Του Κώστα Πατλακίδη
Συνάδελφοι
Μια από τις πρώτες μνημονιακές επιταγές, προκειμένου να αλωθεί το Δημόσιο, ήταν το ‘επίδομα θέσης’. Αφετηρία του οι παρακαταθήκες των πάσης φύσεως καταπιεστών που μια από τις πιο θεμελιώδεις τους ήταν/είναι το διαίρει και βασίλευε. Στόχος φυσικά ο κατακερματισμός του χώρου, η δημιουργία έκφρασης συντεχνιακών συμφερόντων στους εργασιακούς χώρους, η αντιπαλότητα μεταξύ των εργαζομένων, η διάλυση της ενότητας. Δεν έφτανε που μέχρι τις μέρες μας ο κάθε μικροσυνδικαλιστής μπορούσε να ανταλλάξει την «αγωνιστική» του καρέκλα με μια θέση προϊσταμένου ή ο κάθε μεγαλοσυνδικαλιστής με μια μεγάλη καρέκλα, γενικού γραμματέα ή και υπουργού. Πώς αλλιώς βολοδέρνουμε ακέφαλοι, πώς αλώθηκαν ιστορικοί χώροι εργατικών αγώνων, η Καβάλα, η Θεσσαλονίκη, η Λάρισα, η Πάτρα; Έπρεπε όμως και να μας ταπεινώσουν πλέον. Συνταγή των νεοφιλελεύθερων, δοκιμασμένη στις ΗΠΑ πρωτίστως, όπου η νέα μεσαία τάξη και στυλοβάτης των νεοσυντηρητικών και της επέλασης των νεοφιλελεύθερων είναι οι «μορφωμένοι», πάσης φύσεως τεχνοκράτες. Αυτοί που επιβίωσαν δηλαδή, που κατάφεραν κόντρα στους συναδέλφους τους να ανελιχθούν – παλιά το λέγαμε και «πατάει επί πτωμάτων». Και φυσικά επενδεδυμένο με επιστημονικό λόγο και επιχειρήματα, τεχνοκρατικό κατ’ ουσίαν, δήθεν ουδέτερο, σαν αυτόν που 8 χρόνια τώρα αντί να μας σώσει οδηγεί στην εξαφάνιση της χώρας και όχι μόνο των ανθρώπων της.
Έξι χρόνια μετά την επιβολή του ‘επιδόματος θέσης’, επιταγή της τρόικας, άρχισαν να δρέπονται οι πρώτοι καρποί. Το βιώσαμε πρόσφατα και με την αξιολόγηση, αλλά θα το βιώσουμε και την επόμενη περίοδο με πρωτοβουλίες και δραστηριότητες που θα επιβεβαιώνουν την διάθεση κάποιων είτε να παίξουν «πρωταγωνιστικό» ρόλο – κατά το ‘η εξέγερση των ελίτ’ που έλεγε και ο Κρίστοφερ Λας, είτε πιεζόμενοι από την συνεχιζόμενη κατηφόρα και εξαθλίωση απ’ την αγωνία να επιμηκύνουν δια του επιδόματος την διάρκεια της ατομικής τους επιβίωσης, αφού πλέον όλοι μας, εργαζόμενοι και μη, οδηγούμαστε με μαθηματική ακρίβεια στον θάνατο (συμβολικό ή πραγματικό) -υπάρχει κάποιος / α που δεν αγωνιά πριν απ’ όλα για το πώς θα επιβιώσει σήμερα; Το που οδηγούνται τα πράγματα εξαρτάται εδώ και χρόνια, κάθε φορά, από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά διαφόρων ηγετίσκων που «ηγεμονεύουν» στους χώρους. Και την τέχνη τους να καλύπτουν τα ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ τους συμφέροντα πίσω από συντεχνιακές κουρτίνες. Κι οι οποίοι, δεν ψυχανεμίζονται ότι πίσω απ’ την ΔΙΑΣΠΑΣΗ που μπορεί να προκαλέσουν στον χώρο, κάτι που δεν τους ενδιαφέρει άλλωστε γιατί μόνο τον εαυτό τους σκέφτονται, μπορεί στο τέλος να την πατήσουν κι οι ίδιοι. Γιατί όταν ο χώρος που προσπαθούν να τον φέρουν στα μέτρα τους - γιατί έτσι μόνο τον καταλαβαίνουν και μπορούν να υπάρχουν, θα έχει γίνει ίσα με το μπόι τους, τότε αλίμονο, θα έλθει κι η σειρά τους. Γιατί αφετηρία του σκεπτικού του ‘επιδόματος θέσης’ ήταν η σκέψη για την αναγκαιότητα μάνατζερς. Όταν λοιπόν οι προϊστάμενοι θα έχουν εκπληρώσει τον ρόλο του δούρειου ίππου και θα αποτελούν μια ξεχωριστή τάξη μέσα στον χώρο των εργαζομένων ΕΥΚΟΛΑ θα αντικατασταθούν από εξωυπηρεσιακούς μάνατζερ. Και αναίμακτα, γιατί οι εργαζόμενοι, όσο κι αν ξέρουν ότι και με τους μάνατζερ θα ματώσουν, δεν πρόκειται να τους υπερασπιστούν.
Υπάρχει σωτηρία; Αναμφίβολα ναι. Δεν βρίσκεται όμως σε αυτοπραγματώσεις του στυλ «ο καθένας για την πάρτη του» άντε και με άλλους δέκα μαζί για να κάνουμε ομάδα, ιδιαίτερα όταν αυτές πρεσβεύουν το ‘ο θάνατός σου η ζωή μου’. Ένας συλλογικός δημοκρατικός θεσμός, όπως ιστορικά τουλάχιστον υπήρξαν τα διοικητικά συμβούλια των συλλόγων εργαζομένων, οφείλει πρωτίστως να διαφυλάσσει τον χώρο ευθύνης του εξασφαλίζοντας πριν απ’ όλα την ΕΝΟΤΗΤΑ του. Και να διατυπώνει αιτήματα. Που για να είναι δημοκρατικά πρέπει να εκφράζουν συλλογικότητες. Σ’ αυτήν την κατεύθυνση, ένα πρώτο αίτημα πρέπει να είναι Η ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΔΟΜΑΤΟΣ των προϊσταμένων, δηλαδή του επιδόματος ΤΗΣ ΘΕΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ.
Η καλυτέρευση των συνθηκών ζωής ή η επιβίωσή μας πρέπει να είναι συλλογική. Να διατυπώνει συλλογικά αιτήματα δηλαδή, όπως η αύξηση των μισθών (για όλους/ες), των αξιοπρεπών συντάξεων, η λευτεριά της πατρίδας. Και να επιδιώκει τον ριζοσπαστισμό του χώρου. Να υπερβαίνει δηλαδή με τις προτάσεις του τις προτάσεις και τις πρακτικές των κυρίαρχων. Για παράδειγμα και ενδεικτικώς:
1) οι προτάσεις του για την αξιολόγηση να μην αναπαράγουν την λογική του ΟΟΣΑ (στοχοθεσία κλπ), να μην εμπνέονται δηλαδή από το ιδιωτικοοικονομικό μάνατζμεντ και την επιχειρηματική διακυβέρνηση που συμπυκνώνεται στην θέαση του πολίτη ως πελάτη.
2) οι προτάσεις του για την αξιολόγηση να αφορμούν από το όραμά του για τον μετασχηματισμό της Τοπικής αυτοδιοίκησης από Τοπικό Κράτος που είναι σήμερα (και που μ’ αυτό το μοντέλο συνέργησε στην «κρίση»), σε αυτοδιοικούμενο φορέα, κάτι που θα αντιπροσωπεύεται πρακτικά όχι μόνο στο πώς κυβερνιέται απ’ τις πολιτικές αντιπροσωπεύσεις του και τους πολίτες/δημότες, αλλά και που θα συμπυκνώνεται και αποτυπώνεται θεσμικά στον τρόπο που δομούνται οι δομές και η λειτουργία του, οι υπηρεσιακές λειτουργίες στον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του. Κάτι που δεν μπορεί να γίνει αν δεν έχει ξεκαθαρισμένη άποψη τι σημαίνει δημοκρατία, τι διαφορές έχει το Δημόσιο από το Κρατικό, τι σημαίνει ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΟΥΜΑΙ.
3) οι προτάσεις του για την αξιολόγηση να επαναθεμελιώνουν τον χώρο επαναδομώντας τον ριζοσπαστικά, υιοθετώντας λόγου χάρη απόψεις και παλεύοντας γι’ αυτές, όπως η άποψη ότι δεν γίνεται να είμαστε αυτοδιοίκηση/αυτοδιοικούμενοι και στον εργασιακό χώρο άλλοι να αποφασίζουν και άλλοι να εκτελούν, ή , να είσαι αυτοδιοίκηση και να μην βλέπεις ότι κάποιες κατηγορίες εργαζομένων, όπως οι εργαζόμενοι στην καθαριότητα (χειράμαξα και συνοδοί) ή στα κοιμητήρια, δεν αντέχουν 35 – 40 χρόνια σε μια δουλειά, που εκτός από μονοτονία επιφέρει πολλαπλές επιπτώσεις σε βάρος της υγείας τους, κι ότι θα πρέπει μετά από κάποια χρόνια εργασίας να μετακινούνται σε άλλες, πιο ελαφρές και λιγότερο μονότονες θέσεις.
5) οι προτάσεις του για την αξιολόγηση προκειμένου να εκδημοκρατίζουν τον χώρο θα πρέπει να στηρίζονται στην επικοινωνία και τον διάλογο και να έχουν ως βάση ένα πλαίσιο που οι αρχές του εκκινούν από την άμεση δημοκρατία και τις παρακαταθήκες του κοινοτισμού και των εθνοσυνελεύσεων, πρακτικών δηλαδή που κυριαρχούσαν και σμίλεψαν τον χρόνο και τον κόσμο πριν από την επιβολή του γερμανικού μοντέλου (Άρμασμπεργκ) διοικητικής συγκρότησης και Αυτοδιοίκησης, που εφαρμόστηκε με παραλλαγές κοντά 200 χρόνια τώρα, και που στην τελευταία πράξη του των μνημονιακών χρόνων εκτός των άλλων αποεθνικοποιεί τον χώρο, τον αποψιλώνει όχι απλώς απ’ τους κατοίκους του αλλά πριν απ’ όλα απ’ τους υπερασπιστές του.
6) οι προτάσεις του για την αξιολόγηση να μην περιορίζουν το πλαίσιό της στο να είμαστε απλώς έντιμοι, δηλαδή να παίζουμε τίμια με τους κανόνες άσχετα αν οι κανόνες αυτοί μας απανθρωπίζουν, ενώ οι συνθήκες επιβάλλουν να είμαστε ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΟΙ.
7) οι προτάσεις του για την αξιολόγηση να στηρίζονται σε μια πραγματικότητα, ότι ο καθένας και η καθεμία μας δεν είναι μόνο εργαζόμενος. Έχει μια τριαδική υπόσταση. Είναι και πολίτης και άνθρωπος. Και κάθε σκέψη και δράση του σ’ έναν αυτοδιοικητικό φορέα θα πρέπει να υποστηρίζεται σ’ αυτήν την κατεύθυνση. Ενώ κάνει τη δουλειά του δηλαδή να εξελίσσεται/ολοκληρώνεται και σαν εργαζόμενος και σαν πολίτης και σαν άνθρωπος. Δηλαδή να επιβεβαιώνεται ως υποκείμενο και όχι ως αντικείμενο. Κάτι που δεν μπορεί να γίνει αν οι συνθήκες στον χώρο και οι πράξεις των άλλων δεν βοηθούν αυτόν τον εξανθρωπισμό. Κι αυτό δεν είναι μόνο ζήτημα θεωρητικό ή ρητορικό. Είναι κάτι που πρέπει να συμπυκνώνεται στην δόμηση και την λειτουργία του φορέα, στους κανόνες που διαμορφώνουν τον τρόπο που δουλεύουμε και λειτουργούμε.
Συνάδελφοι. Γνωρίζω ότι αυτά είναι δύσκολα. Κι ότι προϋποθέτουν σεβασμό και σεμνότητα. Κι αγώνα, κι επιμονή. Τα άλλα όμως μας έφεραν ως εδώ που φτάσαμε, μόνοι και χωρίς χώρα, και μας οδήγησαν σ’ έναν καθημερινό αγώνα επιβίωσης. Κι αυτό πρέπει να το υπερβούμε, όποιο κι αν είναι το τίμημα. Ακόμη κι αν χάσουμε. Αυτό που δεν θα χάσουμε όμως σίγουρα έτσι είναι η αξιοπρέπεια ή η ανθρωπιά μας. Γι’ αυτό άλλωστε γραφτήκαμε και συναποτελέσαμε σύλλογο εργαζομένων και όχι περιηγητικό όμιλο. Γιατί συνειδητά ή ασυνείδητα πιστεύουμε ότι διασφαλίζεται η πιο βασική αρχή: ότι είναι Συ(Ν)λογος. Κάτι που διαμορφώνουμε από κοινού. Πράγμα που προϋποθέτει συλλογικότητα, αληθινό διάλογο και δημοκρατία. Ότι δεν είναι δηλαδή βάθρο που χρησιμοποιεί ο καθένας μας για την εκπλήρωση των μικροφιλοδοξιών και των μικροσυμφερόντων του .
16 Ιουνίου 2018
Ανάρτηση από: https://geromorias.blogspot.com