Έχει περάσει μια εβδομάδα από την απρόσμενα γρήγορη πτώση
της Καμπούλ στα χέρια των Ταλιμπάν, και η Δύση δεν λέει να συνέλθει. Ο Μπάιντεν
ψελλίζει απολογητικές εξηγήσεις και δίνει διαβεβαιώσεις που κανείς δεν
πιστεύει. Το αμερικανικό στρατιωτικό επιτελείο διαρρέει ότι «εμείς σας τα
λέγαμε». Οι μυστικές υπηρεσίες αλληλομαχαιρώνονται για το πόσο έξω έπεσαν στις
εκτιμήσεις τους. Οι Ευρωπαίοι και λοιποί Δυτικοί συνεταίροι της κατοχής του
Αφγανιστάν αερολογούν ζαλισμένοι, ενώ ταυτόχρονα αρπάζονται μεταξύ τους για το
πώς δεν θα φορτωθούν τις συνέπειες της πλήρους ευθυγράμμισής τους με τις ΗΠΑ.
Ακολουθούν οι αναλύσεις επιφανών Δυτικών «ειδικών», που ιδρώνουν για να
καλλωπίσουν την ταπείνωση και να πείσουν την κοινή γνώμη ότι θα μπορούσε να
αποφευχθεί αν γινόταν αυτό ή το άλλο, σε στιλ ελληνικού καφενείου: «αν ήμουν
εγώ πρωθυπουργός, να δείτε τι θα έκανα»…
Το γεγονός, πάντως, παραμένει: μετά από 20 χρόνια κατοχής, κι αφού ξοδεύτηκαν 2,3 τρισεκατομμύρια δολάρια μόνο από τις ΗΠΑ (συν ό,τι ξόδεψαν οι σύμμαχοί τους) προκειμένου να στηθεί και να στηριχτεί ένα κατοχικό καθεστώς απίστευτης διαφθοράς, το μοναδικό επίτευγμα του οποίου ήταν ότι μέσα σε δυο δεκαετίες τριακονταπλασίασε την παραγωγή οπίου, κι αφού έχασαν τη ζωή τους εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, στην πλειοψηφία τους άμαχοι, μετά από όλα αυτά λοιπόν… οι Ταλιμπάν επέστρεψαν στην Καμπούλ. Να σημειώσουμε εδώ ότι οι απολογητές των εγκληματικών πολιτικών της Δύσης, περιλαμβανομένων διεθνούς φήμης δημοσιογράφων και αναλυτών, αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι τη λέξη κατοχή, και την αντικαθιστούν με άλλες, πιο ανώδυνες… Ό,τι κι αν κάνουν όμως, όλοι πια βλέπουν ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός.
Εν πάση περιπτώσει, υπάρχουν κάποιες βασικές επισημάνσεις που πρέπει και μπορούν να γίνουν με αφορμή αυτό το γεγονός, ανεξάρτητα από το σε ποιο βαθμό οι Ταλιμπάν θα εδραιώσουν την κυριαρχία τους. Οι επισημάνσεις αυτές γίνονται σε αντίστιξη με γελοιογραφικές τοποθετήσεις, όπως αυτές που παρομοιάζουν την Καμπούλ με την Σαϊγκόν, και στην ακραία τους μορφή φτάνουν να αντιμετωπίζουν τους Ταλιμπάν περίπου ως απελευθερωτές. Το 2021 δεν είναι 1975, οι Ταλιμπάν δεν είναι Βιετκόνγκ, αφήστε που και οι Βιετκόνγκ οι ίδιοι γρήγορα ξόδεψαν το κύρος τους με όχι πολύ καλό τρόπο – αλλά αυτό είναι άλλη συζήτηση. Σε κάθε περίπτωση, τέτοιου είδους συγκρίσεις είναι αστείες. Ας περιοριστούμε εδώ να επισημάνουμε ότι οι Ταλιμπάν αποτελούν ένα ιδιαίτερο τμήμα του αντιδραστικού σουνιτικού τζιχαντισμού, που ανδρώθηκε χάρη και στις εθελότυφλες πολιτικές της Δύσης. Κι ότι και το 2000 και σήμερα παραμένουν μειοψηφία –καλοοργανωμένη μεν, αλλά μειοψηφία– σε αυτήν την πολυφυλετική χώρα των 33 εκατομμυρίων κατοίκων που είχε την ατυχία να βρίσκεται σε στρατηγική θέση, μεταξύ Πακιστάν, Ιράν, κεντροασιατικών τμημάτων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και Κίνας.Πίσω στις βασικές επισημάνσεις, που είναι τρεις. Η πρώτη αφορά την
κατάσταση ενός εκ των πρωταγωνιστών της τραγωδίας, των ΗΠΑ, που για μια ακόμη
φορά αποδεικνύεται ότι δεν μπορούν πλέον να κάνουν ό,τι θέλουν σε αυτόν τον
πλανήτη. Για την ακρίβεια, αποδεικνύεται ότι δεν μπορούν να στηρίξουν ούτε καν
τη στρατιωτική κατοχή μιας φτωχής χώρας, σε αντίθεση με τους κομπασμούς της
πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας τους ότι μπορούν να διεξάγουν τρεις πολέμους
ταυτόχρονα, ότι μετά το απεχθές διάλειμμα του Τραμπ επιστρέφουν δυναμικά στο
διεθνές προσκήνιο κ.ο.κ. Το Αφγανιστάν είναι μία ακόμη απόδειξη ότι, με όλα τα
πιθανά ζιγκ-ζαγκ, έχουμε πια εισέλθει οριστικά σε μια εποχή αδυνατίσματος,
δύσης της Δύσης, και των ΗΠΑ. Αυτή είναι μια εκτίμηση κομβικής σημασίας που, αν
γινόταν κατανοητή σε όλη τη δυναμική της, θα έπρεπε να οδηγήσει σε
αναπροσανατολισμό χώρες, λαούς και κινήματα. Και θα επέτρεπε ένα πιο γειωμένο
«διάβασμα» των διεθνών εξελίξεων, αντί για το οποίο βλέπουμε σήμερα μια πλήρη
σύγχυση. Μαζί με ευχές που βαφτίζονται πραγματικότητα…
Μ’ αυτά τα λόγια ήδη μπαίνουμε στη δεύτερη επισήμανση. Η δύση της Δύσης
δεν οδηγεί υποχρεωτικά σε έναν καλύτερο πολυπολικό κόσμο. Όχι μόνο επειδή και
οι ανταγωνιστές της ανήκουν στο αλληλοσπαρασσόμενο μεν αλλά ενιαίο και
παγκοσμιοποιημένο σύστημα κοινωνικών σχέσεων, που μάλιστα διαπερνιέται από μια
βαθιά και πολύπλευρη δομική κρίση. Ούτε μόνο επειδή δεν είναι αποκλειστικά
δυτικό προνόμιο ο κρατικισμός, και ο συνδυασμός ακραίου κυνισμού και απύθμενης
υποκρισίας που τον χρωματίζει. Αυτά υπάρχουν, και μαζί οξύνεται ένας δίχως όρια
πια ανταγωνισμός όλων εναντίον όλων, η λυσσαλέα απόπειρα όσων αδυνατίζουν να
κρατηθούν στον αφρό, και οι τεράστιες παγκόσμιες φιλοδοξίες των νέων δυνάμεων
που αναδύονται. Ταυτόχρονα ξεδιπλώνεται μια ολομέτωπη επίθεση των
παγκοσμιοποιημένων ελίτ στις λαϊκές τάξεις (και μάλιστα σε συνθήκες έλλειψης
προσανατολισμού, συντονισμού και οργάνωσης των τελευταίων)… Όλα αυτά φτιάχνουν
ένα χαοτικό και ασταθές παγκόσμιο περιβάλλον, που πολλαπλασιάζει τις απειλές
για αυτή καθαυτή την επιβίωση της ανθρωπότητας.
Αυτή είναι λοιπόν η δεύτερη επισήμανση: χαοτικό και ασταθές διεθνές
περιβάλλον, που δεν δίνει μόνο ευκαιρίες, αλλά χαρακτηρίζεται και από άκρατους
οικονομικούς και γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς και κινδύνους. Αξίζουν δυο
κουβέντες παραπάνω γι’ αυτό, σε συνδυασμό με την αφγανική τραγωδία. Στο
περιβάλλον αυτό παίζει πια, είναι παρούσα, και η Κίνα. Δρουν οι παραδοσιακές
μεγάλες δυνάμεις, ΗΠΑ, Ρωσία κ.λπ., αλλά δρα πλέον και η Κίνα. Η στάση που
κράτησε και κρατά στην περίπτωση του Αφγανιστάν είναι χαρακτηριστική: σε
«ανύποπτο» χρόνο ο Κινέζος υπουργός Εξωτερικών Ουάνγκ Γι συναντήθηκε με πολυπληθή
αντιπροσωπεία των Ταλιμπάν, ενώ αμέσως μετά την κατάληψη της Καμπούλ το Πεκίνο
πολλαπλασίασε τις προτροπές στη λεγόμενη διεθνή κοινότητα να αντιμετωπιστεί «με
κατανόηση κι όχι με εχθρότητα» το υπό διαμόρφωση νέο καθεστώς. Οι ίδιοι οι
Ταλιμπάν δήλωσαν με πολλούς τρόπους ότι η Κίνα μπορεί να γίνει σημαντικός
εταίρος, αν και αυτή η επιδίωξη θα παραμένει στον αέρα όσο δεν ξεκαθαρίζουν
έμπρακτα π.χ. κατά πόσο το Αφγανιστάν θα συνεχίσει να αποτελεί καταφύγιο και
κέντρο ανεφοδιασμού των Ουιγούρων τζιχαντιστών αυτονομιστών, που παρενοχλούν το
Πεκίνο.
Φυσικά η ιερή αγανάκτηση των Δυτικών για το ενδεχόμενο συμπερίληψης του
Αφγανιστάν στο φιλόδοξο κινεζικό σχέδιο των νέων Δρόμων του Μεταξιού, που
εκφράζεται με αναλύσεις στα δυτικά ΜΜΕ για την αδιαφορία του Πεκίνου μπροστά
στη σκοταδιστική πολιτική των Ταλιμπάν (λες και ήταν οι Κινέζοι που κατέλαβαν
και ανατίναξαν το Αφγανιστάν κι έπειτα έφυγαν νύχτα κι άφησαν τις Αφγανές στην
τύχη τους), είναι επίσης αστεία. Πρώτες οι ΗΠΑ αναγνώρισαν τους Ταλιμπάν και
παζάρεψαν μαζί τους μια δήθεν ισορροπημένη συμφωνία ώστε να φύγουν με τις
λιγότερες δυνατές απώλειες – άλλο που οι Ταλιμπάν δεν την τήρησαν, αφού έτσι κι
αλλιώς δεν άξιζε ούτε το χαρτί στο οποίο γράφτηκε. Ενώ τώρα σπεύδει και η
Βρετανία διά στόματος του ίδιου του πρωθυπουργού Τζόνσον και, τρίτη και
καταϊδρωμένη, η Ε.Ε. δια στόματος του Ζοζέπ Μπορέλ, να διαβεβαιώσουν ότι
επιθυμούν διακαώς να συνομιλήσουν, ακόμη και να συνεργαστούν με τους Ταλιμπάν!
Εξίσου αστείο είναι και το πώς τώρα ξαφνικά και ο τελευταίος άνθρωπος στον
πλανήτη ενημερώνεται ότι το Αφγανιστάν κρύβει στο υπέδαφός του τεράστιο πλούτο,
τον οποίο εποφθαλμιούν οι Κινέζοι… Ανακαλύφθηκαν άραγε τα κοιτάσματα μετά την
είσοδο των Ταλιμπάν στην Καμπούλ; Ή ήταν γνωστό ότι υπήρχαν αλλά… δεν
ενδιέφεραν τους Αμερικάνους και τους συμμάχους τους; Φαίνεται ότι η δυτική
προπαγάνδα, ζαλισμένη από την ταχύτητα της κατάρρευσης του αφγανικού πύργου με
τραπουλόχαρτα, χάνει στροφές!
Αλλά το γεγονός παραμένει: τα τραπουλόχαρτα θα ξαναμοιραστούν και, για να
υπάρξει οποιαδήποτε νέα διευθέτηση, στο τραπέζι θα κάτσουν και νέοι παίκτες –
όσο κι αν αυτό εκνευρίζει ή και απελπίζει τους Δυτικούς, που για μια ακόμη φορά
ταπεινώνονται εξαιτίας της αλαζονείας τους. Όπως ειπώθηκε και πριν, μια τέτοια
εξέλιξη δεν είναι αναγκαστικά καλύτερη ούτε για τους Αφγανούς, ούτε για τους
άλλους λαούς της περιοχής, ούτε και για εμάς σε τελευταία ανάλυση. Φτάνουμε
έτσι στην τρίτη επισήμανση, που αφορά το τι τίμημα θα πληρώσει η χώρα μας για
κάτι που συνέβη χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Παρενθετικά, ας πούμε ότι και μόνο
που δημιουργείται άμεσο ζήτημα στην Ελλάδα και την Ευρώπη κι ολόκληρο τον
πλανήτη για μια τόσο «μακρινή» υπόθεση δείχνει πόσο έχει αλλάξει, πόσο έχει
«μικρύνει» ο κόσμος μας… Ήδη πριν την πτώση της Καμπούλ μόνο οι επίσημα
καταγεγραμμένοι Αφγανοί πρόσφυγες ανά τον κόσμο ήταν σχεδόν 3 εκατομμύρια (η
πλειοψηφία των οποίων βρίσκεται σε 2 γειτονικές χώρες: 1,5 εκατομμύριο στο
Πακιστάν και 800 χιλιάδες στο Ιράν). Τώρα αναμένεται ο αριθμός αυτός να
διπλασιαστεί…
Πού θα καταλήξουν 2, 3 ή 4 εκατομμύρια νέοι Αφγανοί πρόσφυγες; Οπωσδήποτε
όχι στους βασικούς υπαίτιους της ανατίναξης της χώρας τους: οι ΗΠΑ και η
Βρετανία δηλώνουν ότι θα υποδεχθούν (σε βάθος… πενταετίας) λίγες χιλιάδες
Αφγανών η καθεμία, βασικά αυτούς που δούλεψαν για τις δυνάμεις κατοχής. Μέχρι
εκεί φτάνει το ενδιαφέρον των Δυτικών για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τις γυναίκες
κ.λπ. Ποιος μένει για να «υποδεχθεί» τους Αφγανούς; Και πάλι οι γειτονικές
χώρες, ήδη επιβαρυμένες, συν οι πιο μακρινές αλλά αποδεδειγμένα «πρόθυμες για
όλα». Με άλλα λόγια, η Ελλάδα και πάλι προορίζεται για τελευταίος φράχτης πριν
την… καθαυτό Ευρώπη. Ήδη η κυβέρνηση Μητσοτάκη, και ολόκληρο το πολιτικό
προσωπικό, έχει λάβει το μήνυμα και προετοιμάζεται – από τη μια επιθεωρούν τα
σύνορα για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης, κι από την άλλη ετοιμάζονται να
ρίξουν εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ για νέες «δομές φιλοξενίας», δηλαδή
στρατόπεδα εγκλεισμού για όσους σκεφτούν να παρενοχλήσουν την… καθαυτό Ευρώπη
που λέγαμε.
Την ίδια στιγμή η Άγκυρα τηρεί αμφίσημη στάση. Έχοντας εμπλακεί άμεσα και
στο αφγανικό πρόβλημα, σε βαθμό ώστε φιλοδοξούσε ακόμη και να αντικαταστήσει
τους Αμερικανούς ως φρουρά του αεροδρομίου της Καμπούλ, διατηρεί στενές σχέσεις
τόσο με ηγετικές προσωπικότητες της κατοχικής κυβέρνησης (πολλοί ήδη διέφυγαν
στην Τουρκία), ενώ άνοιξε και μόνιμους διαύλους επαφής με τους Ταλιμπάν. Η
καταιγιστική προέλαση των τελευταίων, που κατέληξε στην κατάληψη της Καμπούλ
σχεδόν χωρίς να πέσει ντουφεκιά, τροποποίησε τους σχεδιασμούς της κυβέρνησης
Ερντογάν, αλλά δεν τους ακύρωσε. Η Άγκυρα εξακολουθεί να διεκδικεί ρόλο στο
«ομόδοξο» Αφγανιστάν, ενώ την ίδια στιγμή κάνει σχέδια για το πώς θα
χρησιμοποιήσει ένα νέο προσφυγικό κύμα ώστε να αποσπάσει και νέα ανταλλάγματα
από την Ε.Ε., με την Ελλάδα φυσικά να πληρώνει τη νύφη, αφού πλέον οι πρόσφυγες
χρησιμοποιούνται κυνικά ως όπλο.
Η κυριαρχία της χώρας μας ήδη πετσοκόφτηκε από τα μνημόνια, επιπλέον
απειλείται διαρκώς από τον τουρκικό επεκτατισμό, και σ’ αυτά προστίθενται εδώ
και ενάμιση χρόνο νέα δεινά: Η πανδημία, που δεν έπεσε από τον ουρανό, είναι κι
αυτή γέννημα μιας βαθιάς διαταραχής των σχέσεων ανθρώπου-φύσης, και γρήγορα
μετατράπηκε σε όχημα επιβολής απάνθρωπων πολιτικών. Και η λεγόμενη κλιματική
κρίση, πλέον, που εδώ μεταφράστηκε σε τεράστια καταστροφή. Η οποία κλιματική
κρίση, τι να κάνουμε, λέει ο κύριος Μητσοτάκης, δεν είναι αντιμετωπίσιμη.
Κερασάκι στην τούρτα το Αφγανιστάν και τα νέα προσφυγικά κύματα. Όλα αυτά τα
υποτιθέμενα «φυσικά δεινά» συνδέονται και αναδεικνύουν τους εμπρηστές: Την
παγκοσμιοποίηση και τις ελίτ. Ο σύγχρονος παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός είναι
διασωληνωμένος και τρέφεται από έναν διαρκή και αναπαραγόμενο καταστροφισμό.
Είναι λοιπόν καιρός να αναδείξουμε την «κόκκινη κλωστή» που συνδέει όλα τα εγκλήματά του. Διότι αυτό το εκρηκτικό μίγμα φέρνει και στη χώρα μας ένα φθινόπωρο κι ένα χειμώνα βαρύ. Είναι η ώρα να συμβάλλουμε στη δημιουργία μιας νέας συνείδησης, απαραίτητης για την υπεράσπιση της ζωής και για να ανοιχτούν δρόμοι για μια άλλη ανθρώπινη κατάσταση. Απαραίτητης ώστε οι χώρες και οι λαοί να πορευτούν σε ένα δρόμο δημοκρατικό, απελευθερωτικό, χειραφετητικό. Χωρίς περιορισμένες κυριαρχίες, χωρίς κατοχές, με τον κάθε λαό ελεύθερο και αξιοπρεπή στον τόπο του. Μόνο έτσι θα πέσουν οι πολλαπλές τυραννίες που μας βασανίζουν!
Ανάρτηση από: https://edromos.gr