Σκίτσο του Στάθη Σταυρόπουλου
Του Αναστάσιου Λαυρέντζου
Κάποιος που θα παρακολουθούσε τις εξελίξεις στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία της κρίσης και των μνημονίων, θα εντυπωσιαζόταν σίγουρα από ένα πράγμα: από το πλήθος, το μέγεθος, αλλά και την προφάνεια των ψεμάτων που ειπώθηκαν σχεδόν από όλες τις πλευρές.
Πράγματι, με το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης το 2008, η οποία εξάντλησε πρόωρα το ελληνικό «αναπτυξιακό» μοντέλο, η τότε κυβέρνηση (ΝΔ) είχε σπεύσει να καθησυχάσει τους πάντες μιλώντας για «θωρακισμένη οικονομία». Ωστόσο, ήδη από τις αρχές του 2009, και όταν πια ήταν φανερό ότι ο προϋπολογισμός του έτους ήταν ανεκτέλεστος, άρχισε να μιλά για ανάγκη συνεννόησης με την αντιπολίτευση, ώστε «να εφαρμοστεί ένα πρόγραμμα σταθεροποίησης».
Η «Οδύσσεια» των μνημονίων ξεκινά στο Καστελόριζο
Η άρνηση της αντιπολίτευσης (ΠΑΣΟΚ) να προστρέξει σε αυτή τη συνεννόηση και η ατολμία της κυβέρνησης να πάρει ουσιαστικές πρωτοβουλίες, άφησαν να παρέλθει σχεδόν ένας χρόνος απραξίας. Φτάσαμε έτσι στις εκλογές του 2009, τις οποίες ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Γ. Παπανδρέου κέρδισε θριαμβευτικά με το περίφημο «λεφτά υπάρχουν». Επρόκειτο ουσιαστικά για την πρώτη χονδροειδή παραπλάνηση της κοινής γνώμης, αφού o κ. Παπανδρέου γνώριζε προφανώς το τεράστιο δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας.
Ο κ. Παπανδρέου δεν μπορούσε φυσικά να πει την αλήθεια την επομένη των εκλογών. Θα περνούσαν επομένως έξι ακόμη μήνες αδράνειας, στους οποίους η κυβέρνηση θα υλοποιούσε μάλιστα και ορισμένες από τις προεκλογικές τις υποσχέσεις (!). Φτάσαμε έτσι στον Απρίλιο του 2010, οπότε ο κ. Παπανδρέου με διάγγελμά του στο Καστελόριζο ενημέρωσε τους Έλληνες ότι υπήγαγε τη χώρα σε καθεστώς διεθνούς επιτροπείας. Θα ακολουθούσε μια σειρά από ψευδείς ή παραπλανητικές δηλώσεις, όπως:
- Ότι το ελληνικό χρέος ήταν βιώσιμο και άρα δεν έπρεπε να επιδιωχθεί το «κούρεμα» του, για «να μην τρωθεί η αξιοπιστία της χώρας». Αυτό ήταν ένα προφανές ψέμα: Η Ελλάδα υποχρεώθηκε ακριβώς να καταφύγει στον μηχανισμό στήριξης, επειδή οι αγορές (και όλοι οι οικονομολόγοι της περιόδου) έκριναν ότι το χρέος της είχε καταστεί μη εξυπηρετήσιμο.
- Ότι «η ελληνική κυβέρνηση κατάφερε να πάρει το μεγαλύτερο δάνειο που δόθηκε ποτέ»! Επρόκειτο για άλλο ένα ψεύδος: μέσω του μνημονίου η Ελλάδα πήρε ελάχιστα «νέα δανεικά», κυρίως για να καλύψει το ταμειακό έλλειμμα της πρώτου έτους. Το συντριπτικό ποσοστό των «δανεικών» που δόθηκαν, χρησιμοποιήθηκαν για να αποπληρωθούν τα παλιά δάνεια! Ήταν δηλαδή χρήματα που δεν έφτασαν ποτέ στην Ελλάδα!
- Ότι στη βάση της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, θα μας δάνειζαν πλέον τα κράτη της ΕΕ. Αυτό ήταν τυπικά αληθές. Είχε όμως και μια δεύτερη ανάγνωση: με τον τρόπο αυτό το ελληνικό χρέος μετατράπηκε από ακάλυπτο χρέος προς ιδιώτες, σε χρέος ενυπόθηκο και διακρατικό. Παράλληλα οι ξένες τράπεζες βρήκαν το περιθώριο για να απαλλαγούν από τα ελληνικά ομόλογα που διακρατούσαν.
- Επίσης υπήρξαν και προκλητικές δηλώσεις ενοχοποίησης την κοινωνίας, όπως το «όλοι μαζί τα φάγαμε», ότι «η Ελλάδα είναι διεφθαρμένη χώρα», κ.λπ., καθώς και απλοϊκές παραινέσεις, όπως «το αλλάζουμε ή βουλιάζουμε», τις οποίες όμως δεν πήρε στα σοβαρά ούτε η κυβέρνηση. Ενδεικτική ήταν η ομολογία του Θ. Πάγκαλου: «Δεν προχωρήσαμε σε εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης, κάναμε μόνο περικοπές. Κάναμε μόνο τα εύκολα!»
Κυβέρνηση Παπαδήμου, PSI και success story
Ενώ συνέβαιναν αυτά, η αντιπολίτευση είχε περάσει στο «αντιμνημονιακό» στρατόπεδο, καθώς έβλεπε τη ραγδαία φθορά της κυβέρνησης. Ο κ. Παπανδρέου επιχείρησε τότε μια φυγή προς τα μπρός: ψέλλισε τη λέξη δημοψήφισμα, γεγονός το οποίο ήταν αρκετό για να οδηγήσει την κυβέρνησή του σε παραίτηση. Θα ακολουθούσε η κυβέρνηση Παπαδήμου, για να κάνει αυτό που ο κ. Παπαδήμος εξόρκιζε ένα χρόνο νωρίτερα: το κούρεμα του ελληνικού χρέους μέσω του περίφημου PSI. Επρόκειτο τελικά για ένα κούρεμα που αποδείχτηκε δώρον-άδωρο, αφού επιβάρυνε κυρίως τους εγχώριους ομολογιούχους και φυσικά τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες λόγω των ζημιών που υπέστησαν έπρεπε να ανακεφαλαιοποιηθούν!
Ακολούθησαν οι διπλές εκλογές του 2012, οι οποίες ανέδειξαν κυβέρνηση συνεργασίας με τη σύμπραξη των κομμάτων του πάλαι ποτέ δικομματισμού και με την (προσωρινή) συμμετοχή της ΔΗΜΑΡ. Η προεκλογική υπόσχεση ότι θα γινόταν «επαναδιαπραγμάτευση» του μνημονίου, εγκαταλείφθηκε την επομένη των εκλογών. Λίγο αργότερα θα γινόταν το «ουδείς αναμάρτητος» του κ. Σαμαρά προς την κ. Μέρκελ, το οποίο θα σηματοδοτούσε και τη στροφή προς τη μνημονιακή νομιμοφροσύνη. Έτσι φτάσαμε στο πρώτο success story, το οποίο θα «τελείωνε» τα μνημόνια από το 2014, αν δεν διακοπτόταν από τις εκλογές.
Στην εξουσία οι «αντιμνημονιακοί»
Το 2015 έγιναν πρόωρες εκλογές λόγω «αδυναμίας» εκλογής Προέδρου Δημοκρατίας. Τις εκλογές κέρδισε ο συνδυασμός των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αφού προηγουμένως είχε δώσει όλες τις επιθυμητές υποσχέσεις, όπως: ότι το μνημόνιο θα καταργείτο με έναν νόμο, ότι η κυβέρνηση θα στήριζε τους «αδυνάτους» από λεφτά που δεν είχε («πρόγραμμα Θεσσαλονίκης»), ότι θα ανέτρεπε τις πολιτικές του «ευρωιερατείου» σχηματίζοντας τη Συμμαχία του Νότου, κ.λπ. Στη βάση αυτών των εξαγγελιών, ξεκίνησε αμέσως μετά τις εκλογές μια παρωδία «διαπραγμάτευσης», η οποία επιζητούσε ένα πράγμα: να καταλήξει σε μια συμφωνία που η κυβέρνηση θα μπορούσε να παρουσιάσει ως έντιμο συμβιβασμό.
Αλίμονο όμως! Οι δανειστές δεν θα άφηναν ποτέ τον κ. Τσίπρα να δημιουργήσει τέτοιο προηγούμενο. Χρονοτριβώντας απέναντι σε μια αμήχανη ελληνική κυβέρνηση, η οποία στράγγιζε τα ταμειακά της αποθέματα, κατέληξαν σε μια συμφωνία αρκετά βαριά για την ελληνική πλευρά. Μην μπορώντας ο κ. Τσίπρας να παρουσιάσει αυτή τη συμφωνία ως επιτυχία, δεν δίστασε τότε να καταφύγει στο τέχνασμα του δημοψηφίσματος. Το δυστύχημα για αυτόν όμως είναι ότι το κέρδισε! Ευθύς αμέσως εκδηλώθηκε η σφοδρή αντίδραση των Γερμανών (και όχι μόνο), οι οποίοι απείλησαν την Ελλάδα με έξωση από την Ευρώπη. Ο κ. Τσίπρας τότε υποχρεώθηκε να δεχτεί μια συμφωνία πολύ χειρότερη από αυτή που απέρριπτε. Σε αυτήν περιλαμβανόταν τώρα και η παραχώρηση της ελληνικής δημόσιας περιουσίας για 99 χρόνια στο «υπερταμείο» που δημιούργησαν οι δανειστές.
Η «διαπραγμάτευση» είχε και άλλες παράπλευρες απώλειες, όπως: επιβολή περιορισμών στις τραπεζικές αναλήψεις (capital controls), νέα κεφαλαιοποίηση των τραπεζών και περαιτέρω επιβάρυνση της ελληνικής οικονομίας τόσο με νέους φόρους όσο και με αποστράγγιση της χρηματικής ρευστότητας που πλέον λίμναζε στα νοικοκυριά.
Ο κ. Τσίπρας είχε πετύχει λοιπόν το απίθανο: εξελέγη με σημαία την κατάργηση του μνημονίου, αλλά τελικά έφερε ένα νέο βαρύτατο μνημόνιο, το οποίο συνοδεύτηκε από σημαντικές παραχωρήσεις και παράπλευρες ζημίες. «Πέτυχε» όμως σε ένα πράγμα: μέσω του δημοψηφίσματος, που τελικά ο ίδιος αγνόησε, κατάφερε να πείσει μια μερίδα της εκλογικής του βάσης ότι «το πάλεψε». Παράλληλα, καθώς ένα σημαντικό τμήμα της κοινοβουλευτικής του ομάδας αρνήθηκε να εγκρίνει τους χειρισμούς του, υποχρέωσε την αντιπολίτευση να ψηφίσει τη συμφωνία, για να μην οδηγηθεί η χώρα σε πλήρες αδιέξοδο.
Τα γεγονότα αυτά βοήθησαν την κυβέρνηση να ξανακερδίσει τις εκλογές τον Σεπτέμβριο του 2015. Αυτή τη φορά το «αφήγημα» περιελάμβανε και το περίφημο «παράλληλο πρόγραμμα», το οποίο θα εφαρμοζόταν …προς αντιστάθμιση του νέου μνημονίου! Όπως ήταν φυσικό, κανένα παράλληλο πρόγραμμα δεν εφαρμόστηκε. Αντιθέτως, δύο περίπου χρόνια μετά, η κυβέρνηση υπέγραψε ένα νέο μνημόνιο «μακράς πνοής», μέσω του οποίου θα αποφασίζονταν νέες επιβαρύνσεις και κυρίως ότι το ελληνικό κράτος θα δεσμευόταν σε λιτότητα μακράς διαρκείας, μέσω της εξωφρενικής υποχρέωσης να παρουσιάζει δημοσιονομικά πλεονάσματα έως το 2060!
Τα μνημόνια «τελείωσαν»!
Με βάση τα παραπάνω, η κυβέρνηση «τελείωσε» τα μνημόνια, όχι γιατί τα κατήργησε, αλλά διότι υπέγραψε ό,τι ήταν να υπογραφεί. Σε αυτό το πλαίσιο έδωσαν και οι δανειστές μια προσχηματική ελάφρυνση χρέους, η οποία φυσικά ήταν απολύτως ανεπαρκής. Ήταν όμως ικανή για να δώσει στον κ. Τσίπρα την πρόφαση να κάνει το γνωστό σόου με τη γραβάτα, την οποία έβαλε και έβγαλε τόσο γρήγορα, όσο κράτησε και η αυταπάτη περί διευθέτησης του ελληνικού χρέους. Και έτσι φτάσαμε αισίως στο «τέλος των μνημονίων», το οποίο αναγγέλθηκε βαρύγδουπα από τον κ. Τσίπρα στην Ιθάκη.
Σε αυτό το ιδιότυπο παιγνίδι διαστρέβλωσης των εννοιών που παίζεται τόσα χρόνια, το «τέλος των μνημονίων» σημαίνει:
- Ότι πλέον η Ελλάδα θα έχει τις μνημονιακές υποχρεώσεις, χωρίς να έχει εξασφαλισμένα δανεικά για να πληρώσει τα προηγούμενα δάνεια.
- Ότι η Ελλάδα βγαίνει από τα μνημόνια με σχέση χρέους προς ΑΕΠ πολύ χειρότερη από εκείνη που είχε όταν μπήκε! Κανέναν δεν φαίνεται να ξενίζει αυτό, ούτε καν το ΔΝΤ, το οποίο έχει επισημάνει ότι το ελληνικό χρέος είναι μη βιώσιμο.
- Ότι η Ελλάδα στο εξής θα κάνει αυτό που δεν μπορούσε να κάνει το 2010, δηλαδή να μετακυλίει το χρέος της μέσω των αγορών, πληρώνοντας επιτόκιο υπερτριπλάσιο από εκείνο των μνημονίων!
- Ότι η Ελλάδα είναι πια στο έλεος των δανειστών, αφού οι ίδιοι έχουν σχεδόν εκμηδενίσει τον κίνδυνό τους και πλέον εναπόκειται στη δική τους ευχέρεια αν θα της «τραβήξουν το χαλί», θέτοντας την πάλι εκτός αγορών.
- Ότι η Ελλάδα έφτασε σε μια (ασταθή) «ισορροπία», επειδή φτώχυνε αρκετά ώστε να ισοσκελίσει τις ταμειακές της ροές. Δηλαδή, η χώρα δεν χρειάστηκε να εκσυγχρονιστεί θεσμικά και παραγωγικά για να ξεφύγει από τα αδιέξοδά της. Ούτε πειράζει που μισό εκατομμύριο άτομα από το πιο επίλεκτο ανθρώπινο δυναμικό της έφυγαν στο εξωτερικό ή ότι η ανεργία στους νέους ξεπερνά το 50%. Αυτά φαίνεται να μας λέει με την αδράνειά του το εγχώριο πολιτικό προσωπικό, το οποίο όλα αυτά τα χρόνια στάθηκε απρόθυμο ή ανίκανο να εκπονήσει και να εφαρμόσει ένα εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης. Αντιθέτως, προτίμησε επί μια δεκαετία να παριστάνει ότι «παλεύει» ηρωικά κατά των «κακών ξένων», γιατί τελικά δεν έμαθε και δεν ξέχασε τίποτε. Συνεχίζει να επιβιώνει από τη διαρκή εκποίηση της χώρας, διότι μόνο μια χώρα στη σημερινή κατάσταση της Ελλάδας θα μπορούσε να άγεται και να φέρεται από ένα τέτοιο πολιτικό προσωπικό.