Ίσως ελπίδα για τον τόπο να ανατείλει όταν ο ‘προοδευτικός’ πολιτικός μας κόσμος και το κοινωνικό σώμα το οποίο τόν στηρίζει, θελήσουν να ελευθερωθούν από την υπεροψία και από την ταυτότητα του ‘αντί-’
Του π. Βασίλειου Θερμού
Ποιες είναι οι Ευρωπαϊκές χώρες με την ισχυρότερη κοινωνική επιρροήτης
Χριστιανικής Εκκλησίας τους; Μάλλον Ρωσία, Πολωνία,
Ρουμανία, Ουγγαρία.
Ποιες είναι εκείνες με την υψηλότερη αθεΐα; Εύκολο,
Γαλλία και Βρετανία.
Και ποιες διακρίνονται για το σφοδρότερο
αντιεκκλησιαστικό τους ρεύμα; Ισπανία και Ελλάδα!
Αν χρειάζονται ερμηνείες, προσφέρω εν συντομία τη δική μου. Κάθε
μια από τις τρεις περιπτώσεις αντανακλά την ιστορία της χώρας.
Η πρώτη ομάδα είδε επί 70 χρόνια την Εκκλησία της (Καθολική ή Ορθόδοξη) να
μάχεται ενάντια στην τυραννία του
καθεστώτος με προσωπικό κόστος.
Στη δεύτερη το κράτος οργανώθηκε στη βάση αρχών οι
οποίες διέκριναν τις εξουσίες και μετέφρασαν τον Διαφωτισμό σε πολιτική πράξη.
Η τρίτη ομάδα, όμως, αποτελείται από χώρες στις οποίες η Εκκλησία διέθετε επί αιώνες πρωτοφανή διαπεραστική επίδραση, και τελικά έφτασε να ‘αυτοκτονήσει’! Και η μεν Ισπανική Εκκλησία πλήρωσε τη συμπόρευση με την σαραντάχρονη δικτατορία του Φράνκο. (Και ας μην ξεχνάμε και το βαθύ παρελθόν της Ιεράς Εξέτασης!).
Η Ελλαδική Ορθοδοξία, όμως, με αναρίθμητους
κληρικούς μάρτυρες στα χέρια Τούρκων, Βουλγάρων, και
Γερμανών, τι πληρώνει πέρα από τη συμπόρευση με την (μόλις!) επτάχρονη
δικτατορία; Και γιατί έφθασε στο ιδιόρρυθμο και μοναδικό ‘προνόμιο’ να
συγκεντρώνει ασύλληπτα για την Ευρώπη υψηλά ποσοστά θρησκευτικότητας μαζί με
χολερικό μίσος για τον κλήρο;
*
Και δεν είναι αυτή η μόνη απορία. Ας ρίξουμε μια ματιά στον
δημόσιο λόγο.
‘Αυτός ο στόχος θα πραγματοποιηθή στη Δευτέρα παρουσία’! Έτσι
βροντοφώναξε κάποτε ο ΣΥΡΙΖΑ για να αντικρούσει μια κυβερνητική απόφαση.
Παλιότερα ο αρχηγός του είχε πει απευθυνόμενος προς τους τροϊκανούς: ‘Σπρώχνετε
τη χώρα στην κόλαση’!
Όχι, δεν πρόκειται για δηλώσεις που έγιναν σε θεοκρατική
χώρα. Είδαν το φως της δημοσιότητας από μια Αριστερά η
οποία μάχεται ενάντια σε κάθε συνήθεια που διατηρεί στοιχεία θρησκευτικότητας
στον δημόσιο βίο!
Σταχυολογώ επιγραμματικά από τις δημόσιες εκφράσεις πολιτικών και
δημοσιογράφων. ‘Του Κυρίου ΔΕΗθώμεν’ (πρωτοσέλιδο
εφημερίδας στη διάρκεια μιας απεργίας της ΔΕΗ). ‘Αμήν και πότε’. ‘Άρον-άρον’.
‘Τα χερουβίμ του κομματικού αρχηγού’. ‘Πήρε το χρίσμα’. ‘Και εγένετο επιτροπή
τάδε’ (κατά το ’και εγένετο φως’). ‘Ιέρεια της τέχνης’, ‘αρχιερέας της διαπλοκής’.
‘Τα καλά και συμφέροντα’ πχ των συντεχνιών. ‘Ο παράδεισος των οφσόρ’.
‘Βαπτίζουν τα ημίμετρα μεταρρύθμιση’. ‘Χρειαζόμαστε ευχέλαιο’. ‘Αλλουνού παπά
ευαγγέλιο’. ‘Τά έψαλε στους υπουργούς’. ‘Ο Γολγοθάς των συνταξιούχων’.
Συνενώσεις τραπεζών ‘εις σάρκα μίαν’.
Για να μη συνεχίσω και εγώ ‘στο ίδιο τροπάριο’ (!) και
κουράσω τον αναγνώστη σταματώ εδώ. Τι μπορεί να σημαίνει ψυχολογικά για μια
χώρα η κατάσταση εκείνη κατά την οποία ο
λόγος των δημοσιογράφων της και των πολιτικών της βρίθει εκκλησιαστικών και
λειτουργικών εκφράσεων; Και τι φαινόμενο έχουμε όταν αυτοί
που τίς εκφέρουν είναι στην πράξη αλειτούργητοι
και αλιβάνιστοι;
Γιατί αυτή η επιμονή στα εκκλησιαστικά σημαίνοντα την
ίδια ώρα που οι χρήστες τους κατηγορούν
την Εκκλησία για τα πάντα, βάσιμα και αβάσιμα, ή
αντιμάχονται φανερά την Εκκλησία και ζητούν
μείωση της επιρροής της;
Η επίκληση της μακραίωνης συνύπαρξης Εκκλησίας και έθνους θα ήταν
ικανοποιητική εξήγηση αν τίς εν λόγω εκφράσεις μεταχειρίζονταν μόνο οι ευνοϊκά
προσκείμενοι προς την Εκκλησία. Όμως οι παντελώς αδιάφοροι και οι αντίθετοι;
Αυτοί που δεν θέλουν να τή βλέπουν ούτε ζωγραφιστή;
Το ερώτημα ίσως είναι σκόπιμο να τεθεί αντίστροφα: Γιατί
μια κοινωνία τόσο βαθιά διαποτισμένη από τον εκκλησιαστικό λόγο στρέφει τόσο έντονα την πλάτη προς
την μήτρα αυτού του λόγου, την Εκκλησία; Πώς εξηγείται ο ραγδαίος θρησκευτικός
αποχρωματισμός μιας κοινωνίας η οποία μαθήτευσε επί δέκα χρόνια σε σχολική
θρησκευτική αγωγή; Πώς γίνεται ένα κόμμα (ΠΑΣΟΚ) του οποίου ο ιδρυτής υπήρξε
εγγονός ιερέα, να έχει πολεμήσει σε τέτοιο βαθμό την Εκκλησία και την επιρροή
της στην παιδεία; Γιατί τα ΜΜΕ χρησιμοποιούν ορολογία της Εκκλησίας την ίδια
στιγμή που είναι καταφανώς άδικα μαζί της;
*
Επί πολλά χρόνια η ΕΡΤ πρόβαλλε την εκπομπή ‘Σήμερα
είναι Κυριακή’ όπου ελάμβαναν χώρα αξιόλογοι διάλογοι για θεολογικά και
υπαρξιακά ζητήματα. Το περιοδικό ‘Ραδιοτηλεόραση’, λοιπόν, στο πρόγραμμά του
ανέφερε σταθερά πάντοτε τον υπότιτλο ‘Θρησκευτική εκπομπή’! Με άλλα λόγια, σε
ένα μέρος του πληθυσμού παραχωρείτο ένα δεκαπεντάλεπτο που τού αναλογεί, χωρίς
καμία πληροφορία για το διαφορετικό περιεχόμενο (θέμα και προσκεκλημένος) κάθε
εκπομπής. Την ίδια ώρα το περιοδικό περιελάμβανε στοιχεία για κάθε ταινία,
καθώς και περίληψη κάθε επεισοδίου των τηλεοπτικών σειρών της εβδομάδας!
Προφανές: δεν τούς ενδιέφεραν οι πιστοί διότι δεν είναι κανονικοί άνθρωποι. Απλώς
τούς πετούσαν το ξεροκόμματό τους για να μη διαμαρτύρονται ή για να τηρηθούν τα
προσχήματα…
Από την άλλη πλευρά, συχνά συναντά κανείς σε λόγια και
γραπτά πιστών και κληρικών εκφράσεις του τύπου ‘οι άθεοι θέλουν την Εκκλησία
στο περιθώριο’ κ.ο.κ. Ενώ για μερίδα αθέων αυτό είναι απολύτως σωστό, δεν
μπαίνουν στον κόπο να διακρίνουν κατηγορίες: άλλος είναι άθεος από εντιμότητα, άλλος
από φανατισμό, άλλος από ναρκισσισμό, άλλος από πόνο κτλ. Έχω συναντήσει
άθεους πολύ πιο ειλικρινείς διανοητικά από πολλούς πιστούς…
Από τα πιο νοσηρά συμπτώματα της έντασης μεταξύ των δύο
χώρων είναι η μαζικοποίηση,
το ‘τσουβάλιασμα’. Οι πιστοί αντιμετωπίζονται από τους ‘εκσυγχρονιστές’ ως ένας
ιδιαίτερος ανθρωπότυπος, σαν μειοψηφία
τυφλωμένων αναχρονιστικών, με ανορθολογική σκέψη, που νοιάζονται μόνο για
ευχέλαια και άλλα μαγικά, εντός της οποίας – συγκαταβατικά –
αναγνωρίζουν μια απειροελάχιστη εξαίρεση, τους ‘φωτισμένους’
πιστούς! Για τους ‘προοδευτικούς’ αυτούς κάθε αναφορά στο υπερφυσικό συμπίπτει
με σκοταδισμό, ο δε
Χριστιανισμός δεν είναι παρά ένας μηχανισμός
ηθικοποίησης που τόν χρειαζόμαστε επειδή είναι πιο
αποτελεσματικός από το σχολείο και τους πολιτικούς.
Αντίστοιχα, από πολλούς πιστούς οι άθεοι και διαφωτιστές
θεωρούνται εμπαθείς, άνθρωποι
που έπαθαν ζημιά στο μυαλό τους, προκατειλημμένοι,
χαμένα κορμιά (ανάλογα με την ύπαρξη ή όχι θρησκευτικού φανατισμού). Οι πιο
ακραίοι φτάνουν να αμφισβητούν ακόμη και επιστημονικά πορίσματα, ανθρώπινα
δικαιώματα, ή πολιτικές αρχές, επειδή προέρχονται από τη ‘διεφθαρμένη Δύση’ και
’δεν συνάδουν με την ιδιοπροσωπία του
λαού μας’. (Εδώ η Ρωσία συνιστά τραγικό παράδειγμα πόλωσης, εθελοτυφλίας, και
μαγικής θρησκευτικότητας).
Τα φετινά Θεοφάνεια, με τα κωμικοτραγικά τους στοιχεία,
ανέδειξαν ότι τα αμοιβαία συναισθήματα μεταξύ μεγάλου μέρους της Εκκλησίας και
σημαντικής πλευράς των ελίτ είναι πλέον τοξικά.
Από την πλευρά της Εκκλησίας φάνηκε πως, αν τυχόν ο χωρισμός της από το κράτος γίνει με κακό
τρόπο, πελώρια ευθύνη θα έχουν οι φανατικοί της. Ανίδεοι για τους νόμους της
δημοσιότητας κάνουν πράγματα που κακοχαρακτηρίζουν ολόκληρη την Εκκλησία στη
συνέχεια. Και εδώ αναδεικνύεται η κολοσσιαία ευθύνη των κληρικών που όταν έπρεπε δεν διαχώρισαν τη θέση τους από τους ακραίους
και έτσι δεν μπόρεσαν να τούς θέσουν υπό έλεγχο. Δεν
έκαναν ούτε καν το ευκολότερο: να εξημερώσουν εκείνους που δεν είναι ακραίοι
αλλά απλώς γαλουχήθηκαν με νοοτροπία
παραταξιακότητας. Φταίξαμε βαριά που δεν καλλιεργήσαμε ενσυναίσθηση!
Ως προς την κοινωνία τώρα, θεωρώ πως η αντιεκκλησιαστική
πολεμική γίνεται για λόγους κυρίως υπερεγωτικούς.
Τούς διευκολύνει το γεγονός πως η Ελλαδική Εκκλησία, με θαυμάσια στελέχη στο
ενεργητικό της και πλούσια αθόρυβη προσφορά, πράγματι εμφανίζεται ανίκανη για
μια αξιόπιστη δημόσια παρουσία που θα ανέτρεπε τα εγκατεστημένα στερεότυπα. Για τον λόγο αυτό
αποτελεί εύκολο στόχο.
Κάθε σύγχρονος άνθρωπος ‘που σέβεται τον εαυτό του’ οφείλει να επιτεθεί ή να
λοιδορήσει την Εκκλησία, αν επιθυμεί να συνεχίσει να θεωρείται σύγχρονος!
Η οκνηρία
της σκέψης σε όλο της το μεγαλείο, στην υπηρεσία της
αποφυγής της αυτογνωσίας. Κατά τον ίδιο τρόπο που ο εξεγερμένος έφηβος, ενώ
κουβαλάει πολλές ταυτίσεις από τους γονείς του και
παραμένει ψυχολογικά εξαρτημένος από
αυτούς, συνεχίζει να καταφέρεται στους φίλους του εναντίον τους προκειμένου να
μην χαρακτηρισθεί ‘φλώρος’ ή ‘μαμάκιας’, προκειμένου να εξασφαλίσει μια στοιχειώδη αυτοεκτίμηση και διαβατήριο
κοινωνικότητας.
Αλλά είναι φανερό ότι όποιος ορίζει τον εαυτό του
αρνητικά, δηλαδή σε αντιδιαστολή με κάποιους άλλους, βρίσκεται ακόμη στην εφηβική επικράτεια της
αντιδραστικότητας. Η αντιεκκλησιαστικότητα των σύγχρονων Ελλήνων νεωτερικών
διανοουμένων και δημοσιογράφων (κάποτε πρέπει να αντιμετωπίσουμε θαρραλέα τις
παθογένειες αυτού του κλάδου – κοιτάξτε τι έγινε με το βίντεο από τα Θεοφάνεια στη Νάξο του 2015!), πηγάζει
από την ανάγκη να υπάρχει μια βολική
αποτυχημένη ‘μάνα’, η οποία να συγκεντρώνει ως αλεξικέραυνο
ολόκληρη την κατηγορία και την οργή. Μια αρχετυπική φιγούρα, με κοινωνική αδεξιότητα στον
σύγχρονο κόσμο, που εξυπηρετεί να μη μένει κάποιος ‘χωρίς βαρβάρους’!
Είναι πρωτόγονη, αλλά έχει υποχρέωση να τρέφει τους φτωχούς όλης της
κοινωνίας. Αν ποτέ αποφάσιζε να σιτίζει μόνο όσους
πηγαίνουν τακτικά στην Εκκλησία, θα χάλαγε ο κόσμος από την κατακραυγή! Η
εκσυγχρονιστική πτέρυγα (Δεξιά και Αριστερή) τή θέλει για να τής κάνει όση δουλειά δεν μπορεί το κράτος να καλύψει,
αλλά ταυτόχρονα τήν προτιμά προβληματική, διότι
τήν απαλλάσσει από τον κόπο και το ψυχικό κόστος να κοιτάξει μέσα της…
Η διαμάχη Εκκλησίας και κοινωνίας στον τόπο μας είναι
άρρωστη. Πρόκειται για μια κακοφορμισμένη σύγκρουση που μάς αρρωσταίνει όλους.
Μέρος της μακραίωνης επικής διαμάχης γύρω από την Ελληνική ταυτότητα, συνεχίζει
να δηλητηριάζει την κοινή
πρόοδο. Στον 21ο αιώνα συνεχίζει να διεξάγεται με όρους τριτοκοσμικής χώρας η
οποία πασχίζει να δώσει διαπιστευτήρια για να εισέλθει στις ‘αναπτυγμένες’, ενώ
ταυτόχρονα ένα μέρος του λαού αντιδρά σαν να υφίσταται χειρουργική επέμβαση χωρίς
αναισθητικό. Τα δύο μέρη έχουν ‘κουμπώσει’ νοσηρά. Με ψυχιατρικούς όρους
κυριαρχούν η παράνοια και
τα σαδομαζοχιστικά αδιέξοδα.
*
Ας κλείσω με μια πρόσφατη είδηση. Στην επιτροπή απονομής
των βραβείων Booker για το 2021 εκλήθη να συμμετάσχει ο Αγγλικανός πρώην
αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρυ και διεθνώς διάσημος θεολόγος, Ρόουαν Γουίλιαμς!1 Σε
‘κοσμικό’ και διάσημο ανά τον κόσμο διαγωνισμό βιβλίου, σε μια χώρα με τόσους άθεους, καλείται
ένας κληρικός να αποφανθεί. Όχι με τη λογική της αντιπροσωπευτικότητας, φυσικά,
αλλά ως προσωπικότητα.
Και ας μη μού αντιταχθεί ότι δεν διαθέτει η χώρα μας
προσωπικότητες πιστών (κληρικών ή λαϊκών) οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να
βρεθούν σε διεργασίες όσμωσης με το εκκοσμικευμένο γίγνεσθαι. Όποιος ισχυρισθεί
κάτι τέτοιο εθελοτυφλεί. Απλώς η
Ελλάδα δεν αποτελεί ακόμη ώριμη κοινωνία. Η Ελλάδα ακόμη
λειτουργεί πρωτόγονα, με
ευθύνη και των δύο πλευρών. Έχουμε οπισθοχωρήσει ακόμη και από το σημείο όπου
κατά τη δεκαετία του 80 έλαβε χώρα ο χριστιανομαρξιστικός διάλογος.
Ίσως ελπίδα για τον τόπο να ανατείλει όταν ο ‘προοδευτικός’
πολιτικός μας κόσμος και το κοινωνικό σώμα το οποίο τόν στηρίζει, θελήσουν να
ελευθερωθούν από την υπεροψία και
από την ταυτότητα του ‘αντί-’.
Αλλά και όταν οι πιστοί αντιληφθούν πως, είτε τούς αρέσει είτε όχι, ζούμε σε
ένα πολίτευμα όπου ο
εκλεγόμενος από εκατομμύρια πολιτών διαθέτει μεγαλύτερη νομιμοποίηση από τον
εκλεγόμενο από μικρό σώμα ρασοφόρων…