Του Χρήστου Γιανναρά
Μοιάζει να έχει χαθεί, για το μεγαλύτερο ποσοστό του ανθρώπινου πληθυσμού στον πλανήτη σήμερα, η επίγνωση της διαφοράς ανάμεσα στη γιορτή και στην επιπόλαιη τέρψη. Η απώλεια μετριέται σε διάρκεια ενός ή των δύο τελευταίων αιώνων – τα Χριστούγεννα, λ.χ., τι σήμαιναν για τον παππού ή τον προπάππου μας και τι σημαίνουν για μας σήμερα;
Ενας ή και δύο αιώνες είναι διάρκεια ασήμαντη (σε σχέση με την ηλικία του σύμπαντος ή και σε σχέση με την ύπαρξη έλλογης ζωής πάνω στη γη). Πάντως, σε οποιοδήποτε βάθος χρόνου, τη γιορτή τη γεννούσε η απάντηση στο ερώτημα: από ποια αιτία και για ποιο σκοπό υπάρχει ο «κόσμος», γιατί ο λόγος-τρόπος της ύπαρξης των υπαρκτών να συνιστά κόσμημα αρμονίας, τάξης και κάλλους;
Δεν απασχολούσε όλους το ερώτημα, υπήρχαν πάντοτε και άνθρωποι άσκεφτοι, βοσκηματώδεις, που απλώς επιβίωναν χάρη στις ορμές αυτοσυντήρησης – χωρίς ερωτήματα για την αιτία και τον σκοπό της ύπαρξης. Υπήρχαν, ίσως και να πλεόναζαν, οι άσκεφτοι, αλλά τον χρόνο τον μετέπλαθαν σε Ιστορία μόνο όσοι πάλευαν να διακρίνουν «νόημα» της ύπαρξης. Αποτύπωναν την πάλη τους στην Τέχνη, στη Φιλοσοφία, στο «Πολιτικόν Αθλημα».
Σήμερα, για πρώτη ίσως φορά, ο χρόνος κυλάει, αλλά Ιστορία δεν γράφεται. Συμβαίνουν πολλά και διάφορα, όπως συμβαίνουν και σε μια μυρμηγκοφωλιά ή σε κυψέλη μελισσών. Αφορούν στην ικανοποίηση του ενστίκτου και των ορμών επιβίωσης, όχι στο ερώτημα: γιατί η επιβίωση, γιατί η ύπαρξη. Τα όσα συμβαίνουν μεταποιούνται αμέσως σε «πληροφορία», η πληροφορία αξιολογείται χρηστικά, πουλιέται σαν «είδηση». Για να είναι ευπώλητη η είδηση πρέπει να εντυπωσιάσει, γι’ αυτό και υποτάσσεται ολοκληρωτικά στην προτεραιότητα του εντυπωσιασμού: εμπορευματοποιούνται οι εντυπώσεις, υποκαθιστούν την είδηση.
Αυτή μπορεί να είναι μια εξήγηση, γιατί δεν υπάρχουν πια και Γιορτές. Γιορτή είναι μια μεγάλη χαρά που κοινωνείται, μοιράζεται και μετέχεται από την κοινότητα. Την πραγματικότητα της «κοινότητας» δεν τη συγκροτούσε ο «καταμερισμός της εργασίας, η «κοινωνία της χρείας» – ο ωφελιμισμός μπορεί να οδηγήσει μόνο ώς τον «εταιρισμόν επί κοινώ συμφέροντι» (την societas). Δεν αρκεί η χρησιμοθηρία για να γεννηθεί «πόλις», «κοινότητα», «εκκλησία» (του δήμου ή των πιστών). Η χρησιμοθηρία γεννάει συμβάσεις, συμβόλαια, «συντάγματα», νάρθηκες θωράκισης ατομικών δικαιωμάτων – κατασφαλίζει τις βοσκηματώδεις υπάρξεις.
Η πόλις-κοινότητα-εκκλησία έχει άξονα συνοχής το «ιερό», δηλαδή το σημάδι-σημαίνον του αληθούς. Και α-λήθεια (εμφάνεια) είναι η φανέρωση, δηλαδή η εμπειρική πιστοποίηση (όχι η «δόξα»-δοξασία) του τρόπου της αθανασίας (του «αθανατίζειν»). Εμπειρική πιστοποίηση καθολικά κοινωνούμενη που γεννάει το γεγονός της Γιορτής.
Οι άνθρωποι σήμερα δεν ξέρουμε τη Γιορτή, ονομάζουμε «γιορτή» την προγραμματισμένη (ημερολογιακά) τέρψη ή διασκέδαση ή ευωχία – ατομοκεντρικές, εφήμερες ευχαριστήσεις. Θεωρούμε «γιορτή» έναν ξεχωριστό διάκοσμο της πεζής καθημερινότητας – λαμπιόνια, καμπανίτσες, πολύχρωμες μπαλίτσες, έλατα με γιρλάντες, πακεταρισμένα δωράκια, αλλοδαπές μουσικές. Η «αλήθεια» για μας σήμερα δεν είναι ο τρόπος της αθανασίας, που σημαίνεται μόνο με τη γλώσσα της Τέχνης ή της πολιτικής και εκκλησιαστικής πράξης. Για μας «αλήθεια» είναι η ορθότητα της κατανόησης, γι’ αυτό και η πολιτική πράξη έχει δώσει τη θέση της στην προπαγάνδα, στον διαφημιστικό εντυπωσιασμό, όπως και το εκκλησιαστικό γεγονός έχει υποκατασταθεί από το «κήρυγμα».
Λογαριάζουμε για «πολιτικούς» τους επιδέξιους χειριστές του λεκτικού εντυπωσιασμού, οσοδήποτε ψεύδος, απάτη ή μικρόνοια κι αν κομίζουν. Και λογαριάζουμε σαν λειτουργία «πατρότητας», εισόδου στον τρόπο της όντως ζωής, το κήρυγμα: την υποκατάσταση του εκκλησιαστικού γεγονότος από τη νέκρα της τυποποιημένης συναισθηματικής και ηθικοδιδακτικής φλυαρίας.
Η πολιτική δεν είναι πια υπούργημα που διακονεί την «κοινωνίαν της χρείας», είναι ντοπάρισμα και μέθη επιθετικής διαχείρισης εντυπώσεων, παράκρουση ευθέως ανάλογη με την ποδοσφαιρολαγνεία (ενδεικτική η παραλληλία «δελτίων ειδήσεων», πολιτικών και «αθλητικών», απανωτά μέσα στη μέρα). Και η Εκκλησία δεν είναι πια κοινότητα (ενορία και επισκοπή) όπου κοινωνείται το άθλημα του τρόπου της αθανασίας, είναι «επικρατούσα θρησκεία», με συνείδηση και οργάνωση κυρίαρχης ιδεολογίας, με όπλο κυριαρχίας το κήρυγμα: Πρωινό, εσπερινό, προφορικό, έντυπο, ραδιοφωνικό, τηλεοπτικό – κήρυγμα απόλυτα υπόδουλο στις πρακτικές της ιδεολογικής προπαγάνδας.
Η παρακμιακή αλλοτρίωση, στρέβλωση και παραποίηση της πολιτικής και της Εκκλησίας, συνοδεύεται (απολύτως λογικό) και από τη διαστροφική παράχρηση της λέξης έρωτας, ερωτικός. Σημαίνει πια η λέξη, στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, την πορνική, εμπορευματοποιημένη εκδοχή της σεξουαλικότητας. Τα πιο πολύτιμα, κορυφαία κατορθώματα πληρότητας της ζωής, τα υποτάσσουμε οι άνθρωποι στη χαμέρπεια του ατομοκεντρικού πρωτογονισμού. Αυτή η πιστοποίηση είναι οδύνη, αλλά και πρόκληση: Πάντοτε, μια «μαγιά» ανθρώπων θα σώζει την προτεραιότητα του πόθου για την αλήθεια της πολιτικής, την αλήθεια της Εκκλησίας, την αλήθεια του έρωτα.
Μαζί και την αλήθεια των Χριστουγέννων. Έντυπη
Ανάρτηση από: http://geromorias.blogspot.com