Του Βασίλη Ασημακόπουλου
Δύο αναφορές πριν 40 και πλέον χρόνια (1)
«Η Μακεδονία είναι στην πρώτη γραμμή των αγώνων για την εθνική μας οντότητα. Δεν το λέω για να δημιουργήσω αίσθημα ότι επίκειται κάτι, τίποτα δεν επίκειται, αλλά χρειάζεται να αναπτυχθεί μία πραγματικά ελληνική εθνική στάση, η οποία και τα συμφέροντά μας θα προστατεύσει και την πιθανότητα πολέμου θα εκμηδενίσει. Όσο πιο μαλακοί και συμβιβαστικοί είμαστε, τόσο δίνουμε τροφή για περαιτέρω διεκδικήσεις και απαιτήσεις» Θεσσαλονίκη, 1975
«Στην επόμενη εικοσαετία το αργότερο θα εμφανισθεί το "Μακεδονικό πρόβλημα". Ξεχάστε αυτό που σας είπα, αλλά θα με θυμηθείτε σε λίγα χρόνια» Πάτρα, 1976
Οι ανωτέρω δηλώσεις του Ανδρέα Παπανδρέου σε δημοσιογράφους, από το βιβλίο του Κούλογλου Στ, Στα ίχνη του τρίτου δρόμου. ΠΑΣΟΚ 1974-1986, εκδ. Οδυσσέας, 1986, σελ. 81
Σχόλιο με αφορμή μια «κλασική» ανοιχτή επιστολή (2)
Η περίοδος 1992-1995 από τους πολιτικο-διανοητικούς χώρους της φιλελεύθερης κεντροδεξιάς, της εκσυγχρονιστικής κεντροαριστεράς, της ανανεωτικής και δικαιωματικής αριστεράς, θεωρείται μια περίοδος που εν πολλοίς κυριάρχησε ο εθνικιστικός λαϊκισμός, η απόκλιση από τους ευρωπαίους εταίρους μας, εκδηλώθηκε ο διαχρονικά υφέρπων αντιδυτικισμός της ελληνικής κοινωνίας και μια σταδιακή απόκλιση ψυχο-συναισθηματική από τη Δύση, αναδύθηκαν στοιχεία ενός κοινοτιστικού αυτισμού πολιτισμικού χαρακτήρα και διάφορα άλλα που κατά καιρούς αναφέρονται σε σχετικά αναλυτικά και ερμηνευτικά σχήματα της εξέλιξης της χώρας και των ιδεολογικο-πολιτικών ρευμάτων που τη διαπερνούν (στοιχεία υπαρκτά κατά τη γνώμη μου- με διαφορετική ορολογία - ως τάση όμως, όχι ως κυρίαρχη, πολύ περισσότερο όχι ως ηγεμονική κατάσταση). Η κριτική συμπυκνωνόταν στο σχήμα ότι οι Έλληνες συμπεριφερόμασταν πιο πολύ σαν Βαλκάνιοι (μέρος δηλαδή του προβλήματος), παρά σαν Ευρωπαίοι (λύση του προβλήματος, παράγοντας σταθερότητας κλπ). Υπάρχει και το σχήμα από κύκλους της ριζοσπαστικής αριστεράς και του αντιεξουσιαστικού χώρου περί ιμπεριαλιστικής Ελλάδας, που διεισδύει οικονομικά στα μετακομμουνιστικά Βαλκάνια και αναπαράγει διευρυμένα την μικροαστική ανοδική κοινωνική κινητικότητα στο εσωτερικό της εκμεταλλευόμενη τη φτηνή εργατική δύναμη των οικονομικών μεταναστών που καταφθάνουν μαζικά στα χρόνια του ’90 στην Ελλάδα από τις άλλες Βαλκανικές χώρες. Η συγκεκριμένη θέση έχει κατά τη γνώμη μου στοιχεία πραγματικά/υλικά, αλλά πάσχει στο ζήτημα της ιστορικότητας και της καθολικοποίησης των συγκεκριμένων φαινομένων, αλλά δεν θα επεκταθώ στο παρόν σχόλιο.
Το εμπειρικό δεδομένο των συγκεκριμένων αναλυτικών σχημάτων αποτέλεσαν σε σημαντικό βαθμό οι λαϊκές – μαζικού χαρακτήρα- εκδηλώσεις για το ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων (με επίκεντρο τα συλλαλητήρια σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα την περίοδο 1992-1993, με την Εκκλησία εμφανιζόμενη να διεκδικεί λόγο και ρόλο στη δημόσια σφαίρα), η αντιπολίτευση στην τότε κυβέρνηση Μητσοτάκη που είχε μια πιο ‘ρεαλιστική’ προσέγγιση στο ζήτημα, το νεόδμητο σχήμα της σαμαρικής Πολιτικής Άνοιξης και κυρίως το ανδρεοπαπανδρεϊκό πασοκ στην ύστερη περίοδό του και η εφαρμοσμένη πολιτική της κυβέρνησης Α.Π. την περίοδο 1993-1995 (κυρίως το εμπάργκο 16/2/94, ακόμα και η ενδιάμεση συμφωνία 13/9/95). Σε κάθε περίπτωση η ανωτέρω οπτική (στη συστημική της διάσταση) θεωρεί ότι σε γενικές γραμμές αυτά θεραπεύθηκαν από το 1996 και μετά, αν όχι στο πεδίο της ιδεολογίας, τουλάχιστον στο επίπεδο της πολιτικής πρακτικής. (Για τις θέσεις των κόμματων και την εξέλιξη του ζητήματος της ονομασίας της ΠΓΔΜ στα χρόνια μετά το 1990, θα προσπαθήσω να παρουσιάσω ένα πιο αναλυτικό κείμενο).
Και ενώ έχει κατακτηθεί μια συμφωνία της πολιτικής τάξης της χώρας στο συγκεκριμένο θέμα «σύνθετη ονομασία με γεωργαφικό προσδιορισμό για όλες τις χρήσεις» (σε διαφορετικές χρονικές φάσεις οι πολιτικές δυνάμεις, προσχώρησαν στην «εθνική κόκκινη γραμμή», πρώτα και αφετηριακά ήδη από το 1992-93 το ΚΚΕ με μια αντι-ευρωαντλαντική όμως διάσταση, μετά ο ΣΥΝ από το 1994-95, στο χώρο του οποίου την επόμενη δεκαετία διατυπώθηκαν μειοψηφικά και απόψεις περί αναγνώρισης της ΠΓΔΜ με τη συνταγματική της ονομασία, στη συνέχεια το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ μάλλον παράλληλα και δια της διολισθήσεως) και είχαμε «ηρεμήσει» (ως πολιτικό σύστημα), η οποία βέβαια- ‘εθνική κόκκινη γραμμή’- ως καταστάλαγμα στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι 2-4/4/2008 υπήρξε στιγμή αντίστασης του τότε πρωθυπουργού Καραμανλή απέναντι στις πιέσεις των ΗΠΑ όπως συγκεκριμένα διατυπώθηκαν, το ζήτημα αυτό επανέρχεται με επισπεύδοντες τους βορειοατλαντικούς συμμάχους μας (καθώς μέχρι σήμερα ως Βαλκάνιοι δεν κατορθώσαμε μόνοι μας να βρούμε μια κοινώς αποδεκτή λύση, γεγονός που αναδεικνύει πολλά και απαισιόδοξα μηνύματα και για το οποίο έχουν ευθύνες όλες οι πλευρές) και δείχνει να ευαισθητοποιεί και να κινητοποιεί τους «από κάτω». Θα δείξει. Μία τελευταία αναφορά. Γίνεται μια προσπάθεια από εξουσιαστικούς κύκλους διαφόρων μορφών να ταυτιστούν οι διαφωνούντες ή όσοι έχουν μια διαφορετική προσέγγιση στο ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ με την ακροδεξιά. Το συγκεκριμένο θέμα έχει βέβαια ένα ιστορικό βάθος (ιδίως σε διανοούμενα μεσοστρώματα) από τα τέλη του 80-αρχές 90 και μετά σε διάφορα επίπεδα, αναπαράγοντας το σχήμα του διαχωρισμού εθνικού με το κοινωνικό και διάφορες άλλες στερεοτυπικές αναφορές και ιδεολογικά κλισέ. Στην εποχή μας κατά τη γνώμη μου συμπλέκεται με την κυρίαρχη αντίθεση υπεριμπεριαλισμού – εθνικολαϊκής κυριαρχίας.
Ευτυχώς τουλάχιστον, που ο Ανδρέας Παπανδρέου - με τον ισχυρό συμβολισμό που αποκτούν οι πολιτικές ηγεσίες όταν αποτελούν ισχυρή υποκειμενική συνθήκη στη μορφοποίηση ή μετεξέλιξη πολιτικών παρατάξεων ή ιστορικών κοινωνικο-πολιτικών μπλοκ σε έναν κυρίαρχο-κυριαρχούμενο εθνικό κοινωνικό σχηματισμό με διάσπαρτη τη μικροϊδιοκτητική κοινωνική δομή όπως ο ελληνικός- έζησε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και παρενέβη συγκεκριμένα στα ζητήματα της εν λόγω διαπάλης, τόσο σε επίπεδο λόγου, όσο και στο επίπεδο πράξεων, συνεχίζοντας την πλούσια αγωνιστική παράδοση του λαϊκού δημοκρατικού πατριωτισμού που έρχεται από την ιστορική διαδρομή της πάλης των κυριαρχούμενων τάξεων της πατρίδας μας, της ενότητας του εθνικού με το κοινωνικό, την αντι-νεοφιλελεύθερη πάλη. Που έρχεται από μακριά και θα πάει πολύ μακριά, σύμφωνα με την κλασική φράση του Παλμίρο Τολιάτι. Διαφορετικά η κατηγορία περί ακροδεξιάς θα είχε σχεδόν ισχύ νόμου. Τώρα απλά μπορεί να τεθεί στις πραγματικές της διαστάσεις. Παρά την προσπάθεια συνειδητά ή εκ του αποτελέσματος συγκεκριμένων ενεργειών να ενισχυθεί.
Ο Α.Π. στη μεγάλη προεκλογική συγκέντρωση του ΠΑΣΟΚ στη Θεσσαλονίκη (18/9/93) θα πει μια φράση που έμελε να μείνει στην ιστορία «Το όνομά μας είναι η ψυχή μας». Η συγκεκριμένη φράση αποτελούσε την κατακλείδα της γνωστής – εκείνα τα χρόνια- ανοιχτής επιστολής πέντε κορυφαίων ανθρώπων των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών προς την Ε.Ο.Κ. το 1992. Ακολουθεί το κείμενο της επιστολής με τις υπογραφές.
Ανοιχτή Επιστολή στην Ε.Ο.Κ.
28 Μαρτίου 1992
Οι υπογραφόμενοι θεωρούμε υποχρέωση μας τόσο απέναντι στην ιδιαίτερη πατρίδα μας την Ελλάδα, όσο και απέναντι στη μεγαλύτερη πατρίδα μας την Ευρώπη, να απευθυνθούμε σε εσάς και να θέσουμε υπόψη σας τα ακόλουθα.
Σας είναι ασφαλώς γνωστή η προσπάθεια που άρχισε παλιότερα και συστηματοποιήθηκε μετά το 1944 με την ίδρυση, στο πλαίσιο της Ομοσπονδιακής Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, ενός ομοσπονδιακού κρατιδίου υπό το όνομα “Δημοκρατία της Μακεδονίας” με αποκλειστικό στόχο, τότε και τώρα, την αμφισβήτηση των ελληνικών συνόρων εντός των οποίων περικλείεται η ελληνική Μακεδονία, ως περιοχή της Βόρειας Ελλάδας με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη, κατοικούμενη από αμιγώς ελληνικό πληθυσμό.
Μέχρι σήμερα η αυθαίρετη χρήση της ιστορικής ονομασίας “Μακεδονία” από το ομόσπονδο κρατίδιο των Σκοπίων, αποτελούσε τυπικά τουλάχιστον, εσωτερική υπόθεση της Γιουγκοσλαβίας. Από τη στιγμή όμως που θα συμβεί να αναγνωριστούν το Σκόπια ως χωριστά κυρίαρχο κράτος, υποκείμενο του διεθνούς δικαίου και αποκτήσουν έτσι διεθνή υπόσταση ως “Μακεδονία” η επιβουλή κατά της Ελλάδος καθίσταται κατάφωρη και αναπόφευκτη.
Διότι αυτό το νέο κράτος με το όνομα “Μακεδονία”, καθώς δεν καλύπτει το σύνολο, αλλά μέρος μόνο του γεωγραφικού χώρου τον οποίο υποδηλώνει το όνομα του, θα τείνει, τόσο αντικειμενικά, όσο και υποκειμενικά να λειτουργεί ως “εθνικό κέντρο”, πράγμα που συνεπάγεται “δυνάμει” εδαφικές διεκδικήσεις σε βάρος των γειτονικών κρατών, καλλιεργώντας έτσι τον αλυτρωτισμό στους κατοίκους του, παρά το ότι αυτοί διαφέρουν εθνολογικά (είναι Σλάβοι, Αλβανοί και Τούρκοι) από τους κατοίκους της ελληνικής Μακεδονίας.
Η ειρήνη στα Βαλκάνια προϋποθέτει το σεβασμό των συνόρων.
Η χρήση ονομασίας “Μακεδονία” από ένα αναβαθμισμένο πλέον σε ανεξάρτητο κράτος των Σκοπίων συνιστά απροκάλυπτη αμφισβήτηση των ελληνικών συνόρων, μια αμφισβήτηση που δεν εκτοπίζεται και δεν εξουδετερώνεται ούτε με διεθνή σύμφωνα ούτε με συνταγματικές διατάξεις.
Με το σφετερισμό και την ιδιοποίηση της ονομασίας “Μακεδονία” τα Σκόπια – αν το κράτος τους τύχει της αναγνώρισής σας – δημιουργούν ένα πλάσμα (fiction), το οποίο θα δηλώνει καθημερινά στη διεθνή κοινότητα και καλλιεργεί στους κατοίκους του, ως “εθνικό όραμα”, την προοπτική μιας “ενιαίας Μακεδονίας”, τμήμα της οποίας θεωρείται και η λεγόμενη “Μακεδονία του Αιγαίου” – όπως σκοπίμως και μονίμως αποκαλούν την ελληνική Μακεδονία – με στόχο το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, μιας πόλης που κατοικείται 100% από Έλληνες.
Τέτοια ήταν, άλλωστε, καθώς το μαρτυρούν πάμπολα στοιχεία, η προοπτική που αρχικά., όταν το 1944 ο Τίτο ίδρυσε το ομόσπονδο κρατίδιο της “Μακεδονίας” και κατασκεύασε αντίστοιχη “εθνότητα”.
Εν όψει όλων των ανωτέρω η εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας τυχόν αναγνώριση του κράτους των Σκοπίων με την ονομασία “Μακεδονία” θα αποτελούσε επίσημη αμφισβήτηση των συνόρων της Ελλάδας και συνακόλουθα βαρύτατο πλήγμα κατά ενός μέλους της Κοινότητας. Ο ελληνικός λαός – αυτό έδειξαν και οι 1.000.000 διαδηλωτές που ξεχείλισαν τους δρόμους της μακεδονικής πρωτεύουσας, της Θεσσαλονίκης, στις 14 Φεβρουαρίου, δεν ξέρουμε κατά πόσο θα μπορέσει να παραμείνει απαθής μπροστά σ’αυτήν την απειλή κατά της εθνικής του υπόστασης και της εδαφικής του υπόστασης και της εδαφικής του ακεραιότητας. Ελπίζουμε ότι θα θελήσετε να λάβετε υπόψη σας όσα θεωρήσαμε σκόπιμο, όχι από απλή ευαισθησία, αλλά ως ηθική, νομική και πολιτική υποχρέωση μας, να θέσουμε υπόψη σας.
Για μας η ψυχή μας είναι το όνομα μας,
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ (ποιητής, Βραβείο Νόμπελ 1979).
ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΕΩΡΓΑΚΗΣ (ακαδημαϊκός, πρόεδρος ιδρύματος “Αλέξανδρος Ωνάσης”)
ΕΛΕΝΗ ΓΛΥΚΑΤΖΗ-ΑΡΒΕΛΕΡ (καθηγήτρια στη Σορβόνη, πρόεδρος του Πανεπιστημίου της Ευρώπης)
ΑΡΙΣΤΟΒΟΥΛΟΣ ΜΑΝΕΣΗΣ (καθηγητής, πρώην κοσμήτωρ της Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής των Ελλήνων, Επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Αμιένης)
ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ (ηθοποιός, βουλευτής Επικρατείας, πρώην Υπουργός Πολιτισμού)
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΑΤΣΟΣ (καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πάντειο, Πανεπιστημίου του Χααγκεν Γερμανίας)
Ανάρτηση από: https://geromorias.blogspot.gr