Του Γεράσιμου Δεληβοριά
Τον όρο «γραφειοκρατικός καπιταλισμός» ή μάλλον «γραφειοκρατική αστική τάξη» που αποδίδει το ίδιο νόημα, χρησιμοποίησε πρώτος ο Μάο Τσε Τούνγκ, αντιπαραθέτοντας αυτήν την μερίδα του κινεζικού καπιταλισμού με την «εθνική αστική τάξη», την οποία κατέτασσε στις κοινωνικές δυνάμεις που έπρεπε να συνασπισθούν για την πραγμάτωση της «Νέας Δημοκρατίας», όπως ονόμαζε το καινούργιο εργατοαγροτικό κράτος που οραματίζονταν.
Σε αντίθεση με την «εθνική», η οποία αναπτύσσονταν από μόνη της στον χώρο της οικονομίας, η «γραφειοκρατική» αστική τάξη αναπτύσσονταν στον χώρο της κρατικής εξουσίας και χάρη σ’ αυτήν. Ήταν μια τάξη δεμένη με την κρατική εξουσία.
Ο Μάο δεν προχώρησε περισσότερο την ανάλυση του, άλλωστε όλη του η προσπάθεια ήταν να κερδίσει συμμαχίες στον αγώνα του για την εξουσία κι όταν το κατάφερε, έστειλε όλη την αστική τάξη, εθνική και γραφειοκρατική στα κάτεργα.
Την εποχή που έδρασε ο Μάο, το κινεζικό έθνος ήταν ένα «αποτυχημένο έθνος» σύμφωνα με τον ορισμό που έδωσαν οι Ντάρον Ατζέμογλου και Τζέιμς Α. Ρόμπινσον, στο βιβλίο τους «Γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη» (εκδ. Λιβάνη). Ήταν η κατάληξη μιας διαδικασίας που είχε αρχίσει πριν από πέντε περίπου αιώνες, όταν τα έθνη της Δύσης είχαν αρχίσει την εξόρμηση τους προς ανατολάς, προς τις Ινδίες, ενώ την ίδια στιγμή η Κίνα κλεινόταν στον εαυτό της, απαγορεύοντας ταξίδια και επαφές με άλλες χώρες.
Στο παραπάνω βιβλίο, οι δύο αμερικανοί οικονομολόγοι εξετάζουν, εκτός από την Κίνα και μια σειρά καθυστερημένες χώρες της καπιταλιστικής περιφέρειας, ανακαλύπτοντας πως αυτός ο παρασιτικός καπιταλισμός που ο Μάο ονόμαζε «γραφειοκρατικό», υπάρχει και αναπτύσσεται σε όλες αυτές. Αυτή την μορφή καπιταλισμού ονόμασαν «ευνοιοκρατικό καπιταλισμό», επειδή γεννιέται, υπάρχει και αναπτύσσεται υπό την σκέπη ενός αυταρχικού, πατερναλιστικού κράτους και σε στενή συνάφεια μ’ αυτό.
Ο ευνοιοκρατικός ή παρασιτικός ή γραφειοκρατικός καπιταλισμός είναι κοινό χαρακτηριστικό της (προκομμουνιστικής) Κίνας, της Αιγύπτου, του Μεξικού, αλλά και των περισσότερων, ίσως όλων των κρατών της καπιταλιστικής περιφέρειας, συμπεριλαμβανομένης και της χώρας μας.
Μιλώντας ειδικά για μας, είναι γνωστό από τις αναλύσεις όλων των γνωστών οικονομολόγων και δημοσιογράφων που ασχολήθηκαν και ασχολούνται με τα οικονομικά, ότι το αυτοκίνητο επιβλήθηκε σχεδόν με την βία σαν κυρίαρχο μέσο στις μεταφορές και τις μετακινήσεις στην χώρα μας, από όλες τις μεταπολεμικές κυβερνήσεις και κυρίως αυτές της πρώτης καραμανλικής οκταετίας.
Ήταν λοιπόν φυσικό, ένας από τους πιο κερδοφόρους κλάδους της ελληνικής οικονομίας να είναι η επεξεργασία και εμπορία προϊόντων πετρελαίου. Αλλά και οι τράπεζες, το εμπόριο, οι μεταφορές (με έμφαση στην ναυτιλία), οι κατασκευές, ο τουρισμός, αποτέλεσαν επίσης τους κλάδους που συγκεντρώθηκε το ελληνικό κεφάλαιο, καθώς όλοι αυτοί οι τομείς μαζί με την πετρελαϊκή βιομηχανία και εμπορία είχαν άμεση σχέση με το κράτος και τις δραστηριότητες του. Ακόμη και οι βιομηχανίες που αναπτύχθηκαν μετά τον πόλεμο, ήταν όλες δασμοβίωτες, καθώς το κέρδος τους βασίζονταν είτε στην διαφορά τιμών που προέκυπτε από την δασμολόγηση των αντίστοιχων ξένων προϊόντων, είτε στις επιχορηγήσεις που δίνονταν στις εξαγωγικές επιχειρήσεις. Όλες αυτές κατέρρευσαν μόλις καταργήθηκαν - λόγω ΕΟΚ – δασμοί και επιδοτήσεις.
Τότε φάνηκε καθαρά και ο ευνοιοκρατικός χαραχτήρας του ελληνικού κεφαλαίου, όταν η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου έσπευσε να εξαγοράσει – βαφτίζοντας ειρωνικά την εξαγορά «κοινωνικοποίηση» - τις χρεοκοπημένες αυτές επιχειρήσεις, με έξοδα του ελληνικού λαού φυσικά.
Μερικά χρόνια νωρίτερα, σε μιαν επίδειξη παντοδυναμίας, ο Κων. Καραμανλής γκρέμισε μέσα σε μια νύχτα ολόκληρη την οικονομική αυτοκρατορία του Στρατή Ανδρεάδη, κρατικοποιώντας τράπεζες και ναυπηγεία και αναγκάζοντας τον μεγαλοεφοπλιστή και την οικογένεια του σε μετανάστευση στην Αγγλία. Το αστείο και πάλι ήταν πως ο τότε ο υπουργός Συντονισμού Παπαληγούρας κατηγορήθηκε για «σοσιαλμανία», τα βέλη όμως στην πραγματικότητα στρέφονταν στον ίδιο τον Καραμανλή. Η παντοδύναμη πολιτική εξουσία μπορούσε να δημιουργεί ή να καταστρέφει περιουσίες, κάτι που συνεχίζεται αδιάκοπα.
Το δεύτερο συμπέρασμα που αποκομίζει κάποιος διαβάζοντας το βιβλίο των δύο αμερικανών, είναι πως σε ολόκληρη την καπιταλιστική περιφέρεια (στην οποία περιλαμβάνεται και η Ελλάδα, να μην το ξεχνάμε), επικρατεί μόνιμη σχεδόν οικονομική καχεξία. Τις μικρές περιόδους οικονομικής ανάπτυξης και ευμάρειας ακολουθούν περίοδοι οικονομικής καταβαράθρωσης με κρατικές χρεοκοπίες και υπαγωγή αυτών των κρατών στην εποπτεία και την ομηρία των δανειστών τους.
Γυρνώντας πάλι στην χώρα μας, παρατηρούμε πως η πορεία ήταν ακριβώς ίδια , αμέσως μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου το 1949. Την εκρηκτική ανάπτυξη των δεκαετιών ’50 και ’60 ακολούθησε πρώτα η στασιμότητα από τα μέσα της δεκαετίας ’70 (όταν εκδηλώθηκε η πετρελαϊκή κρίση), κατόπιν η αποβιομηχάνιση ευθύς με την ένταξη μας στην ΕΟΚ και τέλος η κρίση και η χρεοκοπία της χώρας.
Αιτία της «αποτυχίας», της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής καχεξίας των «αποτυχημένων εθνών», δεν είναι τα εθνικά ή φυλετικά χαρακτηριστικά των κατοίκων αυτών των κρατών. Στο βιβλίο τους οι δύο καθηγητές αναφέρουν πληθώρα περιστατικών που αποδεικνύουν το αντίθετο. Ακόμη και η περίφημη «αφρικανική νωθρότητα» αποδεικνύεται μύθος, αφού μέσα στην καρδιά της μαύρης Αφρικής υπάρχει η Μποτσουάνα, η οποία έχει προσχωρήσει από καιρό στο στρατόπεδο των οικονομικά ανεπτυγμένων κρατών.
Πρόσθετη (αρνητική) απόδειξη είμαστε και εμείς, οι Έλληνες, που ενώ πιστεύουμε πως είμαστε ο εξυπνότερος λαός που κατοίκησε και κατοικεί την Γή, έχουμε βιώσει επτά χρεοκοπίες και αμέτρητες οικονομικές συμφορές στα 180 χρόνια ύπαρξης του κράτους μας και μάλλον θα βιώσουμε εμείς και οι απόγονοι μας αμέτρητες άλλες.
Το κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των «αποτυχημένων εθνών» (μαζί με το δικό μας, υπενθυμίζουμε), είναι, σύμφωνα με τους δύο οικονομολόγους, το πολιτικό σύστημα που επικρατεί σ’ αυτές τις χώρες.
Επομένως, εκείνο που συνδέει την προκομμουνιστική (αλλά και την σημερινή) Κίνα, το Μεξικό, την Γουατεμάλα, την Αργεντινή, την Αίγυπτο, τη Νιγηρία, το Περού, το Πακιστάν, την χώρα μας και όλες τις άλλες «αποτυχημένες» χώρες, είναι το αυταρχικό, ολιγαρχικό, έως απολυταρχικό πολιτικό καθεστώς τους.
Αυταρχισμός, γραφειοκρατία, κομματοκρατία, πελατειακές σχέσεις και η επιβολή μιας πολιτικής ελίτ που φυσικά δεν υπηρετεί το λαό, αλλά επιβάλλεται πάνω του μεταχειριζόμενη όλα τα μέσα που της παρέχει η απόλυτη εξουσία που διαθέτει και ασκεί. Αυτό με λίγα λόγια είναι το πολιτικό σύστημα της χώρας μας.
Αυτός ο τύπος διακυβέρνησης, δημιουργεί τον γραφειοκρατικό καπιταλισμό, ώστε μέσω αυτού να μπορεί να πλουτίζει κι έτσι να ανανεώνει την εξουσία της. Με την σειρά του, αυτός ο γραφειοκρατικός καπιταλισμός συμπεριφέρεται με τον ίδιο αυταρχικό και απολυταρχικό τρόπο της πολιτικής διακυβέρνησης.
Ας δούμε πως περιγράφει αυτή την λειτουργία ένας πρώην συνδικαλιστής, που αποχώρησε από τον ΣΥΡΙΖΑ όταν το ΟΧΙ έγινε ΝΑΙ: «Μου τηλεφώνησαν από κάποια εταιρεία ηλεκτρικής ενέργειας και μου έκαναν προσφορά για να φύγω από τη ΔΕΗ. Τους ζήτησα να μου τη στείλουν με mail για να είναι η προσφορά πιο επίσημη και δεσμευτική και η απάντηση ήταν ότι αυτό απαγορεύεται. Το ίδιο κάνουν και οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας . Σχετική αδιαφάνεια παντού. Ο ενημερωμένος πολίτης είναι επικίνδυνος για τις πολυεθνικές και το νεοφιλελευθερισμό. Αλλά και το ίδιο το κράτος την ίδια τακτική ακολουθεί. Παράδειγμα οι συντάξεις. Ενώ έπρεπε , με το νόμο, να είχαμε ενημερωθεί από τον Σεπτέμβριο για τον επανυπολογισμό, δεν μπήκαν στον κόπο να εκδώσουν ούτε ενημερωτικά σημειώματα, στα οποία θα έχουμε μόνο ηλεκτρονική πρόσβαση όταν και αυτό καταστεί δυνατό από το απροετοίμαστο και αναξιόπιστο κράτος. Αυτή η μυστικοπάθεια , είναι κατάργηση δικαιωμάτων που χρόνια είχαμε κατακτήσει. Είναι όμως και προθάλαμος αυταρχικών καταστάσεων που μας περιμένουν.. Αν δεν αντιδράσουμε τώρα το μέλλον θα είναι σκοτεινό».
Μια πιο λάϊτ εκδοχή παρουσιάζει ο κ. Δημ. Ψυχογιός στο ΒΗΜΑ της 16/12/18. Αφού διαπιστώνει ότι (στην Γαλλία περισσότερο) «οι πολιτικοί περιθωριοποιούν τους πολίτες, παρασύρονται από το δικό τους παιχνίδι, κλείνονται στον δικό τους κόσμο και δεν ενδιαφέρονται καθόλου για το τι συμβαίνει στους πολίτες της χώρας τους» επανέρχεται στα καθ’ ημάς και στους εγχώριους πολιτικούς που «δεν μπορούν να ελέγξουν τους μισθούς και την ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρουν τα ιδιωτικά ολιγοπώλια, που κατάντησαν ίδια με τα παλιά κρατικά» εστιάζοντας ειδικά στις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας που συμπεριφέρονται όπως ο κρατικός ΟΤΕ.
Στο ίδιο άρθρο, ο κ. Ψυχογιός μας επιφυλάσσει και μια συνταρακτική αποκάλυψη: πως η Αθηναϊκή Δημοκρατία δεν ήταν και τόσο δημοκρατία, αλλά μάλλον ένα αστυνομικό κράτος, όπου «δούλοι – αστυνόμοι με σχοινιά και ρόπαλα έσπρωχναν τους Αθηναίους να πάνε στην Εκκλησία του Δήμου κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα». Την παντρειά με το ζόρι την ξέραμε. Μας έμελλε να μάθουμε και την Δημοκρατία με το ζόρι.
Η «ιδιωτικοποίηση», η πώληση δηλαδή σημαντικών οικονομικών μονάδων σε ιδιώτες που πραγματοποιείται τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, δεν είναι ο αντίποδας του «κρατισμού» που κυριαρχούσε μέχρι τώρα. Είναι η πίσω όψη του ίδιου νομίσματος.
Ο κρατισμός δεν ήταν μονόδρομος για την μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη της χώρας μας. Πριν από το τέρας που λέγεται ΔΕΗ, υπήρχαν μικρές ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες σε διάφορες πόλεις οι οποίες εξαναγκάστηκαν σε συγχώνευση και υπαγωγή τους στη ΔΕΗ. Το ίδιο συνέβη και στις συγκοινωνίες, στα ναυπηγεία και σε άλλους σημαντικούς κλάδους και επιχειρήσεις. Ο κρατισμός ήταν μονόδρομος μονάχα για την εδραίωση της εξουσίας της πολιτικής ελίτ που κυβερνά την Ελλάδα μεταπολεμικά.
Σήμερα, τα κρατικά μονοπώλια μετατρέπονται σε ιδιωτικά, μια διαδικασία που επιτρέπει σε πολιτικά διαπλεκόμενους «επιχειρηματίες» να πλουτίσουν. Το ίδιο συνέβη στο Μεξικό, την Αίγυπτο, την Ινδονησία και τη Ρωσία την δεκαετία του ’90, αλλά και την Κίνα λίγο νωρίτερα.
Το ζευγάρωμα της απολυταρχικής κομματοκρατίας με τον διαπλεκόμενο καπιταλισμό, είναι που εμποδίζουν οποιαδήποτε ιδιωτική επενδυτική πρωτοβουλία. Το αυταρχικό κράτος και ο διαπλεκόμενος καπιταλισμός φοβούνται κάθε πρωτοβουλία, οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική, που δεν την ελέγχουν κι έτσι την εμποδίζουν με κάθε τρόπο. Μικρή απόδειξη στον χώρο της οικονομίας είναι η περίπτωση των υδροπλάνων, μια επένδυση που καρκινοβατεί πάνω από είκοσι χρόνια. Και είναι σίγουρο πως μια εξονυχιστική έρευνα θα αναδείξει εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες μικρότερες πιθανώς, αλλά όχι ασήμαντες αν αθροισθούν, περιπτώσεις. Άλλωστε, στον ίδιο παρονομαστή αθροίζονται και όλες οι βιομηχανικές και λοιπές επιχειρήσεις που έχουν μεταφερθεί σε γειτονικές χώρες.
Η κομματοκρατία πάλι, διευρύνοντας τις πελατειακές σχέσεις διευρύνει υπέρμετρα και την υπαλληλική γραφειοκρατία με ανεκπαίδευτα, χωρίς προσόντα και συχνά ανίκανα άτομα. Αυτός ο παράγοντας, μαζί με τους δύο προηγούμενους, εμποδίζουν μέχρις αποκλεισμού την απορρόφηση κοινοτικών κονδυλίων προορισμένων για αναπτυξιακά έργα, εκτός αν ωφελούν κάποιον από τους τρεις παράγοντες: την κομματοκρατία, την διαπλοκή ή την ίδια την γραφειοκρατία.
Και τότε πάλι διεξάγεται εξοντωτικός αγώνας ανάμεσα σε κομματικές φατρίες, διαπλεκόμενους «επιχειρηματίες» και γραφειοκρατικές ομάδες, για το ποιος θα τις καρπωθεί και θα τις διαχειριστεί, οπόταν η διαδικασία απορρόφησης αυτών των κονδυλίων καθυστερεί, συχνά μέχρι την ολοκληρωτική απώλεια τους.
Η διόγκωση της γραφειοκρατίας από ένα σημείο και μετά είχε αποτέλεσμα την μετάλλαξη της. Από ένα καταπιεσμένο και κακοπληρωμένο (στην πλειοψηφία του) τμήμα των εργαζομένων στη χώρα μας, μεταβλήθηκε πρώτα σε χαϊδεμένο παιδί των πελατειακών σχέσεων και στην συνέχεια, το ανώτερο κομμάτι της, σε παράγοντα του πλέγματος εξουσίας.
Επομένως σκέφτεται, δρά και συμπεριφέρεται όπως ο γεννήτορας της, το αυταρχικό κομματικό κράτος. Αδιαφορία και περιφρόνηση απέναντι στην κοινωνία και το έργο που υποτίθεται πως έχει επωμισθεί. Ο συνδυασμός της αδιαφορίας και της ανικανότητας οδήγησε στην καταγραφή της Ακρόπολης των Αθηνών σαν ακίνητο «αγνώστου ιδιοκτήτη» στο Κτηματολόγιο και μόνο από τύχη δεν έγινε η χώρα περίγελος. Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζονται τα εθνικά προϊόντα που κανείς δεν ενδιαφέρεται για την προστασία και την πιστοποίηση τους. Και φυσικά, οι καταστροφές που κάθε τόσο συμβαίνουν σε όλες τις περιοχές της χώρας, στους ίδιους παράγοντες οφείλονται.
Οι εξαγγελίες επομένως των εκάστοτε κυβερνήσεων και οι προσκλήσεις τους σε επενδυτές, γίνονται μονάχα για εσωτερική κατανάλωση. Συχνά ξεπερνούν και τα όρια του γελοίου, όπως οι αναζητήσεις επενδυτών από τον Θ. Πάγκαλο τα πρώτα χρόνια των μνημονίων.
Αντίθετα, η βαριά φορολογία και οι κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων στα στρώματα του πληθυσμού που δεν ανήκουν στον στενό πυρήνα της πολιτικής και οικονομικής ολιγαρχίας είναι η συνήθης πρακτική απόσπασης του πλεονάσματος, σε όλη την διάρκεια ύπαρξης του ελληνικού κράτους.
Καθώς η εξουσία είναι το καθοριστικό σημείο για τον πλουτισμό κρατούντων και διαπλεκομένων, είναι φυσικό ο αγώνας για την απόκτηση της από τις διάφορες πολιτικές ομάδες να φθάνει στα όρια του εμφυλίου πολέμου. Στο παρελθόν εμφυλιοπολεμικές καταστάσεις ήταν πολύ συχνές. Ο περίφημος Διχασμός με συμπλοκές, δολοφονίες αντιπάλων και στρατιωτικά πραξικοπήματα ήταν μια τέτοια περίπτωση. Όμοια ήταν και η οκταετία της ΕΡΕ, όπου η τρομοκρατία όλων των πολιτικών αντιπάλων του κυβερνητικού κόμματος και όχι μόνον της αριστεράς, ήταν καθεστώς.
Σήμερα, οι καταστάσεις αυτές έχουν περιοριστεί λόγω της συμμετοχής μας στην ΕΕ, η πολιτική οξύτητα όμως εξακολουθεί να κυριαρχεί και να καθορίζει την καθημερινότητα της χώρας. Οι πολιτικά αντίθετοι υπάλληλοι δεν απολύονται όπως στο παρελθόν, απλά μπαίνουν στον «πάγο», σε θέσεις αδράνειας, ενώ τις θέσεις ευθύνης καταλαμβάνουν άτομα απόλυτα πιστά και υπάκουα στην πολιτική ομάδα που κέρδισε, με αποτέλεσμα η γραφειοκρατία να μεγαλώνει συνεχώς σε αριθμό και κοινωνικό βάρος, σπρώχνοντας την οικονομία σε αδιέξοδο. Η ανεργία των νέων και η μαζική τους μετανάστευση είναι το φυσικό αποτέλεσμα.
Η οξύτητα είναι ένα απαραίτητο εργαλείο συσπείρωσης σε όλες σχεδόν τις χώρες που επικρατεί το κοινοβουλευτικό σύστημα. Στην χώρα μας όμως είναι το μοναδικό, καθώς τα πολιτικά κόμματα και τα μέλη τους έχουν για αποκλειστική τους ιδεολογία την εξουσία. Όπως παρατήρησε ο Π. Κονδύλης, η πολιτική και ιδεολογική τους τοποθέτηση είναι απλώς θέμα κατανομής χώρου και χρόνου. Στην Ελλάδα δεν είσαι απλώς ότι δηλώσεις (αριστερός, δεξιός, κεντρώος κλπ),αλλά ότι προλάβεις και δηλώσεις. Γιατί αν κάποιος άλλος προλάβει να «καπαρώσει» κάποια πολιτική και ιδεολογική τοποθέτηση, τότε πρέπει να αναζητήσεις κάποια άλλη που θα σε διαφοροποιεί από τους υπόλοιπους (κεντροαριστερά, κεντροδεξιά, ακροαριστερά κλπ).
Εξ ου και ο ρόλος των ΜΜΕ είναι σχεδόν αποκλειστικά, η ορθή κατανομή και η διαρκής υπενθύμιση της διαμόρφωσης του στίγματος και της ιδεολογικής τοποθέτησης του πολιτικού προσωπικού και η ενημέρωση της εκλογικής πελατείας για τις τελευταίες εξελίξεις και τις ανακατατάξεις σ’ αυτόν τον χώρο.
Η άτυπη μεν, αλλά πραγματική χρεοκοπία της χώρας μας, περιόρισε όχι μονάχα την παροχολογία, αλλά και τις ίδιες τις παροχές, δυσκολεύοντας την ενσωμάτωση ακόμη πιο πλατειών στρωμάτων της κοινωνίας στις πελατειακές σχέσεις σε σχέση με το παρελθόν. Το αποτέλεσμα ήταν ο κλονισμός του πολιτικού συστήματος, ο καταποντισμός του ενός πόλου του δικομματισμού και η ανάδειξη ενός μικρού και ασήμαντου κόμματος σε δεύτερο πόλο.
Τρομοκρατημένες οι κυρίαρχες ελίτ, καθώς η καινούργια κατάσταση ξέφευγε από τον σχεδιασμό και τον έλεγχο τους, προσπάθησαν να δημιουργήσουν αναχώματα, μέσω καινούργιων πολιτικών σχηματισμών. Παρά τις προσπάθειες τους η επιστροφή στο παλιό καλό παρελθόν των αυτοδυναμιών φαίνεται πως θα αργήσει πάρα πολύ.
Την κατάσταση μάλλον θα επιδεινώσει η καθιέρωση της απλής αναλογικής. Όσο η οικονομία της χώρας θα βυθίζεται διαρκώς σε ύφεση και το αντικείμενο της λεηλασίας θα περιορίζεται, τόσο ο αγώνας για την εξουσία θα παίρνει πιο λυσσαλέα μορφή, άρα η οξύτητα θα συνεχίσει να είναι κυρίαρχη στην πολιτική αντιπαράθεση και μάλιστα θα εντείνεται, οδηγώντας την χώρα σε μια κατάσταση παρατεταμένης πολιτικής αστάθειας, παρόμοιας ίσως με την κατάσταση που επικρατούσε την περίοδο του μεσοπολέμου. Οπόταν και αυξάνονται οι πιθανότητες καινούργιων εκτροπών, εθνικών τραγωδιών και δεινών για τον λαό μας.
Μπορεί άραγε να αλλάξει αυτή η νοσηρή κατάσταση με την ανάληψη της εξουσίας από «έντιμους» ή «πατριώτες» πολιτικούς, που θα ενδιαφέρονται για το καλό του τόπου κι όχι για το συμφέρον τους ή τις φιλοδοξίες τους;
Οι δύο αμερικανοί οικονομολόγοι είναι σ’ αυτό το σημείο κατηγορηματικοί. Υπάρχει λένε ο «σιδερένιος νόμος της ολιγαρχίας». Κάθε πολιτική ομάδα που αναλαμβάνει την εξουσία χωρίς να αλλάξει τις δομές και τους θεσμούς, ώστε να επιτυγχάνεται η μεγαλύτερη δυνατόν συμμετοχή στην λήψη των αποφάσεων, μεταλλάσσεται αυτόματα και ενσωματώνεται στο σύστημα εξουσίας που επικρατεί.
Η ιστορία της χώρας μας είναι εξόχως διδακτική επάνω σ’ αυτό. Και δεν συζητάμε φυσικά για το τελευταίο επεισόδιο της «πρώτης φορά αριστεράς». Άλλωστε η ελληνική αριστερά στο σύνολο της, επίσημη και ανεπίσημη, είχε ενσωματωθεί στο ολιγαρχικό σύστημα εδώ και αρκετές δεκαετίες. Το ίδιο είχαν ενσωματωθεί και όλες οι αριστερίστικες ομάδες που δημιουργήθηκαν στην διάρκεια της δικτατορίας, από την στιγμή που είχαν ιδεολογικοποιήσει και θεωρήσει την εξουσία σαν το ιερό γκράαλ που θα μετασχημάτιζε αυτομάτως την κοινωνία σύμφωνα με τα οράματα τους. Γι’ αυτό και διαλύθηκαν τόσο εύκολα και τα μέλη τους αφομοιώθηκαν στο κυρίαρχο σύστημα. Η τελευταία περίπτωση τέτοιας εξαφάνισης, ήταν η ομάδα Λαφαζάνη.
Ο «σιδερένιος νόμος της ολιγαρχίας» δεν αφορά φυσικά μονάχα την χώρα μας. Η Αίγυπτος παρέμεινε καθυστερημένη Τριτοκοσμική χώρα και μετά την εκθρόνιση του Φαρούκ και την ανάληψη της εξουσίας από τον Νάσερ. Το ίδιο συνέβη και με την Αργεντινή με τον Περόν, το Μεξικό και όλες σχεδόν τις λατινοαμερικανικές χώρες, τις χώρες της Μέσης Ανατολής, το σύνολο των αφρικανικών κρατών με την εξαίρεση της Μποτσουάνα, τα κράτη της νοτιοανατολικής Ασίας κ.α.
Η λύση του ελληνικού δράματος, περνά από την ριζική αλλαγή του πολιτικού μας συστήματος, με την καθιέρωση θεσμών που θα επιτρέπουν και θα επιβάλλουν την συμμετοχή της ελληνικής κοινωνίας στην λήψη των αποφάσεων. Επιβάλλεται για τούτο ο υποβιβασμός του πολιτικού προσωπικού, μέσω της δραστικής περικοπής των εξουσιών του και η μεταβίβαση τους στην κοινωνία των πολιτών.
Είναι μια διαδικασία δύσκολη και χρονοβόρα. Απαιτεί την απαγκίστρωση της προσοχής από τις σειρήνες της εξουσίας και την στροφή στην ατομική και συλλογική δραστηριότητα για την δημιουργία και ανάδειξη νέων μορφών κοινωνικής οργάνωσης που θα ανταγωνίζονται και θα παραμερίζουν τις δομές της κομματοκρατίας.