Του Γιώργου Καραμπελιά
Οι τελευταίες τουρκικές προκλήσεις στα Ίμια και στην κυπριακή ΑΟΖ δεν αποτελούν παρά την προσωρινή κορύφωση μίας επιθετικής στρατηγικής η οποία κλιμακώνεται αδιάκοπα, τουλάχιστον σε όλη τη διάρκεια του 2017, και επιτείνεται κατά τους πρώτους μήνες του 2018.
Η Τουρκία δεν διεκδικεί πλέον την απλή υποταγή της Ελλάδας στη γεωπολιτική και στρατιωτική της ισχύ αλλά ανοίγει ένα νέο στάδιο, με την άμεση αμφισβήτηση της κυριαρχίας Ελλάδας και Κύπρου, ακόμα και με την απόσπαση εδαφών και τεράστιων θαλασσίων περιοχών. Ο Ερντογάν, κατά την επίσκεψή του στην Ελλάδα, αμφισβήτησε ανοιχτά τη Συνθήκη της Λωζάννης και κάλεσε τους Θρακιώτες μουσουλμάνους σε οιονεί ανταρσία, μιλώντας για «ένα έθνος και μία σημαία» –την τουρκική – απευθυνόμενος σε Έλληνες πολίτες! Τον Ιανουάριο του 2018, οι εναέριες τουρκικές παραβιάσεις στο Αιγαίο ξεπέρασαν κάθε ιστορικό προηγούμενο ενώ αυξήθηκαν κατακόρυφα και οι ναυτικές παραβιάσεις. Ο Τούρκος πρωθυπουργός Γιλντιρίμ ανήγγειλε πως Ελλάδα και Κύπρος δεν συνορεύουν, ενώ το Καστελόριζο αποτελεί οιονεί τουρκικό έδαφος μια και δεν ορίζει ούτε υφαλοκρηπίδα ούτε ΑΟΖ. Ακολούθησε ο εμβολισμός του ελληνικού σκάφους και η ανοιχτή κατάληψη της κυπριακής ΑΟΖ από τα τουρκικά πολεμικά, την ίδια στιγμή που τα Ίμια έχουν περικυκλωθεί από το τουρκικό ναυτικό και έχουν ανακηρυχθεί τουρκικό έδαφος από τους Τούρκους.
Είναι φανερό λοιπόν ότι έχουμε περάσει σε μία νέα φάση και για την αντιμετώπισή της η τρέχουσα τακτική των ελληνικών κυβερνήσεων, σε Ελλάδα και Κύπρο, η τακτική δηλαδή του εξευμενισμού της τουρκικής επιθετικότητας με αλλεπάλληλες υποχωρήσεις, δεν αρκεί πλέον στην τουρκική ηγεσία του Ερντογάν. Ενόψει μάλιστα των νέων διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό, επιχειρούν να «κλείσουν» οριστικά την υπόθεση «Ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία», που αποτελεί κύριο πρόβλημά τους, καθώς είναι μέρος της ΕΕ και έχει συνάψει συμμαχίες με τους εχθρούς της Τουρκίας στην περιοχή, την Αίγυπτο και το Ισραήλ. Γι’ αυτό πρέπει να αντικατασταθεί από ένα νέο μόρφωμα, ελεγχόμενο ανοιχτά από την Τουρκία, η οποία έτσι θα καταστεί τελεσίδικα ηγεμονική δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η αποτυχία των πατριωτικών δυνάμεων στις πρόσφατες κυπριακές εκλογές και η επανεκλογή του Αναστασιάδη στην Κύπρο αντί, όπως φαντάζονται οι γνωστοί yesmen, να αποτελέσει στοιχείο κατευνασμού της τουρκικής επιθετικότητας, λειτούργησε εντελώς αντίστροφα. Κατέδειξε πως οι Ελληνοκύπριοι δεν είναι διατεθειμένοι να αντισταθούν σθεναρά και επομένως είναι ώρα για ένα τουρκικό γιουρούσι ώστε να καμφθούν και να υποκύψουν οριστικά. Παράλληλα, ίδια και χειρότερη είναι η εικόνα στην Ελλάδα όπου, παρά τις αλλεπάλληλες τουρκικές προκλήσεις και την ανοικτή αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάννης, η ελληνική κυβέρνηση έφερε τον Ερντογάν μέσα στην Ελλάδα για να αμφισβητήσει τα σύνορά μας ενώ ψελλίζει διαρκώς κάποιες ωχρές διαμαρτυρίες απέναντι στην ιταμή προκλητικότητα των νεο-οθωμανών.
Οι Τούρκοι θεωρούν πως αυτή η στιγμή είναι η καταλληλότερη για να πιέσουν μία Ελλάδα που βρίσκεται σε οικονομική κατάρρευση, κυβερνάται από μία ομάδα εθνομηδενιστών που το μόνο τους μέλημα είναι η παραμονή στην εξουσία, και γι’ αυτό παροξύνουν τις εμφύλιες μικρο-πολιτικές διαμάχες, ενώ, ταυτόχρονα, έχει εμπλακεί και σε ένα άλλο μεγάλο εθνικό ζήτημα που είναι το Μακεδονικό.
Πολλοί πίστευαν ότι η εσωτερική κρίση στη Τουρκία θα αποτελέσει παράγοντα μείωσης της τουρκικής επιθετικότητας, ωστόσο και αυτή λειτουργεί στην ακριβώς αντίθετηκατεύθυνση.Ο Ερντογάν δεν αρκείται στο να οικοδομήσει ένα αυταρχικό κράτος διώκοντας όλους τους αντιπάλους του, αλλά προσχωρεί σε μία στρατηγική εθνικιστικής υστερίας, έτσι ώστε να ενσωματώσει, γύρω από την ισλαμική κυβέρνηση, και τους πλέον πολεμοκάπηλους πρώην αντιπάλους του κεμαλιστές, όπως έχει ήδη συμβεί με τους Γκρίζους Λύκους, και να εξαφανίσει πολιτικά το παραδοσιακό κεμαλικό κόμμα το οποίο έχει μεταβληθεί σε ουρά της πολιτικής του. Γι’ αυτό και επιτέθηκε ανελέητα στους Κούρδους, στο εσωτερικό της Τουρκίας, βομβαρδίζοντας τις πόλεις τους, ενώ τώρα εισβάλλει στη Συρία, προσπαθώντας να προβεί σε εθνοκάθαρση των κουρδικών περιοχών αυτής της χώρας, έτσι ώστε να εξαλείψει, με τον τρόπο που ξέρουν οι Τούρκοι, κάθε πιθανό κίνδυνο στην περιοχή – δηλαδή με την εξαφάνιση και τον διωγμό των Κούρδων της Συρίας και την εγκατάσταση στις ίδιες περιοχές ενός μεγάλου αριθμού Σύρων προσφύγων που έχουν καταφύγει στην Τουρκία.
Η Τουρκία δείχνει μία τέτοια επιθετικότητα προς όλες τις κατευθύνσεις γιατί θεωρεί ότι έχει εξασφαλίσει και την αναγκαία διεθνή στήριξη.
Πρώτον, η μεγάλη στρατηγική στροφή στις ρωσο-τουρκικές θέσεις δίνει, για πρώτη φορά από την εποχή του Λένιν, τη δυνατότητα στην Τουρκία να εξουδετερώσει τον ρωσικό παράγοντα αν όχι και να τον μεταβάλει σε σταθερό σύμμαχό της.
Δεύτερον, η όξυνση του κουρδικού ζητήματος, λίγους μήνες πριν στο Ιράκ και τώρα στη Συρία, επιτρέπει στη Τουρκία να συνάψει μία ακόμα συμμαχία με τον ιστορικό εχθρό της, το Ιράν, που φοβάται και αυτό τη πιθανή αφύπνιση των οκτώ έως δέκα εκατομμυρίων Κούρδων που ζουν στο εσωτερικό του.
Τρίτον, η δραματική υποβάθμιση του ρόλου και της σημασίας του αμερικανικού παράγοντα επί Τραμπ, καθώς οι ΗΠΑ μοιάζουν να μην έχουν καν ενιαία γραμμή στην εξωτερική τους πολιτική, αποτελεί ένα επιπλέον στοιχείο που τροφοδοτεί την τουρκική επιθετικότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρότι οι Αμερικανοί, μαζί με το Ισραήλ, αναπτέρωσαν τις προσδοκίες των Κούρδων του Ιράκ και της Συρίας, δεν τους υπεράσπισαν μέχρι σήμερα σθεναρά, ενώ, καθόλου τυχαία, νίπτουν τας χείρας τους απέναντι στη τουρκική επιθετικότητα έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου.
Τέταρτον, το Ισραήλ, στο οποίο πάρα πολλοί επένδυσαν υπερβολικές προσδοκίες, δεν διαθέτει τη δυνατότητα, βέβαια, να αντιμετωπίσει όλα τα μέτωπα ταυτόχρονα. Οι μόνοι που αντέδρασαν έστω χλιαρά στις τουρκικές προκλήσεις ήταν οι Ευρωπαίοι εταίροι μας, αλλά τόσο χλιαρά ώστε δεν τόλμησαν καν να επιβάλουν άμεσα τη συνέχιση των γεωτρήσεων στην κυπριακή ΑΟΖ.
Όλα αυτά καταδεικνύουν πως τα ψέματα έχουν τελειώσει. Η πολιτική του «εξευμενισμού» οδηγεί όχι μόνο στη μετατροπή της Ελλάδας σε προτεκτοράτο (προς όφελος της Τουρκίας), αλλά και στην αφαίρεση εθνικού εδάφους και την ολοκλήρωση του ελέγχου της Κύπρου, μετά την εισβολή του 1974. Για τους Έλληνες πλέον, εάν θέλουν να υπάρχουν ως ανεξάρτητα κράτη σε Ελλάδα και Κύπρο, οι πολιτικές τους επιλογές είναι μονόδρομος. Σήμερα πια, το «αντίσταση ή υποταγή» αποτελεί κυριολεξία.
Η Ελλάδα και η Κύπρος πρέπει να διακηρύξουν ανοιχτά πως η Τουρκία απειλεί απ’ ευθείας την εθνική τους ακεραιότητα και να πάρουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να την αντιμετωπίσουν. Να προσφύγουν άμεσα σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς και στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, να ζητήσουν σύγκλιση των οργάνων της Ε.Ε., ακόμη και Συμβουλίου αρχηγών των κρατών-μελών, να απειλήσουν με άμεσο βέτο σε όλες τις διαπραγματεύσεις της Ε.Ε. με την Τουρκία και να θέσουν το θέμα στο ΝΑΤΟ ως πρώτο ζήτημα και προϋπόθεση για οποιαδήποτε συζήτηση του μακεδονικού. Παράλληλα, θα έπρεπε να υπάρξει και η απαραίτητη κινητοποίηση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεωνέτσι ώστε το καθεστώς των Ιμίων να μην περάσει από το «γκριζάρισμα» στην τουρκοποίηση, ενώ θα έπρεπε να διεξαγάγουν και πολεμικές ασκήσεις μεγαλύτερης κλίμακας με τις χώρες που είναι διατεθειμένες να συμμετάσχουν σε αυτές, δηλαδή την Κύπρο, την Αίγυπτο, ακόμα και το Ισραήλ. Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την Ε.Ε., η Ελλάδα πρέπει να επιδιώξει άμεσες συναντήσεις με την πολιτειακή ηγεσία της Γαλλίας και της Ιταλίας και να ζητήσει την ενίσχυση της παρουσίας των πολεμικών τους δυνάμεων στην περιοχή, καθώς απειλούνται και άμεσα συμφέροντα των πετρελαϊκών εταιριών αυτών των χωρών. Αυτή είναι η μόνη εθνική στρατηγική την οποία μπορούμε να αναπτύξουμε, με παράλληλες παρεμβάσεις και συμφωνίες και με τον ρωσικό παράγοντα, ο οποίος, παρά την πρόσφατη συμμαχία με την Τουρκία, σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελε, σε βάθος χρόνου, να δει το Αιγαίο «τουρκική θάλασσα» και την Κύπρο τουρκικό αεροπλανοφόρο στην Ανατολική Μεσόγειο. Όσο για τους Αμερικανούς, μία τέτοια στάση της Ελλάδας θα τους υποχρέωνε να πάρουν καθαρότερη θέση.
Είναι προφανές ότι η Ελλάδα διαθέτει σήμερα ένα τεράστιο ατού που είναι η στροφή της κοινής γνώμης και εν μέρει των πολιτικών ελίτ της Ευρώπης και της Δύσης εναντίον της Τουρκίας του Ερντογάν. Μία σθεναρή και σοβαρή ελληνική στάση θα ενεργοποιήσει ένα μεγάλο μέρος αυτής της κοινής γνώμης και των ελίτ υπέρ των ελληνικών θέσεων, κάτι που για πρώτη φορά μπορεί να συμβεί τις τελευταίες δεκαετίες.
Τέλος και το σημαντικότερο, η πρόσφατη πατριωτική αφύπνιση της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στο Μακεδονικό, όπως είχαμε ήδη τονίσει, δεν αφορά μονοδιάστατα τα Σκόπια αλλά, πριν απ’ όλα, τη νεο-οθωμανική απειλή. Οι Έλληνες κατανοούν πως, δύο αιώνες μετά την επανάσταση του ’21, κινδυνεύουν να βρεθούν ενώπιον της ακύρωσης της ανεξαρτησίας τους. Αυτή λοιπόν η πατριωτική αφύπνιση μπορεί να αποτελέσει ένα αποφασιστικό όπλο για έναν τέτοιο αναπροσανατολισμό της εθνικής και εξωτερικής μας πολιτικής. (Παρεμπιπτόντως να υποχρεώσει και τους ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς να βάλουν ένα τέρμα στην αυξανόμενη τουρκοποίηση του προγράμματός τους).
Μπορεί όμως οι εθνομηδενιστές που βρίσκονται στην εξουσία, σε Ελλάδα και Κύπρο, και οι μικροί άνθρωποι που αποτελούν τις πολιτικές ελίτ του ελληνισμού συνολικά να αλλάξουν ρότα και να πάψουν να ασχολούνται αποκλειστικά με τα μικροπολιτικά τους παιχνίδια; Εναπόκειται στον ελληνικό λαό, σε Ελλάδα και Κύπρο, συνεχίζοντας στην κατεύθυνση της πατριωτικής αφύπνισης των μεγάλων συλλαλητηρίων να τους υποχρεώσει να το κάνουν, ή και να τους αλλάξει.
Ανάρτηση από: http://www.huffingtonpost.gr