Του Άλβαρο Γκαρσία Λινέρα* από το Ἀρδην τ. 109
Η έξαψη για έναν επικείμενο κόσμο δίχως σύνορα, ο ζήλος για τη διαρκή κατακρεούργηση των εθνικών κρατών στο όνομα της ελεύθερης επιχείρησης και η σχεδόν θρησκευτική βεβαιότητα ότι η παγκόσμια κοινωνία θα καταλήξει να είναι ένας απόλυτα ενιαίος χώρος οικονομικά, χρηματιστικά και πολιτιστικά, μόλις κατέρρευσαν, προκαλώντας μια κατάπληξη που άφησε άφωνες τις φιλοπαγκοσμιοποιητικές ελίτ του πλανήτη.
Η άρνηση της Βρετανίας να παραμείνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης –το πιο σημαντικό εγχείρημα κρατικής ενοποίησης των τελευταίων εκατό ετών– και η εκλογική νίκη του Τραμπ –που ύψωσε τις σημαίες μιας επιστροφής στον οικονομικό προστατευτισμό, ανακοίνωσε την καταγγελία των συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου και υποσχέθηκε την κατασκευή βαβυλώνιων συνοριακών τειχών– έχουν εκμηδενίσει τη μεγαλύτερη και πιο επιτυχημένη φιλελεύθερη αυταπάτη της εποχής μας. Και όλα αυτά προέρχονται από τα δύο έθνη που, πριν τριάντα πέντε χρόνια, ενδεδυμένα την πολεμική πανοπλία τους, διακήρυσσαν την έλευση του ελεύθερου εμπορίου και της παγκοσμιοποίησης ως την αναπόφευκτη λύτρωση της ανθρωπότητας, απευθυνόμενα σε έναν κόσμο όπου έχουν ανατραπεί ή, ακόμα χειρότερα, εξαντληθεί οι ψευδαισθήσεις που τον κράτησαν σε επαγρύπνηση επί έναν αιώνα.
Η παγκοσμιοποίηση ως μετα-αφήγηση, δηλαδή ως ιδεολογικός και πολιτικός ορίζοντας ικανός να διοχετεύσει τις συλλογικές ελπίδες προς έναν ενιαίο προορισμό, που θα επέτρεπε την υλοποίηση κάθε δυνατής προσδοκίας, έχει σπάσει σε χίλια κομμάτια. Και σήμερα δεν υπάρχει στη θέση της στον κόσμο τίποτα που να διαρθρώνει αυτές τις κοινές προσδοκίες. Αυτό που γίνεται είναι μια φοβισμένη οπισθοχώρηση εντός των συνόρων και η επιστροφή σε ένα είδος πολιτικού φυλετισμού, τροφοδοτούμενου από την ξενοφοβική οργή, ενώπιον ενός κόσμου που πλέον δεν είναι ο κόσμος κανενός.Η άρνηση της Βρετανίας να παραμείνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης –το πιο σημαντικό εγχείρημα κρατικής ενοποίησης των τελευταίων εκατό ετών– και η εκλογική νίκη του Τραμπ –που ύψωσε τις σημαίες μιας επιστροφής στον οικονομικό προστατευτισμό, ανακοίνωσε την καταγγελία των συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου και υποσχέθηκε την κατασκευή βαβυλώνιων συνοριακών τειχών– έχουν εκμηδενίσει τη μεγαλύτερη και πιο επιτυχημένη φιλελεύθερη αυταπάτη της εποχής μας. Και όλα αυτά προέρχονται από τα δύο έθνη που, πριν τριάντα πέντε χρόνια, ενδεδυμένα την πολεμική πανοπλία τους, διακήρυσσαν την έλευση του ελεύθερου εμπορίου και της παγκοσμιοποίησης ως την αναπόφευκτη λύτρωση της ανθρωπότητας, απευθυνόμενα σε έναν κόσμο όπου έχουν ανατραπεί ή, ακόμα χειρότερα, εξαντληθεί οι ψευδαισθήσεις που τον κράτησαν σε επαγρύπνηση επί έναν αιώνα.
Το γεωπολιτικό μέτρο του καπιταλισμού
Εκείνος που ξεκίνησε τη μελέτη της γεωγραφικής διάστασης του καπιταλισμού ήταν ο Καρλ Μαρξ. Η συζήτησή του με τον οικονομολόγο Φρίντριχ Λιστ για τον κρατικό καπιταλισμό, το 1847, και οι σκέψεις του σχετικά με τις επιπτώσεις της ανακάλυψης των χρυσωρυχείων της Καλιφόρνιας στο υπερπόντιο εμπόριο με την Ασία, τον καθιερώνουν ως τον πρώτο και πιο ενδελεχή ερευνητή των διαδικασιών οικονομικής παγκοσμιοποίησης του καπιταλιστικού καθεστώτος. Πράγματι, η συμβολή του δεν εδράζεται στην κατανόηση του παγκοσμιοποιημένου χαρακτήρα του εμπορίου, που ξεκινά με την ευρωπαϊκή εισβολή στην Αμερική, αλλά στην πλανητικά επεκτατική φύση της ίδιας της καπιταλιστικής παραγωγής.
Οι κατηγορίες τυπικής και πραγματικής υπαγωγής της διαδικασίας της εργασίας στο κεφάλαιο, με τις οποίες ο Μαρξ αποκαλύπτει την αέναη αυτοκίνηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, προϋποθέτουν την αυξανόμενη υπαγωγή της εργατικής δύναμης, της κοινωνικής νόησης και της γης, στη λογική της επιχειρηματικής συσσώρευσης, δηλαδή την υποταγή των συνθηκών της ζωής ολόκληρου του πλανήτη στην αξιοποίηση του κεφαλαίου. Εξ ου και, στα πρώτα τριακόσια πενήντα χρόνια της ύπαρξής του, το γεωπολιτικό μέτρο του καπιταλισμού έχει προχωρήσει από τις πόλεις-κράτη στην ηπειρωτική διάσταση και έχει περάσει, τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια, στο πλανητικό γεωπολιτικό πεδίο.
Η οικονομική παγκοσμιοποίηση (υλική) είναι λοιπόν σύμφυτη με τον καπιταλισμό. Η αφετηρία της μπορεί να χρονολογηθεί πεντακόσια χρόνια πριν, κι από τότε θα συσφιχθεί, με τρόπο αποσπασματικό και αντιφατικό, πολύ περισσότερο.
Αν παρακολουθήσουμε τις σχηματικές παραθέσεις του Τζιοβάνι Αρίγκι, στην πρότασή του περί συστημικών κύκλων καπιταλιστικής συσσώρευσης με επικεφαλής ένα ηγεμονικό κράτος: Γένοβα (XV-XVI αιώνας), Ολλανδία (XVIII αιώνας), Αγγλία (ΧΙΧ αιώνας) και ΗΠΑ (ΧΧ αιώνας), κάθε μία από αυτές τις ηγεμονίες συνοδευόταν από μια νέα κορύφωση της παγκοσμιοποίησης (πρώτα εμπορική, μετά παραγωγική, τεχνολογική, γνωστική και, τέλος, περιβαλλοντική) και μια εδαφική επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων. Ωστόσο, αυτό που όντως αποτελεί μια πρόσφατη πραγματικότητα στο εσωτερικό αυτής της οικονομικής παγκοσμιοποίησης είναι η οικοδόμησή της ως πολιτικό-ιδεολογικό πρόταγμα, ελπίδα ή κοινή λογική, δηλαδή ως ορίζοντας της εποχής ικανός να ενοποιεί τις πολιτικές πεποιθήσεις και ηθικές προσδοκίες ανδρών και γυναικών ανηκόντων σε όλα τα έθνη του κόσμου.
Εκείνος που ξεκίνησε τη μελέτη της γεωγραφικής διάστασης του καπιταλισμού ήταν ο Καρλ Μαρξ. Η συζήτησή του με τον οικονομολόγο Φρίντριχ Λιστ για τον κρατικό καπιταλισμό, το 1847, και οι σκέψεις του σχετικά με τις επιπτώσεις της ανακάλυψης των χρυσωρυχείων της Καλιφόρνιας στο υπερπόντιο εμπόριο με την Ασία, τον καθιερώνουν ως τον πρώτο και πιο ενδελεχή ερευνητή των διαδικασιών οικονομικής παγκοσμιοποίησης του καπιταλιστικού καθεστώτος. Πράγματι, η συμβολή του δεν εδράζεται στην κατανόηση του παγκοσμιοποιημένου χαρακτήρα του εμπορίου, που ξεκινά με την ευρωπαϊκή εισβολή στην Αμερική, αλλά στην πλανητικά επεκτατική φύση της ίδιας της καπιταλιστικής παραγωγής.
Οι κατηγορίες τυπικής και πραγματικής υπαγωγής της διαδικασίας της εργασίας στο κεφάλαιο, με τις οποίες ο Μαρξ αποκαλύπτει την αέναη αυτοκίνηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, προϋποθέτουν την αυξανόμενη υπαγωγή της εργατικής δύναμης, της κοινωνικής νόησης και της γης, στη λογική της επιχειρηματικής συσσώρευσης, δηλαδή την υποταγή των συνθηκών της ζωής ολόκληρου του πλανήτη στην αξιοποίηση του κεφαλαίου. Εξ ου και, στα πρώτα τριακόσια πενήντα χρόνια της ύπαρξής του, το γεωπολιτικό μέτρο του καπιταλισμού έχει προχωρήσει από τις πόλεις-κράτη στην ηπειρωτική διάσταση και έχει περάσει, τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια, στο πλανητικό γεωπολιτικό πεδίο.
Η οικονομική παγκοσμιοποίηση (υλική) είναι λοιπόν σύμφυτη με τον καπιταλισμό. Η αφετηρία της μπορεί να χρονολογηθεί πεντακόσια χρόνια πριν, κι από τότε θα συσφιχθεί, με τρόπο αποσπασματικό και αντιφατικό, πολύ περισσότερο.
Αν παρακολουθήσουμε τις σχηματικές παραθέσεις του Τζιοβάνι Αρίγκι, στην πρότασή του περί συστημικών κύκλων καπιταλιστικής συσσώρευσης με επικεφαλής ένα ηγεμονικό κράτος: Γένοβα (XV-XVI αιώνας), Ολλανδία (XVIII αιώνας), Αγγλία (ΧΙΧ αιώνας) και ΗΠΑ (ΧΧ αιώνας), κάθε μία από αυτές τις ηγεμονίες συνοδευόταν από μια νέα κορύφωση της παγκοσμιοποίησης (πρώτα εμπορική, μετά παραγωγική, τεχνολογική, γνωστική και, τέλος, περιβαλλοντική) και μια εδαφική επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων. Ωστόσο, αυτό που όντως αποτελεί μια πρόσφατη πραγματικότητα στο εσωτερικό αυτής της οικονομικής παγκοσμιοποίησης είναι η οικοδόμησή της ως πολιτικό-ιδεολογικό πρόταγμα, ελπίδα ή κοινή λογική, δηλαδή ως ορίζοντας της εποχής ικανός να ενοποιεί τις πολιτικές πεποιθήσεις και ηθικές προσδοκίες ανδρών και γυναικών ανηκόντων σε όλα τα έθνη του κόσμου.
Το τέλος της ιστορίας
Η παγκοσμιοποίηση ως αφήγημα ή ιδεολογία της εποχής έχει ζωή μόλις τριάντα πέντε χρόνων. Ξεκίνησε από τους προέδρους Ρόναλντ Ρέιγκαν και Μάργκαρετ Θάτσερ, διαλύοντας το κράτος πρόνοιας, ιδιωτικοποιώντας τις κρατικές επιχειρήσεις, εκμηδενίζοντας την εργατική συνδικαλιστική δύναμη και αντικαθιστώντας τον προστατευτισμό της εγχώριας αγοράς από το ελεύθερο εμπόριο, στοιχεία που χαρακτήριζαν τις οικονομικές σχέσεις από την κρίση του 1929.
Βεβαίως, αποτέλεσε μια διευρυμένη επιστροφή στους κανόνες του οικονομικού φιλελευθερισμού του δέκατου ένατου αιώνα, συμπεριλαμβανομένης της διασύνδεσης σε πραγματικό χρόνο των αγορών, της ανάπτυξης του εμπορίου σε σχέση με το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) και της σημασίας των χρηματοπιστωτικών αγορών, που ήταν ήδη παρούσες τότε. Ωστόσο, εκείνο που διαφοροποιεί αυτήν τη φάση του συστημικού κύκλου από τον άλλον, που επικρατούσε τον δέκατο ένατο αιώνα, ήταν η συλλογική αυταπάτη της παγκοσμιοποίησης, η νομιμοποιητική ιδεολογική λειτουργία της και η εξύμνησή της ως υποτιθέμενης φυσικής πορείας και μοίρας της ανθρωπότητας.
Και εκείνοι που, μετά συγκινήσεως, υιοθέτησαν την πεποίθηση ότι η ελεύθερη αγορά θα αποτελέσει την τελική σωτηρία, δεν ήταν μόνο οι κυβερνώντες και τα συντηρητικά πολιτικά κόμματα, αλλά επίσης και τα ΜΜΕ, οι ακαδημαϊκές κοινότητες, οι σχολιαστές και οι κοινωνικοί ηγέτες. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και η διαδικασία αυτού που ο Αντόνιο Γκράμσι αποκάλεσε ιδεολογικό μεταμορφισμό των πρώην σοσιαλιστών, που μεταστράφηκαν σε έξαλλους νεοφιλελεύθερους, έκλεισε τελικά τον κύκλο της νίκης της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.
Φυσικά! Αν στα μάτια του κόσμου η ΕΣΣΔ (Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών), που θεωρούνταν ως τότε η εναλλακτική αναφορά έναντι του καπιταλισμού της ελεύθερης επιχείρησης, παραιτείται από τον αγώνα και παραδίδεται μπρος στη σφοδρότητα της ελεύθερης αγοράς –και, επιπλέον, οι μαχόμενοι για έναν κόσμο διαφορετικό, δημόσια και γονυκλινείς, αποκηρύσσουν τις πρότερες πεποιθήσεις τους, για να διακηρύξουν την υπεροχή της παγκοσμιοποίησης έναντι του κρατικού σοσιαλισμού–, βρισκόμαστε μπροστά στη σύσταση ενός τέλειου αφηγήματος της φυσικής και μη αναστρέψιμης μοίρας του κόσμου: του πλανητικού θριάμβου της ελεύθερης επιχείρησης.
Η αναγγελία του τέλους της χεγκελιανής ιστορίας, με την οποία ο Φράνσις Φουκουγιάμα χαρακτήρισε το πνεύμα του κόσμου, είχε όλα τα συστατικά μιας ιδεολογίας της εποχής, μιας βιβλικής προφητείας: τη διατύπωσή της ως οικουμενικό πρόταγμα, την αντιπαράθεσή της προς ένα άλλο, δαιμονοποιημένο οικουμενικό πρόταγμα (τον κομμουνισμό), την ηρωική νίκη (το τέλος του Ψυχρού Πολέμου) και τη μεταμέλεια των απίστων.
Η ιστορία είχε φτάσει στον στόχο της: τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Και, από εκείνη τη στιγμή, χωρίς να χρειάζεται να αντιμετωπίσει αντιπάλους, το ζήτημα δεν ήταν πλέον ο αγώνας για έναν νέο κόσμο, αλλά απλώς για να ρυθμιστεί, να διαχειριστεί και να βελτιωθεί ο υπάρχων κόσμος, καθώς δεν υπήρχε εναλλακτική λύση. Ως εκ τούτου, κανένας αγώνας δεν άξιζε στρατηγικά τον κόπο, επειδή, ό, τι κι αν προσπαθούσε να κάνει κάποιος για να αλλάξει τον κόσμο, θα κατέληγε να παραδοθεί στην αμετακίνητη μοίρα της ανθρωπότητας, που ήταν η παγκοσμιοποίηση. Οπότε προέκυψε ένας παθητικός κομφορμισμός, ο οποίος κατέλαβε όλες τις κοινωνίες, όχι μόνο τις πολιτικές και επιχειρηματικές ελίτ, αλλά και ευρύτερους κοινωνικούς τομείς, που εντάχθηκαν ηθικά στην κυρίαρχη αφήγηση.
Η παγκοσμιοποίηση ως αφήγημα ή ιδεολογία της εποχής έχει ζωή μόλις τριάντα πέντε χρόνων. Ξεκίνησε από τους προέδρους Ρόναλντ Ρέιγκαν και Μάργκαρετ Θάτσερ, διαλύοντας το κράτος πρόνοιας, ιδιωτικοποιώντας τις κρατικές επιχειρήσεις, εκμηδενίζοντας την εργατική συνδικαλιστική δύναμη και αντικαθιστώντας τον προστατευτισμό της εγχώριας αγοράς από το ελεύθερο εμπόριο, στοιχεία που χαρακτήριζαν τις οικονομικές σχέσεις από την κρίση του 1929.
Βεβαίως, αποτέλεσε μια διευρυμένη επιστροφή στους κανόνες του οικονομικού φιλελευθερισμού του δέκατου ένατου αιώνα, συμπεριλαμβανομένης της διασύνδεσης σε πραγματικό χρόνο των αγορών, της ανάπτυξης του εμπορίου σε σχέση με το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) και της σημασίας των χρηματοπιστωτικών αγορών, που ήταν ήδη παρούσες τότε. Ωστόσο, εκείνο που διαφοροποιεί αυτήν τη φάση του συστημικού κύκλου από τον άλλον, που επικρατούσε τον δέκατο ένατο αιώνα, ήταν η συλλογική αυταπάτη της παγκοσμιοποίησης, η νομιμοποιητική ιδεολογική λειτουργία της και η εξύμνησή της ως υποτιθέμενης φυσικής πορείας και μοίρας της ανθρωπότητας.
Και εκείνοι που, μετά συγκινήσεως, υιοθέτησαν την πεποίθηση ότι η ελεύθερη αγορά θα αποτελέσει την τελική σωτηρία, δεν ήταν μόνο οι κυβερνώντες και τα συντηρητικά πολιτικά κόμματα, αλλά επίσης και τα ΜΜΕ, οι ακαδημαϊκές κοινότητες, οι σχολιαστές και οι κοινωνικοί ηγέτες. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και η διαδικασία αυτού που ο Αντόνιο Γκράμσι αποκάλεσε ιδεολογικό μεταμορφισμό των πρώην σοσιαλιστών, που μεταστράφηκαν σε έξαλλους νεοφιλελεύθερους, έκλεισε τελικά τον κύκλο της νίκης της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.
Φυσικά! Αν στα μάτια του κόσμου η ΕΣΣΔ (Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών), που θεωρούνταν ως τότε η εναλλακτική αναφορά έναντι του καπιταλισμού της ελεύθερης επιχείρησης, παραιτείται από τον αγώνα και παραδίδεται μπρος στη σφοδρότητα της ελεύθερης αγοράς –και, επιπλέον, οι μαχόμενοι για έναν κόσμο διαφορετικό, δημόσια και γονυκλινείς, αποκηρύσσουν τις πρότερες πεποιθήσεις τους, για να διακηρύξουν την υπεροχή της παγκοσμιοποίησης έναντι του κρατικού σοσιαλισμού–, βρισκόμαστε μπροστά στη σύσταση ενός τέλειου αφηγήματος της φυσικής και μη αναστρέψιμης μοίρας του κόσμου: του πλανητικού θριάμβου της ελεύθερης επιχείρησης.
Η αναγγελία του τέλους της χεγκελιανής ιστορίας, με την οποία ο Φράνσις Φουκουγιάμα χαρακτήρισε το πνεύμα του κόσμου, είχε όλα τα συστατικά μιας ιδεολογίας της εποχής, μιας βιβλικής προφητείας: τη διατύπωσή της ως οικουμενικό πρόταγμα, την αντιπαράθεσή της προς ένα άλλο, δαιμονοποιημένο οικουμενικό πρόταγμα (τον κομμουνισμό), την ηρωική νίκη (το τέλος του Ψυχρού Πολέμου) και τη μεταμέλεια των απίστων.
Η ιστορία είχε φτάσει στον στόχο της: τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Και, από εκείνη τη στιγμή, χωρίς να χρειάζεται να αντιμετωπίσει αντιπάλους, το ζήτημα δεν ήταν πλέον ο αγώνας για έναν νέο κόσμο, αλλά απλώς για να ρυθμιστεί, να διαχειριστεί και να βελτιωθεί ο υπάρχων κόσμος, καθώς δεν υπήρχε εναλλακτική λύση. Ως εκ τούτου, κανένας αγώνας δεν άξιζε στρατηγικά τον κόπο, επειδή, ό, τι κι αν προσπαθούσε να κάνει κάποιος για να αλλάξει τον κόσμο, θα κατέληγε να παραδοθεί στην αμετακίνητη μοίρα της ανθρωπότητας, που ήταν η παγκοσμιοποίηση. Οπότε προέκυψε ένας παθητικός κομφορμισμός, ο οποίος κατέλαβε όλες τις κοινωνίες, όχι μόνο τις πολιτικές και επιχειρηματικές ελίτ, αλλά και ευρύτερους κοινωνικούς τομείς, που εντάχθηκαν ηθικά στην κυρίαρχη αφήγηση.
Η ιστορία χωρίς τέλος ούτε προορισμό
Σήμερα, ενώ εξακολουθούν να αντηχούν τα τελευταία πυροτεχνήματα της μεγάλης φιέστας του τέλους της ιστορίας, φαίνεται ότι ο νικητής, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, απεβίωσε αφήνοντας τον κόσμο χωρίς σκοπό, ούτε και νικηφόρο ορίζοντα, δηλαδή χωρίς ορίζοντα. Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι ο δήμιος της θριαμβευτικής ιδεολογίας της ελεύθερης επιχείρησης, αλλά ο ιατροδικαστής που του ανατίθεται να επισημοποιήσει έναν λαθραίο θάνατο.
Τα πρώτα στραβοπατήματα της ιδεολογίας της παγκοσμιοποίησης γίνονται αισθητά στις αρχές του ΧΧΙ αιώνα στη Λατινική Αμερική, όταν εργάτες, πληβειακά αστικά στρώματα και εξεγερμένοι ιθαγενείς δεν υπακούουν στην εντολή του τέλους της ταξικής πάλης και ενώνονται για να πάρουν την εξουσία του κράτους. Συνδυάζοντας κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες με μαζική δράση, οι προοδευτικές και επαναστατικές κυβερνήσεις εφαρμόζουν μια ποικιλία από μετα-νεοφιλελεύθερες επιλογές, δείχνοντας ότι η ελεύθερη αγορά αποτελεί μια οικονομική διαστροφή που μπορεί να αντικατασταθεί με τρόπους οικονομικής διαχείρισης πολύ πιο αποτελεσματικούς για τη μείωση της φτώχειας, τη δημιουργία ισότητας και την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης.
Έτσι, το τέλος της ιστορίας αρχίζει να εμφανίζεται ως μια ιδιότυπη πλανητική απάτη και, εκ νέου, ο τροχός της ιστορίας –με τις ατέλειωτες αντιφάσεις και επιλογές της– ξεκινά. Στη συνέχεια, το 2009, στις Ηνωμένες Πολιτείες, το μέχρι τότε διασυρμένο κράτος, που είχε γίνει αντικείμενο χλευασμού, θεωρούμενο εμπόδιο για την ελεύθερη επιχείρηση, σύρεται από τον Μπαράκ Ομπάμα να κρατικοποιήσει μερικώς το τραπεζικό σύστημα και να σώσει από την πτώχευση τους ιδιώτες τραπεζίτες. Η επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα, ραχοκοκαλιά της νεοφιλελεύθερης κρατικής διάλυσης, κονιορτοποιείται έτσι μπρος στην ανικανότητά της να διαχειρίζεται τις αποταμιεύσεις των πολιτών.
Στη συνέχεια έρχεται η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά κυρίως του εξαγωγικού εμπορίου. Αυτό, στη διάρκεια των τελευταίων είκοσι χρόνων, αυξάνεται στο διπλάσιο του ετήσιου ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) παγκοσμίως, αλλά από το 2012 μετά βίας εξισώνεται με την ανάπτυξη του τελευταίου και, ήδη το 2015, είναι ακόμη χαμηλότερο, οπότε η απελευθέρωση των αγορών δεν θεωρείται πλέον η ατμομηχανή της παγκόσμιας οικονομίας, ούτε η απόδειξη του ακαταμάχητου της νεοφιλελεύθερης ουτοπίας.
Τέλος, οι Άγγλοι και οι Βορειοαμερικανοί ψηφοφόροι κλίνουν την εκλογική ισορροπία υπέρ μιας υπαναχώρησης προς κράτη προστατευτικά –ει δυνατόν περίφρακτα–, πέραν του ότι απεικονίζουν μια ήδη υπαρκτή πλανητική δυσφορία κατά του αφανισμού των οικονομιών της εργατικής και της μεσαίας τάξης, του προκαλούμενου από την ελεύθερη παγκόσμια αγορά.
Σήμερα, η παγκοσμιοποίηση δεν αποτελεί πλέον τον πολυπόθητο παράδεισο στον οποίο εναποτίθενται οι λαϊκές ελπίδες, ούτε την υλοποίηση της προσδοκώμενης οικογενειακής ευμάρειας. Οι ίδιες οι χώρες και οι κοινωνικές βάσεις που την επέβαλαν, εδώ και δεκαετίες, έχουν μετατραπεί στους σφοδρότερους επικριτές της. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τον θάνατο μιας από τις μεγαλύτερες ιδεολογικές απάτες των τελευταίων αιώνων.
Ωστόσο, καμία κοινωνική ματαίωση δεν μένει ατιμώρητη. Υπάρχει ένα ηθικό κόστος που, αυτήν τη στιγμή, δεν φωτίζει άμεσες εναλλακτικές λύσεις, αλλά –είναι το ελικοειδές μονοπάτι των πραγμάτων- τις σβήνει, προσωρινά τουλάχιστον. Και αυτό επειδή, στον θάνατο της παγκοσμιοποίησης ως συλλογικής αυταπάτης, δεν αντιπαραβάλλεται η ανάδυση μιας επιλογής ικανής να γοητεύσει και να οδηγήσει την επιθυμητή βούληση και την κινητήρια ελπίδα των λαών που πλήττονται.
Η παγκοσμιοποίηση, ως πολιτική ιδεολογία, θριάμβευσε πάνω στην ήττα της εναλλακτικής του κρατικού σοσιαλισμού. Δηλαδή, της κρατικοποίησης των μέσων παραγωγής, του μονοκομματισμού και της άνωθεν προγραμματισμένης οικονομίας. Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου, το 1989, δραματοποιεί αυτήν τη συνθηκολόγηση. Έκτοτε, στο πλανητικό φαντασιακό απέμεινε ένας μόνο δρόμος, ένα μόνο παγκόσμιο πεπρωμένο. Αυτό που συμβαίνει τώρα είναι πως, αυτό το μοναδικό θριαμβευτικό πεπρωμένο, πεθαίνει επίσης. Που σημαίνει ότι η ανθρωπότητα μένει χωρίς πεπρωμένο, χωρίς προορισμό, χωρίς βεβαιότητα. Όμως δεν είναι το τέλος της ιστορίας –όπως διαλαλούσαν οι νεοφιλελεύθεροι–, αλλά το τέλος του τέλους της ιστορίας. Είναι το μηδέν της ιστορίας.
Αυτό που σήμερα απομένει στις καπιταλιστικές χώρες είναι μια αδράνεια δίχως πειθώ, που δεν γοητεύει, ένα παμπάλαιο μπουκέτο μαραμένες αυταπάτες και, στην πένα των απολιθωμένων γραφιάδων, η νοσταλγία μιας αποτυχούσας παγκοσμιοποίησης, που δεν φωτίζει πια τα πεπρωμένα.
Οπότε, με ηττημένο τον κρατικό σοσιαλισμό και νεκρό τον αυτόχειρα νεοφιλελευθερισμό, ο κόσμος μένει χωρίς ορίζοντα, χωρίς μέλλον, χωρίς κινητήρια ελπίδα. Είναι μια εποχή απόλυτης αβεβαιότητας στην οποία, καθώς διαισθανόταν ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ, καθετί το στέρεο διαλύεται στον αέρα. Αλλά για τον ίδιο επίσης λόγο είναι μια εποχή πιο γόνιμη, επειδή δεν υπάρχουν κληρονομημένες βεβαιότητες από τις οποίες να αρπαχτούμε για να κατευθύνουμε τον κόσμο. Αυτές οι βεβαιότητες πρέπει να οικοδομηθούν με τα χαοτικά σωματίδια εκείνου του κοσμικού νέφους που αφήνει πίσω του ο θάνατος των αφηγημάτων του παρελθόντος.
Ποιο θα είναι το νέο κινητήριο μέλλον των κοινωνικών παθών; Πού να ξέρουμε! Το κάθε μέλλον είναι πιθανό, αφού δεν υπάρχει κληρονομιά. Το κοινό, το κοινοτικό, το κομμουνιστικό είναι μία από εκείνες τις πιθανότητες που φωλιάζουν στη συγκεκριμένη δράση των ανθρώπινων όντων και στην απαραίτητη μεταβολική σχέση τους με τη φύση.
Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει ανθρώπινη κοινωνία ικανή να απαλλαχθεί από την ελπίδα. Δεν υπάρχει ανθρώπινο ον που μπορεί να κάνει δίχως ορίζοντα και, σήμερα, είμαστε υποχρεωμένοι να οικοδομήσουμε έναν. Αυτό είναι το κοινό χαρακτηριστικό των ανθρώπων και αυτό το κοινό χαρακτηριστικό είναι που μπορεί να μας οδηγήσει να σχεδιάσουμε μια νέα μοίρα, διαφορετική από αυτόν τον αναδυόμενο αλλοπρόσαλλο καπιταλισμό, ο οποίος έχει ήδη χάσει την εμπιστοσύνη στον ίδιο τον εαυτό του.
Σήμερα, ενώ εξακολουθούν να αντηχούν τα τελευταία πυροτεχνήματα της μεγάλης φιέστας του τέλους της ιστορίας, φαίνεται ότι ο νικητής, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, απεβίωσε αφήνοντας τον κόσμο χωρίς σκοπό, ούτε και νικηφόρο ορίζοντα, δηλαδή χωρίς ορίζοντα. Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι ο δήμιος της θριαμβευτικής ιδεολογίας της ελεύθερης επιχείρησης, αλλά ο ιατροδικαστής που του ανατίθεται να επισημοποιήσει έναν λαθραίο θάνατο.
Τα πρώτα στραβοπατήματα της ιδεολογίας της παγκοσμιοποίησης γίνονται αισθητά στις αρχές του ΧΧΙ αιώνα στη Λατινική Αμερική, όταν εργάτες, πληβειακά αστικά στρώματα και εξεγερμένοι ιθαγενείς δεν υπακούουν στην εντολή του τέλους της ταξικής πάλης και ενώνονται για να πάρουν την εξουσία του κράτους. Συνδυάζοντας κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες με μαζική δράση, οι προοδευτικές και επαναστατικές κυβερνήσεις εφαρμόζουν μια ποικιλία από μετα-νεοφιλελεύθερες επιλογές, δείχνοντας ότι η ελεύθερη αγορά αποτελεί μια οικονομική διαστροφή που μπορεί να αντικατασταθεί με τρόπους οικονομικής διαχείρισης πολύ πιο αποτελεσματικούς για τη μείωση της φτώχειας, τη δημιουργία ισότητας και την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης.
Έτσι, το τέλος της ιστορίας αρχίζει να εμφανίζεται ως μια ιδιότυπη πλανητική απάτη και, εκ νέου, ο τροχός της ιστορίας –με τις ατέλειωτες αντιφάσεις και επιλογές της– ξεκινά. Στη συνέχεια, το 2009, στις Ηνωμένες Πολιτείες, το μέχρι τότε διασυρμένο κράτος, που είχε γίνει αντικείμενο χλευασμού, θεωρούμενο εμπόδιο για την ελεύθερη επιχείρηση, σύρεται από τον Μπαράκ Ομπάμα να κρατικοποιήσει μερικώς το τραπεζικό σύστημα και να σώσει από την πτώχευση τους ιδιώτες τραπεζίτες. Η επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα, ραχοκοκαλιά της νεοφιλελεύθερης κρατικής διάλυσης, κονιορτοποιείται έτσι μπρος στην ανικανότητά της να διαχειρίζεται τις αποταμιεύσεις των πολιτών.
Στη συνέχεια έρχεται η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά κυρίως του εξαγωγικού εμπορίου. Αυτό, στη διάρκεια των τελευταίων είκοσι χρόνων, αυξάνεται στο διπλάσιο του ετήσιου ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) παγκοσμίως, αλλά από το 2012 μετά βίας εξισώνεται με την ανάπτυξη του τελευταίου και, ήδη το 2015, είναι ακόμη χαμηλότερο, οπότε η απελευθέρωση των αγορών δεν θεωρείται πλέον η ατμομηχανή της παγκόσμιας οικονομίας, ούτε η απόδειξη του ακαταμάχητου της νεοφιλελεύθερης ουτοπίας.
Τέλος, οι Άγγλοι και οι Βορειοαμερικανοί ψηφοφόροι κλίνουν την εκλογική ισορροπία υπέρ μιας υπαναχώρησης προς κράτη προστατευτικά –ει δυνατόν περίφρακτα–, πέραν του ότι απεικονίζουν μια ήδη υπαρκτή πλανητική δυσφορία κατά του αφανισμού των οικονομιών της εργατικής και της μεσαίας τάξης, του προκαλούμενου από την ελεύθερη παγκόσμια αγορά.
Σήμερα, η παγκοσμιοποίηση δεν αποτελεί πλέον τον πολυπόθητο παράδεισο στον οποίο εναποτίθενται οι λαϊκές ελπίδες, ούτε την υλοποίηση της προσδοκώμενης οικογενειακής ευμάρειας. Οι ίδιες οι χώρες και οι κοινωνικές βάσεις που την επέβαλαν, εδώ και δεκαετίες, έχουν μετατραπεί στους σφοδρότερους επικριτές της. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τον θάνατο μιας από τις μεγαλύτερες ιδεολογικές απάτες των τελευταίων αιώνων.
Ωστόσο, καμία κοινωνική ματαίωση δεν μένει ατιμώρητη. Υπάρχει ένα ηθικό κόστος που, αυτήν τη στιγμή, δεν φωτίζει άμεσες εναλλακτικές λύσεις, αλλά –είναι το ελικοειδές μονοπάτι των πραγμάτων- τις σβήνει, προσωρινά τουλάχιστον. Και αυτό επειδή, στον θάνατο της παγκοσμιοποίησης ως συλλογικής αυταπάτης, δεν αντιπαραβάλλεται η ανάδυση μιας επιλογής ικανής να γοητεύσει και να οδηγήσει την επιθυμητή βούληση και την κινητήρια ελπίδα των λαών που πλήττονται.
Η παγκοσμιοποίηση, ως πολιτική ιδεολογία, θριάμβευσε πάνω στην ήττα της εναλλακτικής του κρατικού σοσιαλισμού. Δηλαδή, της κρατικοποίησης των μέσων παραγωγής, του μονοκομματισμού και της άνωθεν προγραμματισμένης οικονομίας. Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου, το 1989, δραματοποιεί αυτήν τη συνθηκολόγηση. Έκτοτε, στο πλανητικό φαντασιακό απέμεινε ένας μόνο δρόμος, ένα μόνο παγκόσμιο πεπρωμένο. Αυτό που συμβαίνει τώρα είναι πως, αυτό το μοναδικό θριαμβευτικό πεπρωμένο, πεθαίνει επίσης. Που σημαίνει ότι η ανθρωπότητα μένει χωρίς πεπρωμένο, χωρίς προορισμό, χωρίς βεβαιότητα. Όμως δεν είναι το τέλος της ιστορίας –όπως διαλαλούσαν οι νεοφιλελεύθεροι–, αλλά το τέλος του τέλους της ιστορίας. Είναι το μηδέν της ιστορίας.
Αυτό που σήμερα απομένει στις καπιταλιστικές χώρες είναι μια αδράνεια δίχως πειθώ, που δεν γοητεύει, ένα παμπάλαιο μπουκέτο μαραμένες αυταπάτες και, στην πένα των απολιθωμένων γραφιάδων, η νοσταλγία μιας αποτυχούσας παγκοσμιοποίησης, που δεν φωτίζει πια τα πεπρωμένα.
Οπότε, με ηττημένο τον κρατικό σοσιαλισμό και νεκρό τον αυτόχειρα νεοφιλελευθερισμό, ο κόσμος μένει χωρίς ορίζοντα, χωρίς μέλλον, χωρίς κινητήρια ελπίδα. Είναι μια εποχή απόλυτης αβεβαιότητας στην οποία, καθώς διαισθανόταν ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ, καθετί το στέρεο διαλύεται στον αέρα. Αλλά για τον ίδιο επίσης λόγο είναι μια εποχή πιο γόνιμη, επειδή δεν υπάρχουν κληρονομημένες βεβαιότητες από τις οποίες να αρπαχτούμε για να κατευθύνουμε τον κόσμο. Αυτές οι βεβαιότητες πρέπει να οικοδομηθούν με τα χαοτικά σωματίδια εκείνου του κοσμικού νέφους που αφήνει πίσω του ο θάνατος των αφηγημάτων του παρελθόντος.
Ποιο θα είναι το νέο κινητήριο μέλλον των κοινωνικών παθών; Πού να ξέρουμε! Το κάθε μέλλον είναι πιθανό, αφού δεν υπάρχει κληρονομιά. Το κοινό, το κοινοτικό, το κομμουνιστικό είναι μία από εκείνες τις πιθανότητες που φωλιάζουν στη συγκεκριμένη δράση των ανθρώπινων όντων και στην απαραίτητη μεταβολική σχέση τους με τη φύση.
Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει ανθρώπινη κοινωνία ικανή να απαλλαχθεί από την ελπίδα. Δεν υπάρχει ανθρώπινο ον που μπορεί να κάνει δίχως ορίζοντα και, σήμερα, είμαστε υποχρεωμένοι να οικοδομήσουμε έναν. Αυτό είναι το κοινό χαρακτηριστικό των ανθρώπων και αυτό το κοινό χαρακτηριστικό είναι που μπορεί να μας οδηγήσει να σχεδιάσουμε μια νέα μοίρα, διαφορετική από αυτόν τον αναδυόμενο αλλοπρόσαλλο καπιταλισμό, ο οποίος έχει ήδη χάσει την εμπιστοσύνη στον ίδιο τον εαυτό του.
Μετάφραση από τα Ισπανικά: Στράτος Ιωαννίδης
* Ο Álvaro García Linera είναι αντιπρόεδρος της Βολιβίας από το 2007.
* Ο Álvaro García Linera είναι αντιπρόεδρος της Βολιβίας από το 2007.
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr