Του Γιώργου Κοντογιώργη
Η διχόνοια και η εσωτερική συχνά αιματηρή σύγκρουση αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί την σταθερά του ελληνικού κόσμου από τις καταβολές του μέχρι τις ημέρες μας. Μια απλή ματιά την ιστορία αποκαλύπτει ότι οι περίοδοι των διχασμών της ελληνικής κοινωνίας είναι βαθύτερες και μακρύτερες από ό,τι εκείνες της συνοχής της. Υπό μια άλλη έννοια, το γεγονός αυτό δύναται να συνεκτιμηθεί ως ένα θεμελιώδες τεκμήριο της ελληνικής ιστορικής συνέχειας, το οποίο, όσο και αν μεταλλάχθηκε καθοδόν, ποτέ δεν έπαψε να προβάλει ως το διακριτικό γνώρισμα του εσωτερικού βίου των Ελλήνων αλλά και ως ιδιώνυμο στοιχείο της σχέσης του με τους «άλλους».
Πώς εξηγείται ακριβώς η ιδιαιτερότητα αυτή του ελληνικού κόσμου; Χωρίς αμφιβολία οφείλεται πρωτογενώς στον τρόπο της ιστορικής του συγκρότησης. Ο ελληνισμός δομήθηκε εξαρχής ως κοσμοσύστημα με ανθρωποκεντρικό πρόσημο, δηλαδή σε πολεοτικές κοινωνίες εν ελευθερία, όχι ως ενιαία πολιτειακή οντότητα. Αποτέλεσε κυριολεκτικά ένα έθνος κοσμοσύστημα, όχι ένα έθνος κράτος. Το πολιτικό πρόταγμα του έθνους, στο πλαίσιο αυτό, ανέλαβαν να εκφράσουν οι πόλεις, κατά τον τρόπο της συνέργειας, και όχι μια ενιαία κρατική οντότητα. Μέχρι το τέλος της τουρκοκρατίας, η θεμελιώδης κοινωνία των Ελλήνων, που σηματοδοτούσε την πολιτειακή τους ελευθερία, ήταν η πόλις / το κοινό, όχι ένα εδαφικά εκτεταμένο κράτος.
Η συγκρότηση των Ελλήνων σε πολλές πολιτειακές κοινωνίες (κράτη) και κυριολεκτικά η ενσάρκωση του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μικρής κλίμακας από αυτούς, εμπεριείχε στη βάση της το σπέρμα της αντιπαλότητας και της σύγκρουσης, όχι της ομόνοιας. Αναφέρω εντελώς διαγραμματικά την κρατοκεντρική εποχή –των πόλεων κρατών–, κατά την οποία οι Έλληνες, ελλείψει εθνικού εχθρού, συγκρούονταν μεταξύ τους, συχνά μάλιστα με την εμπλοκή και αλλογενών. Όμως και η περίοδος της ελληνιστικής οικουμένης δεν απηλλάγη από την πολεοκεντρική λογική στο μέτρο που η ίδια δεν οδηγήθηκε στην ολοκλήρωσή της, καθώς διασπάσθηκε εντέλει το κρατικό της μόρφωμα, η κοσμόπολη, και οι κρατοκεντρικές αντιστάσεις της μητροπολιτικής και της δυτικής παρειάς του δεν εκάμφθησαν. Θα χρειαστεί να εμπλακεί η Ρώμη στην κοσμοσυστημική δυναμική του ελληνισμού και να διαιτητεύσει για να κατασιγάσει η εσωτερική σύγκρουση.
Από το μέσο Βυζάντιο το πολιτικό πρόταγμα του συνόλου έθνους κοσμοσυστήματος θα συμβολισθεί από την βασιλεύουσα πόλη, χωρίς ωστόσο η πολεοκεντρική δυναμική να εκλείψει. Θα εγκατασταθεί όμως ένας ιδιόμορφος δυισμός που θα εκφρασθεί αφενός από την ανταγωνιστική ή την φυγόκεντρη δυναμική των πόλεων (και των θεματικών οντοτήτων) και αφετέρου από την πολιτική αντιπαλότητα στο περιβάλλον της μητρόπολης πολιτείας με διακύβευμα την εξουσία/βασιλεία. Στις εσωτερικές αυτές πολεοκεντρικού τύπου αντιπαλότητες, ουδέποτε έπαψαν να καλούνται βαρβαρικά φύλα να διαιτητεύσουν, ή να παρεμβάλλονται πολιτικές υπονομεύσεις, με ασύμμετρες πολλές φορές συνέπειες. Κορυφαία εξ αυτών υπήρξε η κυριολεκτική παράδοση της Πόλης στους σταυροφόρους το 1204 όπως και οι εξελίξεις που καταγράφονται έως το 1453. Η τουρκοκρατία θα κατασιγάσει προς στιγμήν την εσωτερική σύγκρουση, χωρίς εντούτοις να πάψει να είναι ενεργή στις σχέσεις των Ελλήνων στις τοπικές πόλεις/κοινά και βεβαίως στο περιβάλλον της κεντρικής οθωμανικής εξουσίας. Σε βαθμό που η Γερουσία του κοινού της Πόλης υπό τον Πατριάρχη και πολλά άλλα κοινά να νομοθετήσουν τη δέσμευση των πολιτών τους να μην προστρέχουν στη διαιτησία των Οθωμανών.
Η πολεοκεντρική/πολυπολιτειακή αυτή ιδιοσυστασία του ελληνικού κόσμου αποτέλεσε την αιτιολογική βάση του ανθρωποκεντρικού του πολιτισμού, συγχρόνως όμως και τον παράγοντα εκείνον που έμελλε να αναδειχθεί σε κρίσιμες περιόδους ως η αχίλλειος πτέρνα του. Όντως, η κοσμοσυστημική του συγκρότηση αποτέλεσε τον απόλυτο ανασχετικό παράγοντα για την πολιτική εμπραγμάτωση ενός ολικού προτάγματος που θα ήταν επικεντρωμένο στην εθνική ελευθερία. Το εθνικό πρόταγμα, όντας ταυτισμένο με την ελευθερία των πόλεων, αποτέλεσε εύκολη λεία στις εξωτερικές εκτατικές δυνάμεις όσο και ανασχετικό παράγοντα για την αποτίναξη μιας εξωτερικής κατοχής. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι οι εθνικές ήττες του ελληνισμού όπως και η μακροημέρευση της εθνικής του υποτέλειας, αποτέλεσαν εσωτερική του υπόθεση. Την αδυναμία του ακριβώς αυτή, την επισημαίνουν με παραστατικό τρόπο ο Πολύβιος και ο Πλούταρχος, μεταξύ των άλλων, όταν διαλογίζονται για την ελευθερία των Ελλήνων έναντι των Ρωμαίων.
Την τελευταία μεγάλη αναλαμπή του διχαστικού αποτελέσματος που παρήγε η πολεοκεντρική ιδιοσυστασία του ελληνικού κόσμου, μας την προσφέρει η Μεγάλη Επανάσταση του 1821. Ο τρόπος της Επανάστασης του σύνολου ελληνικού κόσμου, η επαναστατική διαδικασία εκεί όπου επιβίωσε τελικά, τα ίδια τα συντάγματα της επαναστατημένης χώρας, έχουν ως θεμέλιο το πολεοκεντρικό ιδιώνυμο του ελληνισμού. Το αυτό θεμέλιο έχουν οι εμφύλιοι στη διάρκεια της επανάστασης που την οδήγησαν στην αφάνεια, όπως και όσα διημείφθησαν επί Καποδίστρια έως την επιβολή της βαυαρικής απολυταρχίας.
Ανάρτηση από: https://slpress.gr