Το ΑΒ του Κεφαλαίου στον 21ο αιώνα του Τομά Πικετί
Δεύτερο μέρος
Του Eric Toussaint
Την παραμονή της Επανάστασης του 1789 στη Γαλλία, το τμήμα της εθνικής περιουσίας που κατείχε το πλουσιότερο δεκατημόριο πλησίαζε το 90% και το τμήμα που κατείχε το πλουσιότερο 1% έφτανε το 60% (1). Μετά από την Επανάσταση, το τμήμα του πλουσιότερου εκατοστημορίου μειώθηκε κάπως μετά από την αναδιανομή των γαιών της αριστοκρατίας και του κλήρου προς όφελος της αστική τάξης (οι 9% και λίγο πέρα από αυτούς).
Σχετικά με τη μερίδα του λέοντος που κατείχε το πλουσιότερο εκατοστημόριο το 1789, ο Πικετί τονίζει ότι η καταγγελία του πλουσιότερου 1% από το Occupy Wall Street συνδυασμένη με την εξαγγελία “Είμαστε οι 99%” (“We are the 99%) θυμίζει κατά κάποιο τρόπο τον περίφημο λίβελο « Qu’est-ce que le tiers état ? » (Τι είναι η τρίτη τάξη; Δηλαδή, η αστική τάξη+ο λαός) που δημοσιεύθηκε το Γενάρη του 1789 από τον αββά Σεγιές (2).
Ο Τομά Πικετί έφτιαξε μια γραφική παράσταση που περιγράφει την εξέλιξη του μεριδίου του πλουσιότερου δεκατημόριου και εκατοστημόριου μεταξύ 1810 και 2010. Περιέλαβε τις κυριότερες ευρωπαϊκές χώρες στην κατηγορία Ευρώπη και παρουσίασε χωριστά τις ΗΠΑ.
Στην Ευρώπη, το τμήμα που κατέχει το ανώτερο εκατοστημόριο ισοδυναμεί με παραπάνω από το 80% της περιουσίας το 1810 και αυξάνεται στη διάρκεια του 19ου αιώνα και στην αρχή του 20ου για να φτάσει το 90% το 1910. Αρχίζει τότε να πέφτει ως αποτέλεσμα του πολέμου 1914-1918 και των παραχωρήσεων που η αστική τάξη υποχρεώθηκε να κάνει στους λαϊκούς αγώνες μετά από τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο (3). Η μείωση συνεχίζεται μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο για τους ίδιους λόγους και το μερίδιο των πλουσιότερων 10% πέφτει στο πιο χαμηλό του σημείο το 1975 (λίγο κάτω από το 60%). Από εκεί και πέρα, αρχίζει να ξανανεβαίνει για να αγγίξει το 65% το 2010. Το μερίδιο του πλουσιότερου 1% ακολουθεί χοντρικά την ίδια καμπύλη, περνάει από λίγο πάνω από το 50% το 1810 σε λίγο πάνω από το 60% το 1910. Η μείωση αρχίζει το 1910 και φτάνει στο χαμηλότερο σημείο της το 1970-1975 (20%) κατόπιν αρχίζει να ξανανεβαίνει. Η εξέλιξη στις ΗΠΑ ακολουθεί την ίδια χρονολογία αλλά είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι ενώ το μερίδιο του πλουσιότερου εκατοστημορίου και δεκατημορίου ήταν μικρότερο από εκείνο των Ευρωπαίων ομολόγων τους το 19ο αιώνα, η κατάσταση αλλάζει από τη δεκαετία του 1960 και μετά: το μερίδιο της τούρτας ξεπερνάει εκείνο των Ευρωπαίων εταίρων τους.
Δυο προφανή συμπεράσματα:
1. Η παρούσα τάση είναι προς την αύξηση των ανισοτήτων, οι πλουσιότεροι 1% και 10% αυξάνουν πάρα πολύ το μερίδιο της περιουσίας που αποκτούν.
2. Η εξέλιξη της κατανομής του πλούτου μπορεί να εξηγηθεί πλήρως μέσα από την εξέλιξη των κοινωνικών αγώνων και των συσχετισμών δυνάμεων μεταξύ των τάξεων,
Ο Τομά Πικετί συνοψίζει τους λόγους που προκάλεσαν, στην περίοδο από τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο μέχρι το 1970, τη μείωση του μεριδίου των πιο πλούσιων καθώς και εκείνων που κατόπιν προκάλεσαν τη νέα αύξηση αυτού του μεριδίου: “Για να συνοψίσουμε: τα σοκ του “πρώτου μισού του 20ου αιώνα” (1914-1945) -δηλαδή, ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος, η μπολσεβίκικη επανάσταση του 1917, η κρίση του 1929, ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος, και οι νέες ρυθμιστικές και φορολογικές πολιτικές καθώς και οι πολιτικές ελέγχου του κεφαλαίου που βγήκαν μέσα από αυτές τις κοσμοχαλασιές- οδήγησαν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα για τα ιδιωτικά κεφάλαια στην περίοδο 1950-1960.
Η κίνηση ανασύστασης των περιουσιών ξεκινά πολύ γρήγορα, και κατόπιν επιταχύνεται με την αγγλο-σαξωνική συντηρητική επανάσταση του 1979-1980, την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ το 1989-1990, τη χρηματοπιστωτική παγκοσμιοποίηση και την απορρύθμιση της περιόδου 1990-2000, γεγονός που σηματοδοτεί μια πολιτική καμπή με αντίθετη κατεύθυνση από την προηγούμενη καμπή, και που επιτρέπει στα ιδιωτικά κεφάλαια να ξαναβρούν στην αρχή της δεκαετίας του 2010, παρά την κρίση που άρχισε το 2007-2008, μια περιουσιακή ευημερία χωρίς προηγούμενο από το 1913.” (4)
Είναι ξεκάθαρο ότι οι δυο παγκόσμιοι πόλεμοι προκάλεσαν βαθειά λαϊκή δυσαρέσκεια απέναντι στη καπιταλιστική τάξη, και ότι τους δυο πολέμους ακολούθησαν πολύ σημαντικοί κοινωνικοί αγώνες, που σε πολλές χώρες πήραν τη μορφή επαναστατικών κρίσεων. Η κρίση του 1929 προκάλεσε επίσης μια ριζοσπαστικοποίηση και σημαντικούς κοινωνικούς αγώνες (ειδικά στις ΗΠΑ). Όλα αυτά ανάγκασαν αυτούς που κυβερνούσαν να πάρουν ορισμένα μέτρα και να κάνουν παραχωρήσεις στα λαϊκά αιτήματα. Θα δούμε στη συνέχεια για παράδειγμα τι έκαναν οι κυβερνήσεις των κυριότερων χωρών μετά τον Πρώτο και το Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο επιβάλλοντας φόρους που έθιξαν λίγο ή πολύ σοβαρά το μερίδιο της περιουσίας και τα εισοδήματα του πλουσιότερου 1%%. Επίσης, ξεκινώντας από την επίθεση που εξαπολύει η καπιταλιστική τάξη ενάντια στις λαϊκές τάξεις στη περίοδο 1970-1980 (5), διαπιστώνουμε μια ριζική αλλαγή πολιτικής από μέρους των κυβερνήσεων, ειδικά όσον αφορά στους φόρους.
Από τη δεκαετία του 1970 και πέρα, γινόμαστε μάρτυρες της μεγάλης επιστροφής του ιδιωτικού κεφαλαίου στις πλούσιες χώρες.
Για να μετρήσει την εξέλιξη της περιουσίας (6), ο Τομά Πικετί την συγκρίνει με το εθνικό εισόδημα (7): “Στην αρχή της δεκαετίας του 1970, η συνολική αξία των ιδιωτικών περιουσιών -καθαρών από χρέη- αντιπροσώπευε εθνικό εισόδημα δύο έως τριάμισι ετών, σε όλες τις πλούσιες χώρες, σε όλες τις ηπείρους. Σαράντα χρόνια αργότερα, στην αρχή της δεκαετίας του 2010, οι ιδιωτικές περιουσίες αντιπροσωπεύουν εθνικό εισόδημα τεσσάρων έως επτά ετών (8), και αυτό πάντα σε όλες τις χώρες που μελετήθηκαν. Η γενική εξέλιξη δεν χωράει καμιά αμφιβολία: πέρα από τις φούσκες, είναι βέβαιο πως γινόμαστε μάρτυρες της μεγάλης επιστροφής του ιδιωτικού κεφαλαίου στις πλούσιες χώρες από τη δεκαετία του 1970 και δώθε, ή μάλλον στην ανάδυση ενός νέου περιουσιακού καπιταλισμού.” (9)
Η δημόσια περιουσία μειώθηκε πάρα πολύ εδώ και 40 χρόνια, αφού πρώτα αυξήθηκε σε πολλές χώρες ειδικά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Στη Γαλλία, η κυβέρνηση εθνικοποίησε το 1945 την Banque de France και τις τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες καταθέσεων: Crédit Lyonnais, Société Générale, Banque nationale du commerce et de l’industrie et Comptoir national d’escompte de Paris. Ο Louis Renault, το αφεντικό της αυτοκινητοβιομηχανίας Renault, συνελήφθη το Σεπτέμβρη του 1944 επειδή συνεργάστηκε με το ναζιστή κατακτητή και η επιχείρηση εθνικοποιήθηκε το Γενάρη του 1945 (10). Η βρετανική κυβέρνηση εθνικοποίησε το 1946 την Τράπεζα της Αγγλίας. Σύμφωνα με τον Πικετί, στους βιομηχανικούς και χρηματοπιστωτικούς τομείς στη Γαλλία, “το μερίδιο του Κράτους στην εθνική περιουσία ξεπέρασε το 50%, από τη περίοδο της δεκαετίας του 1950 μέχρι εκείνη του 1970” (11).
Όπως το γράφει πάντα ο Πικετί, διαπιστώνουμε: “...από τη μια, μια κίνηση ιδιωτικοποίησης και σταδιακής μεταβίβασης του δημόσιου πλούτου στον ιδιωτικό πλούτο από την περίοδο 1970-1980. Και από την άλλη, ένα φαινόμενο μακροπρόθεσμης ανάκαμψης των τιμών των ακίνητων και των χρηματιστηριακών περιουσιακών στοιχείων, που επιταχύνθηκε κατά την περίοδο 1980-1990,μέσα σε ένα πολιτικό πλαίσιο συνολικά πολύ ευνοϊκό για τις ιδιωτικές περιουσίες, σε σύγκριση με τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες” (12). Αυτό το δεύτερο φαινόμενο σχετίζεται βέβαια με την χρηματιστικοποίηση της οικονομίας.
Σημειώσεις
1. Chapitre 10, p. 544.
2. “Τι είναι το tiers état (η τρίτη τάξη); Τα πάντα. Τι ήταν μέχρι τώρα στη πολιτική τάξη πραγμάτων; Τίποτα. Τι θέλει; Να γίνει κάτι σε αυτήν”.
3. Η γραφική παράσταση παρουσιάζει μια εξέλιξη τη δεκαετία ή και παραπάνω προκειμένου να αναδείξει όσο γίνεται πιο καθαρά την εξέλιξη. Αν η γραφική παράσταση είχε δείξει την εξέλιξη από τον ένα χρόνο στον άλλο, θα είχαμε σίγουρα διαπιστώσει την αύξηση του μεριδίου των πλουσιότερων στα τέλη της δεκαετίας του 1920.
4. Chapitre 1, p.76
5. Από τη μεριά μου, ανάλυσα με συνθετικό τρόπο τη στροφή του τέλους της περιόδου 1970-αρχής 1980 σε διεθνές επίπεδο ειδικά στο: Au Sud comme au Nord, de la grande transformation des années 1980 à la crise actuelle », https://cadtm.org/Au-Sud-, που δημοσιεύτηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2009, και στο βιβλίο Un coup d’œil dans le rétroviseur. L’idéologie néolibérale des origines jusqu’à aujourd’hui, Le Cerisier, Mons, 2010.
6. Η εθνική περιουσία (ή το εθνικό κεφάλαιο όπως επίσης την αποκαλεί ο Τ.Πικετί). Αυτό που προκαλεί σύγχιση, βλέπε annexe 1. Le Capital au XXIe s. : Précision dans la recherche et confusion dans la théorie) είναι το “άθροισμα των μη χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων (οικίες, οικόπεδα, εμπορικά περιουσιακά στοιχεία, κτίρια, μηχανήματα, εξοπλισμοί, ευρεσιτεχνίες και άλλα περιουσιακά στοιχεία που κατέχονται άμεσα) και των χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων (τραπεζικοί λογαριασμοί, ειδικοί αποταμιευτικοί λογαριασμοί, ομόλογα, μετοχές και άλλα εταιρικά μερίδια, κάθε λογής χρηματοπιστωτικές επενδύσεις, ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής, συνταξιοδοτικά ταμεία, κλπ.), μείον τα παθητικά (δηλαδή, όλα τα χρέη). Αν περιοριστούμε στα ενεργητικά και τα παθητικά που κατέχονται από ιδιώτες, τότε έχουμε την ιδιωτική περιουσία ή ιδιωτικό κεφάλαιο. Αν πάρουμε τα ενεργητικά και τα παθητικά που κατέχει το Κράτος και οι δημόσιες διοικήσεις (τοπική αυτοδιοίκηση, διοικήσεις κοινωνικής ασφάλισης, κλπ), τότε έχουμε τη δημόσια περιουσία ή δημόσιο κεφάλαιο” Chapitre 1, p. 86.
7. Ο Πικετί εξηγεί πώς υπολογίζεται το εθνικό εισόδημα: αφαιρούμε από το εθνικό ακαθάριστο προϊόν (ΑΕΠ) την ετήσια υποτίμηση του κεφαλαίου και κατόπιν προσθέτουμε τα καθαρά εισοδήματα που εισπράχθηκαν στο εξωτερικό (ή αφαιρούμε τις καθαρές πληρωμές που έγιναν προς το εξωτερικό αν αυτές ξεπερνάνε τα εισοδήματα). Chapitre 1, Voir p. 78-79.
8, Ο Τ. Πικετί διευκρινίζει εξάλλου ότι αν λαβαίναμε υπόψη, στον υπολογισμό της περιουσίας, τα χρηματοπιστωτικά ενεργητικά και παθητικά, τότε η διογκωμένη με αυτό το τρόπο περιουσία θα αντιπροσώπευε 10 έως 15 φορές το εθνικό εισόδημα, και 20 φορές στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου. Υπενθυμίζει ότι από το 19ο αιώνα μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970, η περιουσία αντοιχούσε σε 4 έως 5 χρόνια εθνικού εισοδήματος. Αν λαβαίναμε υπόψη τα παράγωγα, θα φτάναμε σε πολύ μεγαλύτερα μεγέθη (p.305-306).
9. Chapitre 5, p. 273.
10. Chapitre 3, p. 218-219
11. Chapitre 3, p. 219.
12.Chapitre 5, p. 273-274
Μετάφραση: Γιώργος Μητραλιάς
Ανάρτηση από: https://www.contra-xreos.gr/
Ευχαριστώ τον φίλο Μάκη Δ.