κυπριακό.
Να επανέλθουμε, όμως, στην αντιμετώπιση του Κυπριακού από την πλευρά των πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα και Κύπρο. Έχουμε διαπιστώσει πώς σταθερά το κυπριακό παρουσιάζεται ως «διεθνές» πρόβλημα: εισβολής και κατοχής σε «ανεξάρτητο» κράτος και ταυτόχρονα ως πρόβλημα δύο κοινοτήτων. Η «διεθνής» πλευρά του αφορά κι εμάς – ως εγγυήτρια δύναμη – και τον ΟΗΕ και την Ευρώπη κλπ, η «εσωτερική» πλευρά του, η «εσωτερική πτυχή» δεν αφορά την Ελλάδα, αυτό είναι πρόβλημα «εσωτερικό» της Κύπρου, στο οποίο η Ελλάδα [οι κυβερνήσεις και ο λαός της] δεν έχουν κανένα λόγο να επέμβουν.
Να δώσω ένα-δύο παραδείγματα από τα όσα λέει περί αυτού η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
«Όμως πήγαμε στη διαπραγμάτευση για το Κυπριακό με μια αρχή, με την οποία φαίνεται ότι ντε φάκτο δεν συμφωνούν όλα τα κόμματα. Ποια είναι αυτή η αρχή; Τα εσωτερικά ζητήματα της Κύπρου, η εσωτερική πτυχή του Κυπριακού δεν αφορά την Ελλάδα. Διότι η Ελλάδα είναι μόνο εγγυήτρια δύναμη, πέρα από συναισθηματισμούς και ιστορικούς δεσμούς. πέρα από το γεγονός ότι όλοι μας πολιτικοποιηθήκαμε στη γενιά μου χάρη και εξαιτίας του Κυπριακού Η Ελλάδα δεν δικαιούται να παρεμβαίνει στα εσωτερικά της Κύπρου. Και όποτε το επιχείρησε στο παρελθόν, το πλήρωσε ακριβά. Και η Κύπρος και ο Κυπριακός λαός και ο ελληνισμός συνολικά. Κατά συνέπεια, δεν είναι δουλειά της χώρας μας να αξιολογεί τη διαπραγμάτευση των εσωτερικών πτυχών του Κυπριακού. Και αυτό επίμονα το υποστηρίξαμε, διότι η επιδίωξή μας ήταν να κρατήσουμε την Τουρκία μακριά από την εσωτερική πτυχή.»[1]
Η εισβολή της Τουρκίας (Αττίλας Ι και ΙΙ) και ο παράνομος εποικισμός που ακολούθησε (δηλ. ο Αττίλας ΙΙΙ) ακριβώς για να καθορίσουν τις εσωτερικές εξελίξεις της Κύπρου έγιναν. Δεδομένου μάλιστα ότι από αυτές θα εξαρτηθεί η τελική μορφή του Κυπριακού κράτους που έχει κάνει βέβαια και με την εξωτερική πολιτική του, την ΑΟΖ κλπ. Άλλωστε ακριβώς για την εσωτερική πτυχή του ζητήματος ενδιαφέρεται πρώτα και κύρια η Τουρκία και γι αυτό άλλωστε δεν θέλει να καταργηθεί ως εγγυήτρια δύναμη και να πάρει τα στρατεύματα της. Η «εσωτερική» πτυχή του κυπριακού είναι αυτή που καθόριζε πάντοτε την πολιτική της Τουρκίας στο Κυπριακό. Να το επαναλάβουμε για άλλη μια φορά: στην «εσωτερική» πτυχή του το κυπριακό έχει να κάνει με την θέληση του 82% των κατοίκων του νησιού που είναι Έλληνες – από αρχαιοτάτων χρόνων – και γι αυτό ζήτησαν την λευτεριά τους. Που δεν σήμαινε τίποτα άλλο από την απαλλαγή τους από τα Βρετανικά αποικιακά δεσμά και η Ένωση τους με τους υπόλοιπους Έλληνες, την Ελλάδα. Γι αυτό αγωνιζόντουσαν χρόνια, ελπίζοντας στην Ένωση τους κατατάχτηκαν στον Βρετανικό στρατό για να πολεμήσουν κατά της ναζιστικής Γερμανίας, για αυτό ψήφισαν στο δημοψήφισμα του 1950 κατά 95% υπέρ της Ένωσης.
Αυτή την εξέλιξη που θα σήμαινε απώλεια μιας σημαντικότατης βάσης τους – αποικίας – πολέμησαν πάντοτε οι Βρετανοί αποικιοκράτες / ιμπεριαλιστές. Και για τον «πόλεμο» αυτό επανέλαβαν μια παλιά και δοκιμασμένη τακτική: «διαίρει και βασίλευε». Κινητοποίησαν την Τουρκία, την αμέσως προηγούμενη από αυτούς κυρίαρχη δύναμη στην Κύπρο, αξιοποίησαν την ύπαρξη τουρκοκυπριακής μειονότητας [τέτοιες μειονότητες των κυριάρχων, αποικιστών, καταπιεστών λαών και εθνών, υπήρξανε παντού σε όλες τις αποικίες τους χωρίς πουθενά να προταθεί ως λύση η «διχοτόμηση» ή «ομοσπονδία» μεταξύ καταπιεστών και καταπιεζόμενων. Ο Νέλσον Μαντέλα για χρόνια φυλακισμένος μια τέτοια διζωνική λύση απέρριπτε].
Ουσιαστικά εκβιάσανε τους συμμάχους στο ΝΑΤΟ και ιδιαίτερα τις ΗΠΑ, απειλώντας με «ξεχαρβάλωμα» της Συμμαχίας στον ευαίσθητο για τα συμφέροντα του ιμπεριαλισμού χώρο της Αν. Μεσογείου, επικαλούμενοι τον κίνδυνο του «Σοβιετικού» επεκτατισμού.
Ο κ. Ν. Κοτζιάς προσποιείται πως δεν τα ξέρει ούτε καταλαβαίνει όλα αυτά και αρέσκεται σε διάφορες «θεωρίες» για μας πείσει ότι μόνο το ζήτημα της κατάργησης των εγγυήσεων πρέπει να μας ενδιαφέρει, ώστε η Κύπρος να γίνει ένα «κανονικό κράτος» - που όποιος έχει διαβάσει τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου και το Σύνταγμα της αμέσως καταλαβαίνει πώς ποτέ της δεν υπήρξε.
Ουσιαστικά μαζί με την κυβέρνηση της Κύπρου, τον πρόεδρο της κ. Ν. Αναστασιάδη και την απλόχερη συνδρομή του ΑΚΕΛ – που έτσι κι αλλιώς ποτέ του δεν πήρε μέρος στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Κυπρίων, ούτε το 1931 (Οκτωβριανά) ούτε το 1955 (ΕΟΚΑ), αλλά που καμώνεται πάντοτε το κόμμα των εργαζομένων της Κύπρου (ελλήνων και τούρκων), δηλαδή υιοθετώντας με «συνδικαλιστική» λογική και πρακτική και όχι απελευθερωτική/ αντι-ιμπεριαλιστική και που τώρα διαρκώς «ανησυχεί» για την εξεύρεση μιας «δίκαιης και βιώσιμης» λύσης του κυπριακού και συνέχιση των «συνομιλιών» και συνεταιρισμό με την Τουρκία εισβολέα και κατακτητή, ο κ. Ν. Κοτζιάς και η κυβέρνηση φυσικά, αποδέχτηκαν την κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και παρακάθισαν στην πενταμερή συνδιάσκεψη: οι τρείς εγγυήτριες δυνάμεις (ο εισβολέας εγγυητής Τουρκία) και οι δύο κοινότητες: η ελληνική και η τουρκική!! Δηλαδή η Κυπριακή Δημοκρατία καταργήθηκε και το 82% της πλειοψηφίας εξισώθηκε με το 18% της μειοψηφίας. [Έχουμε εξηγήσει πολλές φορές, κι εγώ και ο Κυριάκος Μελέτη, ότι άλλο πράγμα η μειοψηφία και άλλο η μειονότητα, εδώ στον ΟΙΣΤΡΟ]. Μεγάλη επιτυχία της τουρκικής διπλωματίας αυτό.
Ήρθε λοιπόν στην Βουλή ο κ. υπουργός Εξωτερικών να μας πει το συνταρακτικό νέο που αποκόμισε από τις διαπραγματεύσεις στο Crans-Montana: «Ο Τσαβούσογλου επί ώρες έλεγε «τα έχω εξηγήσει στον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ». Τον ρώτησα τι το θέλετε κ. Τσαβούσογλου το δικαίωμα παρέμβασης; Και στο τέλος είπε «να σας πω τι το θέλω, να μπορεί η Τουρκία να επεμβαίνει όποτε θέλει και όποτε χρειαστεί». Πώς να επεμβαίνει; Στρατιωτικά. Αυτές είναι αποκαλύψεις».
Αλήθεια γιατί να επεμβαίνει όποτε χρειαστεί; Μα γιατί πρώτιστα την ενδιαφέρει η «εσωτερική πτυχή» του κυπριακού, δηλαδή εκείνο που μετά βδελυγμίας απορρίπτει ο κ. Κοτζιάς και η κυβέρνηση. Δεν παραθέτω εδώ σχετικά αποσπάσματα από τον κ. Τσίπρα, να μην σας κουράσω.
Η Τουρκία ενδιαφέρεται για το «εσωτερικό καθεστώς» της συμφωνίας που συνδέεται στενά με την παρουσία των στρατευμάτων της – γι αυτό επιμένει στις εγγυήσεις – η δε κυβέρνηση των Αθηνών θέλει εναγωνίως να αποποιηθεί των υποχρεώσεων της εγγυήτριας δύναμης κάτι που δεν επιθυμεί η Τουρκία, κι εκεί μπλέκεται το κουβάρι.
Οι συνομιλίες καταρρέουν επειδή η Τουρκία διεκδικεί τον πλήρη έλεγχο της Κύπρου και η Αθήνα-Λευκωσία θέλουν να απαλλαγούν από την υπεράσπιση με όλα τα μέσα της υπόστασης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Είναι πραγματικά πρωτοφανές να καταρρέουν συνομιλίες από ουσιαστική σύμπτωση για την λύση.
Από άποψη τακτικής – όχι στρατηγικής – η πρόταση για εγκατάλειψη της συνθήκης περί «εγγυητριών δυνάμεων» αυτή την στιγμή έχει «μπλοκάρει» τα σχέδια της Τουρκίας και των φίλων και συμμάχων της και διασώζουν – συντηρούν – την ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας και τον Ν. Αναστασιάδη πρόεδρο της. Αυτό εκλαμβάνεται ως μεγαλειώδης πολιτική σοφία του υπουργού Εξωτερικών και του εξασφαλίζει και κάποιο θαυμασμό. Αλλά δεν κρύβεται η ουσιαστική εγκατάλειψη του αγώνα των κυπρίων αδελφών μας.
Θα συνεχίσουμε για τις εξελίξεις σε επόμενο, συντομότατα, άρθρο μας.