Διηγείται ο/η: Vectrum
Η υπάλληλος της επιθεώρησης εργασίας έκπληκτη με ρώτησε: «Είστε σίγουρη πως θέλετε να κάνετε καταγγελία; Είστε σίγουρη πως δε θέλετε τα ένσημα; Θα τα χρειαστείτε για τη σύνταξή σας.» Ένιωσα περιττό να απαντήσω «στην ποια;». Στην κατάθεση της καταγγελίας δύο υπάλληλοι της επιθεώρησης συζητάνε χωρίς καμιά ντροπή που ακούγονταν.
«Βλέπεις αυτό εδώ στην παλάμη μου;» της δείχνει μια γρατσουνιά που άνετα θα την είχε κάνει και μια γάτα.«Μας κάλεσαν σε ένα ξερόνησο για καταγγελία. Και πήδηξα από την βάρκα και κοίτα σχίστηκα στα βράχια.» «Απαπαπαα, αν είναι δυνατόν. Τι καταγγελία ήταν;» «Άκου δω, κατήγγειλαν τον εργολάβο σε μια οικοδομή ότι χρώσταγε 30 ευρώ. Ακούς; Για τ30 ευρώ πληρώσαμε βενζίνες, τραβηχτήκαμε στο νησί και σχίστηκε και το χέρι μου.» «Τς,τς, τι σκατόψυχοι, για 30 ευρώ. Έλα να στα δώσουμε εμείς που μας τρέχουν, για 30 ευρώ στα κατσάβραχα. Αν είναι δυνατόν!»
Αυτά ήταν η εισαγωγή ενός θεατρικού που έμελλε να ακολουθήσει. Για την ακρίβεια, ένα θεατρικό σουρρεαλισμού και καφκικής γραφειοκρατικής παράνοιας…
Μια μέρα ανακάλυψα πως στη δήλωσή μου για το 2016 φαινόταν πως είχαν πληρωθεί 3700, για το διάστημα που δούλεψα voucher. Μόνο που αυτό το ποσό δεν ήταν στα χρωστούμενα του προγράμματος. Ο λογιστής με καθησύχασε με αοριστολογίες τύπου«Έτσι φαίνεται σε όλους των voucher. Θα τα πάρεις, άγνωστο πότε.»«Μα δεν είναι αυτό το ποσό του προγράμματος!»«Αυτό είναι, δε μπορεί να είναι κάτι άλλο».
Ένας λογιστής που, όπως μαθεύτηκε, ως «αφεντικό» σε άλλη επιχείρηση πλαστογραφούσε υπογραφές εργαζομένων για να τις απολύει την επόμενη της πρόσληψης και έτσι να απασχολεί άτομα «μαύρα», χωρίς τα ίδια να το γνωρίζουν.
Ήταν ξεκάθαρο ότι ο τύπος στον οποίο δούλεψα με voucher είχε δηλώσει πως με πλήρωσε 3700 για τις 420 ώρες του προγράμματος. Όπως επίσης, ότι είχε κολλήσει και ένσημα ως «πρακτική άσκηση από ΤΕΙ».
Στο ΙΚΑ:
«Ο συγκεκριμένος λογιστής (του αφεντικού) δεν έχει δώσει ποτέ κακό δείγμα. Είσαι σίγουρη πως δεν έκανες πρακτική άσκηση από ΤΕΙ;»«Πρακτική άσκηση, σε καφετέρια, από ένα ΤΕΙ που διέκοψα πριν δέκα χρόνια, στη διετία πανω, ας πούμε. Είστε σίγουροι πως τεκμηριώνεται από τον εντιμότατο φίλο σας λογιστή;» «Λυπούμαστε, δε μπορούμε να σε βοηθήσουμε.»
Δε ξέρω αν μπορείτε να το εικονοποιήσετε το σκηνικό αυτού του διαλόγου αλλά η καλύτερη λύση που σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή ήταν να γίνω ο Τaz των Looney Tunes και να διαλύσω φύλλα, ντοσιέ, τις δυο μηχανές που μου αποκρινόταν γραφειοκρατικά και βρώμικα. «Βρώμικα» με τηνλίγδα της λαδωμένης μηχανής που φροντίζει να δουλεύουν όλα στο παρασκήνιο ρολόι και να φαίνονται επίσης λειτουργικά, έτσι που τίποτα να μη διαταράσσει την ομαλή λειτουργεία του αεικίνητου μηχανισμού.
Ένας μηχανισμός που σε σφυρηλατεί από όταν γεννιέσαι και όταν αποπειραθείς να τον αμφισβητήσεις, να τον απορρίψεις, να του αντιπαρατεθείς, τα γρανάζια του επιστρατεύονται να σε καταπιούν, να σε φιμώσουν, να σε περάσουν στην λίστα των αποκλεισμένων.
Με λίγα λόγια, η παρούσα ιστορία έχει να πει πως ακόμα κι όταν τολμήσεις να σηκώσεις την φωνή σου απέναντι σε ένα αφεντικό, ο κρατικός μηχανισμός, πρώτα θα εξαντλήσει κάθε δυνατότητα υπεράσπισής του και παράλληλα τις αντοχές σου. Σε καμιά περίπτωση όμως μην πιστέψεις ποτέ πως το να έχεις αδικηθεί και να παλεύεις για αυτό, εξισώνεται αυτόματα με το ότι «έχεις το δίκιο με το μέρος σου». Στην κυριαρχία το «δίκιο», που νανουρίζει ως έννoια τα μυαλά των καταπιεσμένων πως υπάρχει, ανήκει αποκλειστικά σε όσους τη συντηρούν. Στο κράτος, στην γραφειοκρατία, στα αφεντικά, σε κάθε εξουσιαστή. Ο αγώνας λοιπόν για να διεκδικήσεις μια δίκαιη λύση απέναντι στην καταπίεσή σου, είναι πολύ πιο επίπονος, πολύ πιο δύσκολος από όσο ποτέ φαντάστηκες ένα πρωί που ένιωσες μέσα σου μια δύναμη προερχόμενη από την αίσθηση του να ξέρεις πως έχεις δίκιο. Αυτή η ιστορία δε στοχεύει στην απογοήτευση και την παραίτηση…
Κάπως έτσι, στήθηκε το σκηνικό του θεατρικού που αναφέρθηκε και στην εισαγωγή…
Ο διευθυντής της επιθεώρησης.
Πολλά βαρύς, παλαιοπασόκος «συνδικαλιστής» που φουσκώνει σαν παγώνι όταν δηλώνει (παιδικό στιχάκι) δυνατά πως σε αυτή την πόλη κανένα αφεντικό δεν τολμά να κουνηθεί γιατί τρέμουν όλοι το άγρυπνο γερακίσιο μάτι του άμεμπτου κα αδέκαστου επιθεωρητή. «Τότε εμείς ζούμε σε άλλο παράλληλο γαλαξία…» Δε μου απάντησε, με κοίταξε με απορία. Ίσως η ερώτηση ήταν «Γιατί διακόπτεις το λογύδριό μου έτσι;» ή «Με ειρωνεύτηκε τώρα;». Όμως, έχει παιδιά στην ηλικία μας και «καταλαβαίνει γιατί γινόμαστε πνεύμα αντιλογίας». You know, είναι η στιγμή που μια ολοκληρωμένη μηχανή κοιτάζει μία που αντιστέκεται και λέει «Ε, θα στρώσει, που θα πάει.»…
Ο αθώος εργοδότης.
Εμφανίζεται με φάτσα απορημένη. Συννεφόπτωση. «Δε γνωρίζω τίποτα. Αλήθεια πιστεύεις πως είχα εγώ λόγο να σου κάνω κάτι τέτοιο;» Σουρρεαλιστική ερώτηση αφεντικού ήταν αυτή. Αλλά εδώ έρχεται η συνέχεια.
«Εγώ δεν μπορώ να προσλάβω άτομα κα να τα πληρώνω. Εγώ της έκανα την χάρη να την πάρω με voucher γιατί είχε ανάγκη τα χρήματα του προγράμματος. Δεν έχω ιδέα για τα 3700. Πρόκειται για λάθος.»
Και συνεχίζει «Μου είπες πως έπαθες τενοντίτιδα και σταμάτησες να έρχεσαι για service άρα δεν έπρεπε να πληρωθείς από το πρόγραμμα. Και αλήθεια, δεν καταλαβαίνω γιατί έκοψες κάθε επαφή μαζί μου από όταν τέλειωσε το πρόγραμμα! Διατηρούμε φιλική σχέση* από παλιά. Δεν το καταλαβαίνω όλο αυτό.»
* Φιλική σχέση εννοεί πως είχα ξαναδουλέψει σε άλλο μαγαζί του πριν πολλά χρόνια, από το οποίο παραιτήθηκα όταν μου ζήτησε να διπλασιάσω την ταχύτητα της εργασίας μου, αφού του είχα ήδη βγάλει το πρωινό service σε περίοδο Χριστουγέννων μόνη μου και είχα φτάσει στη λιποθυμία 3 φορές. Το γιατί πήγα εκεί για voucher έγκειται στο ότι είχα να επιλέξω από τις επιχειρήσεις που είχαν μείνει διαθέσιμες, ανάμεσα σε μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες που δε γνώριζα σε τι συνθήκες θα δούλευα και σε καφέ με χαριτωμένες ονομασίες όπως «τα καλά κορίτσια» κλπ. Guess what, γνώριζα ήδη πως πάω να δουλέψω σε ένα αφεντικό όπως όλα τα αφεντικά. Οκ, δε γνώριζα πως θα πλήρωνα γιατρούς και φυσιοθεραπευτές για τενοντίτιδες και γόνατα, ούτε πως θα ξεπλενόταν πάνω μου 3700 ώστε να πέσει φορολογική κλίμακα ο «αθώος εργοδότης» δηλώνοντας 3700 ως έξοδα μισθοδοσίας. Επίσης, με τα 3700 αέρα και τα 300 της θεωρίας του προγράμματος, δε ξεπέρασα το αφορολόγητο όριο, οπότε δεν κλήθηκα να πληρώσω, άρα ήταν πιθανό και να μη δώσω και πολύ σημασία, να το θεωρήσω απλά ένα λάθος…
Στο σημείο αυτό, ο αδέκαστος επιθεωρητής αγνοώντας την σύμβαση του προγράμματος που ξεκαθάριζε πως δε πρόκειται να πληρώνομαι ή να ασφαλίζομαι από τον «αθώο εργοδότη», τα αποδεικτικά της τράπεζας που έδειχναν πως δεν έλαβα ποτέ τέτοια χρήματα το 2016, αλλά και αγνοώντας να ζητήσει πίνακα εργαζομένων της επιχείρησης, και αφού έκανε επίδειξη δύναμης για το τι μπορεί να κάνει στον εργοδότη κατέληξε στο «Έλα με το λογιστή σου στην επόμενη συνάντηση. Στο μεταξύ κάνε αίτηση σε ΙΚΑ και Εφορία να γίνουν οι αντίστοιχες τροποποιητικές που χρειάζονται για να μην φαίνονται τα 3700 και τα ένσημα που έβαλες. Έχω γνωστό στην επιτροπή του ΙΚΑ θα του μιλήσω κι εγώ να το κάνει γρήγορα.»
Στην επόμενη συνάντηση εμφανίζεται ο αθώος εργοδότης και ο «γαμώ και δέρνω» λογιστής, που χαιρετάει όλους τους υπαλλήλους της επαρχιακής επιθεώρησης. Ο λογιστής ισχυρίζεται πως η κοινοπραξία του προγράμματος τον υποχρέωσε να δηλώσει αυτό το ποσό και να κολλήσει αυτά τα ένσημα και όταν πάω να μιλήσω και λέω το απλό, ότι λέει ψέματα, ο αδέκαστος επιθεωρητής λήγει τη συνάντηση κα του δίνει εκ νέου διορία να φέρει τις τροποποιητικές. Στην τελευταία συνάντηση, έρχεται νωρίτερα και καταθέτει τις αιτήσεις για τροποποιητική σε ΙΚΑ και εφορία. Ο επιθεωρητής μου δείχνει να υπογράψω πως το συμβάν θεωρείται λήξαν. «Δεν υπογράφω τίποτα, άλλωστε δε συμφωνώ με το πώς έγινε η διαδικασία». «Δεν κατάλαβες – θίχτηκε ο αδέκαστος – εδώ εγώ αποφασίζω κι είμαι το τελευταίο ανάχωμα των εργαζομένων απέναντι στην αδικία».
«Εσύ δεν κατάλαβες. Είσαι ένας υπάλληλος του κράτους που υπερασπίζεται τα αφεντικά και τίποτα παραπάνω. Την καταγγελία την έκανα εγώ και δεν σου υπογράφω τίποτα».
Εκεί παίζει μια μανούρα για το αν θα δώσει τα πρακτικά, αλλά στο τέλος τα δίνει κι αρχίζει το μοιρολόι πως τον αδικώ και πως αυτός νοιάζεται για τα δικαιώματα των εργαζομένων και προσθέτει πως του αρέσει που τον κοιτάω εξοργισμένη και έτοιμη να του σπάσω το κεφάλι.
Σε αυτή την υπόθεση δεν ήμουν μόνη μου.
Δίπλα μου ήταν αλληλέγγυα συντρόφισσες και σύντροφοι. Ήταν οι φωνές που παρεμβαίνουν και ονοματίζουν την εκμετάλλευση, όταν οι εκμεταλλευτές τη στολίζουν και τη σερβίρουν ως μια κοινωνική τυπική διαδικασία. Είναι σίγουρα διαφορετική αίσθηση να αγωνίζεσαι ατομικά με το να αγωνίζεσαι συλλογικά. Για μένα προσωπικά, που όλη αυτή η διαδικασία υπήρξε πολύ ψυχοφθόρα και αγχωτική, το γεγονός ότι δεν ήμουν μόνη μου, μου έδωσε ακριβώς τη δύναμη που χρειαζόμουν.
Η υπόθεση στην συνέχεια κόλλησε στα γρανάζια της εφορίας και του ΙΚΑ.
Όπως έμαθα μετά, υπήρξαν κι άλλα άτομα από voucher -όχι απαραίτητα στην ίδια επιχείρηση- ακόμη και σε άλλες πόλεις που οι εργοδότες τους έκαναν ακριβώς το ίδιο.
Οι εργοδότες που νοικιάζουν τζάμπα σκλάβο, αποφάσισαν πως μπορούν να κάνουν και ένα μίνι πλυντηριάκι πάνω στο σκλαβάκι, να γλυτώσουν και κάμποση φορολόγηση.
Γιατί κι αυτοί δε βγαίνουν με τόσους φόρους. Πλέον είναι στάνταρ η καραμέλα που θα ακούς από τα αφεντικά, πριν γίνει η λαμογιά. Το ένα είναι η γκρίνια που «δεν έχει κίνηση», δηλαδή λεφτά στο ταμείο. Το δεύτερο είναι, τα παράπονα για το πόσο τους αδικεί το κράτος. Δε με νοιάζει τόσο δα πώς τη βγάζεις. Είσαι αφεντικό και τη βγάζεις από τη δική μας εκμετάλλευση έτσι κι αλλιώς, οπότε το λιγότερο, απλά σκάσε.
Σε αυτό το σημείο θυμάμαι δύο περιπτώσεις αριστερών αφεντικών. Ένας που είναι και χρόνια κομματόσκυλο, αν δεν είχε κίνηση η βραδιά έλεγε «Δε θα σε πληρώσω μεροκάματο αφού οι εισπράξεις δε ξεπέρασαν το ποσό που σου αναλογεί». Και ένας που μου θύμιζε συνεχώς πώς δεν έχει να πληρώσει το ΤΕΒΕ του, άρα πώς θα ασφαλίσει εμένα; Ακόμη, υπήρξαν πολλές παρόμοιες περιπτώσεις πριν από μένα που κάναν το βήμα να απευθυνθούν στην επιθεώρηση και οι υποθέσεις κατέληξαν με μικροδιαφοροποιήσεις στα ίδια με μένα. Επαρχία γαρ, όπου όλοι γνωρίζονται και τα μικροσυμφέροντα διαπλέκονται γλοιώδικα.
Ένα μικρό ιστορικό για το συγκεκριμένο αφεντικό της ιστορίας
Αφιερωμένο σε όλα εκείνα τα άτομα που δούλεψαν στον ίδιο αλλά δε μίλησαν
Είναι γνωστό σε μια μικρή κοινωνία πως όλα μαθαίνονται και πως δεν είναι το ίδιο με το να καταγγείλεις ένα αφεντικό στη Δραπετσώνα και μετά να βρεις δουλειά στου Ζωγράφου, χωρίς να μαθευτεί πως είσαι από τα άτομα που καταγγέλλουν αφεντικά. Είναι γνωστή η αίσθηση του φόβου να μιλήσεις, όταν ξέρεις πως δεν θα ξαναβρείς δουλειά. Άλλωστε, σε αυτό ποντάρουν και τα αφεντικά και μας εκμεταλλεύονται και μας εκβιάζουν ταυτόχρονα.
Όταν ήρθε η «κρίση», ο τύπος έπαψε να ασφαλίζει. Τα μαύρα σερβιτόρια έπρεπε να παριστάνουν τους πελάτες στους ελέγχους του ΙΚΑ. Τα μαύρα σερβιτόρια έπρεπε να είναι κάθε μέρα σε αναμονή για το αν θα δουλέψουν ή όχι. Συνήθως έπαιζε το
«Μπορείς να είσαι σε δέκα λεπτά εδώ; Αν δε μπορείς θα πάρω άλλον».
Τα τελευταία χρόνια συνηθίζει να «κάνει χάρη» σε άτομα από voucher. Δηλαδή να απασχολεί τζάμπα σκλάβους, που φυσικά και έπρεπε να τρώνε στη μάπα τα νεύρα της γυναίκας του, αφού χάρη τους κάνανε… Την προηγούμενη καφετέρια του, την έκλεισε το ίδιο ΙΚΑ που «Δεν είχε δει δείγματα» από τον «γαμώ και δέρνω λογιστή», καθώς ανακαλύφθηκε πως αναδρομικά επί πάρα πολλά χρόνια και συστηματικά οι σερβιτόροι δηλώνονταν μπουφετζήδες (= μισό ένσημο), ενώ υπέγραφαν συμβάσεις ως σερβιτόρες/οι. Μάλιστα είχε καλέσει πρώην σερβιτόρια να τον υπερασπιστούν στην επιτροπή του ΙΚΑ. Μετά όμως δήλωνε πως μετακόμισε την καφετέρια (και έκανε έναρξη νέας επιχείρησης) γιατί είχε κουραστεί από το φοιτητόκοσμο. Πήγε σε μια κατεξοχήν αστική περιοχή, από αυτές που οι κάτοικοί τους δε βλέπουν το σερβιτόρι όταν παλεύει να αλλάξει τασάκι ή να συνεννοηθεί στην παραγγελία. Είναι ο κόσμος που κάθε σερβιτόρι θέλει να στραγγαλίσει κοινώς.
Φυσικά ο ίδιος έχει να λέει για τα ταξίδια του σε τριτοκοσμικές χώρες και τον πόνο που νιώθει για τη φτώχεια. Επίσης, είναι ο κλασσικός εναλλακτικός τύπος της κουλτούρας και της ιδεολογίας. Για αυτό κι αν σε μια παρέα 5 ατόμων δεν παραγγείλουν οι 3 τουλάχιστον, τους διώχνει. Για αυτό και του τρέχουν τα σάλια αν μια παρέα πιει από τρία ποτά. Για αυτό και θα χρεώσει 1 ευρώ έξτρα αν βάλει φυσικό πορτοκάλι στο ποτό. Για αυτό και τα σερβιτόρια είναι τα σκουπίδια τους. Απλά λαϊκά πράγματα και εναλλακτικά.
Είναι μια τυπική ιστορία που αφορά την εργασία.
Είναι μια ιστορία που αφορά την πραγματικότητα και φυσικά δεν είναι μεμονωμένο περιστατικό. Είναι μια ιστορία μες στις χιλιάδες για την εργασιακή εκμετάλλευση από πλευράς των αφεντικών είτε μικρών, είτε μεγάλων, είτε εναλλακτικών και την αγκαλιά που βρίσκουν στο κράτος και τους μηχανισμούς του.
Τέλος, είναι μια ιστορία που δεν σταματάει εδώ…
Ανάρτηση από: https://www.provo.gr