Του Ιάσωνα Καπετανίδη
Εξ αφορμής του νέου περιστατικού βιασμού της 19χρονης από ομοεθνείς της και του τρόπου που παρουσιάστηκε στα διαδικτυακά μέσα της Αριστεράς
-Όταν ο Finnley έγραφε το εμβληματικό του έργο για την Ελληνική Επανάσταση, περιγράφοντας την προεπαναστατική εθνική, κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα των Οθωμανικών Βαλκανίων, όταν έλεγε ότι οι Βούλγαροι και Σέρβοι είναι αγρότες και κτηνοτρόφοι, οι Τούρκοι δημόσιοι υπάλληλοι και στρατιωτικοί και οι Έλληνες αγωγιάτες (έμποροι) και πραματευτάδες, το σίγουρο είναι ότι δεν πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό του ότι μπορεί να κατηγορηθεί για ρατσιστικά στερεότυπα. Όταν μίλαγε για τους Αλβανούς ας πούμε, περιέγραφε πως το τραχύ τοπίο της Αλβανίας, το φτωχό έδαφος, η σχετική απομόνωση και η κοινωνική πραγματικότητα -οι «φάρες»- σφυρηλάτησαν το χαρακτήρα του Αλβανού και οδήγησαν την περίοδο που εξετάζει, στο να αναδειχτούν οι Αλβανοί σε μια σκληρή πολεμική φυλή που πουλούσε υπηρεσίες στους Αγάδες και Μπέηδες, να αποτελούν το πιο αξιόμαχο τμήμα του Οθωμανικού στρατού και να φτάνουν να ελέγχουν την Σουλτανική διαδοχή. Ασφαλώς λοιπόν ο Finnley δεν ανακάλυψε κάποιο «φυλετικό» χαρακτηριστικό των Αλβανών, αλλά τις κοινωνικο-οικονομικές και ιστορικές αιτίες που δημιούργησαν ένα φαινόμενο.
-Όταν οι Αλβανική διασπορά απλώθηκε σε όλη την Ευρώπη μετά το 1990, είναι γνωστό ότι διακρίθηκαν πέραν από την αναμφισβήτητη εργατικότητά τους ως λαός και στο οργανωμένο έγκλημα. Πορνεία, ναρκωτικά, προστασία, λαθρεμπόριο, δεν υπήρξε παράνομος «κλάδος» που να μην διακρίθηκαν. Προφανώς λοιπόν αυτό δεν έχει σε τίποτα να κάνει με τη «Φύση» του Αλβανού, αλλά με τη «Θέση» του όπως θα έλεγε και ο Γ. Σκληρός. Και όταν λέμε «Θέση», εννοούμε πέραν την οικονομικής και κοινωνικής συνθήκης ΚΑΙ την ιστορική κληρονομιά η οποία παίζει και αυτή το ρόλο της και επιβιώνει ως ένα βαθμό στις κοινωνικές αντιλήψεις. Οι επιστήμες μας έχουν μάθει ότι τίποτα δεν είναι ανεξήγητο.-Στα τελευταία χρόνια της ΕΣΣΔ, όταν ήταν πια ορατό ότι όλα παράπαιαν και ανέμεναν το θάνατό τους, την εποχή που αναδείχτηκαν σε οικονομικό παράγοντα οι διάφορες εθνικές μαφίες, ίσως η πιο ισχυρή ήταν η Γεωργιανή μαφία. Και εκεί πέραν των οικονομικών συνθηκών, η ιστορία του Γεωργιανού έθνους έπαιξε το ρόλο της. Σκληροτράχηλοι Καυκάσιοι, με παρόμοια κοινωνικά χαρακτηριστικά με τους Αλβανούς, με παροιμιώδη ιδιοσυγκρασία την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας, όπου ξάφνιασε ακόμα και τους κοσμογυρισμένους περιηγιτές της εποχής, ιδιοσυγκρασία όπου έκανε τους Γεωργιανούς «διάσημους» ως πωλητές των συγγενών τους, των γυναικών, των αδελφών και των παιδιών τους(!!) στους Τούρκους Αγάδες, το εμπόριο αίματος δηλαδή ως μέσο πλουτισμού, ιστορικές ρίζες που πατάνε επομένως και σε αντιλήψεις αιώνων. Τίποτα ανεξήγητο. Δεν υπάρχει «Φύση» των Γεωργιανών, αλλά «Θέση» τους.
-Ενώ λοιπόν στις κοινωνικές επιστήμες το να μελετάς (και) τις εθνικές ιδιαιτερότητες που δεν είναι τίποτα πέραν από διαμορφωμένες αντιλήψεις -το λεγόμενο εποικοδόμημα-, είναι κάτι φυσικό και αποτελεί αντικείμενο επιστημονικής μελέτης, στα μυαλά της «Νεας Αριστεράς» που εμφορείται από μια ευνουχισμένη αντιεπιστημονική πλαδαρότητα, το να παραδεχτείς ας πούμε αυτό που ξέρει και ο τελευταίος κάτοικος της χώρας, ότι οι Αλβανοί μεσουράνησαν στο οργανωμένο έγκλημα τα προηγούμενα χρόνια, μέχρι που ενσωματώθηκαν και μάλιστα αποτέλεσαν και την καλύτερα ενσωματωμένη εθνική ομάδα της ελληνικής κοινωνίας, που δεν έχει άλλη αιτία, πέραν των πολλών κοινών στοιχείων των δύο λαών, φαντάζει ως ρατσιστική μομφή για τους Αλβανούς. Ή το ότι οι Γεωργιανοί έχουν τη φήμη των «σκληρών» του εγκλήματος, παρά του ότι επίσης έχουν ενσωματωθεί καλά στην ελληνική κοινωνία και παρά του ότι πλήττονται όπως και όλοι οι μετανάστες από την ενδημική φτώχεια η οποία τροφοδοτεί και το έγκλημα. Με άλλα λόγια, αποδέχονται «από την πίσω πόρτα» δια της αποσιώπησης μιας πραγματικότητας, ως βάσιμη την απόδοση χαρακτηριστικών «Φύσης» στη «Θέση» μιας κοινωνικής ομάδας, αυτό δηλαδή που κάνει η ακροδεξιά.
-Ακριβώς λοιπόν επειδή κατ’ ουσίαν αποδέχεται ως βάσιμες τις αιτιάσεις της ακροδεξιάς για τη «Φύση» των πραγμάτων, τι κάνει; Αποφασίζει να παρακάμψει τη «Θέση» τους, να την αγνοεί. Έτσι λοιπόν, ενώ γνωρίζει ότι σε ένα πληθυσμό περίπου 10% επί του συνολικού, που είναι οι μετανάστες, αντιστοιχούν περίπου το 50% των σεξουαλικών εγκλημάτων, αδυνατώντας να δώσει μια πειστική ερμηνεία στα φαινόμενα, όπως λ.χ. το ότι αυτό το 10% αποτελείται περισσότερο από άνδρες αναλογικά οπότε εν μέρει είναι φυσικό να παρουσιάζει και αυξημένη συμμετοχή στα σεξουαλικά εγκλήματα, προτιμά ή να το αποσιωπά ή να τα συγκαλύπτει. Διότι γνωρίζει ότι ενώ εν μέρει είναι φυσικό, για κάποιο άλλο μέρος είναι αφύσικο. Και αυτό έχει να κάνει με τις αντιλήψεις των κοινωνικών ομάδων που απαρτίζουν τις κοινότητες των μεταναστών που ούτε ίδιες είναι, ούτε ενιαίες για την καθεμία. Αυτό το 50% λοιπόν επιμερίζεται άνισα στις εθνοτικές ομάδες, υπολογίζοντας το και συνολικό αριθμό έκαστης. Σιωπά λοιπόν και αφήνει να το πιάνει η ακροδεξιά το θέμα ερμηνεύοντας τα φαινόμενα με τον τρόπο της. Σε μια παράλογη «λογική», το να αποδόσεις την εθνικότητα του δράστη ενός εγκλήματος μοιάζει πταίσμα και ροπή στο ρατσισμό. Είναι σαν να λέμε ότι αν πήγαινες στις ΗΠΑ στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, θα ήταν αδιανόητο αμάρτημα να μιλήσεις για την ιταλική μαφία, παρά του ότι γνώριζες ότι η μαφία για πολύ συγκεκριμένους λόγους είχε και εθνικά χαρακτηριστικά.
-Έτσι λοιπόν, ευνουχίζοντας τη σκέψη και αγνοώντας ηθελημένα την πραγματικότητα, αποφεύγεις ταυτόχρονα να ανοίξεις και την κουβέντα σε μια κοινωνία η οποία σε αποφεύγει γιατί ξέρει ότι, αυτό που αντιλαμβάνεται ο μέσος άνθρωπος δεν είναι αποδεκτό από μέρους σου ως αντικείμενο συζήτησης. Και επειδή έχουν περάσει και τα χρόνια και πέσανε και πολλές από τις πολιτικές μάσκες, γνωρίζει επίσης ότι αυτό συμβαίνει όχι μόνο επειδή αδυνατείς να ερμηνεύσεις τα φαινόμενα. Αλλά και διότι είναι ευρέως αποδεκτή μια ιδεολογική τοποθέτηση που λέει ότι τα εθνικά κράτη είναι ξεπερασμένα φαντασιακά κατασκευάσματα και οι εθνικές ταυτότητες δεν παίζουν ή δεν πρέπει να παίζουν ρόλο, σε ένα οραματιζόμενο μέλλον μιας κοινωνίας «ανοικτών συνόρων» μιας αντίληψης που όμως συγκρούεται με την πραγματικότητα (και) των αριθμών.
*Το παραπάνω κείμενο, γράφτηκε με αφορμή τον τρόπο που παρουσιάστηκε η είδηση του βιασμού της 19χρονης από τους δύο Αλβανούς δράστες –μάλλον άτομα του οργανωμένου εγκλήματος- στα μέσα της «καθώς πρέπει» αριστερής δημοσιογραφίας.
Απολογούμαι εκ των προτέρων για τους φίλους μου Αλβανικής και Γεωργιανής καταγωγής τους οποίους χρησιμοποίησα απλά ως παράδειγμα, για τους οποίους έχω πολύ καλές εντυπώσεις από το χαρακτήρα τους κατά τα’ άλλα.
Ανάρτηση από: https://ardin-rixi.gr/