Του Αβραάμ Ιωαννίδη
Γνωρίζουμε όλοι, πόσο κομβική είναι η εργασία των επικονιαστών για τον πλανήτη μας και για την ίδια μας τη ζωή. Οι μελισσοκόμοι το γνωρίζουν πολύ καλά. Δυστυχώς όμως αυτός ο κλάδος που είναι πραγματικά ιδιαίτερα υποσχόμενος, ίσως σε μερικά χρόνια να είναι μια ανάμνηση ή απλά ένα χόμπι για ρομαντικούς, αν δεν λάβουμε σοβαρά υπόψη τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μελισσοκόμοι.
Υπάρχουν αρκετοί λόγοι που δυσχεραίνουν το έργο των μελισσών, όλοι σχετιζόμενοι με τη φύση, όπως:
Η αύξηση των μέσων θερμοκρασιών το χειμώνα και η εμφάνιση της άνοιξης πρώιμα.
Ο μειωμένος χρόνος ανθοφορίας, όλων σχεδόν των φυτών, δημιουργεί ελλείψεις σε τροφές και ιδιαίτερα σε γύρη.
Η μεγάλη αστάθεια που παρουσιάζουν τα τελευταία χρόνια, τα «σίγουρα χαρτιά» της μελισσοκομίας μας – δηλαδή οι μελιτοεκκρίσεις του πεύκου και του έλατου.
Οι μεγάλες απώλειες σε πληθυσμούς που προκύπτουν από την έξαρση της Βαρρόα και των άλλων ασθενειών που αυτή προκαλεί.
Οι πυρκαγιές που εξοντώνουν χιλιάδες στρέμματα δάσους.
Τα φυτοφάρμακα που σκοτώνουν χιλιάδες μέλισσες.
Ένας άλλος λόγος που δυσχεραίνει τη διάθεση του Ελληνικού μελιού σε αξιοπρεπείς τιμές, είναι η οικονομική κρίση που στρέφει τους καταναλωτές σε φτηνότερα μέλια ή ακόμα και σε υποκατάστατα προϊόντα! Τέλος, μια ακόμα κατηγορία προβλημάτων, σχετίζεται με το απαρχαιωμένο και πολυδαίδαλο νομικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο καλείτε να εργαστεί μια μελισσοκομική επιχείρηση. Η ασάφεια κάποιων νόμων και η πολυνομία, αλλά και η δυσλειτουργία του κρατικού μηχανισμού, έρχονται να βάλουν ένα ακόμα φρένο στις μελισσοκομικές εκμεταλλεύσεις. Η ΕΕ θέσπισε τους κανονισμούς 834/2007 και τον βελτιωμένο 889/2008, οι οποίοι απευθύνονται σε χώρες με μελισσοκομία μικρότερης κλίμακας απ’ αυτή της Ελλάδας. Δίνει όμως το δικαίωμα σε κάθε κράτος μέλος να θεσπίσει τους δικούς του ξεχωριστούς εθνικούς κανόνες. Εμείς δεν το έχουμε κάνει με αποτέλεσμα μελισσοκόμοι, πιστοποιητικοί οργανισμοί και ελεγκτικοί φορείς να δίνουν τις δικές τους ερμηνείες στα ασαφή σημεία των κανονισμών. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα το οποίο αναφέρουν οι μελισσοκόμοι είναι ότι το πευκόμελο Θάσου δεν μπορεί να πάρει βιολογική πιστοποίηση γιατί, σύμφωνα με συγκεκριμένο φορέα επιθεώρησης, στο νησί υπάρχουν ελιές. Ο κανονισμός θέτει το όριο των 3 χλμ. από συμβατικές καλλιέργειες κοντά στις οποίες δεν πρέπει να τοποθετούνται μελίσσια βιολογικής παραγωγής. Οι ελιές είναι καλλιέργεια, υπάρχουν σχεδόν παντού στο νησί, οπότε το μέλι, στις περισσότερες περιοχές της Θάσου, δεν μπορεί να πιστοποιηθεί ως βιολογικό. Να σημειώσουμε όμως ότι οι μέλισσες επισκέπτονται εξαιρετικά σπάνια την ελιά και ειδικά στην συγκεκριμένη περίπτωση η συγκομιδή του πευκόμελου γίνεται από Αύγουστο έως Οκτώβριο, μια περίοδο κατά την οποία η ελιά δεν είναι καν ανθισμένη.
Ένας εργαστηριακός έλεγχος στο μέλι και το κερί θα μπορούσε να επιβεβαιώσει αν επηρεάζεται ή όχι τελικό προϊόν. Γιατί να μην πούμε ότι τα μελίσσια μπορούν να μπουν θεωρητικά οπουδήποτε αρκεί το περιβάλλον να μην είναι επιβαρυμένο σε βαθμό που να επηρεάζει τα προϊόντα κυψέλης, όπως γίνεται στη βιοδυναμική μελισσοκομία;
Αντίστοιχα οι μελισσοκόμοι αναφέρουν ότι κάποιοι φορείς επιθεώρησης δεν τους δίνουν βιολογική πιστοποίηση για πρόπολη και γύρη γιατί η συλλογή τους γίνεται με πλαστική σήτα και πλαστική γυρεοπαγίδα. Σύμφωνα με τον κανονισμό τα μέρη της κυψέλης θα πρέπει να κατασκευάζονται βασικά από φυσικά υλικά. Ποια όμως ανήκουν στα βασικά υλικά; Για παράδειγμα, μπορεί να θεωρηθεί η σήτα πρόπολης μέρος της κυψέλης; Είναι ένας ασαφής όρος που κάθε φορέας τον ερμηνεύει κατά το δοκούν δημιουργώντας έτσι θέματα αθέμιτου ανταγωνισμού μεταξύ των μελισσοκόμων.
Στην Ελλάδα υπάρχουν 19.000 μελισσοκόμοι, οι οποίοι ταξιδεύουν ανά τη χώρα «κυνηγώντας» τις διαδοχικές ανθοφορίες των λουλουδιών - πλην του χειμώνα, λόγω καιρικών συνθηκών-, που τους προσφέρουν έτοιμη τροφή, καθώς οι μέλισσες αδυνατούν να πετάξουν.
Κάθε χρόνο παράγονται κατά μέσο όρο 15.000 τόνοι μελιού εκτός από τα 600 κιλά βασιλικού πολτού από τις περίπου 2.500 μελισσοκομικές μονάδες. Η κατά κεφαλή κατανάλωση στη χώρα μας είναι από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως, με 1.300 γραμμάρια ετησίως, όταν στις ΗΠΑ είναι μόλις 400 γραμμάρια. Χρειάζεται μια σημαντική ελάφρυνση τον καυσίμων για τους μελισσουργούς, σύνδεση παραγωγής με τον τουρισμό και την γαστρονομία, φορολογικές ελάφρυνσης, επιδοτήσεις σε φυσικές καταστροφές και ασθένειες. Ο ψεκασμός των φυτοφαρμάκων να γίνεται το βράδυ, αφού το βράδυ δεν πετούν οι μέλισσες και δεν εκτίθενται σε κίνδυνο επαφής με την τοξικότητα τον φαρμάκων. Δενδροφυτεύσεις με καστανιές, πεύκα, έλατα, ιτιές, ρείκια, αρωματικά φυτά, όπως ρίγανη, θυμάρι, κ.ά. θα δώσουν μια μεγάλη ώθηση παραγωγής μελιού, αλλά και περισσότερες θέσεις εργασίας. Πάνω από όλα χρειάζεται το υπουργείο να ενδιαφερθεί να δώσει την ανάλογη προσοχή σε έναν τόσο πολλά υποσχόμενο κλάδο -διαφορετικά, θα δούμε σύντομα το «θάνατο του μελισσοκόμου».
*Ο Αβραάμ Ιωαννίδης είναι Τεχνολόγος Γεωπόνος και Μέλος της Παναττικής Γραμματείας των Οικολόγων ΠΡΑΣΙΝΩΝ
Ανάρτηση από: http://greenagenda.gr/