Του Θοδωρή Αθανασιάδη
Είχα πολύ καιρό να ακούσω την αποστροφή που άκουσα χτες αλλά διαπίστωσα ότι εξακολουθεί να μου ανεβάζει το αίμα στο κεφάλι με την ίδια ταχύτητα και την ίδια αποτελεσματικότητα: "Αν ο ΣυΡιζΑ αποτύχει, έρχεται η Χρυσή Αυγή".
Τέτοιας μορφής διλήμματα έχουν γίνει πολλές φορές viral (για να μεταχειριστώ κι εγώ μια χαζομάρα τού συρμού) κατά την μεταπολίτευση. Νωρίς-νωρίς, από το 1974 κιόλας, ο Μίκης Θεοδωράκης εμπνεύσθηκε εκείνο το αλήστου μνήμης "Ή Καραμανλής ή τανκς". Αργότερα, όταν αποδείχθηκε ότι το ΠαΣοΚ είχε τόση σχέση με τον σοσιαλισμό όση η Νέα Δημοκρατία με τον κομμουνισμό, έπρεπε να αποφασίσουμε ανάμεσα στο να ξαναψηφίσουμε ΠαΣοΚ και στο να ξανάρθει η δεξιά. Ακόμη κι όταν η περίφραση "σοσιαλιστικό ΠαΣοΚ" κατάντησε ανέκδοτο, στις προεκλογικές συγκεντρώσεις τού Κώστα Σημίτη και του Γιώργου Παπανδρέου συνέχισε να αντηχεί το σύνθημα "ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει δεξιά".
Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει αλλά παραμένουν ίδια. Η δεξιά παρουσιάζει τέτοια ροπή προς την φαιδρότητα ώστε έχει πάψει πλέον να εμφανίζεται ως μπαμπούλας. Από την άλλη, η αριστερά, έχοντας γευτεί τους καρπούς της εξουσίας, δεν έχει κανένα λόγο να φοβάται. Παράλληλα, τα πάσης φύσεως απειλητικά μπουρδολογήματα περί διώξεων, ειδικών δικαστηρίων κλπ κλπ δεν είναι ικανά να φοβίσουν ούτε μικρό παιδί ώστε να φάει το φαγητό του. Όμως, η ανάγκη για τεχνητή συσπείρωση επιβάλλει την ύπαρξη ενός μπαμπούλα. Κι αν τέτοιος μπαμπούλας δεν υπάρχει, πρέπει να επινοηθεί.
Κάπως έτσι, λοιπόν, φτάσαμε στο απλοποιημένο "ή ο ΣυΡιζΑ ή οι φασίστες", βάσει του οποίου εκείνος που δεν θέλει την αριστερά στην εξουσία είναι φασίστας ή, έστω, κρυφοφασίστας. Αξίζει να θυμηθούμε εδώ την φράση-ερώτημα από την ομιλία τού Αλέξη Τσίπρα στο Ηράκλειο, πριν τις δεύτερες εκλογές τού 2015: "Θέλουμε στο υπουργείο υγείας τον Παύλο Πολάκη ή τον Άδωνι Γεωργιάδη;". Με άλλα λόγια, ο ίδιος ο πρωθυπουργός "θυμίζει" στο ακροατήριο ότι αν δεν γίνει υπουργός ένας αριστερός, θα πάει στην θέση του ένας φασίστας.
Οι παρενέργειες από μια τέτοια αποστροφή είναι και πολλές και σαφείς. Αν αντιταχθείς στις όποιες φιλοκαπιταλιστικές επιλογές τής κυβέρνησης, σαμποτάρεις το έργο της ως εθνικός μειοδότης. Αν επιμένεις να μιλάς για ταξική πάλη, σαμποτάρεις την προσπάθεια για εθνική ομοψυχία. Αν φωνάζεις πως δεν είναι δυνατόν μια κυβέρνηση που φροντίζει τα συμφέροντα του κεφαλαίου, να καμώνεται ταυτόχρονα πως νοιάζεται για τα συμφέροντα των εργαζομένων, σαμποτάρεις την αριστερά και προμοτάρεις τους φασίστες που καραδοκούν.
Το πρόβλημα με την αναπαραγωγή τέτοιας μορφής αποστροφών, στην περίπτωση που αυτές δεν χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για εκφοβισμό και, κατ' επέκταση, τεχνητή συσπέιρωση, είναι απλό: συνιστούν απλή διάγνωση εκείνου που τις αναπαράγει ή υποκρύπτουν βούλησή του; Για παράδειγμα, όταν λέω πως "αν ο ΣυΡιζΑ αποτύχει, έρχεται η Χρυσή Αυγή", τι εννοώ; "Έτσι θα γίνει και να μου το θυμηθείτε" ή "αν δεν κάνετε όσα περιμένω, βρε κερατάδες, στις άλλες εκλογές θα ψηφίσω Χρυσή Αυγή για να βάλετε μυαλό"; Ειλικρινά, φοβάμαι πολύ την απάντηση σ' αυτό το ερώτημα.
Με μια δεύτερη ανάγνωση όλων αυτών των διλημμάτων, διαπιστώνουμε εύκολα την εγγενή τους αδυναμία, όπως αυτή κρύβεται πίσω από την ίδια την λέξη: είναι δι-λήμματα. Αποκλείουν, δηλαδή, ο,τιδήποτε διαφορετικό, καθώς περιορίζονται ή σε τούτο ή σε εκείνο. Συνεπώς, αφήνουν από χέρι εκτός συζήτησης την πιθανότητα να συμβεί κάτι άλλο. Στο παράδειγμά μας, αν αποδυναμωθεί ο ΣυΡιζΑ, θα ισχυροποιηθεί ο χρυσαυγήτικος φασισμός, αποκλειομένης παντάπασιν της περιπτώσεως να ισχυροποιηθεί κάτι άλλο, π.χ. ο κομμουνισμός.
Για να τελειώνουμε, λοιπόν. Προσωπικά, όχι απλώς δεν με νοιάζει καθόλου αν αποτύχει στο έργο της η αριστερή μας κυβέρνηση αλλά μπορώ να παραδεχτώ ότι εύχομαι να αποτύχει. Ίσως επειδή, ως κομμουνιστής, παραμένω αρκετά αισιόδοξος ώστε να βλέπω ως μόνη εναλλακτική λύση σε μια αποτυχημένη σοσιαλδημοκρατία, τον κομμουνισμό. Με όσους ως τέτοια εναλλακτική βλέπουν τον φασισμό, λυπάμαι αλλά δεν μπορώ ούτε καν να συζητήσω. Είναι ήδη φασίστες.
Τέτοιας μορφής διλήμματα έχουν γίνει πολλές φορές viral (για να μεταχειριστώ κι εγώ μια χαζομάρα τού συρμού) κατά την μεταπολίτευση. Νωρίς-νωρίς, από το 1974 κιόλας, ο Μίκης Θεοδωράκης εμπνεύσθηκε εκείνο το αλήστου μνήμης "Ή Καραμανλής ή τανκς". Αργότερα, όταν αποδείχθηκε ότι το ΠαΣοΚ είχε τόση σχέση με τον σοσιαλισμό όση η Νέα Δημοκρατία με τον κομμουνισμό, έπρεπε να αποφασίσουμε ανάμεσα στο να ξαναψηφίσουμε ΠαΣοΚ και στο να ξανάρθει η δεξιά. Ακόμη κι όταν η περίφραση "σοσιαλιστικό ΠαΣοΚ" κατάντησε ανέκδοτο, στις προεκλογικές συγκεντρώσεις τού Κώστα Σημίτη και του Γιώργου Παπανδρέου συνέχισε να αντηχεί το σύνθημα "ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει δεξιά".
Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει αλλά παραμένουν ίδια. Η δεξιά παρουσιάζει τέτοια ροπή προς την φαιδρότητα ώστε έχει πάψει πλέον να εμφανίζεται ως μπαμπούλας. Από την άλλη, η αριστερά, έχοντας γευτεί τους καρπούς της εξουσίας, δεν έχει κανένα λόγο να φοβάται. Παράλληλα, τα πάσης φύσεως απειλητικά μπουρδολογήματα περί διώξεων, ειδικών δικαστηρίων κλπ κλπ δεν είναι ικανά να φοβίσουν ούτε μικρό παιδί ώστε να φάει το φαγητό του. Όμως, η ανάγκη για τεχνητή συσπείρωση επιβάλλει την ύπαρξη ενός μπαμπούλα. Κι αν τέτοιος μπαμπούλας δεν υπάρχει, πρέπει να επινοηθεί.
Κάπως έτσι, λοιπόν, φτάσαμε στο απλοποιημένο "ή ο ΣυΡιζΑ ή οι φασίστες", βάσει του οποίου εκείνος που δεν θέλει την αριστερά στην εξουσία είναι φασίστας ή, έστω, κρυφοφασίστας. Αξίζει να θυμηθούμε εδώ την φράση-ερώτημα από την ομιλία τού Αλέξη Τσίπρα στο Ηράκλειο, πριν τις δεύτερες εκλογές τού 2015: "Θέλουμε στο υπουργείο υγείας τον Παύλο Πολάκη ή τον Άδωνι Γεωργιάδη;". Με άλλα λόγια, ο ίδιος ο πρωθυπουργός "θυμίζει" στο ακροατήριο ότι αν δεν γίνει υπουργός ένας αριστερός, θα πάει στην θέση του ένας φασίστας.
Οι παρενέργειες από μια τέτοια αποστροφή είναι και πολλές και σαφείς. Αν αντιταχθείς στις όποιες φιλοκαπιταλιστικές επιλογές τής κυβέρνησης, σαμποτάρεις το έργο της ως εθνικός μειοδότης. Αν επιμένεις να μιλάς για ταξική πάλη, σαμποτάρεις την προσπάθεια για εθνική ομοψυχία. Αν φωνάζεις πως δεν είναι δυνατόν μια κυβέρνηση που φροντίζει τα συμφέροντα του κεφαλαίου, να καμώνεται ταυτόχρονα πως νοιάζεται για τα συμφέροντα των εργαζομένων, σαμποτάρεις την αριστερά και προμοτάρεις τους φασίστες που καραδοκούν.
Το πρόβλημα με την αναπαραγωγή τέτοιας μορφής αποστροφών, στην περίπτωση που αυτές δεν χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για εκφοβισμό και, κατ' επέκταση, τεχνητή συσπέιρωση, είναι απλό: συνιστούν απλή διάγνωση εκείνου που τις αναπαράγει ή υποκρύπτουν βούλησή του; Για παράδειγμα, όταν λέω πως "αν ο ΣυΡιζΑ αποτύχει, έρχεται η Χρυσή Αυγή", τι εννοώ; "Έτσι θα γίνει και να μου το θυμηθείτε" ή "αν δεν κάνετε όσα περιμένω, βρε κερατάδες, στις άλλες εκλογές θα ψηφίσω Χρυσή Αυγή για να βάλετε μυαλό"; Ειλικρινά, φοβάμαι πολύ την απάντηση σ' αυτό το ερώτημα.
Με μια δεύτερη ανάγνωση όλων αυτών των διλημμάτων, διαπιστώνουμε εύκολα την εγγενή τους αδυναμία, όπως αυτή κρύβεται πίσω από την ίδια την λέξη: είναι δι-λήμματα. Αποκλείουν, δηλαδή, ο,τιδήποτε διαφορετικό, καθώς περιορίζονται ή σε τούτο ή σε εκείνο. Συνεπώς, αφήνουν από χέρι εκτός συζήτησης την πιθανότητα να συμβεί κάτι άλλο. Στο παράδειγμά μας, αν αποδυναμωθεί ο ΣυΡιζΑ, θα ισχυροποιηθεί ο χρυσαυγήτικος φασισμός, αποκλειομένης παντάπασιν της περιπτώσεως να ισχυροποιηθεί κάτι άλλο, π.χ. ο κομμουνισμός.
Για να τελειώνουμε, λοιπόν. Προσωπικά, όχι απλώς δεν με νοιάζει καθόλου αν αποτύχει στο έργο της η αριστερή μας κυβέρνηση αλλά μπορώ να παραδεχτώ ότι εύχομαι να αποτύχει. Ίσως επειδή, ως κομμουνιστής, παραμένω αρκετά αισιόδοξος ώστε να βλέπω ως μόνη εναλλακτική λύση σε μια αποτυχημένη σοσιαλδημοκρατία, τον κομμουνισμό. Με όσους ως τέτοια εναλλακτική βλέπουν τον φασισμό, λυπάμαι αλλά δεν μπορώ ούτε καν να συζητήσω. Είναι ήδη φασίστες.
Ανάρτηση από: http://teddygr.blogspot.com