Του Ορφέα Ρούσσου
Τα υποτιθέμενα όρια της Ευρώπης με την Ασία (με βάση την κυρίαρχη άποψη) είναι τα Ουράλια, ο Καύκασος και ο Βόσπορος. Δηλαδή ξεκινούν από μια χαμηλή οροσειρά (η ψηλότερη της κορυφή είναι χαμηλότερη απ’ το Τρόοδος) και συνεχίζονται για αρκετά χιλιόμετρα μέσα σε εντελώς επίπεδη στέπα κι έπειτα στην επιφάνεια μιας λίμνης (Κασπία). Ενόσω βρίσκονται μέσα στη λίμνη κάνουν ξαφνικά μια στροφή ενενήντα μοιρών προς τα δυτικά, διασχίζουν το Καύκασο, συνεχίζουν πάλι μέσα σε θάλασσα, κάνουν ακόμα μια στροφή για να συνεχιστούν μέσα από ένα στενό πορθμό, τον οποίο σήμερα μπορεί κάποιος να διασχίσει περνώντας μια γέφυρα (Βόσπορος), και καταλήγουν σε μια θάλασσα γεμάτη νησιά που στην Ιστορία πάντα ένωνε παρά χώριζε (Αιγαίο). Ο ορισμός αυτός είναι τόσο αυθαίρετος, που είναι σχεδόν αστείο να πιστεύει κάποιος ότι έχει στοιχεία αντικειμενικότητας.
Στις μέρες μας, συχνά ακούμε πολιτικούς ή διανοούμενους να αναφέρονται στην «Ευρώπη» και στις «ευρωπαϊκές αξίες» σαν να πρόκειται για κάποιου είδους ιδέα. Ειδικά στις τελευταίες εκλογές στην Ελλάδα υπήρξαν πολλές αναφορές σε υποτιθέμενες ευρωπαϊκές ή αντι-ευρωπαϊκές δυνάμεις. Ακόμα και κομμάτια της Αριστεράς δέχονται το διαχωρισμό και παλεύουν να αποδείξουν ότι συγκαταλέγονται στις πρώτες. Είναι ξεκάθαρο ότι η ευρωπαϊκή ενότητα έχει γίνει ένα σημαντικό στοιχείο της κυρίαρχης ιδεολογίας – άρα σαν τέτοια πρέπει να την αντιμετωπίσουμε και να της κάνουμε την αναγκαία κριτική.
Σκοπός αυτού του άρθρου δεν είναι να αποδείξει ότι αυτή η ιδεολογία της ευρωπαϊκής ενότητας είναι σωστή ή λάθος. Ο στόχος του είναι να συνεισφέρει στην κατάρριψη μερικών βασικών μύθων της, οι οποίοι στο δημόσιο λόγο γίνονται δεκτοί σχεδόν χωρίς κριτική. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ίσως βοηθήσει και στο να γίνει ο διάλογος γύρω απ’ αυτό το θέμα πιο λογικός και πιο γόνιμος.
1. Η ύπαρξη της ευρωπαϊκής ηπείρου
Έχουμε συνηθίσει σήμερα να μιλάμε για την Ευρώπη ως μια από τις ηπείρους, στις οποίες χωρίζεται η στερεή επιφάνεια της Γης. Αυτό παρουσιάζεται ως κάτι τόσο αυτονόητο, που σχεδόν κανένας δεν αναρωτιέται αν έχει και μια πραγματική γεωγραφική βάση ή αν βρίσκεται μόνο στο μυαλό μας. Κι όμως, μια ματιά μόνο σ’ έναν παγκόσμιο άτλαντα φτάνει, για να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να ορίζει την Ευρώπη σαν μια ξεχωριστή από την Ασία μεγάλη μάζα στεριάς – σε αντίθεση με όλες τις άλλες ηπείρους.
Τα υποτιθέμενα όρια της Ευρώπης με την Ασία (με βάση την κυρίαρχη άποψη) είναι τα Ουράλια, ο Καύκασος και ο Βόσπορος. Δηλαδή ξεκινούν από μια χαμηλή οροσειρά (η ψηλότερη της κορυφή είναι χαμηλότερη απ’ το Τρόοδος) και συνεχίζονται για αρκετά χιλιόμετρα μέσα σε εντελώς επίπεδη στέπα κι έπειτα στην επιφάνεια μιας λίμνης (Κασπία). Ενόσω βρίσκονται μέσα στη λίμνη κάνουν ξαφνικά μια στροφή ενενήντα μοιρών προς τα δυτικά, διασχίζουν το Καύκασο, συνεχίζουν πάλι μέσα σε θάλασσα, κάνουν ακόμα μια στροφή για να συνεχιστούν μέσα από ένα στενό πορθμό, τον οποίο σήμερα μπορεί κάποιος να διασχίσει περνώντας μια γέφυρα (Βόσπορος), και καταλήγουν σε μια θάλασσα γεμάτη νησιά που στην Ιστορία πάντα ένωνε παρά χώριζε (Αιγαίο). Ο ορισμός αυτός είναι τόσο αυθαίρετος, που είναι σχεδόν αστείο να πιστεύει κάποιος ότι έχει στοιχεία αντικειμενικότητας.
Από γεωλογική άποψη, πιο κατάλληλες για να πάρουν τον τίτλο της ηπείρου θα ήταν η Αραβία και η Ινδία, που τουλάχιστον αποτελούν ξεχωριστές γεωλογικές πλάκες – ενώ η Ευρώπη είναι απλά το δυτικό τμήμα της ευρασιατικής. Ούτε από ανθρωπογεωγραφική άποψη υπάρχει κάτι που να στοιχειοθετεί ένα όριο. Οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες ονομάζονται έτσι, ακριβώς επειδή καλύπτουν μια περιοχή από την Ευρώπη ως την Ινδία. Ενώ ο μεγαλύτερος λαός στην Ευρώπη, οι Ρώσοι, είναι μοιρασμένος ανάμεσα στις δύο «ηπείρους».
Γιατί όμως τότε η επιμονή σε έναν τέτοιο χωρισμό Ευρώπης-Ασίας, που είναι από κάθε επιστημονική άποψη (γεωλογική, φυσιογεωγραφική, ανθρωπογεωγραφική) ανύπαρκτος; Προφανώς γιατί υπάρχουν δυνάμεις που θέλουν την επιβίωσή του στο μυαλό των ανθρώπων. Εξάλλου συχνά τα όρια της Ευρώπης μετακινούνται εκφράζοντας τα εκάστοτε συμφέροντα. Το κυριώτερο είναι ίσως ότι δίνει στους Ευρωπαίους μια αίσθηση διαφορετικότητας: δεν είναι μάλλον άσχετος με μια παραδοσιακή ευρωπαϊκή υπεροψία προς τον υπόλοιπο πληθυσμό της Γης.
2. Η αντίθεση με τη γερμανοκρατία
Ακούμε κάποτε ότι οι γερμανικές προσπάθειες ηγεμονίας της Ε.Ε. παραβιάζουν τα ιδεώδη των ιδρυτών της, ότι είναι κάτι ξένο προς την πραγματική φύση και σκοπό της ευρωπαϊκής ενότητας. Πολλοί Έλληνες ευρωπαϊστές, αν και παραδοσιακά μάλλον γερμανόφιλοι, ανακάλυψαν κι αυτοί πρόσφατα αυτήν την άποψη, αφού επιβλήθηκαν οι πολιτικές λιτότητας στην Ελλάδα – τα προηγούμενα χρόνια που το χρήμα έρεε άφθονο, αυτή η ηγεμονία δεν φαινόταν να τους ενοχλεί κι ιδιαίτερα.
Στην πραγματικότητα, και μόνο το να δέχεται κάποιος ότι είναι πάνω απ’ όλα μέρος της Ευρώπης, ισοδυναμεί και με μια τουλάχιστον μερική αποδοχή της ένταξης στη γερμανική σφαίρα επιρροής. Η «Ευρώπη» είναι ως γεωγραφικός χώρος ακριβώς έτσι ορισμένη για να έχει τη Γερμανία ως πυρήνα της – και δεν εννοώ μόνο το γερμανικό κράτος, αλλά οτιδήποτε είναι κατ’ ουσίαν γερμανικό.
Τα γερμανικά είναι η επίσημη γλώσσα όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά και στην Ελβετία και την Αυστρία. Ακόμα, πολλές άλλες γλώσσες είναι συγγενικές της (π.χ. τα Δανέζικα, τα Ολλανδικά/Φλαμανδικά, τα Σουηδικά). Οι γειτονικές στη Γερμανία και την Αυστρία σλαβικές χώρες έχουν έντονη γερμανική πολιτιστική και γλωσσική επιρροή (ιδίως η Τσεχία και η Σλοβενία). Γερμανικά φύλα έχουν δώσει το όνομα τους σε περιοχές στις γειτονικές λατινόφωνες χώρες, όπως στη Βουργουνδία ή στη Λομβαρδία, αλλά και γενικά στη χώρα που ήταν μέχρι πριν κάποιες δεκαετίες ο κύριος εχθρός της Γερμανίας (κανονικά θα έπρεπε κι εμείς στην Ελλάδα να την ονομάζουμε Φραγκία αντί Γαλλία, όπως όλος ο κόσμος). Γενικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό που ονομάζουμε «Δύση» ή «Ευρώπη» ως ιστορικός-πολιτισμικός χώρος ήταν το δημιούργημα της κατάλυσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από γερμανικά φύλα και της πολιτιστικής ανάμιξης τους με τους λατινικό στοιχείο.
Πέρα όμως απ’ αυτά τα πολιτισμικά-ιστορικά στοιχεία (που είναι σημαντικά για να κατανοήσουμε τη ρίζα της «ευρωπαϊκής ταυτότητας») υπάρχει και η σημερινή πολιτική-οικονομική πραγματικότητα: η Γερμανία είναι όχι μόνο η μεγαλύτερη πληθυσμιακά χώρα στην Ε.Ε. (ειδικά αν μετρήσουμε και τη συγγενική της Αυστρία) και η γεωγραφικά πιο κεντρική, αλλά κι αυτή με την πιο παραγωγική και ανταγωνιστική οικονομία – όπως απέδειξε και η τελευταία οικονομική κρίση. Ακόμα και τα στοιχεία «ευρωπαϊκότητας» στη συνείδηση του κόσμου (ειδικά στις χώρες μας, στη Μεσόγειο) είναι περίπου τα ίδια με της «γερμανικότητας».
Τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά όταν ιδρύθηκε η ΕΟΚ, την εποχή που η Ευρώπη κι η ίδια η Γερμανία ήταν διαιρεμένες. Θα ήταν ίσως επίσης διαφορετικά, αν ο ορισμός της Ευρώπης συμπεριλάμβανε ξεκάθαρα και τη Ρωσία και την Τουρκία. Μια τέτοια ευρωπαϊκή ταυτότητα θα ήταν ίσως πιο σύνθετη και θα έκανε το γερμανικό κεντρικό ρόλο αμφίβολο. Θυμάμαι μια συζήτηση με ένα Γερμανό συμφοιτητή μου (ένθερμο ευρωπαϊστή και ψηφοφόρο των Πράσινων), που ήθελε μια σύντομη ένταξη όλων των ευρωπαϊκών χωρών στην Ε.Ε., συμπεριλαμβάνοντας σ’ αυτές και τις βαλκανικές, την Ουκρανία κ.λπ. Ταυτόχρονα όμως έβαλε και ένα καθαρό όριο: όχι στην Τουρκία και όχι στη Ρωσία. Νομίζω αυτό δεν ήταν τυχαίο. Στην καλύτερη περίπτωση, η Τουρκία και η Ρωσία αντιμετωπίζονται ως περιφερειακές μισο-ευρωπαϊκές χώρες.
Ο σημερινός ορισμός της Ευρώπης είναι κομμένος και ραμμένος στα μέτρα του γερμανικού κεντρικού ρόλου. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κάτι κακό – σίγουρα πολλές από τις θετικές πλευρές της Ε.Ε. για τις χώρες μας είναι ουσιαστικά το αποτέλεσμα της γερμανικής επιρροής, π.χ. στον τομέα προστασίας του περιβάλλοντος. Αλλά είναι ψευδαίσθηση να ελπίζεις σε μια Ενωμένη Ευρώπη χωρίς γερμανική ηγεμονία – χωρίς Γερμανία δεν υπάρχει και Ευρώπη. Ακόμα και ο Γιάνης Βαρουφάκης ήταν τις τελευταίες μέρες αρκετά ειλικρινής για να το παραδεχτεί.
3. Το αντίδοτο στο συντηρητισμό και τον εθνικισμό
Επίσης ακούμε συχνά για ένα διαχωρισμό ανάμεσα σε «ευρωπαϊκές» από τη μια και «ευρωσκεπτικιστικές» ή και «αντι-ευρωπαϊκές» δυνάμεις από την άλλη. Κατά κανόνα αυτοί που αναφέρονται σ’ αυτόν το διαχωρισμό συγκαταλέγουν τους εαυτούς τους στις ευρωπαϊκές. Με βάση τα λεγόμενά τους, η αντίπαλη πλευρά αποτελείται από οπαδούς παρωχημένων ιδεολογιών, από παλιομοδίτες εθνικιστές, από αντιδραστικούς εχθρούς της προόδου, απο συντηρητικούς που απλά φοβούνται οποιαδήποτε αλλαγή. Ακόμα και αριστεροί που είναι εναντίον στην Ε.Ε. με τη σημερινή της μορφή, νιώθουν συχνά την ανάγκη να προσθέσουν ότι είναι υπέρ μιας «Ευρώπης των λαών» – ακριβώς για να διαχωρίσουν τη θέση τους από το συντηρητικό/εθνικιστικό αντι-ευρωπαϊσμό.
Αυτό όσον αφορά τις πλούσιες χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης έχει κάποια βάση. Αυτές περιβάλλονται από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, συχνά πιο φτωχές από τις ίδιες. Η ευρωπαϊκή επιλογή μπορεί να ερμηνευθεί και ως άνοιγμα προς τον κόσμο, ως κάτι προοδευτικό, κι αυτοί που αντιδρούν ως εχθροί αυτού του ανοίγματος, που σκέφτονται μόνο τα στενά εθνικά συμφέροντα ή δεν θέλουν να μοιραστούν το πλούτο τους με τους φτωχούς γείτονες τους.
Η περίπτωση όμως των νότιων περιφερειακών χωρών, όπως η Ελλάδα ή η Ισπανία, είναι πολύ διαφορετική. Η ευρωπαϊκή επιλογή δεν είναι μόνο επιλογή προσέγγισης προς κάποιους από τους γείτονες τους, αλλά ταυτόχρονα και επιλογή απομάκρυνσης από άλλους – με τους οποίους τα σύνορα γίνονται πιο αδιαπέρατα αντί να πέφτουν. Ειδικά όταν οι δεύτεροι είναι συχνά και πιο φτωχοί, ενώ οι πρώτοι πιο πλούσιοι, δύσκολα μπορεί αυτό να ειδωθεί ως αριστερή προοδευτική επιλογή. Στην ακραία μάλιστα περίπτωση της Κύπρου, χώρας της οποίας όλες σχεδόν οι γειτονικές χώρες είναι καθαρά μη-ευρωπαϊκές, η ένταξη σε μια ευρωπαϊκή Ένωση (με οποιαδήποτε μορφή) συνιστά μάλλον επιλογή κλεισίματος, όχι ανοίγματος προς τον κόσμο.
Χώρες όπως η Ισπανία, η Ελλάδα, η Μάλτα, η Κύπρος μπορούν μεν να θεωρηθούν ως ευρωπαϊκές (η τελευταία πιο δύσκολα), ανήκουν όμως ταυτόχρονα και σε άλλες κατηγορίες π.χ. μεσογειακές ή και μεσανατολίτικες, στην περίπτωση της Κύπρου. Δεν υπάρχει κάποιο στοιχείο που να δείχνει ότι η ευρωπαϊκή τους διάσταση υπερέχει καθαρά έναντι των άλλων. Μάλιστα από ιστορική άποψη, ήταν μάλλον πιο συνδεδεμένες με τις μη-ευρωπαϊκές γειτονικές τους περιοχές, παρά π.χ. με την Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη. Σ’ αυτές τις χώρες είναι άρα οι ευρωπαϊστές (ιδιαίτερα οι αριστεροί ή προοδευτικοί ανάμεσά τους), που έχουν την υποχρέωση να δικαιολογήσουν τη θέση τους – κι όχι οι αντίπαλοί τους.
Όπως ξεκαθάρισα και στην αρχή, η κατάρριψη αυτών των μύθων δεν οδηγεί απαραίτητα και στην απόρριψη της ιδέας της ευρωπαϊκής ενότητας ή του ότι εμείς πρέπει να είμαστε μέρος της. Μπορεί φυσικά κάποιος να επιχειρηματολογήσει υπέρ μιας ευρωπαϊκής Ένωσης, με τη σημερινή ή με άλλη μορφή, στη βάση των πλεονεκτημάτων που αυτή φέρνει ή θα μπορούσε να φέρει – από τη δική του οπτική γωνία ο καθένας.
Θα μπορούσε και κάποιος να απαντήσει στα σημεία του άρθρου. Π.χ. πως η Ευρώπη δεν χωρίζεται μεν καθαρά από την υπόλοιπη Ευρασία, αλλά υπάρχουν λόγοι που κάνουν την ενοποίηση μεγάλου τμήματος της Ευρώπης πιο εύκολη ή αναγκαία από αυτήν ολόκληρης της Ευρασίας (ή άλλων τμημάτων της). Ότι έχουμε συμφέρον κι εμείς αλλά κι οι γειτονικοί μας λαοί να ανήκουμε στη γερμανική σφαίρα επιρροής παρά σε οποιαδήποτε άλλη – και να το εξηγήσει με λογικά επιχειρήματα.
Πιστεύω όμως πως για ένα θέμα τόσο σημαντικό, που θα καθορίσει όχι μόνο το δικό μας μέλλον αλλά ίσως κι αυτό των επόμενων γενιών, χρειάζεται να γίνει μια απομυθοποίηση, που θα μας επιτρέψει να το δούμε όπως πραγματικά είναι.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο της Αίγλης Πλάτωνος.
Ανάρτηση από: http://antifono.gr