Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2019

Η απάτη των μνημονίων

Του Βασίλη Βιλιάρδου

Υπάρχουν λύσεις για την Ελλάδα και μάλιστα αρκετές, αρκεί να θελήσει μία κυβέρνηση που δεν θα εκβιάζεται από τη Γερμανία να τις εφαρμόσει, σταματώντας αμέσως τα μνημόνια – είμαστε πάντως σίγουροι πως αργά ή γρήγορα θα συμβεί, αφού η πατρίδα μας ανέκαθεν ανασταινόταν από της στάχτες της.

Ανάλυση

Πάντα υπάρχουν λύσεις για μία χώρα, ακόμη και στην άκρη του γκρεμού, ακόμη και όταν έχουν πέσει ήδη οι τίτλοι τέλους, όπως στην Ελλάδα. Δεν υπάρχουν όμως ποτέ λύσεις, όταν εφαρμόζει κανείς την ίδια αποτυχημένη συνταγή – το ίδιο πείραμα, με τα ίδια φθαρμένα υλικά περιμένοντας διαφορετικό αποτέλεσμα, κάτι που είναι συνώνυμο με τον ορισμό της ανοησίας.
Τόσο η κυβέρνηση όμως, όσο και η αξιωματική αντιπολίτευση, ακολουθώντας γερμανικές εντολές για λόγους που οι ίδιες γνωρίζουν, προσπαθούν να μας πείσουν σε όλα σχεδόν τα θέματα πως δεν υπάρχουν εναλλακτικές δυνατότητες – ούτε στα μνημόνια, ούτε στη συμφωνία της Πρέσπας! Ότι η λύση είναι το ίδιο το πρόβλημα, το οποίο μας οδήγησε στη σημερινή καταστροφή της χώρας μας σε όλα τα μέτωπα: πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και εθνικά.
Έτσι ισχυρίζονται πώς πρέπει να τηρούμε την πολιτική των μνημονίων – από τα οποία ασφαλώς δεν έχουμε βγει, αφού συνεχίζουν να υπάρχουν όλοι εκείνοι οι νόμοι που υποχρεωθήκαμε να ψηφίσουμε, τα υπέρογκα πρωτογενή πλεονάσματα και το ξεπούλημα των δημοσίων επιχειρήσεων. Για ποιό λόγο όμως αλήθεια, αφού έχουν πάψει να μας χρηματοδοτούν οι δανειστές; Γιατί αφού είμαστε πια υποχρεωμένοι να προσφύγουμε στις αγορές που προφανώς δεν έχουν πεισθεί πως το γερμανικό πρόγραμμα διακυβέρνησης θα έχει τα σωστά αποτελέσματα για την οικονομία μας;

Δεν συμπεραίνεται ξεκάθαρα από το ύψος των επιτοκίων των δεκαετών ομολόγων που θεωρητικά είναι στο 4,3%, αφού πρακτικά θα φανεί όταν ζητήσουμε νέα δανεικά; Εάν δε κρίνουμε από τα επιτόκια που δανείζονται οι «ελληνικές» τράπεζες που συνήθως είναι ανάλογα με του δημοσίου, τα οποία είναι της τάξης του 8% (στην Πειραιώς προσφέρθηκε 12% σχετικά πρόσφατα), δεν θα καταλάβουμε πού οδηγούμαστε; Ακόμη όμως και με 4,3% δεν θα συνεχίσει να αυξάνεται το ήδη μη βιώσιμο δημόσιο χρέος μας, όταν ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας μας είναι μόλις 2%;
Θα διατηρηθεί άραγε ο ρυθμός ανάπτυξης μας, όταν ήδη η Ευρωζώνη χαμηλώνει ταχύτητα, σημειώνοντας πως από τα 375 δις € των πλεονασμάτων της το 2018 (από περίπου 400 δις € προηγουμένως), τα 160 δις € προέρχονταν από εξαγωγές στη Μ. Βρετανία και τα 150 δις € από τις Η.Π.Α.; Δεν θα χαθεί κάποιο μέρος τους από το BREXITκαι από τους δασμούς που επιβάλλουν οι Αμερικανοί;
Μήπως θεωρεί η κυβέρνηση ότι πρέπει να συνεχιστεί η απάτη των μνημονίων, με τα οποία δεν είχαν ποτέ σκοπό οι Γερμανοί να εξυγιάνουν τη χώρα μας, αλλά να υφαρπάξουν ότι έχουμε και δεν έχουμε, για να υπάρχει εναλλακτική δυνατότητα δανεισμού από τον ESM; Κάτι τέτοιο όμως δεν θα ήταν συνώνυμο με τη χαριστική βολή στο κεφάλι των ήδη εξαθλιωμένων Ελλήνων, αφού ο ESM μετατρέπεται σε ένα γερμανικό ΔΝΤ, με στόχο την οικονομική κατοχή όσων κρατών ζητήσουν τη συνδρομή του;
Ρητορικά φυσικά τα ερωτήματα, ενώ ασφαλώς υπάρχουν εναλλακτικές δυνατότητες – όχι όμως όταν υποκύπτουμε στην τρομοκρατία που μας ασκείται, όπως στην τουρκική απειλή σε σχέση με τη Μακεδονία ή στον εφιάλτη της χρεοκοπίας σε σχέση με τη Γερμανία. Αρκεί να καταλάβουμε ότι, όπως στα εθνικά θέματα δεν πρόκειται να μας βοηθήσει κανείς, οπότε πρέπει να στηριχθούμε στις δικές μας δυνάμεις, έτσι και στην οικονομία. Αν μη τι άλλο λοιπόν, είτε θα πρέπει καταφέρουμε να μας εμπιστευθούν ξανά οι αγορές, είτε να χρεοκοπήσουμε – αφού η προσφυγή μας στον ESM θα ήταν ένα κατά πολύ μεγαλύτερο, εάν όχι θανατηφόρο λάθος.
Οι εναλλακτικές επιλογές μας
Ξεκινώντας από το τελευταίο, δεν υπάρχει κανένας κανόνας στην Ευρωζώνη που να απαγορεύει σε μία χώρα τη χρεοκοπία – αφού κάτι τέτοιο ασφαλώς δεν επιλέγεται, αλλά συμβαίνει νομοτελειακά, όταν ένα κράτος αδυνατεί να δανειστεί για να εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις του. Ως εκ τούτου, η τρομοκρατία των ασχέτων ή «διατεταγμένων», σύμφωνα με την οποία είτε εφαρμόζει τους κανόνες μία χώρα, είτε εγκαταλείπει την Ευρωζώνη, είναι ανυπόστατη – ενώ αφενός μεν κανένας δεν μπορεί να διώξει κανέναν από τη νομισματική ένωση, αφετέρου ακόμη και αν συνέβαινε δεν θα γινόταν την άλλη ημέρα το πρωί, όπως μας αφήνουν να πιστεύουμε.
Το γεγονός αυτό φαίνεται καθαρά από τη Μ. Βρετανία, η οποία για να φύγει εκούσια από την ΕΕ απαιτήθηκαν δύο χρόνια διαπραγματεύσεων – όπως προκύπτει από τη συμφωνία του Μάαστριχτ. Όσον αφορά το μύθο, σύμφωνα με τον οποίο θα μας ανάγκαζαν να το αποφασίσουμε μόνοι μας, σταματώντας τη χρηματοδότηση των τραπεζών που πια δεν ανήκουν σε εμάς, όλοι πλέον γνωρίζουν πως αφενός μεν θα ήταν παράνομο, αφετέρου ότι υπάρχουν αρκετές δυνατότητες να ανταπεξέλθουμε με ένα τέτοιο ενδεχόμενο – αρκεί φυσικά να είμαστε σωστά προετοιμασμένοι (ανάλυση).
Σε σχέση τώρα με το πρώτο, με την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών, είναι εύλογο πως ο μοναδικός τρόπος για να τα καταφέρουμε είναι η ύπαρξη ενός δικού μας σχεδίου για την Οικονομία που να πείθει για τις μελλοντικές προοπτικές της χώρας – ενώ η Ελλάδα είναι ίσως το μοναδικό κράτος σήμερα που έχει προοπτικές, αφού οι τιμές των πάντων, από τους μισθούς έως τα ακίνητα και το χρηματιστήριο ευρίσκονται στο απόλυτο ναδίρ, όταν στον υπόλοιπο πλανήτη συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Επιγραμματικά έχουμε αναφερθεί σε ένα τέτοιο σχέδιο (ανάλυση), ενώ υπάρχει με πολύ περισσότερες λεπτομέρειες στο πρόγραμμα της Ελληνικής Λύσης (πηγή) – το οποίο δεν αναφέρουμε για να προσελκύσουμε υποστηρικτές, αλλά επειδή εμείς το εκπονήσαμε, ενώ η πρόοδος μίας χώρας δεν εξαρτάται μόνο από την Οικονομία, αλλά από πολλούς άλλους τομείς όπως είναι το Σύνταγμα της, οι Θεσμοί, η Παιδεία κλπ.
Ειδικά όσον αφορά τις μειώσεις που προτείνονται στους συντελεστές φορολόγησης, από το φόρο των επιχειρήσεων έως το ΦΠΑ, όπου εάν δεν μειωθεί ο εταιρικός φόρος δεν μπορούν να αυξηθούν οι μισθοί (κάτι απόλυτα απαραίτητο για την κατανάλωση, κυρίως όμως για τους Πολίτες), μόνο από την ιδιωτική εκπαίδευση το ΑΕΠ μας θα αυξανόταν κατά 10 δις € τουλάχιστον, ενώ τα έσοδα του δημοσίου κατά 3 δις € – όσο δηλαδή ένας ΕΝΦΙΑ.

Με δεδομένο δε το ότι, οι επενδύσεις στα ακίνητα έχουν σχεδόν μηδενισθεί (γράφημα), λόγω κυρίως του ΕΝΦΙΑ, η άνοδος τους θα είχε ως αποτέλεσμα την επί πλέον αύξηση του ΑΕΠ οπότε των δημοσίων εσόδων – σημειώνοντας πως σύμφωνα με υπολογισμούς μας, εάν όλοι οι Έλληνες αγόραζαν μόνο ελληνικά προϊόντα για ένα έτος, θα ισοδυναμούσε με 10 δις € που θα ενίσχυαν τον παραγωγικό ιστό της χώρας μας. Εκτός αυτού θα ήταν ιδανικές για το εμπορικό μας ισοζύγιο, οπότε για το ΑΕΠ μας – το οποίο δεν εξαρτάται μόνο από την αύξηση των εξαγωγών αλλά, εξίσου, από τη μείωση των εισαγωγών.
Στον πρωτογενή τομέα, όπου δυστυχώς για κάθε 1 € τα 0,90 € οδηγούνται στο εξωτερικό (ανάλυση), ο τριπλασιασμός των εξαγωγών μας με την υιοθέτηση μίας σωστής πολιτικής θα έφερνε στα δημόσια ταμεία πάνω από 3 δις € – ενώ οι δυνατότητες μας στη ναυτιλία είναι πολύ μεγαλύτερες. Επομένως θα επιστρέφονταν τα χρήματα που κλάπηκαν από τους συνταξιούχους – ενώ θα ωφελούταν επί πλέον το κράτος προνοίας, το δημογραφικό κοκ.
Έχουμε αναφερθεί επίσης στα οφέλη που θα μπορούσαν να προκύψουν από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τονίζοντας πως ο σκοπός ενός κράτους δεν είναι μόνο η είσπραξη φόρων για να καλύπτει τα έξοδα του αλλά, κυρίως, η κερδοφορία των εταιριών του – όπου είναι απαράδεκτο η ΔΕΗ να έχει ζημίες της τάξης των 300 εκ. €, όταν η πορτογαλική ΔΕΗ κέρδη 1,5 δις € ή μισό ΕΝΦΙΑ. Έτσι απαξιώνεται η ΔΕΗ που κοστίζει σήμερα μόλις 325 εκ. €, με περιουσιακά στοιχεία 15 δις € και με τζίρο της τάξης των 5 δις €, όταν η πορτογαλική κοστίζει 11,5 δις € – ενώ κάτι ανάλογο συμβαίνει με όλες τις άλλες δημόσιες επιχειρήσεις, συν τα ακίνητα του δημοσίου που μόλις το 2010 το ΔΝΤ τα είχε αξιολογήσει στα 300 δις €, ενώ σήμερα κάτω από 50 δις €.
Όσον αφορά το μοντέλο της οικονομίας μας, ασφαλώς θα πρέπει να στηριχθεί στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και όχι τις μεγάλες, όπως θέλει η Γερμανία – παρά το ότι η ίδια στηρίζεται επίσης στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που παράγουν σχεδόν το 90% του ΑΕΠ της. Η χώρα αυτή μας απαγορεύει επί πλέον την ίδρυση μίας κρατικής επενδυτικής τράπεζας, η οποία είναι απαραίτητη για τη χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων – ενώ η ίδια διαθέτει την KFW, χωρίς την οποία δεν θα μπορούσε ποτέ να αναπτυχθεί.
Τέλος, αδυνατούμε να καταλάβουμε την επιμονή των κομμάτων στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων, παρά το ότι είναι πάντοτε επικίνδυνες για μία οικονομία – αφού συνήθως εκρέουν μαζικά όταν τρομοκρατηθούν οι επενδυτές καταστρέφοντας μία χώρα, όπως έχει αποδειχθεί πολλές φορές (ασιατική κρίση κλπ.). Το σωστό είναι η διενέργεια επενδύσεων από Έλληνες, με τα σωστά κίνητρα, ενώ τα οικονομικά στοιχεία του παρελθόντος το επιβεβαιώνουν – με την έννοια πως οι ξένες επενδύσεις μετά το 2002 ήταν της τάξης του 1% του ΑΕΠ μας (1,5 δις € το 2007), όταν οι εγχώριες σταθερά πάνω από το 20% (ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου), αν και δυστυχώς από 60 δις € το 2007 έχουν καταρρεύσει στα 22 δις € το 2017 (γράφημα), ακριβώς λόγω της πολιτικής απάτης των μνημονίων.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, υπάρχουν λύσεις για την Ελλάδα και μάλιστα αρκετές – αρκεί να θελήσει βέβαια μία κυβέρνηση που δεν θα εκβιάζεται από τη Γερμανία να τις εφαρμόσει, σταματώντας αμέσως τα μνημόνια. Είμαστε δε σίγουροι πως αργά ή γρήγορα θα συμβεί, αφού η πατρίδα μας ανέκαθεν ανασταινόταν από της στάχτες της – ενώ, όπως αναφέραμε, οι προοπτικές της σήμερα είναι οι μεγαλύτερες, συγκριτικά με όλες τις άλλες χώρες.

Ανάρτηση από: https://analyst.gr