Του Γεράσιμου Δεληβοριά
Ο εφιάλτης που βιώνουμε σχεδόν εννιά χρόνια τώρα, ξεκίνησε από δύο φούσκες. Μια φούσκα ακινήτων στην Αμερική και μερικές άλλες χώρες και μια φούσκα παραγώγων, κυρίως στην Αμερική. Για λίγο καιρό, ολόκληρος ο κόσμος ταρακουνήθηκε άγρια, κάνοντας πολλούς να πιστέψουν πως λίγα ήταν πια τα ψωμιά του καπιταλισμού.
Παρόλο που τα σύννεφα δεν έχουν ακόμη διαλυθεί κι ενώ αρκετές από τις ευρωπαϊκές χώρες παλεύουν ακόμη να ξελασπώσουν, ο κίνδυνος της χρεοκοπίας φαίνεται να έχει απομακρυνθεί προς το παρόν, με εξαίρεση φυσικά τη χώρα μας. Η οποία βρίσκεται σε κατάσταση χρεοκοπίας, άτυπης μεν, πραγματικής όμως, εδώ και οκτώ χρόνια.
Με τον όρο «φούσκα» οι σύγχρονοι αναλυτές αποδίδουν αυτό που ο Μάρξ και οι συνεχιστές της θεωρίας του ονόμασαν «κρίση εμπορευματικής υπερπαραγωγής». Τόσο η «φούσκα» των ακινήτων, όσο και των παραγώγων, τέτοιες κρίσεις υπερπαραγωγής ήταν, αφού και τα παράγωγα, παρά την άϋλη υπόσταση τους, εμπορεύματα είναι κι αυτά, όπως τα αυτοκίνητα και τα ακίνητα.
Αυτή είναι και η διαφορά με τις δικές μας «φούσκες», τις «οικονομικές κρίσεις που σημάδεψαν την Ελλάδα τον 19ο και τον 20ο αιώνα και το σύγχρονο τουριστικό όραμα», όπως είναι και ο υπότιτλος του βιβλίου του Γιάννη Σιώτου «Από την σταφίδα και τον καπνό στα τσάρτερ», εκδόσεως της «Εφημερίδας των Συντακτών».
Η πρώτη «φούσκα», η πρώτη κρίση που σημάδεψε την ιστορία μας, είναι η κρίση της σταφίδας. «Αυτό το ταπεινό αγροτικό προϊόν», γράφει ο Γ. Σιώτος, «παρέσυρε στις περιπέτειες της και το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, αναδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό όλα τα δεινά που το σημάδεψαν στη συνέχεια: την αδυναμία των κυβερνήσεων να χαράξουν μια μακροπρόθεσμη οικονομική πολιτική, τις σχέσεις διαπλοκής με τους οικονομικά ισχυρούς, την απροθυμία να διαμορφώσουν ένα ρυθμιστικό πλαίσιο λειτουργίας της αγοράς που να προστατεύει τόσο τους ισχυρούς όσο και τους αδύνατους, την άρνηση να επενδύσουν σε υποδομές και – το κυριότερο – τις σχέσεις εξάρτησης με τους κάθε λογής πάτρωνες – Έλληνες και ξένους.»
Πριν ακόμη τελειώσει ο 18ος αιώνας, πενήντα σχεδόν χρόνια πριν από την επίσημη ανακήρυξη του ελληνικού κράτους, είχε αρχίσει άγριος ανταγωνισμός μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων της εποχής, για τον έλεγχο της παραγωγής και της διακίνησης του «ξανθού χρυσού». «Το 1788 ο Βενετός προβλεπτής της Ζακύνθου, Φραγκίσκος Μανολέσσος, σε μια επιστολή του στις βενετικές αρχές, είχε αποκαλέσει την σταφίδα ‘χρυσό θησαυρό’ και είχε προτείνει συγκεκριμένες στρατηγικές, προκειμένου το εμπόριο της να γίνει μια καθαρά βενετσιάνικη υπόθεση», μας αποκαλύπτει το βιβλίο, ενώ το ίδιο ενδιαφέρον είχε εκδηλωθεί και από τις άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.
«Μένει κανείς έκπληκτος», λέει ο Γ. Σιώτος, «όταν διαπιστώνει ότι δυόμισι αιώνες πριν, οι τότε μεγάλες δυνάμεις είχαν τους ίδιους στόχους και ανάλογες στρατηγικές και πρακτικές προκειμένου να υπερασπιστούν, να διευρύνουν και να κατοχυρώσουν τα οικονομικά τους συμφέροντα. Και η σταφίδα ήταν για την εποχή εκείνη μια τεράστια αγορά που γέμιζε τις τσέπες των εμπόρων μεταπρατών – και όχι μόνο – αλλά και τα κρατικά θησαυροφυλάκια όσων την εμπορεύονταν: Ιταλοί μεταπράτες, Βρετανοί, Ολλανδοί, Γάλλοι και Γερμανοί έμποροι. Τούρκοι γραφειοκράτες που θησαύριζαν από τις δωροδοκίες, Οθωμανοί κυβερνήτες που γέμιζαν τα σεντούκια τους από δασμούς και φόρους, Δανοί πλοιοκτήτες που είχαν αναλάβει την μεταφορά του προϊόντος στις αγορές της ηπειρωτικής Ευρώπης, αλλά και Έλληνες έμποροι και τοκογλύφοι».
Η Ελληνική Επανάσταση επηρέασε την καλλιέργεια και την σοδειά της σταφίδας. Μονάχα η περιοχή του Αιγίου συνέχισε, η οποία εξακολουθούσε να βρίσκεται υπό τουρκική κυριαρχία. Ήταν και η μόνη περιοχή που έμεινε αλώβητη από την καταστροφική μανία του Ιμπραήμ.
Εδώ υπάρχει και μια περίεργη λεπτομέρεια στην ιστορία του Αγώνα, που την αναφέρει ο Θεόδ. Παναγόπουλος στο βιβλίο του «Τα ψιλά γράμματα της Ιστορίας». Μετά τα Δερβενάκια, ο Κολοκοτρώνης ξεκίνησε να πολιορκήσει και να καταλάβει την Πάτρα και την ευρύτερη περιοχή της, φυσικά και το Αίγιο. Έλαβε όμως εντολή από την τότε κυβέρνηση Κουντουριώτη – Μαυροκορδάτου να σταματήσει κάθε ενέργεια και να επιστρέψει.
Κατά σύμπτωση, από το λιμάνι της Πάτρας γίνονταν η μεγαλύτερη διακίνηση της σταφίδας, η μισή από την παραγωγή της οποίας πήγαινε στην Αγγλία. Ίσως να είναι σύμπτωση πάλι, ότι το παρατσούκλι του Μαυροκορδάτου ήταν «υπερασπιστής της πουτίγκας», αφού από τότε ήταν σταθερά προσηλωμένος στην προάσπιση των βρετανικών συμφερόντων. Και το κερασάκι στην τούρτα: η (ελληνική, γιατί τότε δεν υπήρχε άλλη,) σταφίδα ήταν η βάση για την παραγωγή της βρετανικής πουτίγκας! (σελ.18)
Καθώς όμως, εκτός από την πουτίγκα, η ταπεινή σταφίδα χρησιμοποιούνταν και σαν ξηρός καρπός και για το σταφιδόψωμο και το πιροσκί και σαν πρώτη ύλη στην ζαχαροπλαστική, του σταφιδίτη οίνου και άλλων ποτών, η παραγωγή της εκτοξεύθηκε μετά την Ανεξαρτησία. Από 8,6% της καλλιεργήσιμης γής το 1833, έφτασε το 1861 να είναι φυτεμένο με αμπέλια το 70,6% (σελ.18). Μια πρόσθετη αιτία ήταν η καταστροφή των αμπελώνων της Ισπανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας από φυλλοξήρα.
Έτσι η σταφίδα έγινε μονοπροϊόν της χώρας. Γεωργοί και κτηνοτρόφοι εγκατέλειπαν παραδοσιακές καλλιέργειες και ζώα, για να φυτέψουν αμπέλια. Χωρικοί εγκατέλειπαν τα χωριά τους για να δουλέψουν σε αμπελοχώραφα ή στην συσκευασία και τήν διακίνηση της σταφίδας. Ο πυρετός του κέρδους ωθούσε πολλούς να μετατραπούν σε μια νύχτα σε εμπόρους, χωρίς τεχνογνωσία και κεφάλαια. Νέα επαγγέλματα αναδύθηκαν: σταφιδομεσίτες, μεσίτες δελτίων παρακράτησης, εμφυτευτές, πατητές, καρφωτές, μαρκαριστές, σταφιδοπαραλήπτες κ.ά. (σελ.23)
Μαζί με αυτά τα επαγγέλματα, φούσκωσε και το επάγγελμα του τοκογλύφου. «Επειδή χρήματα δεν υπήρχαν, οι περισσότεροι δεν είχαν να πληρώσουν τα έξοδα που απαιτούνταν προκειμένου να καλλιεργήσουν τη γή τους. Επίσης είχαν να πληρώσουν φόρους αλλά και τις διάφορες οφειλές σε τοπικούς εμπόρους για αγορά καταναλωτικών προϊόντων. Πριν λοιπόν ξεκινήσει η σοδειά και με την πίεση του χρέους της προηγούμενης χρονιάς, φορτώνονταν με νέες οφειλές».
Πρώτες στην εκμετάλλευση του μόχθου των καλλιεργητών οι ξένες τράπεζες, αλλά και η Εθνική Τράπεζα Ελλάδας και η «Προνομιούχος Εταιρεία» του Πεσματζόγλου. Στην ουρά ακόμη και μικροί κεφαλαιούχοι, οι οποίοι δανείζονταν από την ΕΤΕ με τόκο 8-10% κι έπειτα δάνειζαν τους καλλιεργητές με διπλάσια ή και μεγαλύτερα επιτόκια. Στο παιχνίδι της τοκογλυφίας ανακατεύθηκαν ακόμη και οι πρόξενοι Αγγλίας και Γαλλίας.
Το κέρδος όμως από την σταφίδα ήταν (ακόμη) πολύ μεγάλο κι άφηνε περιθώρια σχετικής ευμάρειας ακόμη και σε μικροκαλλιεργητές. Το 1829, ένας Κορίνθιος είπε στον Καποδίστρια πως «δίδομεν μια φούκτα σταφίδα και πέρνομε ένα σακί τάλληρα». Οπότε κι ο τελευταίος του απάντησε, «προσέξατε με τον δρόμο που επήρατε μήπως έλθη ημέρα που θα δίδετε ένα σακί σταφίδα και δεν θα παίρνετε ούτε ένα τάλληρο» (σελ.24).
Η εποχή αυτή έφτασε στις αρχές της δεκαετίας του 1890 (σελ.21), καθώς οι αμπελώνες της Ευρώπης είχαν ανασυσταθεί, ενώ άνοιξε και η αγορά της Καλλιφόρνιας. Σήμερα, πολλοί κατηγορούν την Γερμανία για την οικονομική καταστροφή της χώρας μας. Ξεχνούν όμως, ή θέλουν να ξεχνούν πως ένα κράτος που τελεί υπό προστασία, πάντοτε θα είναι πιόνι στα χέρια των προστατών του. Σήμερα είναι η Γερμανία, τότε ήταν η Αγγλία και η Γαλλία. Η τελευταία ήταν που ξεκίνησε τον οικονομικό πόλεμο εναντίον της Ελλάδας με δασμούς, φόρους και τέλος την ολική απαγόρευση εισαγωγής ελληνικής σταφίδας.
Καθώς η σταφίδα ήταν ουσιαστικά μονοκαλλιέργεια για τη χώρα μας, και πηγή για το μεγαλύτερο μέρος των φόρων και του εισαγομένου συναλλάγματος, αυτή η κατάσταση ήταν φυσικό να οδηγήσει σε πτώχευση (δυστυχώς επτωχεύσαμεν) και του κράτους, αλλά και των καλλιεργητών.
Ήταν η εποχή που εκτός από ακίνητες περιουσίες και τιμαλφή, ξεπουλήθηκαν και οι περίφημες «Όλγες», οι ραπτομηχανές με την φωτογραφία της τότε βασίλισσας, με τις οποίες τα κορίτσια και οι μητέρες τους ετοίμαζαν τα προικιά τους. Μέχρι και πριν από κάποια χρόνια, στα παλιατζίδικα της πλατείας Αβησσυνίας έβρισκε κανείς τέτοια απομεινάρια.
Ο εμπορικός πόλεμος δεν ήταν δυνατόν να αποφευχθεί. Και σε καμμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να είχε κερδηθεί. Ένα κράτος «υπό προστασία», ήταν αδύνατο να τα βάλει με τους προστάτες του. Πολλώ μάλλον αφού Αγγλία και Γαλλία, εκτός από «προστάτες» ελέγχανε ουσιαστικά την χώρα μας. Η πρώτη έλεγχε το χρέος μας και οι δύο μαζί ήταν οι μεγάλες εισαγωγικές αγορές των ελληνικών προϊόντων δηλαδή της σταφίδας.
Θα μπορούσαν όμως οι συνέπειες αυτού του πολέμου να είχαν περιοριστεί, αν το ελληνικό κράτος, δηλαδή οι διάφορες πολιτικές ομάδες που το διαχειρίζονταν, είχαν χρησιμοποιήσει ένα μέρος των εσόδων για να βελτιώσουν τις συνθήκες καλλιέργειας, εμπορίας και διακίνησης, να βοηθήσουν στο άνοιγμα νέων αγορών, να ελέγξουν την τοκογλυφία, να περιορίσουν την δράση των τραπεζών και όλων των ισχυρών ομίλων, ώστε να ενισχυθούν οι μεσαίοι και μικροί καλλιεργητές, να πάρουν μέτρα για τον περιορισμό των διακυμάνσεων των τιμών.
Κάτι τέτοιο θα είχε συμβεί, αν η πολιτική εξουσία που διαμορφώθηκε και εγκαθιδρύθηκε μετά την ανακήρυξη Ελλάδας σε ελεύθερο κράτος, είχε προκύψει μέσα από τις διαδικασίες διαμόρφωσης του ελληνικού έθνους και της αυτοσυγκρότησης του σε κράτος.
Συνέβηκε όμως το αντίθετο. Η πολιτική εξουσία υπήρξε πάντοτε «δοτή», δημιουργήθηκε κάτω από το καθεστώς Προστασίας του νέου ελληνικού κράτους και για τις ανάγκες αυτού ακριβώς του καθεστώτος και μόνον. Κι αυτό συνέβη όχι μονάχα με την βαυαροκρατία, που ήταν ένα σύστημα ολοκληρωτικά εισαγόμενο, αλλά και με τα πολιτικά συστήματα και τις πολιτικές ομάδες που τη διαδέχθηκαν, μια κατάσταση που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, αφού μέχρι και σήμερα συνεχίζεται το καθεστώς υποτέλειας.
Καθώς λοιπόν η εξουσία της, αλλά και η ύπαρξη της η ίδια δεν ήταν συνυφασμένη με την ύπαρξη και την ανάπτυξη του έθνους,αντιμετώπισε την σταφίδα, όπως και ολόκληρη την ελληνική κοινωνία, σαν αντικείμενο φορολογίας και μόνο. Ο σκοπός ήταν φυσικά, εκτός από τον ατομικό πλουτισμό, η διατήρηση και διεύρυνση της εξουσίας της.
Με τον ίδιο τρόπο αντιμετώπισε και τον καπνό, αλλά και όλα τα άλλα προϊόντα και υπηρεσίες που ευδοκίμησαν, ευδοκιμούν και θα ευδοκιμούν στην πατρίδα μας.
Ο καπνός, είναι το δεύτερο προϊόν που «σημάδεψε την χώρα» μας, σχεδόν «ολόκληρο τον 20ο αιώνα» (σελ.37). «Σε αντίθεση με την Ελλάδα της σταφίδας, η οποία έχει περάσει στην ιστορική μνήμη, η Ελλάδα του καπνού είναι ακόμα παρούσα και η βαριά οσμή των καπνόφυλλων έχει νοτίσει την πολιτική ζωή της χώρας. Η καπνική κρίση ήταν φυτώριο μέσα από το οποίο ξεπήδησε και αναπτύχθηκε η Αριστερά αλλά και η μήτρα που κυοφόρησε πολιτικούς, των οποίων η παρουσία καθόρισε τις πολιτικές εξελίξεις για πάνω από μισό αιώνα. Από τα ‘καπνοχώραφα’ ξεφύτρωσαν μερικοί από τους χειρότερους δυνάστες της ελληνικής κοινωνίας, οι οποίοι επέβαλαν δικτατορίες, κατασκεύασαν κατασταλτικούς μηχανισμούς και οργάνωσαν το παρακράτος το οποίο ταλάνισε για πολλές δεκαετίες αυτόν τον τόπο» (σελ.37).
Όπως η σταφίδα ήταν προϊόν κυρίως πελοποννησιακό, έτσι και ο καπνός ήταν προϊόν κυρίως μακεδονικό. Αποκτάει λοιπόν σημασία για την χώρα μας και καθορίζει τις τύχες της, μετά τους βαλκανικούς πολέμους, όταν η Μακεδονία γίνεται μια από τις «Νέες χώρες» της ελληνικής επικράτειας.
Έτσι, η φούσκα του καπνού αρχίζει να γιγαντώνεται αμέσως μετά τους βαλκανικούς πολέμους και κυρίως μετά το 1919, όταν σταμάτησαν οι πολεμικές επιχειρήσεις στην Μακεδονία κι άρχισε η περίοδος σταθεροποίησης των νέων συνόρων της χώρας.
«Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’20 ο καπνός ήταν το ελληνικό Ελ Ελντοράντο. Οι παραγωγοί, πολλοί από τους οποίους ήταν πρόσφυγες, θέλοντας να συμμετάσχουν στο ράλι των τιμών, δανείστηκαν από εμπόρους, τοκογλύφους και τράπεζες. Η οσμή του κέρδους προσέλκυσε και άλλους, άσχετους με την γεωργία. Έμποροι, γιατροί, δικηγόροι και άλλοι επαγγελματίες των καπνικών περιοχών μετατράπηκαν σε καπνοπαραγωγούς, δανειζόμενοι υπερβολικά ποσά. Προσέλαβαν εργάτες όχι μόνον από την περιοχή αλλά και από την υπόλοιπη Ελλάδα» (σελ.42).
«Ουσιαστικά σχηματίστηκε μια σπείρα δανεισμού, καθώς οι ανάγκες για κεφάλαια όλων των εμπλεκομένων, χρόνο με τον χρόνο αυξάνονταν. Οι χωρικοί δανείζονταν για να αντιμετωπίσουν το αυξανόμενο κόστος παραγωγής, οι έμποροι για να κάνουν αγορές και οι τοκογλύφοι για να επωφεληθούν από τις αυξημένες ανάγκες για ρευστό. Κοντολογίς, σε λίγα μόλις χρόνια δημιουργήθηκε και συντηρήθηκε μια οικονομική φούσκα, στην οποία συμμετείχαν ευρύτερες ομάδες πληθυσμού και οικονομικών συμφερόντων και στην οποία τοποθετήθηκαν σημαντικά κεφάλαια. Ο καπνός είχε μπεί πλέον στις ράγες της φούσκας, όπου οι προοπτικές βραχυπρόθεσμου οικονομικού κέρδους από την επένδυση κινητοποιούν πολύ περισσότερα επενδυτικά κεφάλαια, τα οποία σε άλλη περίπτωση οι συνετοί επαγγελματίες επενδυτές θα διένεμαν σε μικρές δόσεις» (σελ.43).
Φτάσαμε έτσι στα 1929, χρονιά που κατέρρευσε η Γουόλ Στρήτ και η σοδειά του καπνού ήταν ιδιαίτερα καλή. Είχαν όμως συμβεί δύο πολύ μεγάλες αλλαγές στο τοπίο του καπνού. Η πρώτη ήταν φυσικά η διόγκωση του ιδιωτικού χρέους στη χώρα μας, χρέος που κατευθυνόταν αποκλειστικά σχεδόν στον καπνό, όπως περιγράφηκε προηγουμένως. Η δεύτερη ήταν η μονοπώληση της αγοράς του καπνού είτε από κρατικά μονοπώλια, είτε από μεγάλες εταιρείες όπως η Reynolds και η Philip Morris.
Έτσι, οι μικροί έμποροι βρέθηκαν στο περιθώριο καθώς το 80% των αγορών γίνονταν κατευθείαν από τις εταιρείες μέσω των αντιπροσώπων τους και φυσικά οδηγήθηκαν στην χρεοκοπία, ενώ το ίδιο συνέβη και με τους παραγωγούς, καθώς οι τιμές που καθόριζαν οι εταιρείες ήταν πολύ χαμηλότερες από το κόστος και φυσικά δεν μπορούσαν με τις τιμές αυτές να ζήσουν τις οικογένειες τους, πόσο μάλλον να εξυπηρετήσουν τους τόκους και τα χρεολύσια των δανείων τους.
Για να σκάσει μια «φούσκα» αρκεί ένα μικρό, ανεπαίσθητο τσίμπημα. Αν είχε υπάρξει μια σωστή διαχείριση του καπνικού, το «κράχ» του 1929 θα είχε περάσει απαρατήρητο στην Ελλάδα. Καθώς μάλιστα η ποιότητα των ελληνικών καπνών ήταν εξαιρετική, η σωστή διαχείριση θα είχε μετατρέψει τον καπνό σε ατμομηχανή ανάπτυξης πολλών άλλων κλάδων και δραστηριοτήτων στη χώρα μας, ώστε αντί να τρωθεί από την κρίση, αντίθετα να βγει πιο δυνατή την επόμενη μέρα.
Αντί γι’ αυτό, τρία χρόνια μετά, η χώρα πτωχεύει και πάλι. Ίδια ιστορία με την σταφίδα. Δύο προϊόντα που θα μπορούσαν να είναι ευλογία, μετατρέπονται σε κατάρα.
Ένας δρόμος στρωμένος με φούσκες αυτή είναι η ιστορία της Ελλάδας. «Από την εποχή των Λαυρεωτικών μέχρι την πρόσφατη της αγοράς ακινήτων και των δανείων κάθε γενιά Ελλήνων βιώνει, τουλάχιστον για μία φορά, τα αποτελέσματα από σκάσιμο της ‘φούσκας’» (σελ.67).
Μέχρι και πριν από πενήντα ή εξήντα χρόνια οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ που κυβερνούν τη χώρα, απλώς εκμεταλλευόντουσαν τις «φούσκες», για να γεμίζουν τα ταμεία του κράτους, αλλά και τις τσέπες τους απευθείας ή μέσω των κρατικών προμηθειών και έργων. Τώρα όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει. Τώρα τις δημιουργούν.
Η φούσκα του Χρηματιστηρίου της δεκαετίας του ’90 ήταν εξόφθαλμα καθοδηγούμενη και η προτροπή για την «ενίσχυση της κεφαλαιαγοράς» ήταν μια φτηνή δικαιολογία για να καλύψει την καταλήστευση των Ασφαλιστικών Ταμείων και των αποταμιεύσεων χιλιάδων μικροεπενδυτών, προς όφελος βεβαίως κρατικών στελεχών και οικονομικών παραγόντων.
Η φούσκα των ακινήτων δεν διαφημίστηκε όπως των μετοχών, άλλωστε δεν χρειαζόταν. Είχε φροντίσει η έρπουσα ιδεολογία να δημιουργήσει την ανάγκη του «κεραμιδιού», αλλά και οι συμβουλές των αρμόδιων τραπεζικών στελεχών.
Μέχρι και σχεδόν τα τέλη της δεκαετίας του ’80, ο «οικοδομικός οργασμός» πραγματοποιούνταν στο μεγαλύτερο μέρος του μέσω ιδιωτικών αποταμιεύσεων. Στεγαστικά δάνεια δικαιούνταν μερικές κατηγορίες μονάχα του πληθυσμού. Υπάλληλοι του Δημοσίου και του ευρύτερου δημοσίου τομέα, τραπεζικοί και μικρό μέρος εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα μέσω του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας. Και πάλι όμως τα δάνεια υπολείπονταν της αξίας του ακινήτου.
Τα πράγματα άλλαξαν ριζικά την δεκαετία του ’90. Η άρση των περιορισμών στις τραπεζικές χορηγήσεις, οδήγησε σε ένα ξέφρενο κυνηγητό από τη μεριά των τραπεζών για χορήγηση δανείων. Με δεδομένη την κυριαρχία της «κεραμιδικής» ιδεοληψίας, η πλειοψηφία των δανείων κατευθύνθηκε στην οικοδομή κι αυτό με τη σειρά του φούσκωσε απότομα τις τιμές. Τώρα δεν αρκούσε «το κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι μας», το πανωσήκωμα για το παιδί, το εξοχικό στη Λούτσα και η ανακαίνιση του σπιτιού στο χωριό για να κρατάμε τις ρίζες μας. Το σπίτι, το ακίνητο, από χρηστικό αντικείμενο μετατράπηκε σε επένδυση. Και καθώς η προσφορά δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στη ζήτηση, η φούσκα των τιμών των ακινήτων συνεχώς μεγάλωνε.
Μαζί τους μεγάλωνε και ο ιδιωτικός, αλλά και ο δημόσιος δανεισμός. Το σκάσιμο της διπλής φούσκας, μετοχών και ακινήτων, οδήγησε μοιραία στην άτυπη αυτή την φορά χρεοκοπία και στην υπαγωγή της χώρας στον έλεγχο των δανειστών.
«Και μετά τι;», αναρωτιέται ο Γ. Σιώτος. Μα φυσικά ο τουρισμός είναι η καινούργια φούσκα που επωάζεται. Ο συγγραφέας δίνει το παράδειγμα της Τήνου. Το νησί μέχρι και το αποτέλεσμα πριν από μερικές δεκαετίες διατηρούσε τις παραδοσιακές του καλλιέργειες και τις επαγγελματικές ενασχολήσεις των κατοίκων του, καταφέρνοντας μιαν διατροφική αυτάρκεια. Ο θρησκευτικός κατά βάσει τουρισμός αποτελούσε ένα συμπληρωματικό εισόδημα για τους κατοίκους του νησιού.
Από την δεκαετία του ’70 όμως τα πράγματα άλλαξαν και συνέχισαν να αλλάζουν με γεωμετρική πρόοδο. Σήμερα, «από τους 3664 ανθρώπους που είναι ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός του νησιού, οι 225 ασχολούνται με την γεωργία και 2105 με τις υπηρεσίες και κυρίως αυτές που συνδέονται με τον τουρισμό. Οι τηνιακοί σπόροι εξαφανίστηκαν και μαζί με αυτούς οι ποικιλίες καλλιεργειών που ήταν προσαρμοσμένες στο μικροκλίμα του νησιού. Χρειάστηκαν λίγες μόνον δεκαετίες για να χαθούν ο κόπος, η εμπειρία και η τεχνογνωσία αιώνων και να γίνουν όσοι επιμένουν στη γή όμηροι των πολυεθνικών για την σοδειά τους»(σελ. 75).
Δεν χρειάζεται να ειπωθεί ότι το ίδιο συμβαίνει σε όλα τα νησιά, ακόμη και στα πιο μεγάλα, αλλά και σε όλα τα παράλια της ηπειρωτικής χώρας, τις λίμνες και τα ορεινά της μέρη. Το καινούργιο στην όλη ιστορία είναι η εισδοχή διαδικτυακών εταιρειών στο τουριστικό παιχνίδι. Τώρα μπορεί ο καθένας που διαθέτει μιαν άδεια γκαρσονιέρα, ένα επιπλέον διαμέρισμα, ακόμα και ένα δωμάτιο με ανεξάρτητη είσοδο, να γίνει μίνι ξενοδόχος αποκτώντας ένα σεβαστό και κυρίως αφορολόγητο εισόδημα.
Αυτή είναι και η κρίσιμη παράμετρος για την μετατροπή του τουρισμού στην επόμενη φούσκα, όπως προφητικά γράφει στον τίτλο του βιβλίου του ο Γ.Σιώτος. Η μαζική είσοδος των μικρομεσαίων στο τουριστικό παιχνίδι. Όπως χαρακτηριστικά γράφει (σελ.68) «φούσκα χωρίς μικρομεσαίο είναι σαν τον μουσακά χωρίς τις μελιτζάνες».
Όλα τα άλλα είναι κοινά με τις προηγούμενες φούσκες, της σταφίδας, του καπνού, της οικοδομής, των αγροτικών επιδοτήσεων, του μπαμπακιού, του λαδιού, των φρούτων που γεμίζανε τις χωματερές. Πλήρης αδιαφορία για την οργάνωση και την δημιουργία υποδομών στην κάθε αναδυόμενη δραστηριότητα και αντίθετα, στην αντιμετώπιση τους σαν αντικείμενο προσπορισμού φορολογικών εσόδων. Και φυσικά η μονοπώληση της τουριστικής αγοράς από ξένους οίκους και γραφεία.
Το σκάσιμο της χρηματιστηριακής «φούσκας» το 1929 στη Νέα Υόρκη και η Μεγάλη Ύφεση που ακολούθησε οδήγησε στην καθιέρωση μιας σειράς νόμων και μέτρων για τον έλεγχο της χρηματαγοράς, για την αποφυγή τέτοιων κινδύνων στο μέλλον.
Το αντίθετο φυσικά συμβαίνει στη χώρα μας. Εδώ η ιστορία επαναλαμβάνεται. Το σκάσιμο κάθε φούσκας ακολουθεί η χρεοκοπία του κράτους και η φορολογία των λαϊκών κυρίως τάξεων για να πληρωθούν τα σπασμένα.
Ίσως όμως, η πιο μεγάλη φούσκα, αυτή που μπορεί να αφανίσει την ίδια την χώρα και να προκαλέσει την πιο μεγάλη καταστροφή του Ελληνισμού, μεγαλύτερη σε μέγεθος και συνέπειες από όσες το έθνος μας έχει βιώσει μέχρι σήμερα, είναι αυτή που ακούει στο όνομα Αθήνα.
Ο γιγαντισμός της Αθήνας, δεν είναι μια απλή «αστυφιλία», όπως συμβαίνει σε όλο τον κόσμο. Είναι μια συνειδητή, κατευθυντήρια επιλογή της ελληνικής ολιγαρχίας. Στην «Επαγγελία της αδύνατης Επανάστασης», ο Άγγελος Ελεφάντης χαρακτηρίζει την ελληνική αστική τάξη σαν «την πιο ανίκανη στην ιστορία της ανθρωπότητας» αφού, «κατόρθωσε να περιορίσει τον ελληνικό λαό στην Αθήνα».
Το πώς και το γιατί αυτής της εξέλιξης, εξηγεί ο πολεοδόμος Δημ. Μάρτος στο βιβλίο του «Αθήνα, πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους».
Η εγχώρια οικονομική και πολιτική ολιγαρχία, είναι στην ουσία «αθηναϊκή». Δημιουργήθηκε εξ αιτίας της επιλογής της Αθήνας σαν πρωτεύουσας και συνέχισε να υπάρχει και να εξουσιάζει με βάση αυτήν της την ιδιότητα. Γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στο πεδίο της κρατικής εξουσίας και διοίκησης και όχι στο πεδίο των οικονομικών σχέσεων του νέου κράτους και των ελληνικών περιοχών που ακόμη δεν είχαν ενταχθεί σ’ αυτό.
Όπως εξηγεί ο Δ. Μάρτος, η επιλογή της Αθήνας σαν πρωτεύουσας έγινε από τους Βαυαρούς και υπηρετούσε τις δικές τους επιδιώξεις εθνικής συγκρότησης και όχι της Ελλάδας και των Ελλήνων. Συνέβαινε μάλιστα το αντίθετο. Καθώς η Αθήνα βρίσκονταν μακριά από εμπορικούς δρόμους και τις περιοχές οικονομικής δραστηριότητας της χώρας, η καινούρια εξουσία και η ολιγαρχία που αναπτυσσόταν στο αττικό έδαφος, ένοιωθε πάντοτε ανασφαλής.
Γι’ αυτό και πάντοτε ήταν εχθρική απέναντι στις αστικές τάξεις που αναπτύσσονταν σε άλλες πόλεις και περιοχές, είτε αυτές βρίσκονταν εντός της ελληνικής επικράτειας, είτε δεν είχαν ακόμη απελευθερωθεί από τον τουρκικό ζυγό.
Με νόμους και αποφάσεις - που ο Δημ. Μάρτος περιγράφει στα βιβλία του και σε πλήθος άρθρα που έχει δημοσιεύσει-, κατάφερε να αναχαιτίσει την οικονομική ανάπτυξη της Σύρου, όπου στα μέσα του 19ου αιώνα είχε αρχίσει να αναπτύσσεται ένα οικονομικό μοντέλο κάθετης ανάπτυξης, ριζικά διαφορετικό από το παρασιτικό της Αθήνας. Έτσι η Σύρος οδηγήθηκε σε υποβιβασμό, προς όφελος του παρασιτικού μοντέλου της Αθήνας. Το ίδιο φυσικά συνέβη και με την Καλαμάτα, την Πάτρα, το Γαλαξίδι αλλά και με τις πόλεις και τις περιοχές που «απελευθερώνονταν». Η Νάουσα που πριν την «απελευθέρωση» της η εριοβιομηχανία της συναγωνίζονταν το Μάντσεστερ, γονάτισε εξ αιτίας της επιβολής δασμών (!). Στον μαρασμό οδηγήθηκε και η Σάμος που πριν ευημερούσε, τα Ζαγοροχώρια κλπ.
Το τελευταίο της «κατόρθωμα» ήταν αυτό με την Θεσσαλονίκη. Με την κατάρρευση του κομμουνιστικού στρατοπέδου και παραπετάσματος, η Θεσσαλονίκη απέκτησε τεράστια γεωπολιτική και οικονομική σημασία και άρχισε να αναδεικνύεται σαν η φυσική πρωτεύουσα ολόκληρης σχεδόν της Βαλκανικής. Στην περιοχή της άρχισε έντονη βιομηχανική και εμπορική δραστηριότητα και φυσικά πληθυσμιακή συγκέντρωση, ξεπερνώντας κατά πολύ την Αθήνα.
Το αστείο της ιστορίας είναι πως την δεκαετία του 1990 που «άρχισε το άστρο της Θεσσαλονίκης να λάμπει», η ανάπτυξη της τεχνολογίας είχε ουσιαστικά εξαφανίσει τα περισσότερα από τα μειονεκτήματα, που καθιστούσαν την Αθήνα πόλη ακατάλληλη για πρωτεύουσα. Ωστόσο, η «αθηναϊκή» ολιγαρχία εξακολουθούσε - και εξακολουθεί ακόμη – να κουβαλά το σύνδρομο ανασφάλειας. Η κύρια αιτία είναι φυσικά πως εξακολουθεί να ζεί και να αναπαράγεται στο πεδίο της κρατικής διοίκησης, είναι μια κοινωνική τάξη παρασιτική. Όμοια όπως και στην περίπτωση της Σύρου, εκατόν τριάντα χρόνια νωρίτερα, είδε στην Θεσσαλονίκη τον θανάσιμο ανταγωνιστή της, τον «Θησέα» που θα την εξόντωνε. Γι’ αυτό ξεκίνησε και πάλι μιαν εκδικητική πολιτική σε βάρος της Θεσσαλονίκης.
Σαν από θαύμα, η αθηναϊκή εξουσία ανακάλυψε πως η Αττική εξέπεμπε S.O.S. κι έβαλε μπροστά προγράμματα «ανάπλασης». Στην πραγματικότητα, όπως γράφει ο Μάρτος στο άρθρο του «ο Μινώταυρος της Αθήνας και ο Θησέας της Θεσσαλονίκης» και τα δέκα προγράμματα που εκπονήθηκαν εκείνη την εποχή ουσιαστικά αφαιρούσαν πόρους και δυνάμεις από την Θεσσαλονίκη και τις άλλες περιοχές της Ελλάδας, προς όφελος πάντα της Αθήνας. Το αποτέλεσμα ήταν φυσικά το αναμενόμενο. Η οικονομική ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης φρέναρε, προς ζημία φυσικά ολόκληρης της ελληνικής οικονομίας.
Σε νορμάλ περιόδους, η εξουσία των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων ασκείται μέσω της ιδεολογίας. Κι αυτή η ιδεολογία στην προκειμένη περίπτωση, είναι ο αθηναϊσμός. Ιστορικό ανάλογο είναι η περίπτωση της Ρώμης, η άρχουσα τάξη της οποίας μετέτρεψε όλους τους κατοίκους της αυτοκρατορίας σε Ρωμαίους κι έτσι μπορούσε να τους εξουσιάζει.
Η ελληνική ιδιομορφία είναι, πως η μετατροπή των Ελλήνων σε Αθηναίους πραγματοποιείται μέσω της μετοικεσίας τους στην Αθήνα. Το κάψιμο των περιαστικών δασών, το μπάζωμα των ρεμάτων, η οικοδόμηση βουνών μέχρι σχεδόν την κορυφή τους, η τακτική ανα περιόδους νομιμοποίηση των οικοδομικών αυθαιρεσιών, η αύξηση των συντελεστών δόμησης, είναι μερικά από τα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν και εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται για να μπορέσει να χωρέσει ει δυνατόν όλος ο ελληνικός πληθυσμός στο αττικό έδαφος.
Περιστατικά όπως η πλημμύρα στην Μάνδρα και η φωτιά στο Μάτι, είναι οι παράπλευρες απώλειες της μάχης για τον γιγαντισμό της Αθήνας.
Η άλλη όψη του αθηναϊσμού, είναι ο υποβιβασμός έως καταπτώσεως εννοιών και καταστάσεων. Τα Ίμια χαρακτηρίζονται «βραχονησίδες χωρίς αξία». Η Μακεδονία μετατρέπεται σε «θέμα ονόματος» και η Κύπρος σε «υπόθεση κοινοτήτων». Το μόνο σημείο αναφοράς που απομένει, είναι η Αθήνα, η οποία αναδεικνύεται και εξυψώνεται με κάθε τρόπο. Οι γιορτές για την απελευθέρωση της Αθήνας που μας προέκυψαν εδώ και τέσσερα χρόνια, σε αυτό το σχέδιο εντάσσονται.
Εδώ φυσικά παραποιείται και ξαναγράφεται η ιστορία, αφού δεν υπήρξε «απελευθέρωση» της Αθήνας από ελληνικές ή έστω συμμαχικές δυνάμεις, αλλά αποχώρηση των Γερμανών από την πρωτεύουσα. Και δεν μπορεί φυσικά να χαρακτηριστεί «απελευθέρωση» η ηρωική μεν, περιορισμένης έκτασης όμως μάχη του εφεδρικού ΕΛΑΣ για την σωτηρία της Ηλεκτρικής στο Κερατσίνι.
Αντιθέτως, έτσι κρύβεται η μυστική συμφωνία Βρετανών-Γερμανών για κατοχή της Κρήτης από τους τελευταίους μέχρι και τον Μάιο του 1945, οπόταν και παραδόθηκαν αμαχητί στους Εγγλέζους και μεταφέρθηκαν όχι σαν αιχμάλωτοι πολέμου, αλλά με τον εξοπλισμό τους με αγγλικό πλοίο στην Γερμανία. Σκοπός της συμφωνίας αυτής ήταν να δημιουργηθεί ένα δεύτερο ελληνικό κράτος στο νησί, υποτελές στην Αγγλία, στην περίπτωση που ο ΕΛΑΣ κυριαρχούσε στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Καλύπτεται επίσης η εγκληματική τακτική της ηγεσίας του ΚΚΕ, που κράτησε δεκάδες χιλιάδες νέους στην Αθήνα και δευτερευόντως την Θεσσαλονίκη, στον εφεδρικό ΕΛΑΣ αντί να τους στείλει στα βουνά και τα χωριά της Ελεύθερης Ελλάδας όπου ήταν το μέτωπο με τους Γερμανοϊταλούς και διεξάγονταν οι αποφασιστικές μάχες για την απελευθέρωση της χώρας.
Η ηγεσία του ΚΚΕ, δέσμια μια λανθασμένης θεωρίας της Γ’ Διεθνούς για πρωτοκαθεδρία της πολιτικής οργάνωσης και πάλης μέσα στις πόλεις (δηλαδή την Αθήνα) υποτιμούσε το αντάρτικο της υπαίθρου το οποίο τοποθετούσε σε βοηθητικό ρόλο.
Η λογική κατάληξη αυτής της στρατηγικής, ήταν η τυχοδιωκτική εξέγερση του Δεκέμβρη, από έναν εφεδρικό ΕΛΑΣ τόσο κακά εξοπλισμένο και εκπαιδευμένο, ώστε ήταν μαθηματικά βέβαιο πως θα νικηθεί.
Για την απελευθέρωση της χώρας από τον ζυγό της αθηνοκρατίας, που καθιστά αδύνατη οποιαδήποτε ανάπτυξη και φυσικά την αποτίναξη της ξένης εξάρτησης και υποτέλειας, ο Δημ. Μάρτος προτείνει την σταδιακή αλλά άμεση μεταφορά μεγάλου μέρους των λειτουργιών της πρωτεύουσας στις υπόλοιπες μεγάλες πόλεις.
Για να γίνει όμως κάτι τέτοιο δυνατόν, πρέπει να το ενστερνιστεί και να απαιτήσει η συντριπτική πλειοψηφία του λαού και της κοινωνίας. Πρώτο βήμα είναι η απόφαση να εγκαταλείψουν οι νέοι (και οι γονείς τους φυσικά) τον εύκολο δρόμο της φυγής στο εξωτερικό και να αποφασίσουν να αγωνιστούν στους τόπους καταγωγής των γονιών τους για την επιβίωση τους.