Του Κώστα Μελά
Η κατάσταση στην αγορά εργασίας το α’ εξάμηνο του 2017 είναι βελτιωμένη σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Η εξέλιξη αυτή, που αποτυπώνει μια σωρευτική μεταβολή στην αγορά εργασίας, μείωση των ανέργων κατά 263,5 χιλιάδες και αύξηση της απασχόλησης κατά 252,3 χιλιάδες την περίοδο 2014-2017, δείχνει την αργή μεν αλλά σταθερή έξοδο της οικονομίας από τη μεγάλη ύφεση της περιόδου 2010-2013. Η υποχώρηση της ανεργίας ήταν αποτέλεσμα κυρίως της ανόδου του τουρισμού και της υλοποίησης προγραμμάτων απασχόλησης από τον ΟΑΕΔ, ενώ ο κλάδος της εκπαίδευσης συνέβαλε στην αύξηση των καθαρών προσλήψεων τον Σεπτέμβριο του 2017 και στην ανάκτηση της δυναμικής του ρυθμού δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας.
Με βάση τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ , το επίσημο ποσοστό ανεργίας το β’ τρίμηνο του 2017 ανήλθε σε 21,1%. Τα στοιχεία αυτά αντιστοιχούν σε 1.016.571 ανέργους και 3.791.408 απασχολουμένους, ενώ ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός ανήλθε σε 4.373.400 άτομα. Οι απασχολούμενοι αυξήθηκαν κατά 88.800 άτομα σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2016 (2,4%), ενώ οι άνεργοι μειώθηκαν κατά 95.500 (8,6%) και οι οικονομικά μη ενεργοί μειώθηκαν κατά 29.100 (0,7%) την αντίστοιχη περίοδο.
Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι ο μέσος ρυθμός μείωσης του ποσοστού ανεργίας εμφανίζει σταθεροποίηση περίπου στο 6% από έτος σε έτος. Αν υποθέσουμε ότι ο ρυθμός αυτός θα εξακολουθήσει και τα επόμενα χρόνια, το ποσοστό ανεργίας θα πέσει κάτω από 10% μόνο κατά τις αρχές της δεκαετίας του 2030. Αυτό σημαίνει ότι ένα μεγάλο κομμάτι του εργατικού δυναμικού είναι πολύ πιθανό να βρεθεί χωρίς απασχόληση για το μεγαλύτερο μέρος του ενεργού εργασιακού του βίου, με σημαντικές αρνητικές συνέπειες στο ασφαλιστικό σύστημα και στις βασικές κοινωνικές δομές της χώρας. Βεβαίως, η εκτίμηση για τον ρυθμό μείωσης του ποσοστού ανεργίας μπορεί να μεταβληθεί σε θετική κατεύθυνση τα επόμενα χρόνια υπό την προϋπόθεση μετάβασης της οικονομίας σε διατηρήσιμη και σταθερά υψηλή μεγέθυνση και σημαντικής αύξησης των παραγωγικών επενδύσεών. Ωστόσο, η εκτίμηση αυτή μπορεί να μεταβληθεί και σε αρνητική κατεύθυνση ώς αποτέλεσμα κυρίως των επιπτώσεών της ψηφιοποίησης στην αγορά εργασίας.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι το α’ τρίμηνο του 2017, οι μισθωτοί στο δημόσιο τομέα (806,2 χιλιάδες άτομα) είναι το 51% των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα (1.588,5 χιλιάδες άτομα), δηλαδή το 34% του συνόλου των μισθωτών, ενώ δραστηριοποιούνται στην οικονομία και 1.264,6 χιλιάδες άτομα σε ατομικές επιχειρήσεις και σαν ελεύθεροι επαγγελματίες.
Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφέρουμε και τη συσχέτιση του επίσημου ποσοστού ανεργίας με τη μετανάστευση τμήματος του εργατικού δυναμικού σε χώρες του εξωτερικού. Το επίσημο ποσοστό ανεργίας θα ήταν αναμφισβήτητα υψηλότερο εάν το μέγεθος της μετανάστευσης ήταν μικρότερο.
Υπάρχουν όμως , μια σειρά ποιοτικών δεικτών, που δημιουργούν προβληματισμό για το βάθος, την έκταση και τη διατηρησιμότητα αυτής της κατάστασης.
Πρώτον, ο βαθμός απασχόλησης του εργατικού δυναμικού παραμένει ιδιαίτερα χαμηλός (52%). Ο αντίστοιχος μέσος όρος στις χώρες της ευρωζώνης είναι 60,4%
Δεύτερον, η κυριαρχία της μερικής και της εκ περιτροπής εργασίας στις νέες προσλήψεις εργαζομένων οδηγεί στην αντικατάσταση θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης από επισφαλείς θέσεις εργασίας με αποτέλεσμα τη συμπίεση του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων και την επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου τους. Αυτό έχει σαφώς αρνητικές συνέπειες στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και στην επεκτατική δυναμική της οικονομίας.
Τρίτον, η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας οδηγεί σε καταστρατήγηση θεμελιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων με αποτέλεσμα την αύξηση της εντατικοποίησης της εργασίας, αλλά και την όξυνση φαινομένων απλήρωτης και αδήλωτης εργασίας, καθώς και της εργοδοτικής αυθαιρεσίας.
Συνεπώς, η αγορά εργασίας εμφανίζει σημάδια βελτίωσης, αλλά χωρίς τις ενδείξεις εκείνες που την καθιστούν ικανοποιητική. Επιπρόσθετα, δεν υπάρχει στην αγορά εργασίας η δυναμική που θα βελτίωνε τη διανομή του εισοδήματος, κατανέμοντας πιο δίκαια το κόστος της οικονομικής προσαρμογής.
Αν υπερβούμε την έννοια της στατιστικής ανεργίας και προχωρήσουμε στην υιοθέτηση της διευρυμένης έννοιας της ανεργίας ( την οποία εκτός της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας ( International Labour Organization) έχουν υιοθετήσει και η ΕΚΤ (Economic Bulletin , Issue 3, March 2017), αλλά και ο ΟΟΣΑ και το Στατιστικό Γραφείο για την Αγορά Εργασίας των ΗΠΑ (US Bureau of Labor Statistics) έχουμε σημαντικές διαφοροποιήσεις.
Στην ευρωζώνη η διευρυμένη ανεργία αγγίζει το 18,0% έναντι του 9,5% της στατιστικής ανεργίας.
Στην Ελλάδα (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση, Ενδιάμεση Έκθεση Οκτώβριος 2017),
το β’ τρίμηνο του 2017 το ποσοστό της πραγματικής ανεργίας ήταν στο 28,7% (30,8% το αντίστοιχο τρίμηνο του 2016). Το ποσοστό αυτό συνεκτιμά στο σύνολο των ανέργων τις κατηγορίες των αποθαρρημένων ανέργων, του λοιπού πρόσθετου εργατικού δυναμικού και τους υποαπασχολούμενους. Τα στοιχεία δείχνουν τα πολύ υψηλά ποσοστά της υποαπασχόλησης, η οποία κατά τη διάρκεια της κρίσης έχει σχεδόν τριπλασιαστεί (από 99 χιλιάδες εργαζομένους το 2008 σε 267 χιλιάδες το 2017), και των απογοητευμένων ανέργων, που επίσης υπερτριπλασιάζεται (από 37 χιλιάδες σε 109 χιλιάδες) την αντίστοιχη περίοδο.
Ειδικότερα η μερική απασχόληση την περίοδο από το β’ τρίμηνο του 2010 έως το β’ τρίμηνο του 2017 αυξήθηκε από 287,9 χιλιάδες σε 374,3 χιλιάδες. Το 67% των εργαζομένων μερικής απασχόλησης εργάζεται με αυτό το καθεστώς καθώς δεν μπορεί να βρει πλήρη απασχόληση.
Με άλλα λόγια, η μερική απασχόληση δεν αφορά εργατικό δυναμικό που δεν επιθυμεί να εργαστεί με πλήρη απασχόληση και συνεπώς εξυπηρετείται από τη δυνατότητα να εργάζεται με μειωμένο ωράριο, αλλά αντίθετα αφορά εργατικό δυναμικό το οποίο υποαπασχολείται και αμείβεται χαμηλότερα από εργαζομένους πλήρους απασχόλησης. Συνεπώς, η ελληνική οικονομία δεν αντιμετωπίζει μόνο πρόβλημα χαμηλού ποσοστού απασχόλησης, αλλά και πρόβλημα αντικατάστασης θέσεων πλήρους απασχόλησης από θέσεις μερικής απασχόλησης. Ο μετασχηματισμός αυτός της μορφής της απασχόλησης ουσιαστικά λειτουργεί στην οικονομία ώς κρυφός μηχανισμός λιτότητας με υφεσιακές επιπτώσεις.
Όσον αφορά τους αποθαρρημένους ανέργους, η αλματώδης αύξηση του αριθμού τους είναι βέβαιο ότι σχετίζεται με τα πολύ υψηλά ποσοστά μακροχρόνιας (άνω του ενός έτους) ανεργίας. Το ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων αυξάνεται από το ήδη υψηλό 44,9% το β’ τρίμηνο του 2010 σε 74% το αντίστοιχο τρίμηνο του 2017. Η υψηλή μακροχρόνια ανεργία σε συνδυασμό με τα περιορισμένα σε αριθμό και μέγεθος προγράμματα απασχόλησης (σε σχέση με το μέγεθος του προβλήματος) καθιστούν την αποθάρρυνση των ανέργων προσδοκώμενη. Πρέπει να σημειωθεί με έμφαση ότι η μακροχρόνια ανεργία έχει δραματικές κοινωνικές συνέπειες.
Ανάρτηση από: http://www.kostasmelas.gr