Του Λουκά Αξελού
Δεν είναι πια λίγοι όσοι ισχυρίζονται ότι ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρθηκε η κοινωνία μας ως όλον από το 1974 και εντεύθεν, είχε εξαιρετικά αρνητικές επιπτώσεις, λειτουργώντας αποδομητικά σε όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου και ιδιωτικού βίου.
Δεν διεκδικώ τίποτα, ανήκω όμως σε αυτούς που από τις αρχές του 1980, μέσω δημοσίων παρεμβάσεων, έχω εμφαντικά γράψει και ξαναγράψει πως ο συβαριτισμός της μεταπολίτευσης έπληξε κυρίως την ιστορική Αριστερά.
Ένα μεγάλο τμήμα της, ιδιαίτερα στον χώρο της διανόησης, αποτελείται από μεταλλαγμένους αριστερούς, στους οποίους τα αριστερά ράκη του παρελθόντος δεν μπορούν πλέον να επικαλύψουν την καινούργια πραγματικότητα που συνιστά ο νέος τύπος του επαρχιώτη μικροευρωπαίου, μεταστάντος κοινωνικά και σταδιακά μεταλλαγμένου συνειδησιακά, πρώην αριστερού.
Η υποτίμηση της πραγματικότητας αυτής μας καθιστά αδύναμους στο να αντιμετωπίσουμε ουσιαστικά το φαινόμενο του κοινωνικό-πολιτικού μεταμορφισμού. Καθόλου ευθύγραμμα, με ασυνέχειες, διακοπές και συνεχείς αντιφάσεις διαμορφώθηκαν οι όροι μετάλλαξης ενός σημαντικού τμήματος της Αριστεράς με προεξάρχουσα την διανόηση της.
Η ιστορία λ.χ. της παρέμβασης του Ιδρύματος Φορντ στα πολιτικοπολιτιστικά δρώμενα, την περίοδο της δικτατορίας, μέσω μιας ομπρέλας χορηγιών αποδέκτης της οποίας ήταν πλείστα όσα σημαντικά ονόματα του κόσμου της Αριστεράς, είναι ένα μικρό δείγμα της δράσης που έχουν οι «σφαίρες από ζάχαρη» και της διαρκούς υποτίμησης του σημαίνοντος ρόλου στην υπόσκαψη των θεμελίων μιας κοινωνίας που έχει ο πολιτιστικός ιμπεριαλισμός.
Από το Βουκουρέστι στις Βρυξέλλες
Το πρόβλημα δεν ανάγεται στην μεταφυσική. Το μεγαλύτερο τμήμα της Αριστεράς είχε όχι απλώς αποδεχθεί την ήττα (γεγονός ρεαλιστικό όσον αφορά την διάγνωση), αλλά και είχε προσχωρήσει στην ευρύτερη λογική του αντιπάλου. Ο διαχρονικός μεταπρατισμός της ιστορικής Αριστεράς, ως η άλλη όψη του κυρίαρχου δυτικοφέρνοντος μεταπρατισμού, και ο λανθάνων αναθεωρητισμός της, που είχε δώσει δείγματα γραφής από τα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης (Λίβανος, Βάρκιζα), βρήκε ευκαιρία. Βρήκε την καλύτερη ευκαιρία μετά τις «προσαρμογές» στο πείραμα Μαρκεζίνη (1973) και την καθόλου ΕΑΔΕ (Εθνική Αντιδικτατορική Ενότητα του τότε ΚΚΕεσωτ), να απλώσει το χέρι στον ήλιο της προσώρας καπιταλιστικής με «ανθρώπινο πρόσωπο» σιγουριάς.
Είναι ο Λεωνίδας Κύρκος και η περί αυτόν συγκροτηθείσα ομάδα, που με τον πλέον γλαφυρό τρόπο αποτύπωσαν την «εξημέρωση»-αστικοποίηση μεγάλου τμήματος της ιστορικής Αριστεράς, που από το Βουκουρέστι και την Πιόνγκ Γιάνγκ κατέληξε ικέτης στις Βρυξέλες. Αργόσυρτα και αντιφατικά, όπως σημείωσα, οι συγκεκριμένοι άνθρωποι της Αριστεράς δημιούργησαν γέφυρες με το κυρίαρχο συγκρότημα εξουσίας, λειτουργώντας πάντα ως αντιπολίτευση αλλά συστημική πλέον.
Μέσα στα πλαίσια μιας οικονομίας που προωθούσε με κάθε τρόπο το καταναλωτικό μοντέλο, αλλά και είχε μέχρι πρότινος τις δυνατότητες διαχείρισής του, οι πάλαι ποτέ πάριες της κοινωνικής και πολιτικής ζωής βρήκαν έναν ρόλο. Στην κοινωνία, την οικονομία, τον πολιτισμό, το κράτος. Ανήλθαν με δυο λόγια οικονομικά και κοινωνικά και παρενέβησαν με ιδιαίτερα χαρακτηριστικό τρόπο στον χώρο της παιδείας, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, αλλά και του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Έτσι ανεξάρτητα από το ότι συνέχιζαν να εκφέρουν έναν πολιτικό λόγο που σχετικά αντιστοιχούσε στο αγωνιστικό τους παρελθόν, οι άνθρωποι αυτοί έχοντας κοινωνικά μετατοπιστεί ήταν αναγκασμένοι να διαμορφώσουν ένα καινούργιο πλαίσιο, μια «καινούργια ιδεολογία» που να συστοιχιζόταν με την κοινωνική τους άνοδο και τον εξακολουθητικά αντιπολιτευτικό, πλην ολοένα και βαθύτερα συστημικό τους ρόλο.
Η νέα ιδεολογία
Αυτή τη νέα ιδεολογία συγκρότησε, ως φαίνεται, αν και με αντιφατικές πολλές φορές, είναι η αλήθεια, ενέργειες, μια sui generis μείξη προϋπαρχόντων και νέων στοιχείων. Τέτοια ήταν η εξάρτηση από ξένα κέντρα, ο μεταπρατισμός, ο κοσμοπολιτισμός, η α-εθνική ή αντιπατριωτική οπτική, ο ά-τοπος διεθνισμός, ο ιστορικός αναθεωρητισμός και η πέρα από «αντικαπιταλιστικές κορώνες» βαθύτερη σύγκλιση στη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία και τα προτάγματα της παγκοσμιοποίησης.
Τα αποτελέσματα της μετάλλαξης αυτής ήταν ορατά πολύ πριν ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλθει στην εξουσία με την εμφανή συνεύρεση του καλπάζοντος, πλέον, Κυρκισμού με τα βουλιμικά σαΐνια του «ρεαλιστικού μετακομμουνισμού», σε μια «δημιουργική σχέση» που έκλεινε μερικά την αντιπαλότητα των μελών της ίδιας οικογένειας. Της οικογένειας που μέχρι το 1968 συγκατοικούσε, αλλά και που άνοιγε διάπλατα την αγκαλιά της στην δημιουργική συνεύρεση με το οργανικά μετέχον των «κοινών σοσιαλιστικών οραμάτων και αξιών» ΠΑΣΟΚ της εκσυγχρονιστικής ρεμούλας και εθελοδουλείας.
Αποτελεί γεγονός ότι αν αφαιρέσεις τους δεκάρικους περί εργατικής τάξης, διεθνισμού, δικαιωμάτων πάσης μειονότητας και επαναστατικού κινήματος, αυτό που ως πραγματικότητα αποκαλυπτόταν ήταν ένα συντεχνιακού τύπου αριστερίζον κατασκεύασμα. Σ’ αυτό, οι σχεδόν άπαντες δημόσιοι υπάλληλοι, συνδικαλιστές και ανοιχτών οριζόντων κρατικοδίαιτοι μαρξιστές επιχειρηματίες, θα μπορούσαν να διαχειριστούν με ταξική(;) μεροληψία, τον υπερδανεισμό της Ελλάδας από τα ευρωπαϊκά κονδύλια, υπέρ του λαού, δηλαδή υπέρ των νέων μεσοστρωμάτων που οι ίδιοι πια εκπροσωπούσαν.
Ουδέποτε στα εκατό χρόνια βίου, ένα σημαντικό τμήμα της Αριστεράς δεν ξέπεσε σε ένα τέτοιο θλιβερό επίπεδο, φτηνού οικονομισμού, πολιτικού οπορτουνισμού, διανοητικής οκνηρίας και ασυγκράτητης βουλιμικής διάθεσης για πλούτο και εξουσία. Αλλά και ουδέποτε μπορούσαμε –εγώ τουλάχιστον– να διανοηθούμε ότι θα ήταν τόσο ιδεολογικοπολιτικά ανεπαρκές, τόσο ασήμαντο και λίγο.
Ανάρτηση από: https://slpress.gr