Του Σταύρου Λυγερού
Τα γεγονότα είναι πολλά και πεισματάρικα για να τα αγνοήσουμε. Η φιλελεύθερη συναίνεση που κυριάρχησε στη Δύση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κλυδωνίζεται. Η Δύση δεν βρίσκεται στο 2007, παρότι οι άρχουσες ελίτ έχουν την τάση να διαβάζουν τα γεγονότα λες και βρισκόμαστε πριν την εκδήλωση της μεγάλης κρίσης. Γι’ αυτό και συνήθως διαψεύδονται, γεγονός που τραυματίζει την αξιοπιστία τους. Δεν τους είναι, άλλωστε, εύκολο να χωνέψουν το γεγονός ότι το μέχρι πριν μερικά χρόνια χειραγωγημένο ακροατήριό τους έχει περιέλθει σε κατάσταση εκλογικής ημιανταρσίας.
Η αντισυστημική ψήφος συνήθως είναι βουβή. Ακολουθεί υπόγειες διαδρομές. Ειδικά όταν προέρχεται από μικρομεσαίους νοικοκυραίους με μάλλον συντηρητική ιδεολογία που δεν έχουν συνηθίσει να κάνουν πολιτικό θόρυβο, όπως οι δεδηλωμένοι αριστεροί και οι αμφισβητίες των κοινωνικών κινημάτων. Πριν 12 χρόνια θα ήταν αδιανόητο ο Σάντερς, ένας σοσιαλιστής από το μικρό και ασήμαντο Βερμόντ, να διεκδικούσε με αξιώσεις το χρίσμα των Δημοκρατικών από την Κλίντον. Και βεβαίως θα ήταν αδιανόητο ένας τύπος όπως ο Τραμπ να είχε εκλεγεί πρόεδρος.
Θα είχε μικρότερη σημασία εάν επρόκειτο για αμερικανική ιδιαιτερότητα. Πρόκειται, όμως, για φαινόμενο που απλώνεται σ’ όλη σχεδόν τη Δύση. Το Brexit μπορεί να πάτησε στον παραδοσιακό βρετανικό ευρωσκεπτικισμό, αλλά πήγασε από την ίδια μήτρα που τροφοδοτεί και την Ακροδεξιά και κάποια αριστερά ή ιδιότυπα κόμματα, τα οποία αλλάζουν τον παραδοσιακό πολιτικό χάρτη στη Δύση.
Με αριστερό ή ακροδεξιό πρόσημο
Στην Ελλάδα των Μνημονίων η εκλογική επιρροή του άλλοτε πανίσχυρου ΠΑΣΟΚ συρρικνώθηκε σε μονοψήφιο ποσοστό, ενώ η ΝΔ αγωνίζεται να φθάσει το ποσοστό που έπαιρνε όταν υφίστατο βαριά ήττα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, που μια ζωή αγωνιζόταν να υπερβεί το 3% για να εισέλθει στη Βουλή, αναδείχθηκε δύο φορές πρώτο κόμμα και κυβερνά. Η Χρυσή Αυγή, που έπαιρνε 0,3%, σήμερα είναι σταθερά τρίτο κόμμα, παρά το γεγονός ότι η ηγεσία της είναι στο εδώλιο του κατηγορουμένου.
Στην άλλοτε πρωταθλήτρια του ευρωπαϊσμού Ιταλία ο ευρωπαϊστής Ρέντζι έχασε με διαφορά το δημοψήφισμα και υποχρεώθηκε σε παραίτηση. Αν και το δημοψήφισμα αφορούσε σε συνταγματικά θέματα, έστειλε ένα ευρύτερο πολιτικό μήνυμα και κυρίως ένα μήνυμα για τη θέση της Ιταλίας στην Ευρωζώνη. Δεν είναι τυχαίο ότι εν όψει των εκλογών πρώτη δημοσκοπικά δύναμη είναι το Κίνημα του Γκρίλο που έχει ευρωσκεπτικιστικό πρόσημο. Σε αντίστοιχο μήκος κύματος κινείται και η Λέγκα του Βορρά.
Στη δε Αυστρία με την μακρά σοσιαλδημοκρατική παράδοση ο ακροδεξιός υποψήφιος για την Προεδρία της Δημοκρατίας έχασε μόλις και μετά από βίας. Πιθανόν, μάλιστα, να κέρδιζε εάν απέναντί του δεν ήταν ένας οικολόγος υποψήφιος με αντισυστημικό προφίλ. Από δε τις βουλευτικές εκλογές προέκυψε κυβέρνηση συνασπισμού μίας σκληρής Δεξιάς με την Ακροδεξιά.
Από το πουθενά έχουν γίνει κεντρικοί πολιτικοί παίκτες στην Ισπανία το αριστερό κίνημα Ποδέμος και στη χώρα της Μέρκελ το ξενοφοβικό και ευρωσκεπτικιστικό κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία». Είναι ενδεικτικό Στην Ολλανδία η ακροδεξιά του Βίλντερς δεν κέρδισε την πρωτιά, αλλά ενίσχυσε τη δύναμή της. Σημαντικές εκλογικές επιδόσεις σημειώνουν ξενοφοβικά και ευρωσκεπτικιστικά κόμματα και σε αρκετές ακόμα βορειοευρωπαϊκές χώρες.
Στη Γαλλία χρειάσθηκε οι άρχουσες ελίτ να ρίξουν τα ρέστα τους στον άφθαρτο Μακρόν για να ανασχέσουν τη Λεπέν. Η πείρα των τελευταίων ετών μας έχει διδάξει ότι η αντισυστημική ψήφος ακολουθεί υπόγειες διαδρομές. Είδαμε, λοιπόν, τον σχεδόν μοναχικό καβαλάρη αριστερό Μελανσόν να αποσπά στον πρώτο γύρο εντυπωσιακό ποσοστό.
Οι φιλελεύθεροι αυτοϋπονομεύθηκαν
Το συμπέρασμα είναι ότι η παραδοσιακή πολιτική ηγεμονία του διδύμου της φιλελεύθερης συναίνεσης (Κεντροδεξιά-Κεντροαριστερά) αμφισβητείται. Τα μικρομεσαία στρώματα, που αρχίζουν να στρέφουν μαζικά την πλάτη στις παραδοσιακά κυρίαρχες πολιτικές παρατάξεις, δεν έχουν, βεβαίως, προσβληθεί από κάποιου είδους ιδεολογικό ιό που τα ωθεί προς τα άκρα. Η κύρια αιτία που αμφισβητούν την κατεστημένη τάξη πραγμάτων είναι ότι αυτή περισσότερο ή λιγότερο ανατρέπει τις σταθερές του βίου τους σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη του Δυτικού Κόσμου.
Ο πολιτικός χάρτης των δυτικών χωρών αλλάζει περισσότερο ή λιγότερο λόγω των τεκτονικών αλλαγών που προκαλεί στις δυτικές κοινωνίες όχι μόνο η οικονομική κρίση του 2008, αλλά και η παγκοσμιοποίηση. Η παρόξυνση της ανισοκατανομής του πλούτου και η μετανάστευση της παραγωγής σε αναδυόμενες βιομηχανικές χώρες συμπιέζουν οικονομικά και κοινωνικά τη μεσαία τάξη και στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Η αντανάκλαση αυτής της συμπίεσης στο πολιτικό-κομματικό επίπεδο είναι ροκανίζει την πολιτική ηγεμονία της Κεντροαριστεράς και της Κεντροδεξιάς.
Και οι δύο αυτές παρατάξεις εδραίωσαν τη μακρόχρονη πολιτική ηγεμονία τους στο άρρητο κοινωνικό συμβόλαιο, με βάση το οποίο εξασφάλιζαν στα μικρομεσαία στρώματα ευημερία και Κοινωνικό Κράτος, ή ένα συνδυασμό των δύο. Από ένα χρονικό σημείο και πέρα, όμως, οι ηγεσίες τους συνέκλιναν στον φιελευθερισμό και λειτούργησαν σαν όχημα και για την παγκοσμιοποίηση και κατ’ επέκτασιν για την εφαρμογή της ατζέντας του νεοφιλελευθερισμού. Με άλλα λόγια, είναι οι ίδιες που υπονόμευσαν την ιδεολογική και πολιτική κυριαρχία της φιλελεύθερης συναίνεσης.
Η προσχώρησή τους στο νεοφιλελευθερισμό έλαβε χώρα παραλλήλως με την «υπαλληλοποίησή» τους, με το γεγονός ότι υπηρέτησαν και υπηρετούν την απληστία της ολιγαρχίας του χρήματος. Σύμφωνα με τους New York Times, στην οκταετία του Κλίντον στη δεκαετία του 1990 το 1% των Αμερικανών προσποριζόταν το 45% της αύξησης του ΑΕΠ. Στη οκταετία του Μπους (2000-08) το 45% έγινε 65% και στην οκταετία του Ομπάμα εκτοξεύθηκε στο 93%! Οι επιλογές τους είχαν ως αποτέλεσμα να υποσκάψουν την ευημερία της μεσαίας τάξης που αποτελεί το πολιτικοεκλογικό ακροατήριό τους. Με τον τρόπο αυτό, όμως, ροκάνισαν το κλαδί που στηρίζονται.
Αυτό δεν φάνηκε αμέσως, επειδή για μία περίοδο η ευημερία συντηρήθηκε με δημόσιο δανεισμό. Με την κρίση, όμως, η πραγματικότητα αναδύθηκε στην επιφάνεια. Είναι τότε που για λόγους δημοσιονομικής ισορροπίας επεβλήθη το δόγμα της λιτότητας και η αποδόμηση των εργασιακών δικαιωμάτων. Με όργανο τις πολιτικές ελίτ η ολιγαρχία του χρήματος το έχει παραξηλώσει. Για την ακρίβεια, με κυνισμό αποδομεί τα αμορτισέρ που μεταπολεμικά όχι μόνο διατήρησαν την κοινωνική ειρήνη, αλλά και τροφοδότησαν μία πρωτοφανή οικονομική ανάπτυξη.
Η εκλογική εξέγερση των μικρομεσαίων
Μεγάλο τμήμα των παραδοσιακών μεσαίων τάξεων δυσκολεύεται ολοένα και περισσότερο να διατηρήσει το επίπεδο ευημερίας, ενώ τα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα δυσκολεύονται να επιβιώσουν αξιοπρεπώς. Η παγκοσμιοποίηση πετάει έξω από το «τρένο» μικρομεσαίους νοικοκυραίους, ειδικά μικρομεσαίους επιχειρηματίες και βεβαίως την παραδοσιακή εργατική τάξη που έχει πληγεί καίρια από την αποβιομηχάνιση.
Αυτό φάνηκε καθαρά και στο βρετανικό δημοψήφισμα και στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές. Όσοι εργαζόμενοι είναι μέσα στο «τρένο» της παγκοσμιοποίησης ψήφισαν φανατικά υπέρ της παραμονής της Βρετανίας στην ΕΕ. Το ίδιο και στις ΗΠΑ. Μία ματιά στον αμερικανικό εκλογικό χάρτη δείχνει ότι η Χίλαρι ψηφίσθηκε κατά κανόνα από την ανώτερη τάξη και τα μεσαία στρώματα που έχουν ενσωματωθεί στο πλαίσιο του οικονομικού φιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης.
Επίσης, από τις μειονότητες (μαύροι, ισπανόφωνοι, μουσουλμάνοι κ.α.) που φοβήθηκαν από την αντιμεταναστευτική ρητορική του υποψηφίου των Ρεπουμπλικάνων. Και οι δύο αυτές κατηγορίες ζουν περισσότερο στην ανατολική και στη δυτική ακτή, οι οποίες και βάφτηκαν γαλάζιες (Δημοκρατικοί). Αντιθέτως, οι ενδιάμεσες Πολιτείες βάφτηκαν κόκκινες (Ρεπουμπλικάνοι).
Δεν είναι του παρόντος να εξετάσουμε την πολιτική που ο Τραμπ ασκεί ως πρόεδρος. Έχει σημασία να εντοπισθούν οι λόγοι που η ρητορική του βρήκε τόσο μεγάλο αντίκρισμα στο εκλογικό σώμα. Όταν, λοιπόν, αναρωτιόταν γιατί το iphone να φτιάχνεται στην Κίνα και όχι στις ΗΠΑ, άγγιζε ευαίσθητες χορδές δεκάδων εκατομμυρίων Αμερικανών που άμεσα ή έμμεσα έχουν πληγεί από την αποβιομηχάνιση. Ήταν προεκλογικό «πυρηνικό» όπλο η υπόσχεσή του ότι θα επιβάλλει δασμούς 35% στα εισαγόμενα για να υποχρεώσει σε επαναπατρισμό τις αμερικανικές επιχειρήσεις, που έχουν μεταφέρει τα εργοστάσιά τους σε χώρες χαμηλού εργατικού κόστους και ανύπαρκτων εργασιακών δικαιωμάτων.
Χάνεται ο έλεγχος
Προς την ίδια κατεύθυνση λειτούργησε και η ρητορική του για λήψη δραστικών μέτρων εναντίον του μεταναστευτικού ρεύματος. Η μαζική είσοδος μεταναστών παροξύνει το ένστικτο αυτοσυντήρησης κοινωνιών που ήδη νοιώθουν ότι απειλούνται με φτωχοποίηση. Γι’ αυτά τα τμήματα του πληθυσμού, ο ανταγωνισμός από τη φθηνή εργασία των μεταναστών βιώνεται σαν πρόσθετη απειλή. Γι’ αυτό και ως αντίδραση στις ΗΠΑ επικρατεί ένα αίσθημα νοσταλγίας για τις παλιές καλές ημέρες. Αντιστοίχως, στην Ευρώπη ενισχύεται η τάση παλινδρόμησης στο εθνικό κράτος.
Όσο οι άρχουσες ελίτ συνειδητοποιούν ότι χάνουν τον πολιτικό έλεγχο μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας τόσο καταφεύγουν με αντιδημοκρατικές πρακτικές. Σερβίρουν νέου τύπου «αριστοκρατικές» αντιλήψεις, με σκοπό να αμφισβητήσουν την ικανότητα του λαού να αποφασίζει για κρίσιμα ζητήματα. Το είδαμε στην περίπτωση του Brexit, το ξαναείδαμε με την εκλογή Τραμπ.
Στην πραγματικότητα, αμφισβητούν τον πυρήνα της αστικής δημοκρατίας, η οποία, στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, τείνει να μετατραπεί σε κέλυφος. Οτιδήποτε αμφισβητεί τη δέσμη των κυρίαρχων θέσεων χαρακτηρίζεται λαϊκισμός, απαξιώνεται και εξοβελίζεται. Είναι τέτοια η περιφρόνηση που επιδεικνύουν οι άρχουσες ελίτ προς το «πόπολο» και έχει γίνει τέτοια κατάχρηση στην πλύση εγκεφάλου, κυρίως με την ιδεολογική ρομφαία του «αντιλαϊκισμού», που πλέον φέρνει το αντίθετο αποτέλεσμα. Όταν τα κατεστημένα Μίντια υποστηρίζουν με πάθος κάτι, ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας αντανακλαστικά υιοθετεί την αντίθετη θέση.
Τόσο η παγκοσμιοποίηση όσο και το μεταναστευτικό ρεύμα τροφοδοτούν τη διάχυτη οικονομική-κοινωνική ανασφάλεια των παραδοσιακών μικρομεσαίων στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Στην πραγματικότητα, παραλλήλως με την παραδοσιακή διαχωριστική γραμμή Δεξιά-Αριστερά, αναδύεται από τα σπλάχνα των δυτικών κοινωνιών μία νέα διαχωριστική γραμμή που παραπέμπει σε μία νέα κοινωνικοταξική πραγματικότητα.
Ανάρτηση από: https://slpress.gr
Τα γεγονότα είναι πολλά και πεισματάρικα για να τα αγνοήσουμε. Η φιλελεύθερη συναίνεση που κυριάρχησε στη Δύση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κλυδωνίζεται. Η Δύση δεν βρίσκεται στο 2007, παρότι οι άρχουσες ελίτ έχουν την τάση να διαβάζουν τα γεγονότα λες και βρισκόμαστε πριν την εκδήλωση της μεγάλης κρίσης. Γι’ αυτό και συνήθως διαψεύδονται, γεγονός που τραυματίζει την αξιοπιστία τους. Δεν τους είναι, άλλωστε, εύκολο να χωνέψουν το γεγονός ότι το μέχρι πριν μερικά χρόνια χειραγωγημένο ακροατήριό τους έχει περιέλθει σε κατάσταση εκλογικής ημιανταρσίας.
Η αντισυστημική ψήφος συνήθως είναι βουβή. Ακολουθεί υπόγειες διαδρομές. Ειδικά όταν προέρχεται από μικρομεσαίους νοικοκυραίους με μάλλον συντηρητική ιδεολογία που δεν έχουν συνηθίσει να κάνουν πολιτικό θόρυβο, όπως οι δεδηλωμένοι αριστεροί και οι αμφισβητίες των κοινωνικών κινημάτων. Πριν 12 χρόνια θα ήταν αδιανόητο ο Σάντερς, ένας σοσιαλιστής από το μικρό και ασήμαντο Βερμόντ, να διεκδικούσε με αξιώσεις το χρίσμα των Δημοκρατικών από την Κλίντον. Και βεβαίως θα ήταν αδιανόητο ένας τύπος όπως ο Τραμπ να είχε εκλεγεί πρόεδρος.
Θα είχε μικρότερη σημασία εάν επρόκειτο για αμερικανική ιδιαιτερότητα. Πρόκειται, όμως, για φαινόμενο που απλώνεται σ’ όλη σχεδόν τη Δύση. Το Brexit μπορεί να πάτησε στον παραδοσιακό βρετανικό ευρωσκεπτικισμό, αλλά πήγασε από την ίδια μήτρα που τροφοδοτεί και την Ακροδεξιά και κάποια αριστερά ή ιδιότυπα κόμματα, τα οποία αλλάζουν τον παραδοσιακό πολιτικό χάρτη στη Δύση.
Με αριστερό ή ακροδεξιό πρόσημο
Στην Ελλάδα των Μνημονίων η εκλογική επιρροή του άλλοτε πανίσχυρου ΠΑΣΟΚ συρρικνώθηκε σε μονοψήφιο ποσοστό, ενώ η ΝΔ αγωνίζεται να φθάσει το ποσοστό που έπαιρνε όταν υφίστατο βαριά ήττα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, που μια ζωή αγωνιζόταν να υπερβεί το 3% για να εισέλθει στη Βουλή, αναδείχθηκε δύο φορές πρώτο κόμμα και κυβερνά. Η Χρυσή Αυγή, που έπαιρνε 0,3%, σήμερα είναι σταθερά τρίτο κόμμα, παρά το γεγονός ότι η ηγεσία της είναι στο εδώλιο του κατηγορουμένου.
Στην άλλοτε πρωταθλήτρια του ευρωπαϊσμού Ιταλία ο ευρωπαϊστής Ρέντζι έχασε με διαφορά το δημοψήφισμα και υποχρεώθηκε σε παραίτηση. Αν και το δημοψήφισμα αφορούσε σε συνταγματικά θέματα, έστειλε ένα ευρύτερο πολιτικό μήνυμα και κυρίως ένα μήνυμα για τη θέση της Ιταλίας στην Ευρωζώνη. Δεν είναι τυχαίο ότι εν όψει των εκλογών πρώτη δημοσκοπικά δύναμη είναι το Κίνημα του Γκρίλο που έχει ευρωσκεπτικιστικό πρόσημο. Σε αντίστοιχο μήκος κύματος κινείται και η Λέγκα του Βορρά.
Στη δε Αυστρία με την μακρά σοσιαλδημοκρατική παράδοση ο ακροδεξιός υποψήφιος για την Προεδρία της Δημοκρατίας έχασε μόλις και μετά από βίας. Πιθανόν, μάλιστα, να κέρδιζε εάν απέναντί του δεν ήταν ένας οικολόγος υποψήφιος με αντισυστημικό προφίλ. Από δε τις βουλευτικές εκλογές προέκυψε κυβέρνηση συνασπισμού μίας σκληρής Δεξιάς με την Ακροδεξιά.
Από το πουθενά έχουν γίνει κεντρικοί πολιτικοί παίκτες στην Ισπανία το αριστερό κίνημα Ποδέμος και στη χώρα της Μέρκελ το ξενοφοβικό και ευρωσκεπτικιστικό κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία». Είναι ενδεικτικό Στην Ολλανδία η ακροδεξιά του Βίλντερς δεν κέρδισε την πρωτιά, αλλά ενίσχυσε τη δύναμή της. Σημαντικές εκλογικές επιδόσεις σημειώνουν ξενοφοβικά και ευρωσκεπτικιστικά κόμματα και σε αρκετές ακόμα βορειοευρωπαϊκές χώρες.
Στη Γαλλία χρειάσθηκε οι άρχουσες ελίτ να ρίξουν τα ρέστα τους στον άφθαρτο Μακρόν για να ανασχέσουν τη Λεπέν. Η πείρα των τελευταίων ετών μας έχει διδάξει ότι η αντισυστημική ψήφος ακολουθεί υπόγειες διαδρομές. Είδαμε, λοιπόν, τον σχεδόν μοναχικό καβαλάρη αριστερό Μελανσόν να αποσπά στον πρώτο γύρο εντυπωσιακό ποσοστό.
Οι φιλελεύθεροι αυτοϋπονομεύθηκαν
Το συμπέρασμα είναι ότι η παραδοσιακή πολιτική ηγεμονία του διδύμου της φιλελεύθερης συναίνεσης (Κεντροδεξιά-Κεντροαριστερά) αμφισβητείται. Τα μικρομεσαία στρώματα, που αρχίζουν να στρέφουν μαζικά την πλάτη στις παραδοσιακά κυρίαρχες πολιτικές παρατάξεις, δεν έχουν, βεβαίως, προσβληθεί από κάποιου είδους ιδεολογικό ιό που τα ωθεί προς τα άκρα. Η κύρια αιτία που αμφισβητούν την κατεστημένη τάξη πραγμάτων είναι ότι αυτή περισσότερο ή λιγότερο ανατρέπει τις σταθερές του βίου τους σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη του Δυτικού Κόσμου.
Ο πολιτικός χάρτης των δυτικών χωρών αλλάζει περισσότερο ή λιγότερο λόγω των τεκτονικών αλλαγών που προκαλεί στις δυτικές κοινωνίες όχι μόνο η οικονομική κρίση του 2008, αλλά και η παγκοσμιοποίηση. Η παρόξυνση της ανισοκατανομής του πλούτου και η μετανάστευση της παραγωγής σε αναδυόμενες βιομηχανικές χώρες συμπιέζουν οικονομικά και κοινωνικά τη μεσαία τάξη και στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Η αντανάκλαση αυτής της συμπίεσης στο πολιτικό-κομματικό επίπεδο είναι ροκανίζει την πολιτική ηγεμονία της Κεντροαριστεράς και της Κεντροδεξιάς.
Και οι δύο αυτές παρατάξεις εδραίωσαν τη μακρόχρονη πολιτική ηγεμονία τους στο άρρητο κοινωνικό συμβόλαιο, με βάση το οποίο εξασφάλιζαν στα μικρομεσαία στρώματα ευημερία και Κοινωνικό Κράτος, ή ένα συνδυασμό των δύο. Από ένα χρονικό σημείο και πέρα, όμως, οι ηγεσίες τους συνέκλιναν στον φιελευθερισμό και λειτούργησαν σαν όχημα και για την παγκοσμιοποίηση και κατ’ επέκτασιν για την εφαρμογή της ατζέντας του νεοφιλελευθερισμού. Με άλλα λόγια, είναι οι ίδιες που υπονόμευσαν την ιδεολογική και πολιτική κυριαρχία της φιλελεύθερης συναίνεσης.
Η προσχώρησή τους στο νεοφιλελευθερισμό έλαβε χώρα παραλλήλως με την «υπαλληλοποίησή» τους, με το γεγονός ότι υπηρέτησαν και υπηρετούν την απληστία της ολιγαρχίας του χρήματος. Σύμφωνα με τους New York Times, στην οκταετία του Κλίντον στη δεκαετία του 1990 το 1% των Αμερικανών προσποριζόταν το 45% της αύξησης του ΑΕΠ. Στη οκταετία του Μπους (2000-08) το 45% έγινε 65% και στην οκταετία του Ομπάμα εκτοξεύθηκε στο 93%! Οι επιλογές τους είχαν ως αποτέλεσμα να υποσκάψουν την ευημερία της μεσαίας τάξης που αποτελεί το πολιτικοεκλογικό ακροατήριό τους. Με τον τρόπο αυτό, όμως, ροκάνισαν το κλαδί που στηρίζονται.
Αυτό δεν φάνηκε αμέσως, επειδή για μία περίοδο η ευημερία συντηρήθηκε με δημόσιο δανεισμό. Με την κρίση, όμως, η πραγματικότητα αναδύθηκε στην επιφάνεια. Είναι τότε που για λόγους δημοσιονομικής ισορροπίας επεβλήθη το δόγμα της λιτότητας και η αποδόμηση των εργασιακών δικαιωμάτων. Με όργανο τις πολιτικές ελίτ η ολιγαρχία του χρήματος το έχει παραξηλώσει. Για την ακρίβεια, με κυνισμό αποδομεί τα αμορτισέρ που μεταπολεμικά όχι μόνο διατήρησαν την κοινωνική ειρήνη, αλλά και τροφοδότησαν μία πρωτοφανή οικονομική ανάπτυξη.
Η εκλογική εξέγερση των μικρομεσαίων
Μεγάλο τμήμα των παραδοσιακών μεσαίων τάξεων δυσκολεύεται ολοένα και περισσότερο να διατηρήσει το επίπεδο ευημερίας, ενώ τα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα δυσκολεύονται να επιβιώσουν αξιοπρεπώς. Η παγκοσμιοποίηση πετάει έξω από το «τρένο» μικρομεσαίους νοικοκυραίους, ειδικά μικρομεσαίους επιχειρηματίες και βεβαίως την παραδοσιακή εργατική τάξη που έχει πληγεί καίρια από την αποβιομηχάνιση.
Αυτό φάνηκε καθαρά και στο βρετανικό δημοψήφισμα και στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές. Όσοι εργαζόμενοι είναι μέσα στο «τρένο» της παγκοσμιοποίησης ψήφισαν φανατικά υπέρ της παραμονής της Βρετανίας στην ΕΕ. Το ίδιο και στις ΗΠΑ. Μία ματιά στον αμερικανικό εκλογικό χάρτη δείχνει ότι η Χίλαρι ψηφίσθηκε κατά κανόνα από την ανώτερη τάξη και τα μεσαία στρώματα που έχουν ενσωματωθεί στο πλαίσιο του οικονομικού φιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης.
Επίσης, από τις μειονότητες (μαύροι, ισπανόφωνοι, μουσουλμάνοι κ.α.) που φοβήθηκαν από την αντιμεταναστευτική ρητορική του υποψηφίου των Ρεπουμπλικάνων. Και οι δύο αυτές κατηγορίες ζουν περισσότερο στην ανατολική και στη δυτική ακτή, οι οποίες και βάφτηκαν γαλάζιες (Δημοκρατικοί). Αντιθέτως, οι ενδιάμεσες Πολιτείες βάφτηκαν κόκκινες (Ρεπουμπλικάνοι).
Δεν είναι του παρόντος να εξετάσουμε την πολιτική που ο Τραμπ ασκεί ως πρόεδρος. Έχει σημασία να εντοπισθούν οι λόγοι που η ρητορική του βρήκε τόσο μεγάλο αντίκρισμα στο εκλογικό σώμα. Όταν, λοιπόν, αναρωτιόταν γιατί το iphone να φτιάχνεται στην Κίνα και όχι στις ΗΠΑ, άγγιζε ευαίσθητες χορδές δεκάδων εκατομμυρίων Αμερικανών που άμεσα ή έμμεσα έχουν πληγεί από την αποβιομηχάνιση. Ήταν προεκλογικό «πυρηνικό» όπλο η υπόσχεσή του ότι θα επιβάλλει δασμούς 35% στα εισαγόμενα για να υποχρεώσει σε επαναπατρισμό τις αμερικανικές επιχειρήσεις, που έχουν μεταφέρει τα εργοστάσιά τους σε χώρες χαμηλού εργατικού κόστους και ανύπαρκτων εργασιακών δικαιωμάτων.
Χάνεται ο έλεγχος
Προς την ίδια κατεύθυνση λειτούργησε και η ρητορική του για λήψη δραστικών μέτρων εναντίον του μεταναστευτικού ρεύματος. Η μαζική είσοδος μεταναστών παροξύνει το ένστικτο αυτοσυντήρησης κοινωνιών που ήδη νοιώθουν ότι απειλούνται με φτωχοποίηση. Γι’ αυτά τα τμήματα του πληθυσμού, ο ανταγωνισμός από τη φθηνή εργασία των μεταναστών βιώνεται σαν πρόσθετη απειλή. Γι’ αυτό και ως αντίδραση στις ΗΠΑ επικρατεί ένα αίσθημα νοσταλγίας για τις παλιές καλές ημέρες. Αντιστοίχως, στην Ευρώπη ενισχύεται η τάση παλινδρόμησης στο εθνικό κράτος.
Όσο οι άρχουσες ελίτ συνειδητοποιούν ότι χάνουν τον πολιτικό έλεγχο μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας τόσο καταφεύγουν με αντιδημοκρατικές πρακτικές. Σερβίρουν νέου τύπου «αριστοκρατικές» αντιλήψεις, με σκοπό να αμφισβητήσουν την ικανότητα του λαού να αποφασίζει για κρίσιμα ζητήματα. Το είδαμε στην περίπτωση του Brexit, το ξαναείδαμε με την εκλογή Τραμπ.
Στην πραγματικότητα, αμφισβητούν τον πυρήνα της αστικής δημοκρατίας, η οποία, στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, τείνει να μετατραπεί σε κέλυφος. Οτιδήποτε αμφισβητεί τη δέσμη των κυρίαρχων θέσεων χαρακτηρίζεται λαϊκισμός, απαξιώνεται και εξοβελίζεται. Είναι τέτοια η περιφρόνηση που επιδεικνύουν οι άρχουσες ελίτ προς το «πόπολο» και έχει γίνει τέτοια κατάχρηση στην πλύση εγκεφάλου, κυρίως με την ιδεολογική ρομφαία του «αντιλαϊκισμού», που πλέον φέρνει το αντίθετο αποτέλεσμα. Όταν τα κατεστημένα Μίντια υποστηρίζουν με πάθος κάτι, ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας αντανακλαστικά υιοθετεί την αντίθετη θέση.
Τόσο η παγκοσμιοποίηση όσο και το μεταναστευτικό ρεύμα τροφοδοτούν τη διάχυτη οικονομική-κοινωνική ανασφάλεια των παραδοσιακών μικρομεσαίων στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Στην πραγματικότητα, παραλλήλως με την παραδοσιακή διαχωριστική γραμμή Δεξιά-Αριστερά, αναδύεται από τα σπλάχνα των δυτικών κοινωνιών μία νέα διαχωριστική γραμμή που παραπέμπει σε μία νέα κοινωνικοταξική πραγματικότητα.
Ανάρτηση από: https://slpress.gr