Του Κώστα Καραΐσκου*
Μπορεί να έχει νόημα η ενεργός συμμετοχή ενός πολίτη στα δρώμενα των δημοτικών εκλογών; Στο ερώτημα αυτό προσπαθεί να δώσει πειστική – καταφατική – απάντηση το εγχείρημα του ΣΠΑΡΤΑΚΟΥ στον δήμο Κομοτηνής, με βάση όχι μόνο την πολιτική ανάλυση αλλά και την πολιτισμική μαρτυρία του ελληνισμού.
Το εγχώριο τοπίο είναι ξεκάθαρο για καθέναν απροκατάληπτο πολίτη που διατηρεί επαφή με όσα συμβαίνουν στην πατρίδα μας. Το απόλυτο αδιέξοδο του πολιτικού συστήματος ορθώνεται ενώπιόν μας, ταυτόχρονα με την προϊούσα αποσύνθεση του συλλογικού μας βίου: οικονομία θνήσκουσα, δημογραφία δυσοίωνη, ταυτοτική και αξιακή κρίση…
Όντας αδύναμος καθένας εξ ημών μπροστά στα τεράστια αυτά προβλήματα – και με δεδομένη την απουσία κάποιας συνεκτικής, πανελλήνιας προσπάθειας για την ανάταξή τους – αναζητά την πιθανότητα να επηρεάσει τις αντανακλάσεις τους σε τοπικό τουλάχιστον επίπεδο.
Στο επίπεδο του δήμου οι παθολογίες εκδηλώνονται στην καθημερινότητά μας, μα δεν είναι εύκολο να δοθούν οι δέουσες λύσεις αφού οι πηγές των προβλημάτων είναι «ψηλότερα». Ωστόσο, αφενός η συμμετοχή σε δημοτικό σχήμα είναι μία άσκηση στο πεδίο των κοινών που μπορεί να διδάξει πολλά (για το λεγόμενο ελληνικό κράτος, για την νοοτροπία της κοινωνίας, για την αυτονομία της διοίκησης…) κι αφετέρου είναι μία – η μοναδική ίσως διαθέσιμη – δυνατότητα να εκφραστεί κανείς πολιτικά χωρίς τον πανταχού παρόντα κομματικό νάρθηκα. Εφόσον παραπονιόμαστε, ευλόγως, για την κατεστημένη ολιγαρχία των νεοκοτζαμπάσηδων, έχουμε εδώ την ευκαιρία να μιλήσουμε. Αν βεβαίως έχουμε πράγματι κάτι να πούμε πέρα από τα τετριμμένα των κομματικών μαγαζιών…
Είτε αναφερόμαστε στα μικρά είτε στα μεγάλα ζητήματα, με μια κάπως επίμονη ματιά στην ρίζα τους διακρίνουμε τον «καημό της Ρωμιοσύνης»: την αγωνιώδη περιπέτεια του ελληνισμού να επιβιώσει και να υπάρξει ως τέτοιος στην βαθύτερη ουσία του, μεταξύ της νεοθωμανικής Σκύλλας και της ευρωνατοϊκής Χάρυβδης. Κάτι που αν μεταφερθεί στο επίπεδο της καθημερινής διαχείρισης εμφανίζεται ως παλινδρόμηση μεταξύ των ρουσφετολογικών πρακτικών και των απρόσωπων, αντικειμενικών διαδικασιών.
Οι Κοινότητες επί Τουρκοκρατίας δείχνουν ακριβώς ένα ελληνικό μοντέλο αυτοδιοίκησης που λειτούργησε αποτελεσματικά χωρίς να ισοπεδώνει τα πρόσωπα και χωρίς να τα αποθεώνει. Αν αυτό έγινε πράξη τότε, σε περιβάλλον πολύ πιο αυχμηρό, άραγε γιατί με τις ψηφιακές δυνατότητες του σήμερα δεν μπορούμε να πετύχουμε κάτι αντίστοιχο;
Η εμπλοκή με τις δημοτικές εκλογές στην ανωτέρω προοπτική εννοείται πως έχει νόημα μόνο με μία παράταξη πραγματικά ανεξάρτητη από το κομματικό σκηνικό, για την ακρίβεια στο ακριβώς απέναντι στρατόπεδο: τι νόημα θα είχε η ταύτιση ή η συμπαράταξη με όσους ευθύνονται για την κατάρρευση της Ελλάδας και τον εθνοθρησκευτικό αποχρωματισμό του λαού μας; Στις μικρές κοινωνίες άλλωστε είναι συνήθως ελέγξιμο το ήθος των συνοδοιπόρων και οι συνήθεις δικαιολογίες για την παρατεινόμενη ιδιώτευση δεν πείθουν. Ούτε και η μεμψιμοιρία (για το «μαύρο μέλλον») στέκει, αφού μη πράττοντας το εφικτό, μη επιχειρώντας μια ρωγμή στο σκοτάδι, δεν μπορεί κανείς να παραπονιέται.
Σήμερα που οι Έλληνες είναι ενώπιον του Μαραθώνα, του Ματζικέρτ και του Μεσολογγίου ταυτοχρόνως, ποιος δικαιούται να χαζεύει από τον καναπέ του την καταστροφή;
*Ο Κώστας Καραΐσκος ζει στην Κομοτηνή και εργάζεται ως μαθηματικός στη δημόσια εκπαίδευση. Υπεύθυνος του εντύπου «Αντιφωνητής» που κυκλοφορεί από το 1998. Είναι επικεφαλής της Παράταξης Πολιτών «Σπάρτακος» στον Δήμο Κομοτηνής.
Ανάρτηση από: https://www.komotinipress.gr