Του Γιώργου Καλλινίκου
Πόνος και οργή. Οργή και πόνος. Το μαχαίρι καρφώθηκε πριν από 46 χρόνια στην πλάτη της άλλοτε βασιλεύουσας. Ο πόνος από τότε, δεν σταμάτησε ποτέ. Και όμως. Ο χθεσινός ήταν μεγαλύτερος. Γιατί οι βάρβαροι έχωσαν ακόμη βαθύτερα το στιλέτο. Η άλλοτε βασιλεύουσα σχεδόν ξεψύχησε. Αυτή τη φορά, το στιλέτο ξέσχισε και τις ψυχές των ανθρώπων της πόλης. Και όλων των υπολοίπων. Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί. Αυτή τη φορά δολοφόνησαν και την ελπίδα…
Πόνος και οργή. Οργή και πόνος. Πώς να αντέξει κανείς την εξοργιστική είσοδο του μικρού πορθητή στην πόλη; Μαριονέτα αυτός του μεγάλου πορθητή, που βρίσκεται στο «Λευκό Σαράι», έπαιξε τον γελοίο ρόλο του στη χθεσινή προεκλογική τους φιέστα. Μάζεψε μερικές χιλιάδες φανατικά τσογλάνια. Και μόλις άνοιξε η πύλη, όρμησαν στην πόλη. Περπάτησαν στους δρόμους μας. Περπάτησαν στη χρυσή άμμο μας. Περπάτησαν στις αυλές των σπιτιών μας. Ποδοπάτησαν τις μνήμες. Ποδοπάτησαν τα όνειρα. Ποδοπάτησαν τη νοσταλγία.
Λίγες ώρες μετά, αγανάκτηση και θλίψη. Θλίψη και αγανάκτηση. Εκδήλωση διαμαρτυρίας για τον τρίτο Αττίλα, που βίασε τα Βαρώσια. Λίγες εκατοντάδες όλες κι όλες εκεί στο οδόφραγμα. Τόσο μπορέσαμε. Τόσο μπορούμε. Ούτε καν να διαμαρτυρηθούμε δεν βρίσκουμε τη δύναμη πια. Τα κατάφεραν. Είναι πολλά φαίνεται τα 46 χρόνια… Δεν πρόκειται για χειμερία νάρκη τελικά. Λάθος το νομίζαμε. Πλήρης παράλυση είναι. Ακίνητο όχι μόνο το σώμα αλλά και η καρδιά και το μυαλό. Τόσες χιλιάδες δηλώσεις πολιτικών όλα αυτά τα χρόνια. Λειτούργησαν σαν επαναλαμβανόμενες ισχυρές δόσεις μορφίνης. Τα νάρκωσαν όλα πια…
Τι ειρωνεία. Έτρεξαν χθες οι πολιτικοί ταγοί να διαμαρτυρηθούν. Τα έχουν με τον Ερντογάν, με τον Τατάρ, με την Μέρκελ, με τον Γκουτέρες, με τους Αμερικανούς, τους Εγγλέζους… Ατάλαντοι ηθοποιοί ενός παλαιομοδίτικου και άσημου συνοικιακού θεατρικού σχήματος. Ξέχασαν τι έκαναν τόσα χρόνια. Ξέχασαν όσα δεν έκαναν τόσα χρόνια. Ξέχασαν τι έλεγαν τόσα χρόνια. Ξέχασαν όσα δεν έλεγαν τόσα χρόνια. Μιλάνε για mea culpa. Τι να το κάνουμε τώρα πια; Πάει η Αμμόχωστος. Σφραγίστηκε η ταφόπλακα. Κλείνει το Κυπριακό. Απομένει μόνο ο επικήδειος. Σε μερικούς μήνες. Σε κάποιο άλλο Κραν Μοντανά. Όχι επειδή δεν θα θέλουν λύση. Επειδή δεν απέμειναν αρκετά για να υπάρξει λύση. Η Αμμόχωστος ήταν επί 46 χρόνια στο τραπέζι. Πάντοτε πρώτη στα παζάρια. Την Κερύνεια την ξεπούλησαν προ πολλού. Το ίδιο και την Καρπασία. Τώρα δεν υπάρχει ούτε η Αμμόχωστος. Η Μόρφου; Το φως έσβησε…Τι ειρωνεία. Αν η παράσταση εντός Κύπρου είναι ερασιτεχνικού και ατάλαντου θιάσου, η εκτός Κύπρου είναι ακόμη χειρότερη. Προέρχεται από ένα τσίρκο γεμάτο παλιάτσους. Ανησυχεί, λέει, ο κ. Βέμπερ, επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος. Ανησυχεί και η κυρία Μέρκελ. Ανησυχεί και ο Γκουτέρες. Μπορεί να μην περιμένουμε οτιδήποτε πλέον από εσάς. Μπορεί να μην ελπίζουμε οτιδήποτε πλέον από εσάς. Μπορεί να μην προσδοκούμε οτιδήποτε πλέον από εσάς. Δεν σας επιτρέπουμε, όμως, να μας κοροϊδεύετε άλλο πια. Οι γελοίοι ρόλοι, μας εκνευρίζουν. Δεν τους αντέχουμε.
Τι μας λες, κύριε Βέμπερ, που δήθεν ανησυχείς; Πού ήσουν να πιέσεις και να πείσεις το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να μην χαϊδέψει τον σουλτάνο; Πού ήσουν να απαιτήσεις κυρώσεις οι οποίες θα τον πονούσαν; Τι μας λες, κυρία Μέρκελ; Που δήθεν μίλησες μαζί του λίγες ώρες πριν εισβάλει στην Αμμόχωστο; Πού είσαι τώρα, που σε ρεζίλεψε, να απαιτήσεις από την Ευρώπη της οποίας προεδρεύεις να τον σταματήσει; Τι μας λες, κι εσύ, κύριε Γκουτέρες; Στα δικά σου χέρια έπρεπε να ήταν η Αμμόχωστος. Αυτό λένε τα δικά σου ψηφίσματα. Πού είναι η ΟΥΝΦΙΚΥΠ να την στείλεις να μην επιτρέψει τον βιασμό της πόλης; Γιατί δεν καλείς το Συμβούλιο Ασφαλείας να στείλει στρατό να επιβάλει την τάξη; Σε τόσες και τόσες χώρες το πράξατε. Εκεί τον επέβαλαν οι Αμερικανοί θα μου πεις…
Δεν μπορείτε όμως. Τιποτένια ανθρωπάκια είστε. Τη δύναμη σάς την δίνει η θέση στην οποία έλαχε να βρεθείτε. Όχι η ψυχή σας. Όχι η καρδιά σας. Εκείνες τις χάσατε από τότε που αρχίσατε να κυκλοφοράτε στα πολιτικά σαλόνια των μεγαλοχωρών σας. Άστε μας, τουλάχιστον, να μαυροφορέσουμε με την ησυχία μας. Άστε μας, τουλάχιστον, να κλάψουμε με την ησυχία μας.
Άστε μας, τουλάχιστον, να διαβάζουμε τις ψυχές των ποιητών (όπως του Πόλυ Κυριάκου που ακολουθεί). Είναι το μοναδικό βάλσαμο που μας απέμεινε: «Να ανοίξει η Αμμόχωστος, λένε/ Να ανοίξει η Αμμόχωστος/ Σαν να πρόκειται για φαρμακείον/ Η Αμμόχωστος διανυκτερεύει λοιπόν/ Αν δεν το ξέρατε/ Από Αυγούστου δεκατέσσερις χίλια εννιακόσια εβδομήντα τέσσερα/ Μέρα νύχτα δέχεται συνταγές ελπίδας για απελευθέρωση/ Ανοιχτή είναι η πόλη/ Ανοιχτή δίχως κάγκελα δίχως κρικέλια/ Απλά δεν πέρασε κανείς να παραλάβει τη Λευτεριά του».
Ανάρτηση από: https://www.philenews.com/