Του Κώστα Ράπτη
Σύμφωνα με τον πρώτο γραμματέα του, λόρδο Ίσμεϊ, το ΝΑΤΟ ιδρύθηκε για να κρατά "τους Αμερικανούς μέσα [στην Ευρώπη], τους Ρώσους έξω και τους Γερμανούς κάτω”. Το πρωτόγνωρο πείραμα του ευρώ, το οποίο μόλις συμπλήρωσε δύο δεκαετίες ζωής, θα μπορούσε να περιγραφεί με παραπλήσιους όρους.
Ο διακηρυγμένος στόχος της νομισματικής ένωσης είχε βεβαίως να κάνει με τη διευκόλυνση της ευρωπαϊκής κοινής αγοράς, την προώθηση της ανάπτυξης και τη σύγκλιση των επιμέρους εθνικών οικονομιών. Δεν ήταν όμως λιγότερο σημαντικές, όσο και αν δεν ομολογούνταν πάντοτε ρητά, οι καθαρά πολιτικές και γεωπολιτικές επιδιώξεις του εγχειρήματος, το οποίο, διόλου τυχαία, δρομολογήθηκε κατά την έναρξη της μεταψυχροπολεμικής εποχής.
Η νομισματική ένωση υπήρξε βήμα προς την διαφύλαξη της ευρωπαϊκής ενότητας στις νέες συνθήκες και την δημιουργία ενός ισχυρού πόλου, ο οποίος θα μπορούσε αποτελεσματικότερα να ενσωματώσει τις χώρες που μόλις είχαν διαφύγει από το ανατολικό μπλοκ.
Παράλληλα, αποτέλεσε το "δίχτυ” με το οποίο η Γαλλία περιέβαλε την επανενωμένη Γερμανία, προκειμένου η γερμανική ισχύς να μην αποβεί και πάλι απειλητική, ενώ για τους φεντεραλιστές το ευρώ αποτέλεσε "σκαλί” για την πολιτική ενοποίηση της ηπείρου.
Επιπλέον, το ευρώ απέβλεπε στην ενίσχυση της διατλαντικής σχέσης και του συλλογικού ελέγχου της Δύσης στη διεθνή αγορά. (Η πιθανότητα μετατροπής του σε "απειλή” για το δολάριο ως διεθνές αποθεματικό είχε, κατόπιν γερμανικής επιμονής, περιορισθεί από τα ίδια του τα σχεδιαστικά χαρακτηριστικά, κυρίως την απουσία κεντρικής τράπεζας ως ύστατου δανειστή).
Η ειρωνεία της Ιστορίας
Είκοσι χρόνια μετά, ο απολογισμός είναι μάλλον αποθαρρυντικός και το αναμφίβολα ιστορικό εγχείρημα του ευρώ διακινδυνεύει να οδηγηθεί σε μιαν αποτυχία εξίσου ιστορική. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι η νομισματική και οικονομική ένωση υπήρξε λειψή, χωρίς καν λ.χ. μια τραπεζική ένωση άξια του ονόματος – είναι και το ότι τα έως τώρα αποτελέσματα υπήρξαν, κατά τρόπο ειρωνικό, τα αντίθετα των αρχικώς επιδιωκόμενων.
Το ευρώ δεν οδήγησε σε πύκνωση των ενδοευρωπαϊκών εμπορικών συναλλαγών (οι χώρες που μπόρεσαν να υπερασπισθούν τις εξαγωγές τους το έκαναν στρεφόμενες σε εξωευρωπαϊκές αγορές), ούτε σε τόνωση της ανάπτυξης για όλους.
Λειτούργησε όμως ως μηχανισμός παραγωγής ολοένα και μεγαλύτερων αποκλίσεων, όπως αυτές καταγράφονται λ.χ. στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών - με αποτέλεσμα την υποβάθμιση (όχι μόνο οικονομική, αλλά και πολιτική) του ευρωπαϊκού Νότου και της ίδιας της Γαλλίας.
Σχεδιασμένο στα γερμανικά μέτρα, το κοινό νόμισμα, συνέτεινε εντέλει στην δημιουργία όχι μιας περισσότερο "ευρωπαϊκής Γερμανίας”, αλλά μιας "γερμανικής Ευρώπης”, ήτοι μιας Ευρώπης όχι μόνο περισσότερο ιεραρχημένης, αλλά και λιγότερο ενωμένης.
Είναι χαρακτηριστική η απροθυμία νεώτερων κρατών-μελών, όπως η Πολωνία και η Τσεχία να υλοποιήσουν την συμβατική υποχρεώσή τους να προσχωρήσουν στο κοινό νόμισμα ευθύς μόλις εκπληρώσουν τις προϋποθέσεις. Και ασφαλώς δεν είναι άσχετο με την νομισματική ένωση το μέγα ρήγμα του Brexit, καθώς η μετατόπιση του κέντρου βάρους της ηπείρου εντεύθεν της Μάγχης αντικειμενικά ενίσχυσε τις αντιφάσεις της ευρωπαϊκής πορείας της Βρετανίας.
Αλλά και η διατλαντική σχέση έχει τραυματισθεί, όπως θυμίζουν οι μύδροι του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος ερεθίζεται από το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που έχει εξασφαλίσει η Γερμανία όντας νομισματικά ενωμένη με περισσότερο αδύναμες οικονομίες. Πλεονέκτημα το οποίο ενισχύεται από αθέμιτες πρακτικές (όπως αναδεικνύουν συχνά οι αμερικανικές αρχές με την αποκάλυψη σκανδάλων τύπου Siemens ή Volkswagen) και πάντως έχει κοντά ποδάρια, αν αναλογισθούμε ότι ο εθισμός της Γερμανίας σε εύκολα βραχυπρόθεσμα οφέλη, συνεπάγεται μια καθήλωση των επενδύσεων, με ορατές επιπτώσεις στην κατάσταση των υποδομών και του εργατικού δυναμικού, οι οποίες καθιστούν την πρώτη οικονομία της ευρωζώνης απαράσκευη για την εποχή της τέταρτης τεχνολογικής επανάστασης.
Τα όρια του φεντεραλισμού
Η υποτίμηση του πολιτικού στοιχείου ήταν μοιραία. Οι φεντεραλιστές θεώρησαν ότι μπορούσαν να βάλουν "το κάρο μπροστά από το άλογο”, με την προσδοκία ότι η νομισματική ένωση δημιουργούσε τους όρους για να ακολουθήσουν και βήματα πολιτικής ενοποίησης – την αναγκαιότητα των οποίων θα αναδείκνυε η πρώτη κρίση.
Ωστόσο, λίγες δεκαετίες ευρωπαϊκής ενοποίησης δεν στάθηκαν αρκετές για να εξαλείψουν τα δεδομένα μερικών αιώνων οικοδόμησης εθνικών ταυτοτήτων και εθνικών κρατών. Η έλευση της κρίσης ανέδειξε εντέλει τους "εγωισμούς” και όχι την "αλληλεγγύη”. Για τους Γερμανούς, τα θηριώδη πλεονάσματα αποτελούν ένα εθνικό επίτευγμα που υποβλέπουν οκνηροί εταίροι και όχι μια πηγή αποσταθεροποίησης, η οποία θα πρέπει να θεραπευτεί δια της ανακύκλωσής τους μέσω ακριβώς των δημοσιονομικών μεταβιβάσεων, που αποτελούν όρο ισορροπίας μιας νομισματικής ένωσης, αλλά στη γερμανική δημόσια συζήτηση συνιστούν το απόλυτο ταμπού. Και είναι αλήθεια ότι το ύψος των απαιτούμενων μεταβιβάσεων (άνω του 10% του γερμανικού ΑΕΠ), μόνο σε συνθήκες πολέμου και κατοχής θα μπορούσε να αποσπαστεί από μία χώρα. Όμως ο συνδυασμός του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος που χάρισε στη Γερμανία η νομισματική ένωση με πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης τύπου Hatz IV απλώς παρόξυνε τις ευρωπαϊκές ασυμμετρίες.
Αντίστοιχα, σε κράτη όπως η Ιταλία, όπου η κοινή γνώμη άλλοτε πλειοδοτούσε σε φεντεραλιστικές διαθέσεις (αντικρίζοντας την Ευρώπη ως το φάρμακο στην εγχώρια παθογένεια), η καθήλωση στη στασιμότητα μετά το γύρισμα του αιώνα (με αθροιστικό ρυθμό ανάπτυξης μόλις 6% σε μια εικοσαετία) και η επιδείνωση των εσωτερικών ανισοτήτων Βορρά-Νότου, εντέλει διέλυσε το προηγούμενο πολιτικό σκηνικό και έφερε στην εξουσία δυνάμεις ιδιόμορφα αντιευρωπαϊκές.
Οι επιμέρους κυβερνήσεις βρίσκονται αντιμέτωπες με την απώλεια του εργαλείου της νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής, γεγονός που καθιστά μονόδρομο την αέναη δημοσιονομική περιστολή και εσωτερική υποτίμηση, με διαλυτικές κοινωνικές αλλά και πολιτικές επιπτώσεις, ενώ το μέρος της εθνικής κυριαρχίας το οποίο απωλέσθηκε (όχι για όλους, όπως συχνά υπενθυμίζει η Μπούντεσταγκ και το Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης) δεν μεταφέρθηκε σε κάποιον ανύπαρκτο "ευρωπαϊκό λαό” αλλά σε μη αιρετές και μη υπόλογες υπερεθνικές αρχές, όπως η Κομισιόν και η διοίκηση της ΕΚΤ. Ακόμη και αυτές όμως φαντάζουν ως υπέρ το δέον "πολιτικές” για κάποιους στο Βερολίνο, που προκρίνουν τον (διακρατικό και όχι κοινοτικό) μηχανισμό του ESM.
Η τύχη του Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος ξεκίνησε με τη φιλοδοξία της αναμόρφωσης της Ευρώπης, για να προσκρούσει στην παρελκυστική τακτική της Γερμανίας (και την απερίφραστη άρνηση των Ολλανδών συμμάχων της) είναι χαρακτηριστική. Πόσω μάλλον, που εντέλει ο Γάλλος πρόεδρος βρέθηκε απέναντι σε ένα εκρηκτικό εσωτερικό μέτωπο, ως αποτέλεσμα του εν γένει περιοριστικού ευρωπαϊκού περιοριστικού πλαισίου, αλλά και της δικής του προσπάθειας να δώσει εξετάσεις "υπευθυνότητας” στους εταίρους.
Είκοσι χρόνια μετά την καθιέρωσή του, εκ των οποίων τα δέκα ολοκληρωτικά σημαδεμένα από την κρίση, το ευρώ βρίσκεται ανάμεσα στο μάλλον ανέφικτο προχώρημα προς τα εμπρός και την καταστροφική οπισθοχώρηση. Σε μια εποχή κατά την οποία κάθε είδους σύνορα ορθώνονται και πάλι στην διεθνή οικονομία και πολιτική, το κοινό νόμισμα θυμίζει το παράδοξο της Γερμανίας που είναι "πολύ μεγάλη για την Ευρώπη και πολύ μικρή για τον κόσμο”.
Ανάρτηση από: http://www.capital.gr