Του Δημήτρη Αλεξίου
Δεύτερον, λειτουργούσε διαχωριστικά από τους υπόλοιπους (συνήθως επίσης ορθόδοξους) πληθυσμούς της βαλκανικής, και μάλιστα εξυψώνοντας τον ελληνικό σε κάτι παλαιότερο και ανώτερο από εκείνους. Αυτό καθιστούσε ζηλευτή την νεοελληνική ταυτότητα σε όποιον ένιωθε αβέβαιος για τη δική του και αποτελούσε όπλο υπεροχής απέναντι σε όσους έδειχναν εχθρική διάθεση απέναντί της.
Ο χαρακτήρας του “νεοελληνικού έθνους” και νεοελληνικού κράτους που ακολούθησε είχε την εξής ιδιαιτερότητα: Αποτέλεσε τέκνο εγχώριου (με την ευρεία έννοια) λόγιου διαφωτισμού (όπως συνέβη και αλλού), σε συνδυασμό με την παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά επιπλέον και της παρέμβασης των δυτικοευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, που άδραξαν την ευκαιρία για να δημιουργήσουν ένα εξαρτημένο προτεκτοράτο στο κέντρο της τελευταίας. Για να γίνει αυτό με την συναίνεση και την σύμπραξη του ντόπιου πληθυσμού, έπρεπε να βρεθεί ένα νήμα που θα ένωνε τους αυτόχθονες με τους υψηλούς τους προστάτες.
Αυτό βρέθηκε στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό: Κατά ευτυχή (για το σχέδιο) συγκυρία, η αφήγηση που έβλεπε τους “ρωμιούς”, τους ελληνόφωνους (κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά) ελληνορθόδοξους πληθυσμούς της χώρας ως κληρονόμους του αρχαίου κλέους, εξυπηρέτησε πολλαπλές σκοπιμότητες.
Πρώτον, ενίσχυσε την αυτοπεποίθηση των επαναστατημένων, καθώς οι υπαρκτές (γλωσσικές, εθιμικές κ.α.) επιβιώσεις του αρχαίου πολιτισμού επικυρώνονταν (εκτός απ' τους εγχώριους λόγιους) και από τα πολιτικά – πνευματικά κέντρα της Εσπερίας.
Τρίτον (και σημαντικότερον για τις ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις), συνέδεε το νέο έθνος με αυτά της Δύσης, τα “φωτισμένα έθνη”, των οποίων ανακηρύσσονταν “κοιτίδα του πολιτισμού τους”. Η θέση που προσφερόταν στο νέο έθνος/κράτος δεν ήταν απλώς πνευματικά ισάξια, αλλά προνομιακή, τόσο σε σχέση με τους γείτονές του, όσο (κατά έναν τρόπο) και με τις προστάτιδες μητροπόλεις! Η χώρα καθίστατο “ακριτικό φυλάκιο του δυτικού / χριστιανικού πολιτισμού” εν μέσω της “ανατολίτικης / μουσουλμανικής” βαρβαρότητας.
Τέταρτον, λίγο αργότερα, η Ελλάδα απέκτησε τον ρόλο του δυτικού φυλακίου ΚΑΙ απέναντι στον “σλαβικό επεκτατισμό” και την “ρωσική επιθετικότητα”. Το παράδοξο του ρόλου αυτού, σε σχέση με το ομόθρησκο με τη Ρωσία και τα περισσότερα σλαβικά έθνη, αλλά και της κοινής πολιτισμικής διαδρομής στον ευρύτερο χώρο της βυζαντινής αυτοκρατορίας, εξηγείται μέσω της καλλιεργούμενης υπερπροβολής της αρχαίας ταυτότητας των Νεοελλήνων και της κυριαρχίας της επί της χριστιανορθόδοξης / βυζαντινής.
Πέμπτον, αντίστροφα με τα προηγούμενα, συνέδεε το νέο έθνος/κράτος με την κοινή γνώμη των μητροπόλεων, εκμεταλλευόμενη το πνεύμα του κυρίαρχου, τότε, ρομαντισμού και επανανακάλυψης του αρχαιοελληνικού κόσμου και πνεύματος (σε κάποια αντιπαράθεση με το ως τότε κυρίαρχο ιουδαιοχριστιανικό), όσο και αυτό του νεοκλασσικισμού, που πρόσφερε κοινό σημείο αναφοράς και σύνδεσης των μητροπόλεων και των αμήχανων, ακόμα, Νεοελλήνων. Μπορεί αμφότερα τα ρεύματα να είχαν μια μάλλον ουτοπική και αφηρημένη εικόνα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού (λόγω και της ελλιπούς επιστημονικής ανάπτυξης του αρχαιολογικού, ανθρωπολογικού και ιστορικού κλάδου τότε), αλλά η σύνδεση επετεύχθη, μεταβιβάζοντας στο νέο έθνος τις ρομαντικές/νεοκλασσικές αντιλήψεις κι αισθητικές των μητροπόλεων -με την ανάλογη προσαρμογή βέβαια.
Το παραπάνω σχήμα βυθίστηκε σταδιακά σε κρίση, με την έλευση του 20ου αιώνα, και κυρίως μετά τον 1ο παγκόσμιο πόλεμο και τις πνευματικές & ιδεολογικές αναταράξεις που ακολούθησαν: αμφισβήτηση του κλασσικισμού και ξεπέρασμα του ρομαντισμού, έλευση του μοντερνισμού και γκρέμισμα παραδοσιακών αισθητικών και κοινωνικών αντιλήψεων, αμφισβήτηση του ίδιου του ορθολογισμού και ορίζοντες πέραν του ρασιοναλισμού που άνοιξε η ψυχανάλυση, ανακάλυψη των πολιτισμών άλλων ηπείρων και αποκαθήλωση των πρωτείων και της μοναδικότητας του Δυτικού Ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Όλα αυτά γκρέμιζαν την Ελλάδα απ' το προνομιακό της βάθρο ως “κοιτίδας του κυρίαρχου (αν όχι μοναδικού!) πολιτισμού” και την υποβίβαζαν στο επίπεδο ενός ακόμα βαλκανικού έθνους/κρατιδίου! Ο αισθητικός συντηρητισμός των νεοελλήνων κι η άκριτη λατρεία τους προς τις επιφανειακές εκφράσεις όσων θεωρούνται “ελληνικά στοιχεία” συνυπάρχει με μια απέχθεια προς τον μοντερνισμό που, ακριβώς, αρνείται ή υπερβαίνει την παράδοση αυτή!
Μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο και τον εμφύλιο, η απώλεια νοήματος του νεοελληνισμού γίνεται απόπειρα να αντισταθμιστεί από άλλα στοιχεία:
Στρατηγικά / πολιτικά από την βάπτιση της χώρας ως “προκεχωρημένου προπυργίου της Δύσης εναντίον της κομμουνιστικής (αντί της ανατολίτικης) βαρβαρότητας” και “ανασχετήρα του κομμουνιστικού (αντί του σλαβικού) κινδύνου”. Μπορεί να μην δικαιολογούνταν ή διευκολύνονταν πια η εδαφική επέκταση του νέου κράτους, αλλά του εξασφαλιζόταν μια σχετικά ασφαλής θέση στη νέα ευρωπαϊκή δομή, αφήνοντας μόνη την Τουρκία ως παράγοντα απειλής του ελληνικού κράτους (αλλά και εκβιαστικού μέσου πειθάρχησής του, ενίοτε). Ο ψυχροπολεμικός κόσμος, με τα ιερά κι απαραβίαστα (στην Ευρώπη) σύνορά του και τον παγιωμένο χαρακτήρα των κρατών του, άφηνε στην Ελλάδα όλο και μεγαλύτερα περιθώρια ελιγμών και παιχνιδιών ισορροπιών (από την μεταπολίτευση και μετά και κυρίως επί Α. Παπανδρέου). Οι διαδικασίες (εθελοντικού ή βίαιου) εξελληνισμού, οι ανταλλαγές πληθυσμών, οι άτακτες εθνοκαθάρσεις και οι εμφυλιοπολεμικές εκκαθαρίσεις, είχαν δημιουργήσει μέχρι τότε έναν σχετικά ομογενοποιημένο πληθυσμό, που ένιωθε πολύ σίγουρος για τον εαυτό του και την ταυτότητά του.
Πνευματικά / πολιτιστικά η Ελλάδα ανακαλύπτεται εκ νέου από την μαζική κουλτούρα που κυριαρχούσε πια στη Δύση. Τώρα δεν έρχονται μόνο ή κυρίως ρομαντικοί περιηγητές-λάτρες της αρχαιότητας, αλλά ταξιδιώτες και τουρίστες που ανακαλύπτουν στην Μεσογειακή Ελλάδα έναν τρόπο ζωής πιο χαλαρό και διονυσιακό, λιγότερο αυστηρό και προτεσταντικό από αυτόν του γκρίζου βιομηχανικού βορρά. Η Ελλάδα γίνεται (προσοδοφόρα) μόδα και οι Νεοέλληνες δένονται (ακόμα μια φορά!) με τους δυτικούς, υιοθετώντας και οι ίδιοι την εικόνα που τους είχαν προσδώσει τα τουριστικά πρακτορεία και το Χόλυγουντ. Όπως οι βυζαντινοτραφείς και οθωμανοτραφείς βαλκάνιοι υιοθέτησαν την αρχαιοελληνική ταυτότητα τον 19ο αιώνα, έτσι και οι δυστυχισμένοι επιζώντες αμέτρητων πολέμων, δικτατοριών, προσφυγικών καταστροφών και εμφυλίων ταυτίστηκαν με τον Ζορμπά που χορεύει συρτάκι κι απολαμβάνει ήλιο, θάλασσα, ούζο και ρετσίνα με μια αφελή –όσο και φωτογενή– πληθωρικότητα.
Η κατάρρευση του ψυχροπολεμικού κόσμου το '89-'91 απειλεί το κοσμοείδωλο των Νεοελλήνων, για μια ακόμα φορά. Αναδύονται πάλι ξεχασμένοι εθνικισμοί, αλυτρωτισμοί, φονταμενταλισμοί και θρησκευτικές διαιρέσεις (καθώς η θρησκεία διεκδικεί εκ νέου πολιτικό ρόλο), τα ως τότε “ιερά” σύνορα αλλάζουν, παγιωμένες πληθυσμιακές ταυτότητες αμφισβητούνται, “εθνικά όνειρα” ζητούν δικαίωση. Ο φανατισμός με τον οποίο η Ελλάδα τάσσεται υπέρ της Γιουγκοσλαβικής/Σερβικής ηγεσίας στον βαλκανικό εμφύλιο δεν οφείλεται μόνο στο “ομόδοξο” των Σέρβων ή την απειλή του “μουσουλμανικού τόξου”, αλλά μάλλον στην οργή για την αλλαγή των συνόρων και την κατάρρευση της προηγούμενης τάξης πραγμάτων, τον τερματισμό της ψυχροπολεμικής "αιωνιότητας", στην οποία είχαμε βρει μια σταθερή και σχετικά προνομιακή (όπως μας φαινόταν τουλάχιστον) θέση.
Έτσι, οργιζόμαστε με τα θρασίμια που διαταράσσουν τις ισορροπίες και ξαναθέτουν θέματα που θεωρούσαμε οριστικά λυμένα (εθνική, θρησκευτική, κρατική ταυτότητα, η κάθε μία σε συνάρτηση με τις άλλες κ.ο.κ.). Οι "μουσουλμάνοι = μωαμεθανοί = Τούρκοι" (έννοιες ταυτόσημες για το 99% των Ελλήνων) ξανααπειλούν την θρησκευτική ισορροπία των Βαλκανίων, οι "γυφτοσκοπιανοί" την ιστορική εθνική μας αφήγηση, κοινότητες και μειονότητες αναφύονται και ξαναθυμούνται την ιστορία, απειλώντας την έννοια του έθνους ως ομογενοποιημένου μπλοκ (που είχαμε επιτύχει να αναγνωριστεί στα καθ' ημάς και μας βόλευε), οι γειτονικές χώρες την προνομιακή μας στρατηγική θέση στην χερσόνησο (και το περιθώριο για νάζια που αυτό συνεπαγόταν) κτλ.
Ειδικά το “σκοπιανό” χτυπά την καρδιά της νεοελληνικής αφήγησης, το από 200ετίας αποδοθέν προνόμιο του κοπυράιτ επί του αρχαιοελληνικού πολιτισμού! Αν η αρχαία ταυτότητα (ή έστω, ένα σημαντικό της μέρος) διεκδικείται από τους, περιφρονημένους μέχρι τότε, γείτονες, ελλοχεύει ο κίνδυνος οριστικού υποβιβασμού της Ελλάδας στο καθεστώς ενός ακόμα ασήμαντου βαλκανικού κρατιδίου! Η συμπεριφορά των “δυτικών συμμάχων” απέναντί της (Χούντα, Κύπρος) είχαν ήδη οδηγήσει σε έναν ευρύ αντιαμερικανισμό, τον οποίο η στάση των δυτικών στον βαλκανικό εμφύλιο γενικεύει σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα και το σωβινιστικό κύμα που ξεσπάει περιέχει (και τρέφεται από) την οργή του προδομένου πιστού / συμμάχου / ακολούθου που χάνει την ως τότε “προνομιακή” θέση του –και μαζί, τον κόσμο κάτω απ' τα πόδια του!
Το φαινομενικά παράδοξο φαινόμενο του να συμβαίνουν όλα αυτά ενώ η χώρα ανήκει στον “στενό ευρωπαϊκό πυρήνα” και υπερέχει συντριπτικά (πολιτικά, οικονομικά, στρατιωτικά) των γειτονικών, εξηγείται από την υπαρξιακή αμφισβήτηση που της επιφέρουν οι εξελίξεις, αλλά και την διαφαινόμενη μείωση του ρόλου της (σε συνδυασμό και με τον σταθερό ή αναβαθμισμένο της Τουρκίας).
Σήμερα, μετά την οικονομική, παραγωγική, κοινωνική και πολιτική ερήμωση που έχει επέλθει στην χώρα σαν συνέπεια των μνημονιακών πολιτικών, και πάλι το “Σκοπιανό” τείνει να λειτουργήσει ως η “τελευταία σταγόνα” που θα ξεχειλίσει το ποτήρι των δακρύων και των εξευτελισμών. Οι υλικές απώλειες και η επιτροπεία που ακύρωσε, επί της ουσίας, το δημοκρατικό πολίτευμα, έχουν γίνει αποδεκτές ως η νέα κι αναπόφευκτη (ελλείψει πειστικής εναλλακτικής) κανονικότητα, αλλά αυτό που εκλαμβάνεται ως ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ υποχώρηση / εκχώρηση λειτουργεί ως “άχυρο που σπάει την πλάτη της καμήλας”. Όπως διατυπώθηκε από μια ολυμπιονίκη, “Όλα πωλούνται, οι αξίες όχι!”. Οι υλικοί όροι συλλογικής και ατομικής επιβίωσης έχουν επιδεινωθεί ή εκμηδενιστεί, η εθνική / συλλογική κυριαρχία έχει καταλυθεί, αλλά η υποχώρηση στο συμβολικό επίπεδο θεωρείται κάτι σαν επίσημη τελετή παράδοσης, σαν τελετουργική αποκήρυξη του εθνικού ιδεολογήματος. Το θυμικό των διαμαρτυρομένων δεν ξεσηκώνουν οι γραφικοί αλυτρωτισμοί του ασθενούς γειτονικού κράτους, αλλά η απεμπόληση του Εθνικού Μύθου, της παρηγοριάς που προσέδιδε στον ηττημένο το προγονικό μεγαλείο.
Αν η Ελλάδα εξομοιώθηκε, μετά από δεκαετίες, με όρους ΑΕΠ, μέσου εισοδήματος, μισθών, συντάξεων, ιδιωτικοποιήσεων, ανεργίας και φτώχειας με τα υπόλοιπα Βαλκάνια, τώρα χάνει και τον παρηγορητικό της παρελθοντικό μύθο. Όπως πριν 80 χρόνια αρνούνταν να αποδεχτεί την κατάρρευση της μοναδικότητας ή των πρωτείων του πολιτισμού στον οποίο ανήκε (και της προνομιακής θέσης που της προσέδιδε), έτσι και σήμερα δεν αντέχει να συνειδητοποιήσει την σχετικότητα των εθνικών / φυλετικών / ιστορικών / γλωσσικών μύθων, οι οποίοι απειλούν πια την ίδια της την διαμορφωμένη ταυτότητα. Στην αυγή του 21ου αιώνα, αφού αποδέχτηκε κακήν-κακώς και με υστέρηση τον 20ο, νοσταλγεί ακόμα (όπως, σε κάποιο βαθμό, όλα τα Βαλκάνια) τον 19ο.
Ανάρτηση από: https://www.bakiri.website
Ευχαριστώ τον φίλο Μάκη Δ.