Του Δημήτρη Μάρτου
Η ανάπλαση του
παλαιού αεροδρομίου του Ελληνικού και η διακήρυξη περί ανάπλασης του παραλιακού
μετώπου στην Αττική, ως έργα εθνικής ανάτασης, προκαλούν και αναμετρώνται με
δύο ζητήματα. Πρώτον, με την εδαφική συνοχή και την περιφερειακή δημοκρατία.
Δεύτερον, με την κοινωνική συνοχή και το δικαίωμα στην πόλη.
Η ιδιοκτησία του από 7ετίας ανατεθειμένου έργου της
ανάπλασης του παλαιού αεροδρομίου του Ελληνικού, επιφάνειας 6.200 στρεμμάτων,
μεταφέρθηκε πλήρως, με το από 25-6-2021 νομοθέτημα «Κύρωση
σύμβασης διανομής ακινήτου μητροπολιτικού πόλου αεροδρομίου Ελληνικού-Αγίου
Κοσμά…», για 99 χρόνια, στη Lamda Developmant, συμφερόντων Ομίλου
Λάτση, αντί τιμήματος 915 εκατ. ευρώ.
Το όφελος που προσδοκά η χώρα δεν είναι μόνο οικονομικό (14 δισ. για 99 χρόνια, 75.000 θέσεις εργασίας, τουριστική ενδυνάμωση και συνεισφορά στο ΑΕΠ κατά 2,4%), αλλά κυρίως «η αναβάθμιση της εικόνας της χώρας», όπως τόνισε χαρακτηριστικά ο Διευθύνων Σύμβουλος της Εταιρείας, θεωρώντας ότι η ανέγερση δυο ουρανοξυστών θα αναβαθμίσει την εικόνα της χώρας, όταν οι ουρανοξύστες πλέον αμφισβητούνται.
Κάθε μεγάλο έργο πρέπει να εξετάζεται σε συνάρτηση όχι μόνον με τα οικονομικά οφέλη αλλά και τις ζημιές. Η απόσταση ανάμεσα στη ζημιά και το όφελος είναι ελάχιστη και πρέπει να έχει κανείς πολυσύνθετη πατριωτική σκέψη για να διακρίνει τί προηγείται: η ζημιά ή το όφελος. Το ερώτημα είναι: μήπως αυτά τα έργα προκαλούν μεταναστευτικές ροές από την περιφέρεια, τη στιγμή που η χώρα μαστίζεται από δημογραφική παρακμή και χωροταξική ανωμαλία;Μήπως αντί να απαντούν στο πρόβλημα της εθνικής βιωσιμότητας και αειφορίας,
απαντούν μονόπλευρα στο πρόβλημα της οικονομικής αύξησης και αντί να
προάγουν την επανακατοίκιση των παραμεθόριων οικισμών, αναπαράγουν την
εθνοκτόνα διχοτομία: γιγαντισμός της Αθήνας, συρρίκνωση δημογραφική,
πολιτισμική και οικονομική της περιφέρειας;
Εδαφική συνοχή
Είναι γεγονός ότι μεταπολεμικά ο εθνικός σχεδιασμός προσανατολίστηκε,
πρωτίστως, στην αξιοποίηση των διεθνών πλεονεκτημάτων της Αττικής. Να γίνει η
Αθήνα μια μεγάλη πόλη (κέντρο υποδοχής εσωτερικών και εξωτερικών μεταναστών)
και μια διεθνής μητρόπολη, (κέντρο διεθνών δραστηριοτήτων). Ο εθνικός χώρος
συστρατεύτηκε σε αυτό το όραμα. Η ανάπτυξη στην Ελλάδα κατανοούνταν σαν
αντανάκλαση του αστικού και δημογραφικού επεκτατισμού της Αθήνας.
Αυτή η αναπτυξιακή λογική ανασυγκροτήθηκε πρόσφατα, στο επίπεδο του χώρου,
με το Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας-Αττικής 2021 του 2014. Οι στοχεύσεις του
Ρυθμιστικού Σχεδίου, όπως: «επεκτάσεις σχεδίου»,
«αξιοποίηση αστικών κενών», «πληθυσμιακή πύκνωση» κλπ, και η
εμμονή στη στρατηγική της «προώθησης του διεθνούς ρόλου
της Αθήνας / Αττικής σε μείζονα στόχο του εθνικού προγραμματισμού, (γιατί έτσι)
θα υπάρχει εξ αντανακλάσεως και η ανάπτυξη της υπόλοιπης χώρας»,
σηματοδοτούν έναν ακατάσχετο, ασύνετο και εθνοαποδομητικό αθηνοκεντρισμό, που
εγγράφεται σε μια αδύναμη ενδοχώρα, για την οποία δεν έχουν εξασφαλιστεί οι
συνθήκες βιολογικής αναπαραγωγής της.
Με διακηρύξεις, όπως: «προτεραιότητα στην αναζωογόνηση
του κέντρου της Αθήνας» και «έμφαση στην προσέλκυση νέων κατοίκων και
επιχειρήσεων» το Ρυθμιστικό δημιουργεί την αίσθηση ότι στην
Αττική και όχι αλλού υπάρχει η πολιτική βούληση και ο σχεδιασμός να “πάρουν τα
λεφτά σου αξία”. Έτσι, τα έργα ανάπλασης στο Ελληνικό και στο παραλιακό μέτωπο,
σε συνδυασμό με αυτά στο φαληρικό Δέλτα και το πολιτιστικό σύμπλεγμα του
Ιδρύματος Νιάρχου, σηματοδοτούν μια στρατηγική εθνικής ανάπτυξης που θεωρεί ότι
μόνον το έδαφος της Αττικής μπορεί να προσδώσει μια ισχυρή χρηματιστηριακή αξία
και να προσελκύσει το ενδιαφέρον ντόπιων και ξένων επενδυτών.
Οικουμενούπολη vs εδαφική συνοχή
Μαζί με τις προβλέψεις για την πράσινη ανάπτυξη και τον ψηφιακό
μετασχηματισμό, που ενθαρρύνονται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, μετά το
σοκ από την πανδημία, που ανέδειξε το καθεστώς της τηλεργασίας,
αναπροσανατολίζεται το ενδιαφέρον των επενδυτών και των τραπεζών στις
επενδύσεις στη γη και την κατοικία, εκτοξεύοντας τις τιμές τους σε δυσθεώρητα
ύψη. Ήδη στη Γλυφάδα και τη Βουλιαγμένη οι αξίες ανακαινισμένων βιλών έφτασαν
τις 40.000 το τετραγωνικό. Υπ’ αυτήν την εξέλιξη η Lamda Developmant αναθεώρησε
εντυπωσιακά τον οικιστικό τομέα της επένδυσης, προγραμματίζοντας πλέον στο
Ελληνικό μια μικρή πόλη.
Η επικέντρωση του σχεδιασμού σε αποδόσεις κεφαλαίου, με βάση το γιγαντισμό
της Αθήνας και τη μετατροπή της σε μητρόπολη, αναφέρεται ρητά: «…ενισχύεται ο ρόλος της (Αττικής) ως τόπου εγκατάστασης
δραστηριοτήτων για τις οποίες η μητροπολιτική χωροθέτηση αποτελεί το βασικό όρο
της αποτελεσματικής λειτουργίας τους». Έτσι αναδιπλώνεται η
μεταπολεμική αναπτυξιακή ιδεολογία του γιγαντισμού της Αθήνας ως μηχανισμού
οικονομικής μεγέθυνσης, αγνοώντας τα μεγάλα πολεοδομικά, οικονομικά και εθνικά
κόστη που δημιουργεί ο συγκεντρωτισμός στην Αττική.
Τελικά, όλα αυτά συναντούν το όραμα της “οικουμενούπολης” των 10
εκατομμυρίων του Δοξιάδη και όχι το όραμα της εδαφικής συνοχής και της
περιφερειακής δημοκρατίας, που ψελλίζουν ενίοτε τα κόμματα της Αθήνας, με
περισσή υποκρισία. Βέβαια, η εδαφική συνοχή και η χωροταξική ισορροπία δεν
αποκλείουν την αστική ανάπτυξη της Αττικής, εάν αυτή συναρθρώνεται με
ταυτόχρονες επενδύσεις εξισορρόπησης στις περιφέρειες. Εάν, δηλαδή, για μια
θέση εργασίας που δημιουργείται στην Αττική, δημιουργείται ταυτόχρονα και μια
θέση σε κάθε περιφέρεια της χώρας.
Κοινωνική συνοχή
Είναι γνωστό ότι η Αθήνα επιδιώκει να γίνει, μετά το 1990, μια “παγκοσμιούπολη”
(global city). Την επιλογή της αυτή τη σηματοδότησε κυρίως η διοργάνωση των
Ολυμπιακών Αγώνων. Η παγκοσμιούπολη είναι μια επιλεγμένη τοποθεσία-πόλη, που
μπορεί να συγκεντρώσει ειδικές δραστηριότητες με παγκόσμια στόχευση, όπως:
διεθνείς ή περιφερειακούς οργανισμούς, γραφεία και διοίκηση πολυεθνικών
εταιρειών, τραπεζικούς και χρηματιστηριακούς οργανισμούς, γραφεία (τεχνικά,
νομικά, μεσιτικά και λογιστικά), υποστήριξης μεγάλων επιχειρηματικών δικτύων,
διαφημιστικές εταιρείες, μάρκετιγκ κά.
Κατά κανόνα, οι παγκοσμιουπόλεις διαθέτουν υποδομές υψηλών προδιαγραφών,
εγκαταστάσεις εργασίας, διαμονής και αναψυχής (μουσεία, θέατρα, όπερες,
συνεδριακούς και αθλητικούς χώρους, υποδομές εκπαίδευσης για τα παιδιά των
υψηλόβαθμων υπαλλήλων), καθώς επίσης παρέχουν υψηλό βαθμό προστασίας από
κοινωνικές αντιδράσεις και τρομοκρατικές δράσεις.
Η ανάπλαση του αεροδρομίου του Ελληνικού είναι ένα σημαντικό βήμα για να
καταστεί η Αθήνα ένας σταθμός διαμονής της παγκοσμιοποιημένης άρχουσας τάξης,
των “γκόλντεν μπόυς” και του “διεθνούς τζετ-σετ”. Πρόκειται για μια δυναμική
και οργανωμένη πλέον κοινωνική διαίρεση και χωρική προβολή της ανισότητας.
Πρόκειται ακόμη για μια νέα αστική περιοχή ασύνδετη με την Αθήνα τόσο
κοινωνικά, όσο και αρχιτεκτονικά-αισθητικά, που θα κινείται έξω από τον έλεγχο
της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και σταδιακά του εθνικού κράτους. Υπ’ αυτήν την
έννοια οι Αθηναίοι δυνάμει απώλεσαν το δικαίωμα σε αυτό το τμήμα της πόλης
τους.
Privatopia vs κοινωνική συνοχή
Έτσι, το μητροπολιτικό πάρκο και οι χώροι πρασίνου και αναψυχής, οι μαρίνες
ελλιμενισμού, τα εμπορικά και αθλητικά κέντρα και τα ενυδρεία τελικώς στη
λειτουργία τους θα καταστούν ιδιωτικά και όχι δημόσια. Θα μπορούν να κάνουν
χρήση οι ένοικοι των πολυτελών ξενοδοχείων, οι υψηλόμισθοι ένοικοι των γραφείων
και οι ιδιοκτήτες των πράσινων ουρανοξυστών και των πανάκριβων μονοκατοικιών. Η
είσοδος του κοινού σ’ αυτούς τους χώρους θα γίνεται με έλεγχο της Εταιρείας και
με το αζημίωτο. Πρόκειται, εν κατακλείδι, για μια privatopia.
Οι ιδιωτικές πόλεις ή γειτονιές (privatopie), είναι χώροι διαμονής και όχι
παραγωγής, διαχωρισμένοι με πολλαπλής ποιότητας σύνορα από το παραδοσιακό
αστικό περιβάλλον της πόλης, ένα τμήμα του οποίου έχει καταλυθεί από
μετανάστες. Με την εγκατάσταση ανώτερων οικονομικά και κοινωνικά στρωμάτων, η
privatopia προάγει την εσωστρέφεια και τον αποκλεισμό των “άλλων” χαμηλής
κοινωνικής και οικονομικής θέσης, ενίοτε και διαφορετικού χρώματος.
Η πολεοδομία κατευθύνεται από την ανάγκη προστασίας από τους “βάρβαρους”,
οργανώνοντας προστατευμένα οικοδομικά τετράγωνα, ένα είδος περιτείχισης με
ιδιωτικούς αστυνομικούς, όπου δεσπόζει η αρχιτεκτονική της προβολής του πλούτου
και οι επιτηρούμενοι, με κάμερες, δημόσιοι χώροι. Χαρακτηριστικό των ιδιωτικών
οικισμών είναι ότι εκχωρούν την διακυβέρνησή τους σε ιδιωτικές εταιρείες. Αυτά
όλα σημαίνουν ότι τα μεγάλα έργα ανάπλασης της Αττικής, οξύνουν τις εδαφικές
και κοινωνικές ανισότητες· σηματοδοτούν μια νέα φάση υπερσυσσώρευσης στην
Αττική, αφού δεν συνοδεύονται από κωδικούς έργων ισόρροπης ανάπτυξης στις
περιφέρειες της χώρας.