Της Λιάνας Κανέλλη
Σουίτα στο ξενοδοχείο Plaza στο Σύνταγμα. Έχω απέναντι μου τον Φράνσις Φόρντ Κόπολα. Μιλάμε δύο ώρες. Αγγλικά, και κάπου-κάπου για συγκεκριμένα συναισθήματα, δικά του, στα ιταλικά. Μου φαίνεται σαν ψέματα. Σα να ζω σε ταινία. Μιλάει για την κόρη του και το ταλέντο της. Ακούω ιστορίες για το Σκορτσέζε, τον Ταβουλάρη, κι άλλα ιερά τέρατα του σινεμά, κι ο Κόπολα μου μοιάζει τόσο οικείος και ζεστός, σα θείος που γύρισε από την εξωτική Αμέρικα. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, τα τέλη της δεκαετίας του ’80, για να ρθει ο θόρυβος για το τσιμέντο που χρειάστηκε να διευκολύνει την πρόσβαση των ΑΜΕΑ, και όχι μόνον, στον Ιερό Βράχο ως τον Παρθενώνα.
Οπότε ξύπνησε μια από τις πιο σαλές, θεότρελες ιστορίες – εμπειρίες της δημοσιογραφικής μου ζωής, κι είπα να τη μοιραστώ, με το όποιο κοινό ενδιαφέρεται στην εποχή του διαδικτύου γι αυτό που λέμε «η αθέατη πλευρά» των γεγονότων, κι όχι για να ξεράσει θυμό ή και χυμό με ευκολία, μπερδεύοντας το μέσα του βάσανο με τα βάσανα του κόσμου.
Δεν έχω αγχωθεί, Κατιουσάδες μου, ούτε σε πόλεμο, πιο πολύ. Άλλωστε δεν είναι εύκολο να χειρίζεσαι Μύθους, σε εποχές πιο άγριες δημοσιογραφικά από ό,τι σήμερα, όσο κι αν σας φαίνεται παράξενο, όταν οι εφημερίδες απ’ την Αυριανή ως την Καθημερινή κι απ’ την Ελευθεροτυπία ως το Ριζοσπάστη, «σκοτώνονταν», εκτός των άλλων, και για την τότε νεοπαγή έκρηξη της απελευθέρωσης των ραδιοφώνων και των τηλεοράσεων από τον εναγκαλισμό του κράτους (εδώ δε γελάμε, περί κλαυσιγέλου πρόκειται, χωρίς τουίτ και λάικ).
Η πληθωρική Μελίνα, ο Κόπολα, παράγοντες του κράτους σε γεύμα πολύγλωσσο, με αντεγκλήσεις, αστεία, προσωπικές ιστορίες, συναντήσεις συντονισμού, ώσπου να δοθεί το… οκ. Η περιπέτεια κράτησε μέρες πολλές. Κάθομαι δίπλα από τον Κόπολα, που περιέργως μ’ έχει συμπαθήσει, γιατί με θεωρεί εκτός των άλλων, ολότελα άσχετη ως ρόλο στη γραφειοκρατική μάχη, και κάνω τη μετάφραση σε συνέντευξη τύπου που έχει οργανώσει ο TOP FM. Για να καταλάβει το ελληνικό κοινό και το κράτος τι Αποκάλυψη Τώρα θα είναι για τον ελληνικό πολιτισμό, να μη διανοείται ούτε αυτός ούτε η κόρη του (που ‘χε γράψει το σενάριο) ότι υπάρχει μεγαλειωδέστερο σκηνικό από τον Παρθενώνα, για την τελευταία σκηνή της ταινίας Life without Zoe, μίας απ αυτές που συνέθεσαν την τριλογία New York Stories, που παρουσιάστηκε στις Κάννες τελικά, το 1989.
Θυμάμαι αδιόρατα μια υπερπαραγωγή για τα στάνταρ της εποχής, στην οποία μπλέχτηκε ένας στρατός, κυριολεκτικά πρόθυμων ιθαγενών τεχνικών, παραγωγών, διαφημιστών από το Mega, την kino, κι ούτε θύμαμαι ποιους άλλους, που προσπάθησαν και πέτυχαν να πείσουν τας αρχάς ότι η σκηνή θα γυριζόταν με μόλις πενήντα κομπάρσους που παίζουν το κοινό, πολύ γρήγορα, και χωρίς να πειραχτεί ούτε πετραδάκι απ’ το χιλιόχρονο δέρμα του υπέροχου Ιερού μας Βράχου.
Το έζησα στιγμή τη στιγμή. Στρώθηκαν μοκέτες πάνω στο Βράχο. Χρησιμοποιήθηκαν λεία και μαλακά ξύλα για να μην γέρνουν οι ελαφριές καρέκλες λόγω κλίσεως. Χτυποκάρδησαν άπειροι άνθρωποι για τον καιρό, κι αν θα ντυθούν με αφρολέξ τα τριπόδια των προβολέων, για να μην ξετρυπώσει ο διάολος πίσω από λεπτομέρεια αφροντισιάς, και γίνει καμιά στραβή και «πέσουν κεφάλια, με πρώτο το δικό μου και το δικό σου, χρυσό μου», όπως έλεγε η χυμώδης Μελίνα στα ελληνικά, για να μην καταλάβει «αυτό το υπέροχο γλυκό τέρας, ο Φράνσις», ο Κόπολα, «τα βάσανα που έχει ο πολιτισμός, σ’ αυτόν εδώ τον υπέροχο τόπο».
Η ταινία έγινε. Στην Ακρόπολη. Η προβολή της στην Ελλάδα μόνον σάλο δεν προκάλεσε, παρά την ψωροπερηφάνια μερικών σχολιαστών που στις κριτικές τους, επίσημες κι ανεπίσημες, απ’ όλη την τριλογία είχαν να λένε πως αξίζει μόνο το έτσι κι αλλιώς πολύ σύντομο πλάνο του φλαουτίστα, με πλάτη τον Παρθενώνα.
Τώρα που τα γράφω αυτά, σκέφτομαι εντελώς παράξενα κι αντιφατικά, πως είναι κρίμα που δεν είχα ένα smartphone κι ένα influencer attitude, νά ‘χω να σας δείξω τον Κόπολα, τη Μελίνα, τον Ντασέν από κείνη τη γωνιά του μυαλού μου, που φωνάζει ευτυχώς που δεν το ‘κανα, μέρες που είναι.
Το σαλόν του πράγματος είναι ότι ως μέλος της υποεπιτροπής της Βουλης για τα ΑΜΕΑ, δίνω μάχες για την προσβασιμότητά τους παντού. Και δη στους χώρους πολιτισμού. Ως ΚΚΕ. Οπότε ελπίζω αυτή η… προσωπική εμπειρία – ιστοριούλα, να βοηθήσει όσους, πιστεύω ακράδαντα, θέλουν να ζήσουν τη μαγεία του πολιτισμού και της ιστορίας, επί πραγματικά ίσοις όροις. Κι εννοώ με αγάπη, φροντίδα και λατρεία, και για τους ανθρώπους και για τα έργα τους που ειναι ο πολιτισμός. Ίσως να φαίνεται ουτοπικό να πιστεύεις ότι υπαρχούσης αυτής της… ουσιαστικής ισότητας και πολιτισμικής ανωτερότητας, δε θα χρειάζονται ούτε ιδρύματα, ούτε χορηγοί, ούτε ευτυχείς σαλτιμπάγκοι σαν κι εμένα, που τελικά κέρδισα όσα κανείς δεν μπορεί να προσμετρήσει, και κυρίως να τιμολογήσει. Μνήμες κι εμπειρίες και στιγμές που δε χωράνε ούτε καν σ’ αυτό το κείμενο, όπως δε χωράει το βίωμα σ’ ένα ενσταντανέ… Μόνη μου ελπίδα, όταν μπαίνει η ανάγκη του ανθρώπου να χαρεί και ν’ απολαύσει τις στιγμές στη ζωή του, όπως μια επίσκεψη στο κάλλος που είναι η Ακρόπολη, η ζυγαριά να ειναι ακριβείας και τα ζύγια όχι απλώς ακριβά.
Ανάρτηση από: http://www.katiousa.gr/