Του Χρήστου Γιανναρά
Τελειώνει ο δεύτερος μήνας από τους δώδεκα του πανελλήνιου εορτασμού – γιορτάζουμε τα διακόσια χρόνια από την εξέγερση των τότε Ελλήνων για την αποτίναξη τεσσάρων αιώνων τουρκικού ζυγού. Διακόσια χρόνια «αφ’ ότου μεταλλάξαμεν τυράννους», με τη σταράτη γλώσσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Στο πρώτο αυτό δίμηνο ό,τι γιορτινό εισπράξαμε ήταν σποραδική συγκινησιακή φλυαρία. Ο μόνος που μας θυμίζει έμπρακτα και σχεδόν καθημερινά την Ιστορία ως ενεργό ακόμα απειλή δουλείας, είναι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν: Μετέτρεψε την Αγια-Σοφιά, οργανική συνέχεια του Παρθενώνα, σε ενεργό τζαμί – το ίδιο και την κορυφαία εικαστική ταυτότητα του Ελληνισμού, τη Μονή της Χώρας. Ξέρει πού χτυπάει ο Ερντογάν. Ανυποψίαστοι είμαστε οι ελληνώνυμοι, που τρέξαμε στην UNESCO ζητώντας το «δίκιο» μας!
Όσοι διαχειρίζονται σήμερα την ιστορική ταυτότητα του Ελληνισμού (κυρία Κεραμέως, κυρία Μενδώνη, κύριος Φίλης ή Γαβρόγλου) δεν φάνηκε να αντιλαμβάνονται τη συμβολική δυναμική της χυδαίας πρόκλησης Ερντογάν.
Θέλει τον εαυτό του προορισμένον να είναι ο Τρίτος Πορθητής, μετά τον Μωάμεθ Β΄ και τον Κεμάλ Ατατούρκ (–«πορθώ» στα ελληνικά σημαίνει: καταστρέφω, ερημώνω, αφανίζω, κυριεύω, λεηλατώ, σήμερα, ίσως, αρκεί το εξουσιάζω). Τις εξουσιαστικές φιλοδοξίες του Ερντογάν ποια ελληνική πολιτική θα μπορούσε να τις αναχαιτίσει ή να τις ελέγξει; Το ελλαδικό κράτος, φέουδο δύο αιώνες τώρα, της κομματοκρατίας, έχει αυτονόητα παραιτηθεί, έστω και από το ενδεχόμενο να διαμορφώσει δική του άμυνα έναντι της Τουρκίας.
«Δίχως αιδώ ή λύπην» υποτάσσεται η Ελλάδα πάντοτε στην πολιτική που της επιβάλλουν να ασκήσει οι «προστάτιδές» της Δυτικές Δυνάμεις – κυρίως, για πολλές δεκαετίες, η Αγγλία, λιγότερο ίσως η Γαλλία, ελάχιστα η Ιταλία, και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο, ασφυκτικά οι ΗΠΑ (ΝΑΤΟ). Το ελλαδικό κράτος, και να ήθελε να αυτενεργήσει πολιτικά, είναι πια αδύνατο. Δουλοπρεπέστατες οι ελλαδικές κυβερνήσεις συνεχίζουν να λιβανίζουν σαν «συμμάχους» κοινωνίες και εξουσίες, που προκλητικά συνέργησαν στον μεθοδικό ακρωτηριασμό και στην τελική έσχατη απίσχνανση της παρουσίας των Ελλήνων στον στίβο της Ιστορίας.
Τουλάχιστον να ακούγονταν, από καιρό σε καιρό, κάποια ερωτήματα κριτικής εγρήγορσης: Ναι, πρώτη βαραίνει η δική μας ελεεινή παρακμή, αλλά ποια η μεθοδική συνέργεια της Δύσης στον αυτοκτονικό αυτεξευτελισμό των Ελλήνων; Ποια δεξιότητα πολιτικών και στρατηγικών τεχνασμάτων, Αγγλογάλλων, Γερμανών και Ιταλών, κατέληξε στο να αφεθεί ο Κεμάλ ανεξέλεγκτος να «τελειώσει τη βρωμοδουλειά»: να εξαλειφθεί κάθε ίχνος δυνατότητας για ξαναζωντάνεμα του «Βυζαντίου».
Την ιδιοκτησία και διαχείριση της Αρχαίας Ελληνικής κληρονομιάς την έχουν πια με σιγουριά μονοπωλήσει οι λαοί που κατέλυσαν την αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης. Μισητό φόβητρο έχει απομείνει γι’ αυτούς το «Βυζάντιο», η επιβίωση του Ελληνισμού ως πρότασης πολιτισμού – η εθνότητα δεν τους ενδιαφέρει, βάζουν τους όποιους Τσέτες να την ξεπαστρέψουν ανετότατα. Το απέδειξαν απανωτά σε Μικρά Ασία, Ανατολική Ρωμυλία, Πόντο, Ανατολική Θράκη, Ιμβρο, Τένεδο, Κύπρο, Βόρεια Ηπειρο.
Το ισχυρότερο όπλο, με το οποίο η «Δύση» κρατάει σε εξευτελιστική υποτέλεια τον κάποτε «θρησκευτικό» (πολιτισμικό) αντίπαλό της Ελληνισμό, είναι η διαφθορά των θεσμών εξουσίας στο ελλαδικό κρατίδιο. Ερωτήματα απλοϊκά που παραπέμπουν σε ενδείξεις του μεθοδικού αυτεξευτελισμού ηχηρές: Στα διακόσια χρόνια ύπαρξής του το συμβατικό μας κρατίδιο γνώρισε στις τάξεις των διπλωματών του εξαιρετικά προικισμένες, σε φυσικά προσόντα και σπουδές, προσωπικότητες με διεθνές κύρος και αναγνώριση. Γιατί κανένας από αυτούς δεν κλήθηκε ποτέ να υπηρετήσει, με υπουργικές ευθύνες εξουσίας, την πατρίδα του; Το ανάλογο ισχύει και για το υπουργείο Παιδείας – οι δύο εξαιρέσεις, Κων. Γεωργούλης και Ευάγγ. Παπανούτσος, αξιώθηκαν το επίπεδο του Γενικού Γραμματέα!
Η παρέμβαση ξένων πρεσβειών είναι καθολικά αυτονόητη και, φυσικά, αναπόδεικτη. Οι μετριότητες έχουν το προσόν ότι κάνουν την όποια βρωμοδουλειά και μετά κανείς δεν τους θυμάται. Ποιος συνδέει σήμερα τον θλιβερό Ελευθέριο Βερυβάκη με το φρικώδες ιστορικό έγκλημα αναγκαστής επιβολής του «μονοτονικού», κάποιον Δημήτρη Δρούτσα, υπουργό Εξωτερικών, διατεταγμένο υπέρμαχο του Σχεδίου Ανάν, κάποιον, επίσης υπουργό, Νίκο Κοτζιά, που εξασφάλισε στον Αλέξη Τσίπρα δήθεν νομιμοποιημένη την ντροπή εκποίησης του ονόματος «Μακεδονία»; Είναι ολοφάνερη πιστοποίηση, ψηλαφητή: Ο Ελληνισμός δεν έχει πια τις προϋποθέσεις να επιβιώσει ιστορικά. Δεν έχει γλώσσα, όλα τα κόμματα συναινούν ενεργά στη μεθοδικά επιβαλλόμενη αγλωσσία – κανένας δεν ενοχλείται από τον τηλεοπτικό, μανιασμένο προπαγανδισμό της «εκσυγχρονιστικής» αγγλοφωνίας στην καθημερινότητα. Δεν έχει πατρίδα πια ο Ελληνας, γιατί πατρίδα δεν σημαίνει «εθνικότητα» στο δελτίο ταυτότητας, σημαίνει κοινότητα, γειτονιά, καφενείο, πλατεία – η Ελλάδα δεν έχει πια χωριό, αυτοδιαχειριζόμενη συλλογικότητα, οι «συνελεύσεις» των συγκατοίκων πολυκατοικίας είναι φαιδρός φορμαλισμός ανατριχιαστικής ακοινωνησίας.
Στο σχολείο το παιδί παλεύει να ενταχθεί σε περιβάλλον πολυεθνικό, όχι σε κοινωνία σχέσεων ζωής με κοινές παραδόσεις, κοινή Ιστορία, προγόνους, «πάτρια» γη – και αυτός ο ψυχολογικός εξανδραποδισμός κηρύχνεται σαν «εκσυγχρονισμός» αναγκαστός κατά πάντων. Ούτε τολμάει να ψελλίσει ο δάσκαλος ότι τέτοιον «εκσυγχρονισμό» δεν διανοείται ποτέ κανείς να τον επιβάλει στα σχολεία των Ελβετών ή των Φινλανδών ή και των Βρετανών ή των Σουηδών.
Ο Ελληνισμός δεν έχει πια τις προϋποθέσεις να επιβιώσει ιστορικά, διότι την εμπειρία μετοχής στο «σώμα» ζωντανής Εκκλησίας την έχει υποκαταστήσει ο ατομοκεντρισμός του προτεσταντικού κηρύγματος. Διαπίστωση όλο και πιο δυσνόητη σε κλήρο και λαό.
Ανάρτηση από: http://www.yannaras.gr/