«Ότι τα πράγματα δεν βαίνουν κατ’ ευχήν στην Αποικία
δεν μεν’ η ελαχίστη αμφιβολία», αρχίζει ο Καβάφης
την "Εν μεγάλη Ελληνική αποικία, 200 π.Χ.". Και μάλλον αποτελεί κοινό
τόπο. Το "σύστημα-χώρα" κινείται υφιστάμενο και ετεροκαθορίζομενο,
ιδίως στο επίπεδο της άρχουσας κοινωνικής, πολιτικής και διανοητικής ελίτ.
Αποτυπώνει
σημεία της καχεξίας του αστικού στοιχείου στη νεοελληνική κοινωνία και
ιδεολογία, όπως τα αναλύει ο Παναγιώτης Κονδύλης στην ελληνική εισαγωγή του
βιβλίου του "Η Παρακμή του Αστικού Πολιτισμού" (Θεμέλιο), σε μια
μεταβατική στιγμή της εξέλιξης του προβληματισμού του σπουδαίου αυτού στοχαστή,
όπως επισημαίνει ο Γιώργος Καραμπελιάς στο βιβλίο του "Παναγιώτης
Κονδύλης: Μια διαδρομή" ( Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2018).
Σε εθνικούς κοινωνικούς σχηματισμούς, κυρίαρχους-κυριαρχούμενους, όπως ο ελληνικός, με έντονους κινητοποιητικούς μύθους, λέξεις, σύμβολα, φαντασιακές θεσμίσεις, προϊόντα συλλογικής αυτοκατανόησης ενός επώδυνου εθνικού και κοινωνικού γίγνεσθαι, κρίσιμο στοιχείο είναι ο πολιτισμός, η ιστορία του και η αίσθηση της ιδιομορφίας του, μέσα στη διεθνική κίνηση.
Για αυτό η διαχείριση και η νοηματοδότηση αυτών, σε μια εποχή μεγάλης κινητικότητας και επανακαθορισμού σχέσεων και ταυτοτήτων, βρίσκονται στο επίκεντρο της διαπάλης "των πάνω" με "τους κάτω". Ας δούμε μερικές εκδηλώσεις-στιγμές αυτής της κατάστασης από την επικαιρότητα, της τάσης επαναθεώρησης της ιστορίας "από τα πάνω", γεγονότων και ερμηνειών.Τα μηνύματα της σημερινής Προέδρου
Η
παρουσία της Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, στην τηλεοπτικά άρτια
σκηνοθετημένη εκδήλωση της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αρχαία Αγορά και με αφορμή
την ορκωμοσία της νέας αμερικανικής διοίκησης και με αναφορές στα 200 χρόνια
από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, παρέχει από μόνη της σαφή μηνύματα.
Έχει
καταγραφεί στη μνήμη των πολιτών αυτής της χώρας η ιστορικού χαρακτήρα
συνάντηση των Κωστή Στεφανόπουλου και Μπιλ Κλίντον στην Αθήνα τον Νοέμβρη του
1999, με τον ελληνικό λαό μαζικά να διαδηλώνει στους δρόμους. Η σύγκριση αφορά
και το περιεχόμενο των επίσημων λόγων του 1999 και του 2021. Με δεδομένους τους
συσχετισμούς, ο Στεφανόπουλος είχε μιλήσει με πνεύμα εθνικής αυτοπεποίθησης,
αίσθηση της ιστορικότητας και της αλήθειας, ενώ η Αικατερίνη Σακελλαροπούλου
μίλησε με όρους υπαγωγής.
Ειδικότερα
για το θέμα της ειδικότητας της, της δυνατότητας δικαστικού ελέγχου της
συνταγματικότητας των νόμων, κατά την ομιλία της παρέπεμψε στην πράγματι
ιστορική απόφαση για το ζήτημα αυτό, του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ
"Marbury Vs Madison" (Supreme Court, 1803) «και την ακολουθεί
από τις απαρχές της η ελληνική έννομη τάξη» όπως τόνισε η Πρόεδρος.
Αυτό δεν είναι ιστορικά ακριβές. Η πορεία της ελληνικής έννομης τάξης στο
συγκεκριμένο ζήτημα υπήρξε διαφορετική.
Κατά
τα πρώτα 60 και πλέον χρόνια της ελληνικής έννομης τάξης, νοούμενης στο πλαίσιο
του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, δεν υπήρχε δυνατότητα δικαστικού ελέγχου της
συνταγματικότητας των νόμων. Τόσο η νομολογία των δικαστηρίων, όσο και η θεωρία
(Νικόλαος Ι. Σαρίπολος, Παύλος Καλλιγάς) ήταν αντίθετες, ή περιορίζονταν στον
έλεγχο των εξωτερικών-τυπικών χαρακτηριστικών των νόμων.
Η ιστορική αγόρευση του Δημοσθένη
Τζιβανόπουλου
Η
ανατροπή αυτής της παγιωμένης αρχής, δηλαδή του μη δικαστικού ελέγχου της
συνταγματικότητας των νόμων, υπέρ ουσιαστικά του ισχύοντος μέχρι και σήμερα
συστήματος διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων
από τα δικαστήρια (και όχι Συνταγματικού Δικαστηρίου), έγινε από τον Εισαγγελέα
του Αρείου Πάγου, τον "μυθικό" Δημοσθένη Τζιβανόπουλο, (αγόρευση στην
υπ’ αριθ. 169/1893 απόφαση Αρείου Πάγου).
Είχε
προηγηθεί στην ίδια κατεύθυνση η υπ’ αριθ. 6664/1892 απόφαση Πρωτοδικείου
Αθηνών. Θα περάσει ακολούθως στη θεωρία του Συνταγματικού Δικαίου (Ιωάννης
Αραβαντινός, Νικόλαος Ν. Σαρίπολος, Αλέξανδρος Σβώλος) και στο Σύνταγμα του
1927, ενώ το Συμβούλιο Επικρατείας, με τη σύγχρονη μορφή του, θα συγκροτηθεί το
1929.
Ο
Τζιβανόπουλος, από την Βαμβακού Λακωνίας, η οικογένεια του οποίου (όπως
διάβασα) ξεκληρίστηκε στην Κατοχή από τους Γερμανούς και τους ντόπιους
συνεργάτες τους, με τον ίδιο να είχε αποβιώσει το 1921 και την προτομή του να
βρίσκεται στην είσοδο του Δικαστικού Μεγάρου Σπάρτης, στην ιστορική αγόρευσή
του (το 1893) παραπέμπει στην αντίστοιχη εξέλιξη της γαλλικής έννομης τάξης και
όχι της αμερικανικής, χωρίς καθόλου να αποκλείεται να την γνώριζε και εκείνην
(Γιάννης Δρόσος "Δοκίμιο Ελληνικής Συνταγματικής Θεωρίας" Αντώνιος Ν.
Σάκκουλας, 1996). Συνεπώς είναι διαφορετικές οι διαδρομές και σχέσεις, από μία
κατασκευή που προτείνεται "από τα πάνω".
Η
Πρόεδρος της Δημοκρατίας στην ομιλία της απήγγειλε και την 22η στροφή του
"Ύμνου εις την Ελευθερίαν": «Γκαρδιακὰ χαροποιήθει καὶ τοῦ Βάσιγκτον ἡ γῆ, καὶ τὰ σίδερα ἐνθυμήθει ποὺ τὴν ἔδεναν κι αὐτή». Πράγματι στο κορυφαίο ποίημα του Σολωμού
καταγράφεται και ο δυισμός εκείνη την εποχή (1823) απέναντι στο ελληνικό
ζήτημα, η συμπάθεια της φιλελεύθερης- δημοκρατικής μερίδας της κοινής γνώμης,
που έγινε και ενεργός συμπαράσταση σε αρκετές περιπτώσεις, αλλά και δισταγμός,
ταλάντευση ή εχθρότητα από τους επίσημους θεσμούς.
Χαρακτηριστική
της αμφιθυμίας και του δυισμού, είναι οι ΗΠΑ εκείνης της περιόδου: Θετική
αποδοχή της Ελληνικής Επανάστασης από τον αμερικάνικο λαό, διαγραφή όμως της
αναφοράς περί ήδη δημιουργηθείσας κυρίαρχης ελληνικής επικράτειας και αποστολής
πρεσβευτή στο προσχέδιο Διαγγέλματος προς το Κογκρέσο του προέδρου Μονρόε
(1823), με πρωτοβουλία του Υπουργού Εξωτερικών Άνταμς. Από το 1823-4 και μετά
εκδηλώνεται η επίσημη σταδιακή θετική διαφοροποίηση της Αγγλίας (Κάνιγκ) και
της Ρωσίας απέναντι στο ελληνικό ζήτημα, λόγω των νικών των επαναστατημένων
Ελλήνων και στο πλαίσιο του μεταξύ τους διεθνοπολιτικού ανταγωνισμού.
Η αμφιλεγόμενη οπτική του ιστορικού
Μπίτον
Έχει
ενδιαφέρον ότι ο διεθνοπολιτικός ανταγωνισμός της εποχής της Επανάστασης,
συνεχίζει με διάφορες μορφές 200 χρόνια μετά, στη συζήτηση για την Επανάσταση.
Σε πρόσφατο άρθρο του Ρόντρικ Μπίτον στην Καθημερινή με τίτλο "Τι
γιορτάζουμε;", στο οποίο ασκήθηκε κριτική ιδίως στο θέμα της υποβάθμισης
του αγώνα του ελληνικού λαού και της ιστορικής του συνέχειας, ενώ εστιάζει στη
διεθνοπολιτική διάσταση της Επανάστασης, παραλείπει οποιαδήποτε αναφορά στο
καταλυτικής σημασίας για την εξέλιξη του ελληνικού ζητήματος γεγονός του
ρωσοτουρκικού πολέμου 1828-9.
Είναι
δηλωτικό ότι αφετηριακά από την σύσταση της κρατικής Επιτροπής "Ελλάδα
2021" αποκλείστηκαν κατά τρόπο ανιστόρητο, αλλά και αντιεπιστημονικό τόσο
η γαλλική, όσο και η ρωσική σχολή-οπτική, τουλάχιστον ως συμμετοχές, την ίδια
στιγμή που διακηρυσσόταν η ανάγκη μιας "διεθνοποιημένης" προσέγγισης.
Η οπτική του ελληνιστή καθηγητή Ρόντρικ Μπίτον είναι σημαντική, καθώς το βιβλίο
του "Ελλάδα: Βιογραφία ενός σύγχρονου έθνους" (Πατάκη, 2019)
επιλέγεται στην εικόνα δημοσίων εμφανίσεων της Προέδρου της Δημοκρατίας, του
Πρωθυπουργού, ενώ ο ίδιος είναι μέλος του "Ελλάδα 2021".
Η
εισαγωγή με τίτλο «το έθνος και οι πρόγονοί του» στο
συγκεκριμένο βιβλίο είναι χαρακτηριστική μιας αμηχανίας σχετικά με το ζήτημα
της συνέχειας του έθνους, όπως προκύπτει από την ταλάντευσή του ανάμεσα στο
σχήμα του μοντερνισμού και του εθνοσυμβολισμού για το εθνικό φαινόμενο,
δηλώνοντας πλησιέστερα στο δεύτερο. Επιλέγει να αναφερθεί στην έννοια της
βίωσης, του συναισθήματος, της αίσθησης ιστορικής συγγένειας με διάθεση
σεβασμού, σε μια κατεύθυνση ποιοτικής και όχι ποσοτικής μεθόδου με όρους
κοινωνικής έρευνας.
Έχουν
σημασία στην εισαγωγή τρεις αναφορές σχετικές με το ζήτημα της ιδιομορφίας του
ελληνικού έθνους, σύμφωνα με τον Μπίτον: Στον λόγο-πολιτική κατεύθυνση της
Μελίνας Μερκούρη ως Υπουργού Πολιτισμού, στην έκφραση της δημόσιας συγγνώμης
του Πάπα Ιωάννη-Παύλου Β΄ το 2004, με αφορμή τη συμπλήρωση 800 χρόνων από την
Δ΄ Σταυροφορία και την Άλωση της Πόλης, στη γνωστή αναφορά του αναλυτή Σάμιουελ
Χάντιγκτον στο περίφημο έργο του "Η Σύγκρουση των πολιτισμών "(1996).
Προσεγγίσεις εκτός θέματος και εποχής
Ο
Χάντιγκτον ειδικότερα γράφει πως «η Ελλάδα δεν είναι τμήμα του δυτικού
πολιτισμού, αλλά ήταν η κοιτίδα του κλασικού πολιτισμού, ο οποίος ήταν
σημαντική πηγή του δυτικού πολιτισμού», με τη συμπλήρωση και επαναδιατύπωση
από την πλευρά του Μπίτον ότι η Ελλάδα δεν ανήκει μόνο στη Δύση και η ότι Δύση
και Ανατολή στην εσωτερικευμένη διττή ταυτότητα της Ελλάδας δεν είναι
αλληλοαποκλειόμενα «αλλά τόσο/όσο και» όπως χαρακτηριστικά
αναφέρει.
Αυτή
τη λεπτή προσέγγιση του Μπίτον που εκδηλώνεται ως αμηχανία ως προς το θέμα της
ιστορικής συνέχειας του έθνους, τουλάχιστον στην εισαγωγή του βιβλίου,
απουσιάζει από την επίσημη ελληνική διανόηση που μεταφέρει το σχήμα του
μοντερνισμού για το εθνικό φαινόμενο, υποστηρίζοντας με απολυτότητα ότι το
ελληνικό έθνος δημιουργήθηκε πρώτα τον 19ο αιώνα.
Συστηματική
κριτική στη θέση αυτή, ως περισσότερο ιδεολογική, λιγότερο επιστημονική και σε
κάθε περίπτωση ακατάλληλη για την ελληνική περίπτωση ασκείται στο τεύχος
76-78/2021 του περιοδικού Τετράδια : "Αφιέρωμα στα 200 χρόνια από την
Εθνικοαπελευθερωτική Επανάσταση του 1821" και ειδικότερα στα άρθρα του
Βασίλειου Φούσκα "Μοντερνισμός, εθνοσυμβολισμός και το 1821" και του
Βασίλη Ασημακόπουλου "Το εθνικό φαινόμενο και η δύναμη της Ιστορίας".
200 χρόνια, λοιπόν, από την έναρξη του αγώνα για την Παλιγγενεσία, δεν έχουμε
ανάγκη από προσεγγίσεις κανονικοποίησης και θεωρητικοποίησης μιας μεταμοντέρνας
αποικίας.
Προσεγγίσεις
που αρνούνται την ιδιομορφία μέσα στην κίνηση της ιστορίας, που ενοχοποιούν το
εθνικό-δημοκρατικό-κοινωνικό αίσθημα, χαρακτηρίζοντας τη μαζική αδιαμεσολάβητη
παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα ως "όχλο", είτε αναφέρονται στην πάλη
ενάντια στα Μνημόνια (2010-2012), είτε στα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό
(2018-2019), είναι εκτός θέματος και εποχής. «Και τέλος πάντων, να,
τραβούμ’ εμπρός», όπως λέει ο Κωνσταντίνος Καβάφης, ολοκληρώνοντας την
"Εν μεγάλη Ελληνική αποικία, 200 π.Χ.".