Ένα πρώτο σχόλιο για το χτεσινό δημοψήφισμα
Του Γιώργου Ρακκά
Ηχηρό ράπισμα, και πολλαπλά μηνύματα προς όλες τις κατευθύνσεις στέλνει το χτεσινό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος που πραγματοποιήθηκε στην γειτονική ΠΓΔΜ, για την έγκριση της συμφωνίας των Πρεσπών: Όπως έχει ήδη γραφτεί και αναλυθεί εξαντλητικά, η επικράτηση της… αποχής (65%) μεταβάλει την όλη διπλωματική διαδικασία σε οπερέτα, εκθέτει τους δυο φίλους και συνυποψήφιους για το νόμπελ(!) πλέον πρωθυπουργούς για την ευκολία τους να την συνάψουν και να την επιβάλουν πάση θυσία, και δημιουργεί σοβαρότατες επιπλοκές στην απόπειρα του ευρω-ατλαντικού άξονα να την επιβάλει με το ζόρι.
Πλέον, με το κλίμα που έχει διαμορφωθεί, και τη δυναμική που τείνει να αποκτήσει το απορριπτικό στρατόπεδο, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο για τον πρωθυπουργό της γειτονικής χώρας να διασπάσει το μέτωπο της αντιπολίτευσης, και να βρει τους επιπλέον βουλευτές που χρειάζονται ώστε να εξασφαλίσει τον απαραίτητο αριθμό των 80 εδρών (σε σύνολο 120) για να την κυρώσει βουλευτικά με αυξημένη πλειοψηφία.
Όσο για τον Τσίπρα, τον Κοτζιά και την ελληνική κυβέρνηση, παραμένουν έκθετοι, αποδεικνυόμενοι ως οι «χρήσιμοι ηλίθιοι» του ΝΑΤΟ και των ευρωατλαντιστών: Απεμπόλησαν, για να ικανοποιήσουν τα αφεντικά τους, κάθε διπλωματικό όπλο (όπως το ελληνικό βέτο στην ένταξη της ΠΓΔΜ σε Ε.Ε. και ΝΑΤΟ), ξέχασαν κάθε κόκκινη γραμμή (αναγνωρίζοντας «μακεδονική γλώσσα», υπηκοότητα, και άρα, de facto «μακεδονική εθνότητα») και τώρα, με την διπλωματική διαδικασία να βαίνει προς εκτροχιασμό, κινδυνεύουν να επιστρέψουν στο σημείο μηδέν, έχοντας παραδώσει μάλιστα ένα σημαντικό για την Ελλάδα διαπραγματευτικό κεκτημένο.
Όσο για τον Ευρωατλαντικό άξονα, ακόμα ψάχνουν να καταλάβουν πως γύρισε μπούμερανγκ κάτι που θεωρούσαν ως ένα από τα πιο εύκολα στάδια της διπλωματικής διαδικασίας, μιας και πίστευαν ότι έχοντας θέσει ενώπιον της γειτονικής κοινωνίας το καρότο της ένταξης της χώρας στο ΝΑΤΟ και την Ε.Ε., και έχοντας βάλει την Ελλάδα να αποδεχθεί επί της ουσίας την ύπαρξη «μακεδονικής εθνότητας», η «μισή υποχώρηση», κύρωσης της σύνθετης γεωγραφικής έναντι όλων θα ήταν περίπατος.
Κι όμως δεν ήταν. Τα ευρωατλαντικά επιτελεία αστόχησαν για άλλη μια φορά στις εκτιμήσεις τους που έχουν να κάνουν με τα Βαλκάνια, γιατί διέπραξαν το πάγιο σφάλμα που κάνουν όταν εμπλέκονται στην περιοχή: Υποτιμούν την σημασία που έχουν οι εθνικές, γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις και ανταγωνισμοί, και στηρίζουν στην στρατηγική τους σε αντιλήψεις οικονομίστικες, που λίγο έχουν να κάνουν με το κλίμα της. Έτσι, αφέθηκαν να αυτοπαραπλανηθούν για την ισχύ πειθούς που έχει η υπόσχεση της ευημερίας και της σταθερότητας εντός της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ, υποτιμώντας μια παράπλευρη όσο και καθοριστική επιπλοκή που είχαν οι μέριμνες της συμφωνίας: Η σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό, και την παράλληλη αναγνώριση της αλβανικής γλώσσας ως δεύτερης επίσημης γλώσσας του γειτονικού κράτους, συνεπάγεται την υποβάθμιση της «μακεδονικής εθνότητας» σε συνιστώσα εθνότητα ενός κράτους δυο κυρίαρχων εθνοτήτων. H αναβάθμιση δε, των Αλβανών, συντελείται και μέσα στην διαδικασία, καθώς η κυβέρνηση Ζάεφ υπάρχει και λειτουργεί με αλβανική ψήφο, και το ίδιο αναμένονταν να συμβεί και με την κύρωση του δημοψηφίσματος, με τους Αλβανούς να αποτελούν τον σκληρό πυρήνα του «ΝΑΙ».
Αυτή η εικόνα τρόμαξε τους Σλάβους, όπως τους τρομάζει και η προοπτική ένταξης ενός κράτους όπου το αφήγημα του «μακεδονισμού» θα έχει μετριαστεί εντός της Ε.Ε., παράλληλα με την προώθησης της ένταξης του Κοσόβου, το ζήτημα του οποίου έπεται ακριβώς μετά την λήξη του ονοματολογικού, για τον ευρωατλαντικό άξονα. Κι αυτό γιατί, ενδεχόμενη άρση των συνοριακών περιορισμών μεταξύ ΠΓΔΜ και Κοσόβου μέσα στην Ένωση, θα ενοποιούσε τον αλβανικό πληθυσμό των δυο περιοχών (ας μην ξεχνάμε ότι οι Αλβανοί του Κοσόβου είναι 1,5 εκατομμύρια και αποτελούν τον πιο νέο, και δημογραφικά ακμαίο πληθυσμό της Ευρώπης), ανατρέποντας πλήρως τα δημογραφικά δεδομένα στην περιοχή.
Αυτός είναι ο βαθύτερος λόγος για τον οποίον εν τέλει το απορριπτικό ρεύμα επικράτησε εντός της γειτονικής κοινωνίας, παρ’ όλο που ο Ζάεφ είχε δίκιο να υποστηρίζει ότι η αναγνώριση της μακεδονικής γλώσσας και εθνότητας αποτελεί σημαντική επιτυχία για τον γειτονικό αλυτρωτισμό. Κι όμως, οι γείτονές μας, υπακούοντας στους πολύπλοκους εθνικούς και γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς που ορίζουν την βαλκανική πραγματικότητα, επέλεξαν να ψηφίσουν ως Σλάβοι και όχι ως «Μακεδόνες» (sic!), αποδεικνύοντας στην πράξη και με τον πιο παράδοξο τρόπο το ασύστατο του εθνικού αφηγήματος που οι ίδιοι υπηρετούν.
Αυτή η «εκλογική ανταρσία» των Σλάβων, λέει πολλά και για τους συσχετισμούς που τείνουν να διαμορφωθούν στα Βαλκάνια, υπό την επίδραση του εντεινόμενου και κλιμακούμενου ανταγωνισμού μεταξύ ευρωατλαντικών (ΝΑΤΟ) και ευρασιατικών (Ρωσία-Κίνα) δυνάμεων: Οι προνομιακές σχέσεις που καλλιέργησαν οι πρώτοι με τον αλβανικό αλυτρωτισμό από την εποχή της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, μέχρι τους βομβαρδισμούς της Σερβίας και την απόσχιση του κοσοβάρικου κρατιδίου, αντισυσπειρώνουν τους Σέρβους και τους Σκοπιανούς προς τον ευρασιατικό άξονα, επιτρέποντάς του έτσι να σχεδιάζει μια “σφήνα” επιρροής προς την κεντρική Ευρώπη, αποτρέποντας προς το παρόν το τόξο αποκλεισμού που θέλουν να δημιουργήσουν οι ευρωατλαντιστές.
Αυτή είναι η ευρύτερη εικόνα που τείνει να διαμορφωθεί στην περιοχή. Το τι θα γίνει, από εδώ και πέρα είναι άδηλο. Προφανώς, συμφέρον της ελληνικής πλευράς θα είναι να ακυρωθεί η συμφωνία ως άμεση ή έμμεση συνέπεια της απόρριψής της από τους πολίτες της γειτονικής χώρας. Κάτι που θα μπορούσε να πετύχει και η ελληνική πλευρά μετά το χτεσινό αποτέλεσμα, όχι όμως αυτή η κυβέρνηση που μοιάζει περισσότερο πλέον με παράρτημα του αμερικανικού υπ. Εξωτερικών παρά με εκφραστή της εγχώριας λαϊκής εντολής, γεγονός που αποτελεί και την βασική αιτία για την οποία πρέπει να πέσει προτού επισωρεύσει περαιτέρω καταστροφές.
Υπάρχουν ωστόσο, και άλλα ευρύτερα ζητήματα που η ίδια η συγκυρία θέτει και απαιτεί μια εθνική στρατηγική. Γιατί τα Βαλκάνια μοιάζουν να διχάζονται σε μια βάση που για την χώρα στοιχειοθετεί σενάριο «ήττας-ήττας»,καθώς ο ευρωατλαντικός άξονας προς το παρόν δείχνει να επιμένει στην αναβάθμιση του αλβανικού μεγαλοϊδεατισμού και ο ευρασιατικός στο φλερτ του με τον νεοθωμανισμό. Προς το συμφέρον της ελληνικής πλευράς θα ήταν να αποφύγει την κλιμάκωση της πόλωσης, και της νεοψυχροπολεμικής διαίρεσης της περιοχής.
Όσο για το ονοματολογικό, μετά και το χτεσινό δημοψήφισμα, θα πρέπει να συνεχίσουμε να ζούμε με αυτό, γιατί με βάση την βούληση της γειτονικής χώρας είναι σαφές πως δεν υπάρχει προοπτική άμεσης και θετικής για τα ελληνικά δίκαια, λύσης. Μπορούμε ωστόσο να κερδίσουμε χρόνο για να αντιστρέψουμε το αρνητικό κλίμα που υπάρχει για τις ελληνικές απόψεις διεθνώς, πράγμα που καθίσταται ευκολότερο στην περίπτωση που η συμφωνία καταπέσει στα χέρια της άλλης πλευράς.
Προϋπόθεση γι′ αυτό, να πάψει το ονοματολογικό να αποτελεί αντικείμενο εσωτερικής, εμφύλιας αντιπαράθεσης για τους Έλληνες και να καταστεί στοιχείο – αιχμή μιας σταθερής και πάγιας εθνικής στρατηγικής. Που θα περιλαμβάνει, λόγου χάρη, από έναν διπλωματικό φάκελο που θα εκθέτει τις αιτιάσεις του γειτονικού αλυτρωτισμού, μέχρι την διεξαγωγή μιας διεθνούς εκστρατείας για την διάδοση και την προβολή της σημασίας του μακεδονικού πολιτισμού, αρχαίου, μεσαιωνικού και νεώτερου (ξεκινώντας από την ολοκλήρωση των εργασιών της Αμφίπολης που η παρούσα κυβέρνηση θυσίασε μέσα στην εμφυλιοπολεμική της λογική).
Δυστυχώς βέβαια τα ελάχιστα και τα αυτονόητα, για το ελληνικό πολιτικό σύστημα φαντάζουν μέχρι σήμερα μακρινή ουτοπία…
Ανάρτηση από: https://www.huffingtonpost.gr