Του Δημήτρη Μάρτου
Η πολιτική της
Άγκυρας πρέπει να κατανοείται εντός της ιστορικής δυναμικής του τουρκικού
συστήματος, των σημείων και της πνευματικότητας του, δηλαδή του εθνικισμού του.
Η εκφοβιστική ρητορική του ευφάνταστου Ερντογάν συνάδει περισσότερο ως
αισθητική στην ιμπεριαλιστική πνευματικότητα του τουρκικού κοινωνικού
σχηματισμού. Οι ιδεολογικές ορίζουσες των πολιτικών, στρατιωτικών και
πνευματικών ελίτ της Τουρκίας παραπέμπουν σε τρεις ιστορικές περιοχές.
Πρόκειται για “χαμηλή κουλτούρα”, που υπακούει στο
δίκαιο του ισχυροτέρου, απωθώντας ιστορικές περιοχές που έχουν αναπτυχθεί στο
έδαφός της Τουρκίας και έχουν καταγραφεί στην παγκόσμια συνείδηση ως “υψηλός”
πολιτισμός ή κουλτούρα, όπως την αρχαία ελληνική και ελληνιστική. Οι ελίτ της
Τουρκίας εμπνέονται, πρώτον, από την Οθωμανική Αυτοκρατορία (γεωγραφικό
υπόστρωμα), της οποίας το στίγμα δόθηκε από τον Μωάμεθ Β΄, όταν εμψύχωνε τις
ορδές των μισθοφόρων του, λίγες ώρες πριν την άλωση της Κωνσταντινούπολης
(1453). «Ανεβείτε με τις σκάλες στα τείχη σαν πουλιά… για να μη χάσομε τη
φήμη που κέρδισαν οι πρόγονοί μας με τη χάρη του Θεού. Αντίθετα, τώρα ήρθε η
ώρα να την κάνουμε ακόμη μεγαλύτερη». [Χρονικόν του Γεωργίου
Φραντζή, τ. Β΄, Γεωργιάδη, 2001, σ.182].
Δεύτερον, εμπνέονται από την ισλαμική πνευματικότητα (ιδεολογικό
υπόστρωμα). Μία πνευματικότητα που κάνει, ενίοτε, την έννοια του Θεού δύναμη
τιμωρητική και εκδικητική, αντιπροσωπεύοντας μάλλον την ανασφάλεια των ανθρώπων
που την διαχειρίζονται. Διατυπώσεις, όπως: «Ο Αλλάχ είναι σπλαχνικός
γι’ αυτούς που εκτελούν το θέλημά του, αλλά γι’ αυτούς που σφάλλουν έχει
ετοιμάσει μια σκληρή τιμωρία» [Το Κοράνι, Κάκτος, 1980, σ.17],
ενθαρρύνουν τους πιστούς σε μια μισαλλόδοξη και φοβική πνευματικότητα.
Τρίτον, τον κεμαλισμό (πολιτικό υπόστρωμα). Ο Κεμάλ (1881-1938), δημιούργησε στα ερείπια μιας αυτοκρατορίας ένα κράτος, μέσα από έναν βίαιο εκσυγχρονισμό (εκδυτικισμό), με βάση την αρχή «Ένα κράτος είναι σωστό όταν είναι και ιμπεριαλιστικό» [Κεμάλ, Ομιλίες, Νέα Σύνορα, 1995, σ.65]. Ο κεμαλισμός κατάφερε από τη μια να απωθήσει τον ισλαμικοκεντρικό χαρακτήρα της εθνικής ταυτότητας κι από την άλλη να δημιουργήσει μια εσωτερικά διχασμένη χώρα, την οποία απέκρυπτε και χειραγωγούσε με εξωτερική επιθετικότητα.
Νταβούτογλου και “Γαλάζια Πατρίδα”Πάνω σ’ αυτές τις ιστορικές παρακαταθήκες τροχοδρομήθηκαν τα δύο
καθοδηγητικά πλαίσια της ιμπεριαλιστικής ρητορικής και πολιτικής του τουρκικού
κράτους. Το πρώτο υπήρξε το βιβλίο του Αχμέτ Νταβούτογλου “Το στρατηγικό βάθος.
Η Διεθνής θέση της Τουρκίας” (2001). Εκεί διατυπώνει μια στρατηγική
ηγεμονίας-κυριαρχίας όχι μόνον στους κόσμους του Ισλάμ, αλλά και σ’ έναν κόσμο
ολιγοεθνικό.
Ο Νταβούτογλου χρησιμοποιεί έναν “τύπο ισχύος”: Ι=(ΣΔ+ΔΔ)x(ΣΝxΣΣxΠΒ). Σε
αυτόν τον τύπο τα Σταθερά Δεδομένα, όπως ιστορία, γεωγραφία, πληθυσμός και
πολιτισμός (ΣΔ), αθροιζόμενα με τα δυναμικά αλλά και πλέον ευμετάβλητα
δεδομένα, όπως η οικονομική, η τεχνολογική και η στρατιωτική ανάπτυξη (ΔΔ),
μπορούν να εκτιναχτούν, αν τις πολιτικές επιλογές τις χαρακτηρίζει η στρατηγική
νοοτροπία (ΣΝ), ο στρατηγικός σχεδιασμός (ΣΣ) και η πολιτική βούληση (ΠΒ).
Στο βάθος αυτή η εξίσωση εκπέμπει μια αποτροπιαστική πνευματικότητα που
διακρίνεται στην εξής πρόταση του Νταβούτογλου: «Η Τουρκία πρέπει να είναι
προετοιμασμένη, ώστε να απαντήσει με την απαιτούμενη σκληρότητα σε κάθε γεγονός
που απειλεί τους στρατηγικούς της υπολογισμούς». Απευθύνεται στα
βαρβαρικά ένστικτα, γαλουχεί και κάνει συνεργό την κοινωνία σε μια στρατηγική
γενοκτονιών και πολιτισμοκτονιών.
Εμπνευσμένο από το “στρατηγικό βάθος” του Νταβούτογλου και τη φράση του
Κεμάλ «όποιος κυριαρχεί στη Μεσόγειο κυριαρχεί σε τρεις ηπείρους», είναι
το δεύτερο καθοδηγητικό πλαίσιο, το δόγμα της “Γαλάζιας Πατρίδας” [Mavi
Vatan]. Έχει διατυπωθεί από το ναύαρχο Ramazan Gurdeniz στο βιβλίο του
“Άρθρα για τη Γαλάζια Πατρίδα” (2006), όπου διακηρύσσει ότι: «Η επιφάνεια αυτής της πατρίδας, το υδάτινο σώμα της, ο πυθμένας
της και η ξηρά κάτω από τον πυθμένα είναι δική μας. Το μέγεθος αυτής της
πατρίδας είναι ίσο με το μισό της γης μας». Σήμερα, οι εφαρμοστικές
δράσεις, στα πλαίσια του “στρατηγικού βάθους” και της Γαλάζιας Πατρίδας,
συντελούνται σε εκτεταμένες περιοχές, στη Μέση Ανατολή, τον Καύκασο, τα
Βαλκάνια τη Βόρεια Αφρική και θαλάσσιες, όπως Εύξεινο Πόντο, Αιγαίο και
Ανατολική Μεσόγειο.
Η στάση της Δύσης
Στην πραγματικότητα, οι “στρατηγικοί υπολογισμοί” αξιοποιούν τη διεθνή
εκτροπή της Δύσης σε αντίστοιχους οραματισμούς ισχύος. Γιατί και η Δύση
προσεγγίζει αυτήν την περιοχή υπό το πρίσμα μιας χαμηλής πνευματικότητας, των
“βαρελιών πετρελαίων” και των αγωγών ενέργειας και όχι δικαιωμάτων των λαών,
όπως φάνηκε στην περίπτωση του κουρδικού λαού. Η ΕΕ παρακολουθεί την
ιμπεριαλιστική έξαρση της Τουρκίας υπό το πρίσμα των ιδιαίτερων οικονομικών
συμφερόντων των ισχυρών χωρών της και όχι του Διεθνούς Δικαίου.
Οι Δυτικές χώρες εκτός του ότι έχουν δεσμεύσει, διμερώς, τεράστια
επενδυτικά κεφάλαια, εξοπλιστικά, τραπεζικά, βιομηχανικά και τουριστικά, για τα
οποία θέλουν να δημιουργήσουν εσωτερικά στην Τουρκία περιβάλλον σταθερότητας,
ανέχονται την κλιμάκωση των “στρατηγικών υπολογισμών” της. Η τουρκική κλιμάκωση
είναι η προϋπόθεση της σταθερότητας που επιζητεί η Δύση, σπρώχνοντας,
ταυτόχρονα, όλα τα απειλούμενα κράτη σε μια κούρσα εξοπλισμών.
Η Ρωσία ανέχεται τους στρατηγικούς υπολογισμούς της Τουρκίας, επειδή τους
συναρθρώνει με τα δικά της συμφέροντα, όπως είναι οι αρρυθμίες που προκαλούν
στη Νοτιοανατολική Πτέρυγα του ΝΑΤΟ, η οποία είναι συνυφασμένη, εκτός από την
εξασφάλιση ενεργειακών πηγών και διόδων, και με τη ρωσική απομόνωση.
Ανιστόρητες εξομοιώσεις
Ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής πολιτικής και διανόησης, που εξαντλεί την
εθνική ασφάλεια εντός του δόγματος “Ανήκομεν στη Δύση”, ναι μεν αντιτίθεται
στον ισλαμοκεντρικό ή οθωμανοκεντρικό εθνικισμό της Τουρκίας, αλλά προσβλέπει
στον κεμαλοκεντρικό, επειδή νομίζει ότι αυτός υπακούει στις ίδιες προκλήσεις με
το δυτικοκεντρικό προσανατολισμό της Ελλάδας. Είναι αυτοί που κατασκευάζουν μια
πνευματικότητα ανοχής απέναντι στους “στρατηγικούς υπολογισμούς”, όπως αυτή η
ανοχή εκφράστηκε με την εμμονή τους στην ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, τις
συμφωνίες “γκριζαρίσματος” του Αιγαίου (Μαδρίτη, Ελσίνκι), το Σχέδιο Ανάν, την
πολιτική του κατευνασμού της κλπ.
Παραπλανούν οι εξομοιώσεις αντίθετων ιστορικών ουσιών, όπως του Βυζαντίου
με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, της Ορθοδοξίας με τον ισλαμοσουνιτισμό και του
“στρατηγικού βάθους” του Ελληνισμού (Μεγάλη Ιδέα-Βενιζέλος), με το “στρατηγικό
βάθος” του Κεμάλ ή του Νταβούτογλου [Στέλιος Ράμφος, “Το Ισλάμ παραλύει την
Τουρκία”, Το Βήμα, 27-6-2010].
Το Βυζάντιο, μετά τους Ισαύρους, δημιουργώντας για πρώτη φορά εθνικό
στρατό, άρχισε να ελληνοποιείται, εξελισσόμενο σε αμυντική αυτοκρατορία,
απωθώντας την ιμπεριαλιστική ρωμαϊκή κληρονομιά του. Όμως, η Οθωμανική
Αυτοκρατορία οικοδομήθηκε εξιδανικεύοντας περισσότερο τη ληστρική
μογγολοτουρανική κληρονομιά της. Η δε Ορθοδοξία ποτέ δεν ήταν μια θρησκεία
ιμπεριαλιστική, τζιχαντιστική ή σταυροφορική, όπως ήταν το Ισλάμ και ο
Καθολικισμός.
Τουρκικό πρόβλημα και ιδεολογικές ορίζουσες
Τους διαφεύγει ότι ο κεμαλισμός, όπως και ο αντίστοιχος εκδυτικιστικός
εθνικισμός στην Ελλάδα, ο αθηναϊσμός [Βλ. σχ. Δ. Μάρτος, Αθηναϊσμός, Γόρδιος,
2015], είναι σίγουρα καταψυγμένες κουλτούρες, που εισήχθησαν για να
αναθεωρήσουν τις υπάρχουσες. Όμως έχουν μια θεμελιώδη διαφορά μεταξύ τους. Στην
Ελλάδα, επειδή η εγχώρια παράδοση ήταν αντιστασιακή-αντιιμπεριαλιστική,
οσμώθηκε με την εισαγόμενη εκδυτικιστική, της οποίας άμβλυνε τα ιμπεριαλιστικά
χαρακτηριστικά της. Στην Τουρκία, επειδή η εκεί παράδοση ήταν ιμπεριαλιστική,
οσμώθηκε με την εισαγόμενη εκδυτικιστική και ενίσχυσε τον ιμπεριαλιστικό
χαρακτήρα της. Σε βάθος χρόνου, αυτές οι οσμώσεις κατέστησαν τον τουρκικό
εκδυτικισμό πρόγραμμα κατάληψης των νησιών του Αιγαίου, τον δε ελληνικό
πρόγραμμα εγκατάλειψης.
Το πρόβλημα του τουρκικού εθνικισμού είναι η έλλειψη υψηλής πολιτιστικής
παράδοσης, πράγμα που τον οδηγεί στην προκλητική χρησιμοποίηση του
στρατού και της βίας ως επικάλυψη αυτού του ελλείμματος. Η άλλη
λύση για τους Τούρκους θα ήταν να αναζητήσουν την αναθεώρηση του εθνι(κι)σμού
τους στην “υψηλή κουλτούρα”. Δηλαδή, να αναζητήσουν στην αρχαιοελληνική,
ελληνιστική και βυζαντινή παράδοση, που προνομιακά διασώζεται στο έδαφος που
κατέχουν, αποδεχόμενοι κατ’ αρχάς το δικαίωμα στους ιστορικούς λαούς (Κούρδους,
Τσερκέζους, κρυπτοχριστιανούς, κρυπτοελληνίζοντες, κρυπτοασσύριους,
κρυπτολαζούς, κρυπτοαρμένιους) να επιστρέψουν στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Το τουρκικό πρόβλημα δεν εξαντλείται στις συγκυριακές κινήσεις του τουρκικού κράτους, στην συμφωνία του με την Λιβύη, στις παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου ή στην εργαλειοποίηση των μεταναστών. Είναι συνυφασμένο με την εθνοκτονική ιδεολογία αυτού του πολιτικού μορφώματος. Αν θέλει η Δύση να προχωρήσει στον πολιτισμό, αν θέλει κάπως να εξιλεωθεί για τη συμβολή της στην ισχυροποίηση αυτής της μηχανής θανάτου, πρέπει να τελειώσει μια για πάντα με αυτήν. Διαφορετικά, το τουρκικό πρόβλημα θα την οδηγήσει στη βαρβαρότητα που την οδήγησε παλιότερα ο ναζισμός.
Ανάρτηση από: https://slpress.gr/