Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2017

Η σταδιακή μετατροπή κρατών σε προτεκτοράτα

Του Βασίλη Βιλιάρδου
Μέσω του συστήματος του χρέους, οι μικρές χώρες οδηγούνται σε μία παγίδα ρευστότητας που καταλύει το δημοκρατικό τους πολίτευμα – με τελικό αποτέλεσμα να χάνουν την εθνική τους κυριαρχία, καθώς επίσης να δίνονται βορά στο Καρτέλ, εάν οι Πολίτες τους δεν αντιδράσουν.   
ο άρθρο αποτελείται από 3 Σελίδες)
«Ελάχιστοι αμφιβάλουν πως τα μνημόνια δεν θα συνεχιστούν με την υπαγωγή της Ελλάδα στο ευρωπαϊκό ΔΝΤ (ESM) μετά το 2018 – όπου, με κριτήριο την πεποίθηση του κ. Σόιμπλε πως η οικονομία μας δεν έχει άλλη δυνατότητα επανεκκίνησης εκτός από την υιοθέτηση της δραχμής, με υποτιμήσεις κοκ., η λογική υπαγορεύει πως εκεί θα οδηγηθεί σύντομα, για να ολοκληρωθεί η λεηλασία της με ακόμη φθηνότερες τιμές«.

Ανάλυση      

Είναι μάλλον εμφανές ότι, όλες οι προσπάθειες και οι θυσίες εκατομμυρίων Πολιτών, οι οποίοι αγωνίσθηκαν «σθεναρά» για πολλές δεκαετίες, με στόχο την οικοδόμηση του ελεύθερου, κοινωνικού και δημοκρατικού κράτους της προηγμένης Δύσης, κινδυνεύουν σήμερα να χαθούν ολοσχερώς. Η Πολιτική φαίνεται να έχει χάσει εντελώς την «πρωτοκαθεδρία», οι Πολίτες αδυνατούν να κατανοήσουν τη σοβαρότητα αυτών που διαδραματίζονται, αφού παραμένουν ουσιαστικά απαθείς, ενώ το «Καρτέλ» ισχυροποιείται διαρκώς – μέσα από τις συχνότερες, πολύ πιο καταστροφικές κάθε φορά οικονομικές κρίσεις που προκαλεί.

Για αυτούς που ίσως αναρωτηθούν τι ακριβώς εννοούμε με τη λέξη «Καρτέλ», το παρακάτω χαρακτηριστικό, ελαφρά διαμορφωμένο κείμενο του Γάλλου συγγραφέα M. Grespy, αν και σε κάποιο βαθμό υπερβολικό, είναι αρκετά αποκαλυπτικό – έχει σχέση δε με την «σκιώδη» παγκόσμια διακυβέρνηση, ενώ περιγράφει σε ποιους ακριβώς χρωστάμε, σε τελική ανάλυση, όλοι εμείς: τα κράτη, οι ιδιώτες και οι επιχειρήσεις. Κατά τον ίδιο, χωρίς καμία αμφιβολία, η πραγματική εξουσία δεν ασκείται δυστυχώς από την Πολιτική, αλλά από τους διεθνείς τοκογλύφους-δανειστές, καθώς επίσης από τις πολυεθνικές επιχειρήσεις – κυρίως βέβαια, από αυτές που ανήκουν στις επτά ισχυρότερες χώρες του πλανήτη (G7). Το κείμενο είναι το εξής:
«Νομίζετε ότι ο πρωθυπουργός έχει την παραμικρή εξουσία; Ξυπνήστε, η αληθινή εξουσία είναι το Καρτέλ! Είναι η Microsoft, η Google, η Nestle, η Coca Cola, η WalMart, η Monsanto, η Toyota, η Siemens, η ΑΒΒ, η Exxon, η Shukori, η Morgan Stanley, η Deutsche Bank, η Royal Dutch Shell, η Astra Zeneca, η SanofiAventis και όλες οι άλλες πολυεθνικές. Ορίστε, αυτή είναι η αληθινή κυβέρνηση του πλανήτη. Όταν συγκεντρώνονται κάθε τρείς μήνες στο Μπίσκο Κέι, οι «προτάσεις συντονισμού», στις οποίες συμφωνούν, είναι πολύ πιο σημαντικές από όλα τα κυβερνητικά διατάγματα. Προτάσεις….. Είναι για γέλια.
Πρόκειται για εκτελεστικές αποφάσεις, μπροστά στις οποίες όλοι υποκλίνονται – ακόμη και η Παγκόσμια Οργάνωση Εμπορίου, η Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ, η ΕΕ, η Ιαπωνία, η Γερμανία και οι Η.Π.Α. Και εσύ το ξέρεις και εγώ το γνωρίζω……. είναι κοινό «μυστικό». Η Πολιτική; Ας γελάσω. Ξέρετε τι μου θυμίζουν όλοι αυτοί, όταν βγαίνουν από τα υπουργικά συμβούλια; Πιγκουίνους που χειροκροτούν άλλους πιγκουίνους, επάνω σε πάγο που λιώνει. Πραγματικά δεν καταλαβαίνω γιατί να θέλει κανείς να συμμετάσχει σε αυτήν την απίστευτη παρωδία, επιλέγοντας την Πολιτική για να κάνει την καριέρα του» (πηγή).
Εν τούτοις, έχοντας την άποψη ότι, η εξέλιξη δεν είναι ποτέ γραμμική, ενώ ακόμη και οι πλέον σωστά οργανωμένες συνωμοσίες σπάνια επιτυγχάνουν το στόχο τους, θεωρούμε ότι τίποτα δεν έχει τελειώσει – με την ελπίδα της «αλλαγής πορείας», έστω την τελευταία στιγμή, να παραμένει αμετακίνητη στη θέση της. Η ανοχή έχει τα όρια της, η αδιαμαρτύρητη υποταγή στους κυρίαρχους του σύμπαντος επίσης, ενώ δεν είναι δυνατόν να έχουν αδρανοποιηθεί εντελώς, να έχουν εξουδετερωθεί καλύτερα όλοι οι υγιείς, ανθρώπινοι «μηχανισμοί» αντίδρασης, αντίστασης και αυτοπροστασίας. Περαιτέρω τα εξής:
Καπιταλισμός και Δημοκρατία
Ο δυτικός μονοπωλιακός καπιταλισμός λειτουργεί, τρέφεται καλύτερα, από τη μη ισορροπημένη κατανομή των εισοδημάτων – η οποία προέρχεται από το συνεχές, αχόρταγο κυνήγι διαρκώς μεγαλύτερων κερδών από τις επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από τη ζημία που προκαλούν στους ανταγωνιστές τους ή/και στους υπόλοιπους «κοινωνικούς εταίρους». Αναπτύσσεται δε κυρίως με τη βοήθεια της δημιουργικής καταστροφής (Schumpeter) – όπου το εκάστοτε καινούργιο (ο νέος επιχειρηματίας, οι σύγχρονοι μέθοδοι παραγωγής, διανομής κλπ), καταστρέφει ολοκληρωτικά το παλαιό, παίρνοντας τη θέση του. Επί πλέον, προκαλεί σκόπιμα ανεργία, αφού μόνο έτσι έχει τη δυνατότητα περιορισμού του κόστους – μέσω της «ανταγωνιστικής συμπίεσης» των αμοιβών των εργαζομένων.
Εκτός αυτού ο συγκεκριμένος καπιταλισμός, ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με την οικονομία της ελεύθερης αγοράς, είναι από τη φύση του επεκτατικός. Είναι υποχρεωμένος δηλαδή, αφενός μεν να υποδουλώνει άλλα κράτη στρατιωτικά (συμβατικός πόλεμος) όπως οι Η.Π.Α. το Ιράκ, ή οικονομικά (μερκαντιλισμός) όπως η Γερμανία την Ελλάδα, αφετέρου να αυξάνει συνεχώς το μέγεθος κάποιων ιδιωτικών επιχειρήσεων, με απώτερο σκοπό τη «μονοπώληση» των επί μέρους επιχειρηματικών κλάδων – με τη βοήθεια των οικονομικών κρίσεων, τις οποίες βιώνουμε ανά δέκα περίπου έτη. Έτσι, μονοπωλώντας δηλαδή τις αγορές, εξασφαλίζει τόσο τη μη ισορροπημένη αναδιανομή των εισοδημάτων προς όφελος των ιδιοκτητών κεφαλαίων, όσο και τον περιορισμό του κόστους παραγωγής – σε συνδυασμό με την ορθολογική επένδυση  των κερδών (της υπεραξίας).

Στα πλαίσια αυτά πολλοί θεωρούν πως η μεγαλύτερη απειλή για τον καπιταλισμό είναι ο ίδιος ο εαυτός του, αφού περιορίζει συνεχώς το εισόδημα των μαζών, οπότε τη ζήτηση στην οποία στηρίζεται και κερδίζει, τις επενδύσεις που προϋποθέτουν αυξημένη ζήτηση κοκ. – υπενθυμίζοντας πως τις τελευταίες δεκαετίες μειώνεται συνεχώς το πραγματικό εισόδημα των εργαζομένων και αυξάνονται τα κέρδη των επιχειρήσεων (γράφημα), μεταξύ άλλων με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να καλύπτουν τη διαφορά με δάνεια, οπότε κλιμακώνονται συνεχώς τα χρέη. Εύλογα συμπεραίνει λοιπόν κανείς ότι, όλα αυτά έχουν ημερομηνία λήξης – πόσο μάλλον όταν η πτώση των μισθών και ο περιορισμός των επενδύσεων μειώνουν την παραγωγικότητα των εργαζομένων, οπότε πρόκειται ουσιαστικά για μία διαδικασία που είναι αδύνατον να συνεχιστεί.
Από την άλλη πλευρά η κοινοβουλευτική δημοκρατία, αν και για κάποιο χρονικό διάστημα μπορεί να λειτουργήσει προς όφελος της πλειοψηφίας των Πολιτών, δεν έχει τη δυνατότητα να το εξασφαλίσει μακροπρόθεσμα, μέσα στα πλαίσια ενός καπιταλιστικού συστήματος – πόσο μάλλον του ακραία νεοφιλελεύθερου σημερινού. Ο κοινωνικός καπιταλισμός λοιπόν, όπως τουλάχιστον λειτουργούσε στη Δύση, είναι ένα σύστημα περιορισμένης διάρκειας – αφού δεν μπορεί να επιλύσει ούτε το πρόβλημα της αναδιανομής εισοδημάτων, ούτε τη μάστιγα της ανεργίας. Το χρονικό διάστημα δε που μπορεί να υπάρξει, είναι σε άμεση σχέση με το ύψος των χρεών, δημοσίων και ιδιωτικών, τα οποία συσσωρεύονται σε μία κοινωνία.
Ειδικότερα, το εκάστοτε κόμμα σε μία κοινοβουλευτική δημοκρατία εγκαθίσταται στην εξουσία, μέσα σε ένα καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα, αφού καταφέρει να εξασφαλίσει μεθοδικά την υποστήριξη των περισσοτέρων κοινωνικών ομάδων. Η μέθοδος τώρα, με τη βοήθεια της οποίας το κόμμα ανέρχεται και παραμένει στην κυβέρνηση μίας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας (εναλλάσσονται συνήθως δύο αντιπολιτευόμενα κόμματα εξουσίας – κάποιες φορές με τη βοήθεια μικρότερων «δορυφόρων»), είναι η δημιουργία χρεών.
Συνεχίζοντας, το κόμμα εξουσίας, πάντοτε μέσα στα πλαίσια μίας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, για να μπορεί να εξασφαλίζει την ψήφο των ασθενέστερων εισοδηματικών τάξεων, είναι υποχρεωμένο να περιορίζει τους φόρους, καθώς επίσης να τους προσφέρει κάθε είδους «διευκολύνσεις» – με τη μορφή των κοινωνικών παροχών, της προσφοράς θέσεων εργασίας στο δημόσιο κλπ.
Από την άλλη πλευρά επειδή έχει επίσης ανάγκη τόσο την ψήφο, όσο και την οικονομική ή λοιπή ενίσχυση των ισχυρότερων εισοδηματικών τάξεων, ειδικά των επιχειρηματιών και αυτών που επηρεάζουν την κοινή γνώμη (ΜΜΕ κλπ), είναι επίσης υποχρεωμένο να περιορίζει τους δικούς τους φόρους – όπως και να τους προσφέρει «διευκολύνσεις», οι οποίες έχουν σχέση με την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων τους.
Ταυτόχρονα έχοντας την ανάγκη ενός μεγάλου και δαπανηρού κομματικού μηχανισμού, ο οποίος χρηματοδοτείται μόνο εν μέρει από τους «εθνικούς» επιχειρηματίες, είναι επίσης «υποχρεωμένο» (αφορά τις μικρότερες χώρες) να «διαφθείρεται» από τα ξένα μονοπώλια, τα οποία του εξασφαλίζουν την υπόλοιπη χρηματοδότηση –  κυρίως δια μέσου της συνήθους υπερτιμολόγησης των κρατικών προμηθειών.
Σε γενικές γραμμές λοιπόν όλα τα κόμματα εξουσίας μίας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, η οποία λειτουργεί μέσα σε ένα καπιταλιστικό οικονομικό πλαίσιο, είναι εκ φύσεως «υποχρεωμένα» να κάνουν μεγάλες «παραχωρήσεις» στους εκλογείς τους, να λειτουργούν με αδιαφάνεια, να διαπλέκονται και να διαφθείρονται – με αποτέλεσμα να μην μπορούν εκ των πραγμάτων να διαχειρίζονται σωστά τα δημόσια οικονομικά.
Εκτός αυτού δημιουργείται σταδιακά στο κράτος ένα παρακράτος, από τη διαπλοκή και τη διαφθορά της πολιτικής με την οικονομική εξουσία, καθώς επίσης με τα ΜΜΕ που διευρύνουν τις δραστηριότητες τους κυρίως σε τομείς εξαρτώμενους από τις κυβερνήσεις (δημόσια έργα κλπ.) – όπου τότε αναρωτιούνται οι Πολίτες με αφέλεια «ποιός κυβερνάει αυτή τη χώρα». Δεν συνειδητοποιούν λοιπόν πως ο μηχανισμός της διαφθοράς, ο οποίος είναι διακομματικός, έχει αναλάβει πλέον τα ηνία, οπότε η ψήφος τους και η Δημοκρατία τους, έτσι όπως τα φαντάζονται ουτοπικά, έχουν πλέον εξουδετερωθεί – ενώ ο πολιτικός βίος παίρνει μία τέτοια «γκανγκστερική» μορφή που δεν επιτρέπει την πρόσβαση σε έντιμα και ανιδιοτελή μέλη της κοινωνίας που χαρακτηρίζονται ως αιθεροβάμονες.
Η παγίδα του δανεισμού
Περαιτέρω το κυρίαρχο κόμμα, πάντοτε μέσα στα πλαίσια μίας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, στην προσπάθεια του να ισορροπήσει παραμένοντας στην εξουσία, χωρίς να επιβαρύνει με φόρους ή/και με μειωμένες παροχές/διευκολύνσεις καμία από τις δύο κοινωνικές ομάδες, καθώς επίσης να συντηρήσει τον κομματικό του μηχανισμό, καταφεύγει στο δανεισμό. Δια μέσου του δανεισμού όμως, γίνεται αυτόματα «υποχείριο» του αδρανούς τοκογλυφικού κεφαλαίου – το οποίο ουσιαστικά «παράγεται», προέρχεται δηλαδή, από τις δύο προηγούμενες ομάδες: από τους εργαζομένους (αποταμιεύσεις, συνταξιοδοτικά ταμεία κλπ), καθώς επίσης από τους επιχειρηματίες (κέρδη που μετατρέπονται σε επενδυτικά κεφάλαια).
Όταν τώρα ο «υποχρεωτικός» αυτός δανεισμός ξεπεράσει τα όρια, όταν υπερχρεωθεί δηλαδή το κράτος, τότε η κοινοβουλευτική δημοκρατία φτάνει στο τέλος της. Το τελευταίο κόμμα εξουσίας δεν μπορεί πλέον να αυτοσυντηρηθεί και δεν έχει τη δυνατότητα να «εξυπηρετήσει» καμία από τις δύο βασικές ομάδες της κοινωνίας – πόσο μάλλον τους ξένους διαφθορείς του, παράλληλα με την εμπρόθεσμη αποπληρωμή των υποχρεώσεων του κράτους.
Οι επιλογές της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στην περίπτωση αυτή, για την οποία μπορούμε κάλλιστα να βρούμε αρκετά ιστορικά παραδείγματα, σε πολλές χώρες του πλανήτη (εκτός από το πρόσφατο της Ελλάδας) είναι κυρίως, αυτοτελώς ή «σωρευτικά», οι παρακάτω:
(α)  Η υποδούλωση της: H μετατροπή της δηλαδή σε προτεκτοράτο κάποιου άλλου, ισχυρότερου οικονομικά κράτους, το οποίο θα της εξασφαλίζει, έναντι επώδυνων προϋποθέσεων και υψηλών ανταλλαγμάτων, την αποπληρωμή των χρεών της, καθώς επίσης τη διατήρηση της «κοινοβουλευτικής εξουσίας» – όπως συμβαίνει σήμερα με την Ελλάδα, αφού προηγήθηκαν η υπαγωγή της στο ΔΝΤ, τα μνημόνια, το PSI και η πλήρης απώλεια της εθνικής της κυριαρχίας με την τρίτη δανειακή σύμβαση.
(β)  Η υποταγή της στα διεθνή, επιχειρηματικά μονοπώλια: Δηλαδή, στις αγορές και στο Καρτέλ, σε «οργανισμούς» που της εξασφαλίζουν επίσης την αποπληρωμή των χρεών και τη διατήρηση της τυπικής κοινοβουλευτικής εξουσίας – με αντάλλαγμα τη λεηλασία της (όπως συνέβη στη Βραζιλία, στην Πορτογαλία, στην Ιρλανδία αλλά και σε άλλες χώρες). Η συμμετοχή «οργανισμών», συνδίκων πτώχευσης καλύτερα του τύπου του ΔΝΤ εδώ, είναι καθοριστική.
Στην περίπτωση τώρα που δεν συμβαίνουν τα παραπάνω, λόγω ίσως της αντίθεσης των Πολιτών μίας χώρας, της επαναστατικής τους δηλαδή άρνησης υποταγής, τότε έχουμε
(α) είτε τη βίαιη, την «πραξικοπηματική» δηλαδή αντικατάσταση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας από ένα απολυταρχικό σύστημα διακυβέρνησης, πιθανόν σαν αποτέλεσμα της άρνησης πληρωμής των δημοσίων χρεών – ενδεχομένως εσωτερικό (όπως συνέβη στη Ρωσία, όταν αρνήθηκε  την εξόφληση των χρεών της), ή εξωτερικής επιρροής (δικτατορικά καθεστώτα της Αφρικής κλπ),
(β)  είτε την «επαναστατική» μετεξέλιξη της σε μία πραγματική Δημοκρατία – σε ένα σύστημα δηλαδή που η εξουσία ελέγχεται από τους Πολίτες, με δημοψηφίσματα για όλα τα βασικά ζητήματα ενός κράτους, με κληρωτές  επιτροπές ελέγχου του δημοσίου, με Ισολογισμούς του κράτους και των εταιρειών του, με διαφάνεια, με αυτοσυγκράτηση κλπ.
Αυτή η Δημοκρατία όμως δεν μπορεί να λειτουργήσει «καπιταλιστικά», αλλά μόνο μέσα στα πλαίσια μίας «αυθεντικά» ελεύθερης αγοράς – όπου το μέγεθος των επιχειρήσεων διατηρείται περιορισμένο (εταιρείες με ανώτατο αριθμό προσωπικού τα 500 άτομα, με ισχυρή επιτροπή ανταγωνισμού, επίσης «κληρωτή» κλπ). Όσον αφορά το θέμα του χρέους εδώ, αποτελεί πιθανότατα προϋπόθεση η ριζική μείωση του – εάν όχι ο μηδενισμός του, με τη συναίνεση όλων των Πολιτών (ανάλυση). Είναι βέβαια πολύ δύσκολο να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, αφού απαιτεί μεγάλες θυσίες εκ μέρους των ανθρώπων, για τις οποίες δεν είναι συνήθως πρόθυμοι – καθώς επίσης την εκκαθάριση του συστήματος που πολύ σπάνια επιτυγχάνεται ειρηνικά.
Εισοδήματα και δημόσιο χρέος
Ανεξάρτητα τώρα από τα παραπάνω, το πραγματικό εισόδημα «προσδιορίζεται» απλουστευμένα από το ποσοστό του ονομαστικού εισοδήματος, το οποίο διατίθεται είτε για την κάλυψη των καταναλωτικών αναγκών, είτε για «ίδιες» επενδύσεις ή/και για αποταμίευση. Εάν λοιπόν το ποσοστό του ονομαστικού εισοδήματος, το οποίο διατίθεται για την κάλυψη των βασικών καταναλωτικών αναγκών μειώνεται, με την παράλληλη αύξηση αυτού που οδηγείται στην επί πλέον κατανάλωση, στις επενδύσεις και στις αποταμιεύσεις, τότε το πραγματικό εισόδημα καλυτερεύει.
Αντίθετα, η μείωση του πραγματικού εισοδήματος, σαν αποτέλεσμα κυρίως της αύξησης των τιμών ή των φόρων, σημαίνει ότι, ένα μεγαλύτερο ποσοστό του ονομαστικού εισοδήματος διατίθεται για την αγορά βασικών καταναλωτικών αγαθών – οπότε, λιγότερα χρήματα κατευθύνονται στα μη βασικά καταναλωτικά αγαθά, στις αποταμιεύσεις και στις ίδιες επενδύσεις.
Για παράδειγμα, εάν από τα 1.000 € του μισθού μας διαθέτουμε σήμερα τα 200 € για την αγορά των βασικών αγαθών (καλάθι της νοικοκυράς), παραμένουν 800 € για τις υπόλοιπες ανάγκες ή τοποθετήσεις μας. Εάν όμως λίγους μήνες αργότερα υποχρεωθούμε να διαθέσουμε 300 €, με το μισθό μας σταθερό στα 1.000 €, το πραγματικό μας εισόδημα μειώνεται αυτόματα, κατά το ποσόν της αύξησης της δαπάνης (100 € ή 10%). Παραδόξως, οι εργαζόμενοι αποδέχονται αδιαμαρτύρητα τη μείωση του πραγματικού εισοδήματος τους, η οποία επιτυγχάνεται με τη βοήθεια της αύξησης των τιμών – του πληθωρισμού δηλαδή.

Οι επενδύσεις τώρα, αυτές δηλαδή που διενεργούνται από τους εκάστοτε επιχειρηματίες, στηρίζονται κυρίως στις αποταμιεύσεις – οι οποίες, μέσω των τραπεζών, οδηγούνται στις επιχειρήσεις, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι οι τράπεζες δανείζουν τις αποταμιεύσεις (αναλυτική ερμηνεία). Το εισόδημα λοιπόν, η κατανάλωση, οι αποταμιεύσεις και οι επενδύσεις συνιστούν ένα αλληλοεξαρτώμενο σύνολο – το οποίο, σε τελική ανάλυση, δημιουργεί συνθήκες ύφεσης (φτώχειας) ή ανάπτυξης (πλούτου) σε μία οικονομία.
Στην περίπτωση βέβαια που ο περιορισμός του πραγματικού εισοδήματος οφείλεται, αφενός μεν στη μείωση του ονομαστικού μισθού (κάτι που ποτέ μέχρι πρόσφατα δεν είχε γίνει αποδεκτό από τους εργαζομένους), αφετέρου στην αύξηση των τιμών, όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να μειώνονται «γεωμετρικά» τόσο η κατανάλωση, όσο οι αποταμιεύσεις και οι επενδύσεις, η κατάσταση γίνεται εκρηκτική. Εάν δε προσθέσει κανείς εκείνο το επί πλέον μέρος του εισοδήματος που κατευθύνεται στην αποπληρωμή υφισταμένων ιδιωτικών χρεών, πυροδοτείται αναμφίβολα μία αλυσιδωτή αντίδραση – με αποτελέσματα που δεν είναι τόσο δύσκολο να προβλεφθούν (στασιμοπληθωρισμός, ανεργία, χρεοκοπίες τραπεζών, κοινωνικές αναταραχές κλπ).
Περαιτέρω, όταν ο πληθωρισμός είναι «δίδυμος», όταν δεν είναι δηλαδή μόνο το επακόλουθο της ανόδου των τιμών των πρώτων υλών (πετρέλαιο κλπ.) και των εμπορευμάτων (σιτηρά κλπ.) αλλά, επίσης, των άμεσων ή έμμεσων φόρων (στα πλαίσια της πολιτικής της Τρόικας στην περίπτωση της Ελλάδας), με στόχο την αντιμετώπιση της υπερχρέωσης του δημοσίου, τα αποτελέσματα είναι καταστροφικά –  αφού τα εισοδήματα συμπιέζονται από πολλές διαφορετικές πλευρές, οπότε η ολοκληρωτική κατάρρευση, η κάθετη πτώση του βιοτικού επιπέδου δηλαδή, των περιουσιακών στοιχείων κλπ., είναι προδιαγεγραμμένη.
Το αποτέλεσμα είναι συνήθως η «επαναστατική κατάλυση» της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, όπως έχουμε ήδη αναφέρει – η οποία θα μπορούσε να αντικατασταθεί είτε από ένα απολυταρχικό καθεστώς (προϊόν κυρίως μίας ενδεχόμενης άρνησης αποπληρωμής των χρεών), είτε από την πραγματική Δημοκρατία (επακόλουθο ενός μηδενισμού ή μίας διαγραφής μεγάλου μέρους του χρέους, με τον παράλληλο, μακροπρόθεσμο διακανονισμό των υπολοίπων, με εφικτές δόσεις και με χαμηλά επιτόκια).
Η άλλη όψη του νομίσματος
Υπάρχουν βέβαια και άλλες εκδοχές, διαφορετικές υποθέσεις δηλαδή, οι οποίες οδηγούν είτε στην υποδούλωση μίας χώρας σε κάποια ισχυρή δύναμη, είτε στην υποταγή της στο Καρτέλ, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, με τη συνδρομή φυσικά του τοκογλυφικού κεφαλαίου.
Αναλυτικότερα, θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς ότι, η μείωση του βιοτικού επιπέδου μίας ανεπτυγμένης, «δυτικής» κοινωνίας έχει αρκετά περιθώρια – συγκρινόμενη με αυτήν μίας αναπτυσσόμενης χώρας. Για παράδειγμα, το ποσοστό του εισοδήματος που καταναλώνεται για είδη βασικής διατροφής σε πολλά μέρη της Ασίας ξεπερνάει το 80% – όταν στη Γερμανία δεν είναι μεγαλύτερο του 10% (στη χώρα μας σήμερα μάλλον υπερβαίνει το 40%).
Επομένως, υπάρχει αρκετός «χώρος» επιβολής φόρων, με στόχο την εξοικονόμηση πόρων για την εξόφληση των δημοσίων χρεών – αρκεί φυσικά να το αποδεχθούν αδιαμαρτύρητα οι Πολίτες, χωρίς εξεγέρσεις και αντιδράσεις. Στα πλαίσια αυτά μπορεί να ισχυρίζονται αρκετοί στην Ελλάδα σήμερα ότι «η κατάσταση δεν πάει άλλο», αλλά κάνουν μεγάλο λάθος – κάτι που φυσικά γνωρίζουν πολύ καλά οι πιστωτές.

Από την άλλη πλευρά, ο περιορισμός των δημοσίων χρεών είναι δυνατόν να επιταχυνθεί με τη βοήθεια της πώλησης περιουσιακών στοιχείων. Δηλαδή, ένα υπερχρεωμένο κράτος μπορεί να «εξυπηρετήσει» τους δανειστές του, πουλώντας πάγια στοιχεία του (ακίνητη περιουσία, δημόσιες επιχειρήσεις κλπ.), συνήθως σε εξευτελιστικές τιμές, καθώς επίσης υποχρεώνοντας τους Πολίτες του να μεταφέρουν ένα μέρος των δικών τους περιουσιακών στοιχείων στο ίδιο – με τη «βοήθεια» της αύξησης των φόρων, καθώς επίσης της μείωσης των κοινωνικών δαπανών, η οποία συνιστά ουσιαστικά μία καλυμμένη αύξηση των φόρων.
Για παράδειγμα, όσον αφορά τη δημόσια Υγεία, όταν δυσχεραίνεται η πρόσβαση των Πολιτών στους γιατρούς του ΙΚΑ ή στα κρατικά νοσοκομεία, πληρώνουν τόσο την ιατρική περίθαλψη, όσο και τα φάρμακα, από τα δικά τους χρήματα – οπότε έμμεσα μεταβιβάζουν «πόρους» στο δημόσιο. Το ίδιο φυσικά ισχύει με την Παιδεία, όπου τα έξοδα των Ελλήνων για φροντιστήρια, τα οποία οφείλουν την ύπαρξη τους στη συνεχή υποβάθμιση των δημοσίων σχολείων, σε συνδυασμό με τις εισαγωγικές εξετάσεις στα Πανεπιστήμια, ξεπερνούν τα 5 δις € ετησίως (περί το 2,5% του ΑΕΠ ή το 10% των μηνιαίων αποδοχών των εργαζομένων).
Κατά την άποψη μας, η μείωση του πραγματικού εισοδήματος των Πολιτών μόνο από τους δύο αυτούς τομείς (Παιδεία και Υγεία), είναι της τάξης τουλάχιστον του 20% – κάτι που δεν συμβαίνει σε σχεδόν καμία από τις ανεπτυγμένες κοινωνίες της Ευρώπης, ενώ δυστυχώς δεν υπολογίζεται στη φορολογική επιβάρυνση των Ελλήνων.
Συνεχίζοντας, εάν η κυβέρνηση ενός κράτους καταφέρει τελικά να πείσει τους «υπηκόους» της (τοποθετώντας τους σταδιακά προ τετελεσμένων γεγονότων  και κατηγορώντας τους «γκεμπελικά» για «κοινωνικό αμοραλισμό» – αυξημένη φοροδιαφυγή, ιδιοτελή εκλογική ψήφο, διαφθορά κλπ.) ότι, η υπερχρέωση του δημοσίου οφείλεται αφενός μεν σε αυτούς, αφετέρου στις προηγούμενες πολιτικές ηγεσίες (οι οποίες όμως παραμένουν ατιμώρητες στο «απυρόβλητο»), έχει σίγουρα εκπληρώσει το πρώτο μέρος της «αποστολής» της – αφού τους δημιουργεί συναισθήματα ενοχής, με αποτέλεσμα να θυματοποιούνται και να αυτομαστιγώνονται.
Πόσο μάλλον (το δεύτερο μέρος της «αποστολής» της) όταν παράλληλα επιτύχει να επιβάλλει το άνοιγμα όλων των κλειστών επαγγελμάτων, τις ιδιωτικοποιήσεις, την απελευθέρωση της αγοράς και όλα τα υπόλοιπα του νεοφιλελεύθερου δεκαλόγου –  «βαφτίζοντας» τα αυθαίρετα διαρθρωτικές αλλαγές και προσφέροντας τα «βορά» στα θηρία του Καρτέλ, επιβραβεύοντας το για την αποκρατικοποίηση της εξουσίας (ανάλυση).
Για παράδειγμα, απελευθερώνοντας το «κλειστό επάγγελμα» των δικηγόρων,  προσκαλούνται ουσιαστικά τα πανίσχυρα ξένα δικηγορικά γραφεία (πολλά από τα οποία απασχολούν περισσότερους από 1.000 νομικούς, ενώ είναι στην υπηρεσία των πολυεθνικών φοροφυγάδων), με τα οποία δεν μπορεί να ανταπεξέλθει ούτε το ίδιο το κράτος – όπως ήδη συμβαίνει σε άλλες χώρες, μεταξύ των οποίων και η Γερμανία.
Περαιτέρω, απελευθερώνοντας το επάγγελμα των φαρμακοποιών, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις έλευσης των πολυεθνικών φαρμακευτικών αλυσίδων – κάτι που ισχύει αντίστοιχα και για τις μεταφορές. Επίσης, απελευθερώνοντας την «κοινωφελή» αγορά ενέργειας (ΔΕΗ) ή ύδρευσης (ΕΥΔΑΠ), δημιουργούνται οι επόμενες προϋποθέσεις έλευσης των πολυεθνικών – οι οποίες τελικά εξαγοράζουν τα «υπολείμματα» των κοινωφελών επιχειρήσεων σε εξευτελιστικές τιμές, επιβάλλοντας τους δικούς τους κανόνες (αυξημένες τιμές κοκ.).
Αρκεί να αναφέρει κανείς εδώ, όσον αφορά τη λειτουργία των πολυεθνικών ότι, οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος από τις ιδιωτικοποιημένες εταιρείες της Γερμανίας είναι υπερδιπλάσιες, σε σχέση με αυτές που προσφέρει η ΔΕΗ στη χώρα μας – ενώ προωθείται πλέον, από ορισμένα γερμανικά κρατίδια, η «επανακρατικοποίηση» όλων αυτών των εταιρειών, οι οποίες πρόσφατα (1998) ιδιωτικοποιήθηκαν!
Οι ιδιωτικοποιήσεις αυτές γίνονται με την επίκληση του ισχυρισμού ότι, τα κράτη είναι ανίκανα να λειτουργήσουν σωστά τις επιχειρήσεις, ατελή δηλαδή – κάτι που ασφαλώς ισχύει, μόνο που δεν είναι μόνο τα κράτη ατελή αλλά, επίσης, οι αγορές, όπως φάνηκε ξεκάθαρα από την πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση. Την τελευταία φορά πάντως που κάποια χώρα δοκίμασε την πλήρη απορρύθμιση (=απελευθέρωση) του τραπεζικού τομέα ήταν η Χιλή επί δικτατορίας Pinochet – με ολέθρια αποτελέσματα, αφού όπως συνέβη στις Η.Π.Α. η πιστωτική φούσκα της Χιλής έσκασε, το 30% των δανείων έπαψε να εξυπηρετείται και χρειάστηκε 25 χρόνια για να εξοφληθούν εκείνα τα χρέη που άφησε το αποτυχημένο πείραμα. Η αλήθεια λοιπόν, το σωστό καλύτερα, είναι κάπου στη μέση – όπου το δημόσιο κατέχει τις κοινωφελείς και τις στρατηγικές επιχειρήσεις, ενώ ο ιδιωτικός τομέας όλες τις υπόλοιπες.
Επανερχόμενοι στο θέμα μας, για να καταφέρει η εκάστοτε κυβέρνηση να εκπληρώσει τη διπλή «αποστολή» της, πρέπει να «διογκώνει» δημιουργικά τα πάσης φύσεως ελλείμματα (προϋπολογισμός, ΔΕΚΟ, νοσοκομεία κλπ), να έχει τη «σιωπηρή συμφωνία» της μείζονος αντιπολίτευσης, να τοποθετεί έντεχνα τη μία κοινωνική ομάδα απέναντι στην άλλη, να σβήνει τυχόν σκάνδαλα προβάλλοντας καινούργια (με τη βοήθεια επιλεγμένων ΜΜΕ), να εκφοβίζει τους διαδηλωτές, ενδεχομένως με τη βοήθεια κάποιων λυπηρών θανάτων ή βομβιστικών επιθέσεων, να προβάλλει τις τρομοκρατικές απειλές, να διατηρεί τους «παραδοσιακούς εχθρούς» της χώρας ετοιμοπόλεμους κλπ.
Επίλογος
Στα παραπάνω «πλαίσια», εξειδικεύοντας στο παράδειγμα της Ελλάδας, λύσεις υπάρχουν, όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση που ελέγχεται από τη χώρα που μας έχει μετατρέψει σε αποικία της – αλλά και πολλές άλλες «διατεταγμένες» κυβερνήσεις στο παρελθόν. Αρκεί βέβαια να ενοχοποιηθούν και να θυματοποιηθούν οι Πολίτες, αναλαμβάνοντας όλες τις ευθύνες της χρεοκοπίας – καθώς επίσης να διαλυθεί η κοινωνική συνοχή, να αποδεχθούν οι Έλληνες τη λεηλασία του δημοσίου πλούτου τους αδιαμαρτύρητα, να «αφομοιώσουν» τις κατασχέσεις και τους πλειστηριασμούς των σπιτιών τους, να περιθωριοποιηθούν, να υποταχθούν στη μοίρα τους, να συμφιλιωθούν με την εξαθλίωση κλπ.
Άλλωστε, όλα συνηθίζονται από τον άνθρωπο, αρκεί η εξουσία να είναι σταθερή στις ολοκληρωτικές θέσεις της – να ισχυρίζεται τα εντελώς αντίθετα από αυτά που κάνει, μοιράζοντας υποσχέσεις που δεν έχει καμία πρόθεση να τηρήσει, καθώς επίσης να αφήνει αρκετό, «ικανό» καλύτερα χρόνο αφομοίωσης των «μονομερών» αποφάσεων της από τους  Πολίτες.
Στην περίπτωση αυτή λοιπόν πραγματικά δεν χρειάζεται καθόλου να εκδιωχθεί η Τρόικα ή να σταματήσουν τα μνημόνια, η διαπλοκή/διαφθορά μπορούν και πρέπει να συνεχίσουν ατιμώρητες, ενώ είναι δυνατόν να περιορισθούν τα χρέη που συσσωρεύτηκαν στο κράτος – χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος να προβεί σε στάση πληρωμών, με στόχο τη διαγραφή μέρους των δανείων του. Βασικό όπλο των πιστωτών εν προκειμένω είναι ο φόβος της απώλειας του ευρώ – όπου όμως οι Έλληνες αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν ότι, ο μοναδικός τρόπος για να το χάσουν είναι η συνέχιση των μνημονίων, καθώς επίσης της πολιτικής της υποτέλειας και των υποκλίσεων.
Άλλωστε ελάχιστοι αμφιβάλουν πως τα μνημόνια δεν θα συνεχιστούν με την υπαγωγή της χώρας στο ευρωπαϊκό ΔΝΤ (ESM) μετά το 2018 – όπου, με κριτήριο την πεποίθηση του κ. Σόιμπλε πως η οικονομία μας δεν έχει άλλη δυνατότητα επανεκκίνησης εκτός από την υιοθέτηση της δραχμής, με υποτιμήσεις κοκ., η λογική υπαγορεύει πως εκεί θα οδηγηθεί σύντομα, για να ολοκληρωθεί η λεηλασία της με ακόμη φθηνότερες τιμές.

Έτσι ικανοποιούνται, εξυπηρετούνται καλύτερα όλοι, επιλέγοντας ήρεμα το επόμενο θύμα που θα κατασπαράξουν – έχοντας την άποψη πως η Ελλάδα έχει μοιραστεί ήδη στα γερμανικά και γαλλικά καρτέλ, δευτερευόντως στα ιταλικά, αφού η Γερμανία δεν είναι ακόμη σε θέση να υφαρπάζει τα πάντα, αναγκασμένη να τα μοιράζεται κυρίως με τον υπαρχηγό της αυτοκρατορίας της, με τη Γαλλία.

Ανάρτηση από:  http://www.analyst.gr