Η κυβέρνηση Μητσοτάκη προσπαθεί να επιβληθεί με όπλο το «Νόμος και Τάξη» – Τα υπολογίσιμα σκιρτήματα μεγάλων κοινωνικών αντιδράσεων ασφυκτιούν στα παγιδευτικά όρια που θέτει ο πολιτικός κόσμος
Του Κώστα Δημητριάδη
Εδώ και αρκετό διάστημα είναι φανερό ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη επενδύει πολιτικά στην επιβολή «νόμου και τάξης». Οι σημαντικοί σταθμοί αυτής της πορείας είναι αποκαλυπτικοί για το τι επιδιώκεται.
Η οργή και οι απαιτήσεις της φοιτητικής νεολαίας, και η κυβερνητική πολιτική για την καθυπόταξή τους
Ο χώρος της Παιδείας και της φοιτητικής νεολαίας είναι το πεδίο ειδικών χειρισμών. Εμπέδωσης αυταρχικού κλίματος και ξεριζώματος μιας ολόκληρης δημοκρατικής παράδοσης του Πανεπιστημιακού χώρου. Πάει πολύ πίσω αυτή η επιδίωξη κοινωνικής ρεβάνς και εκμεταλλεύεται βέβαια τη βαθιά συσσωρευόμενη πολυετή κρίση του κοινωνικού κινήματος και των εκφράσεών του. Προώθηση συρρίκνωσης του Πανεπιστημιακού χώρου και σαλαμοποίησής του οριοθετώντας λίγες νησίδες «ερευνητικής αριστείας» για την αναπαραγωγή στρωμάτων ελίτ και δραστικού περιορισμού της πρόσβασης των λαϊκών στρωμάτων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Με παρελθόν και στρατηγικό χαρακτήρα το σχέδιο αυτό που το προχωράνε όλες οι κυβερνήσεις των τελευταίων χρόνων με διαρκείς αντιδημοκρατικές μανούβρες και χειρισμούς για την παράκαμψη της επίμονης κοινωνικής αντίθεσης. Και βέβαια πάνω σε αυτό το έδαφος ο πιο πρόσφατος κρίκος είναι η εισαγωγή αστυνομίας στα ΑΕΙ (κυρίως Αθήνας και Θεσσαλονίκης). Παρά τις υπολογίσιμες και διευρυνόμενες κοινωνικές αντιδράσεις και εργαλειοποιώντας απροκάλυπτα τους περιορισμούς κινητικότητας που θέτει η υγειονομική κρίση. Η κυβέρνηση διατυμπανίζει εμπέδωση της ευνομίας (και το αφήγημα έχει μια εμβέλεια σε κάποια κοινωνικά τμήματα και παράγει διαχωρισμούς μέσα στην κοινωνία, πολύ επιθυμητούς από την κυβέρνηση) ενώ αυτή η ίδια η αστυνομία είναι ο κεντρικός παράγοντας ανομίας, αυθαιρεσίας και συμμοριτισμού και η εξαπόλυσή της ενάντια στους φοιτητές εξωθεί συνειδητά τα πράγματα σε μια γενικευμένη πόλωση και μπαχαλοποίηση.
Το τελευταίο διάστημα εμφανίζεται ένα υπολογίσιμο φοιτητικό ρεύμα-κίνημα αντιδράσεων. Που φαίνεται να ξεφεύγει από τα παγιδευτικά όρια και τους σεχταρισμούς των διαφόρων εκδοχών της πολιτικής πιάτσας και να αναπτύσσει ουσιαστικά και συγκροτητικά αιτήματα με πυρήνα την απαίτηση να ξανανοίξουν τα πανεπιστήμια. Η κυβερνητική απάντηση είναι το ανέβασμα του θέματος Κουφοντίνα – για συνειδητή οικοδόμηση πρόκειται και όχι για διαχείριση ενός ζητήματος που «προέκυψε». Οι σκοποί προφανείς. Βοηθάει στην επίδειξη πυγμής, στην εξώθηση σε κοινωνικές στοιχήσεις και στην απομάκρυνση του ενδεχόμενου να συναντηθεί το κίνημα μιας ιδιαίτερα αγανακτισμένης νεολαίας με την ευρύτερη «βουβή» κοινωνική δυσφορία για την όλη κυβερνητική διαχείριση. Φυσικά η προώθηση ενός τέτοιου σχεδιασμού ενισχύεται και ποντάρει στην πολιτική συμπεριφορά των άλλων πόλων και καταστάσεων της πολιτικής ζωής (της αριστεράς του πολιτικού σκηνικού με όλες τις φυλές της).Τα λοκντάουν και οι χειρισμοί της πανδημίας: Ελάχιστο ενδιαφέρον για την υγεία, μεγάλη «ευκαιρία» για εγκλεισμό της κοινωνίας
Είναι εμφανές ότι αυτό που επιδιώκεται είναι η πειθάρχηση του πληθυσμού. Μάλιστα μέσα σε ένα τοπίο που διακρίνεται για δύο πράγματα: α) Η επιδημία δεν θα έχει ένα διακριτό τέλος και θα επιδιωχθεί μια ασαφής και με μεγάλα περιθώρια αυταρχικής επιβολής κατάσταση, μισοανοιχτή-μισοκλειστή με ελεύθερη την κατανάλωση αλλά σημαντικούς μεταβαλλόμενους περιορισμούς στην ελευθερία κίνησης κατά ζώνες και κατά κοινωνική κατηγορία. Η κυβέρνηση αφού έκανε τιμωρητική επίδειξη πυγμής στις υποβαθμισμένες περιοχές της Δυτικής Αθήνας («αθέατες» εν πολλοίς και χωρίς επικοινωνιακή δυνατότητα), έβαλε την αστυνομία να κάνει επίδειξη αυταρχισμού και αυθαιρεσίας στη Ν. Σμύρνη. Προφανώς σχεδιασμένη η κίνηση (για να μην αποβλακωθούμε) με ευνόητα μηνύματα αλλά και πολιτικό ρίσκο που αρχίζει να δημιουργεί τριγμούς και μέσα στο κυβερνητικό μπλοκ και το ευρύτερο κατεστημένο (εντελώς ενδεικτικά βλέπε συμπεριφορά Ν. Αλιβιζάτου).
Τι πρέπει να κρατήσουμε πέραν της καταστολής
Τρείς εκτιμήσεις είναι βασικές: α) Επιδιώκεται μια σχετικοποίηση και φαλκίδευση βασικών κανόνων μιας ευνομούμενης πολιτείας και ενός δημοκρατικού κεκτημένου. Τεκμήριο αθωότητας, σύννομη συμπεριφορά των μηχανισμών της εξουσίας κ.λπ. Επιδιώκεται με την αναίδεια ενός συλλογικού «Κυρανάκη» (τα ΜΜΕ εδώ παίζουν τον αισχρότερο ενισχυτικό ρόλο) ο εθισμός πλατιών κοινωνικών στρωμάτων σε «απίστευτους» κώδικες συλλογικής ζωής. Και είναι άξιο προσοχής ότι οι αντιδράσεις της αντιπολίτευσης σε αυτά είναι επιδερμικές και χωνεύονται σε μια βαβούρα έλλειψης κύρους. β) Και οι δύο πόλοι του πολιτικού συστήματος βρίσκονται σε κατάσταση μεγάλης αποσταθεροποίησης με τις «ολίγιστες» ηγεσίες τους να τελούν υπό το άγχος συγκράτησης αποδιαρθρωτικών τάσεων γ) Τα όσα γίνονται είναι κρίκοι στη διαδικασία εμπέδωσης του ειδικού πολιτικού καθεστώτος που επιχειρείται να επιβληθεί στη χώρα από το 2010 αθροίζοντας τις συμβολές όλων των κυβερνήσεων αυτής της περιόδου. Ακόμα περισσότερο: μέσα στο πλαίσιο επιβολής μιας αυταρχικής μεταδημοκρατίας στον ευρύτερο χώρο της Δύσης με τις εξουσίες να βλέπουν στον κορωνοϊό απρόσμενες «χρυσές» ευκαιρίες.
Η αντιπαράθεση στην κυβερνητική επίθεση στη δημοκρατία δεν μπορεί να προέλθει από τον πολιτικό κόσμο. Κεντρικό θέμα το έλλειμμα πολιτικής έκφρασης των διαθέσεων της κοινωνίας
Αυτή τη στιγμή είναι υπολογίσιμο ένα ρεύμα και μια γενικότερη διάθεση μέσα στη νεολαία και σε έναν πλατύ κόσμο (όπως φάνηκε και στη Ν. Σμύρνη) που αντιδρά στην αντιδημοκρατική επίθεση της κυβέρνησης. Η προοπτική να συναντηθεί αυτό με την κοινωνική δυσφορία ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων είναι στρατηγικός «κίνδυνος» για την κυβέρνηση – ο φόβος της κυβερνητικής εκπροσώπου για τους «νέο-αγανακτισμένους». Αλλά εκτιμάται σαν τέτοιος γενικότερα και από τους δύο πόλους του πολιτικού συστήματος.
Η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ θα επιθυμούσε να ρυμουλκήσει κομμάτια αυτής της διάθεσης πίσω από ένα σχήμα «αντιδεξιάς συσπείρωσης των δημοκρατικών δυνάμεων». Δεν φαίνεται αυτή η επιδίωξη για την ώρα να εμφανίζει αξιόλογη δυναμική, παγιδευμένη καθώς είναι στη δομική αναξιοπιστία του ΣΥΡΙΖΑ. Χωρίς να αποκλείεται τελείως βέβαια μια αυξανόμενη κυβερνητική φθορά να τροφοδοτήσει τελικά ένα κάποιο τέτοιο ρεύμα. Ο Μητσοτάκης επενδύει βουλιμικά στην τωρινή αδυναμία του Τσίπρα αν και ενδεχομένως άθελά του να ενισχύσει εξελίξεις ανασχηματισμού και των δύο πόλων του πολιτικού συστήματος. Πολύ περισσότερο μέσα σε περιβάλλον επαπειλούμενων δυσκολιών εθνικής και οικονομικής φύσης.
Μια σειρά πολιτικών εκφράσεων του αριστερού εξωκοινοβουλευτικού χώρου και μιας κοινωνικής Αριστεράς με αναφορά στην πολιτική ατζέντα των διαφόρων παραλλαγών του δικαιωματισμού επίσης «επενδύουν» στην αναδυόμενη κοινωνική διαμαρτυρία. Οι προτεραιότητές τους όλο και περισσότερο υποτάσσονται στο «καλεντάρι» μιας αργόσυρτης προεκλογικής περιόδου και κάθε λογής σχέδια και σχεδιάκια ζωηρεύουν λόγω απλής αναλογικής. Σε αυτό το πλαίσιο ο αέρας που δίνεται στην ανάδυση ενός χώρου παθητικής συμπάθειας (ονειρικών αναπληρώσεων μιας εμπεδωμένης πολιτικής αδυναμίας) ή και μίμησης (στις παρυφές του) των πολιτικών τρόπων της «17 Νοέμβρη» είναι απόλυτα παγιδευτικός.
Συμπερασματικά
Οι οργανικά αλληλοεπηρεαζόμενες πολιτικές αποκρίσεις στα όσα θέτει η αντιδημοκρατική επίθεση της κυβέρνησης, των διάφορων εκφράσεων του φάσματος που εκτείνεται από την Κεντροαριστερά έως την Αριστερά και τον Αντιεξουσιαστικό χώρο, αδυνατούν να συγκροτήσουν δρόμο διεξόδου. Όλες τους είναι εχθρικές ή καχύποπτες απέναντι στο λαϊκό ριζοσπαστισμό (φυσικά για πολύ διαφορετικούς λόγους η κάθε πλευρά). Όμως παγιδεύουν τα μυαλά και καταλήγουν να ενισχύουν πολιτικά πισωγυρίσματα. Τόσο διευκολύνοντας τις αντιδραστικές επιδιώξεις της κυβέρνησης να προκαλέσει ενδοκοινωνικά ρήγματα και να ενισχύσει συντηρητικά ανακλαστικά, όσο και παρέχοντας καύσιμα που πάνε με το ζόρι να «αναστήσουν» έναν «κινηματικό πρωτογονισμό» εντελώς χρεοκοπημένο εδώ και καιρό.
Ανάρτηση από: https://edromos.gr/