Ο Μίκης Θεοδωράκης, ανήκει πια στην Ιστορία. Η υποκρισία, όμως και η «πτωματεμπορία» που συνόδευσε το θάνατό του, είναι εδώ και, όπως φαίνεται, θα παραμείνει. Κάποια στιγμή, είναι ανάγκη να ειπωθούν μερικά πράγματα με το όνομά τους.
Για το καλλιτεχνικό «μέγεθος» του Μίκη, έχει αποφανθεί τελεσίδικα η ίδια η ζωή. Αλλά αυτό δε συνέβη τώρα, έχει συμβεί εδώ και δεκαετίες. Δεκαετίες, στις οποίες δε βλέπαμε ούτε με τα κιάλια το σημερινό «αριστεροδέξιο πανηγυράκι πένθους» για τον άνθρωπο που υπέγραψε με τη μουσική του τη νεότερη Ιστορία αυτής της χώρας. Κι ο Μίκης αυτό το ήξερε. Δεν ήταν αυτή η αναγνώριση, την οποία επιζητούσε. Αυτό που επιζητούσε κυρίως (γιατί είναι αλήθεια ότι το επιζητούσε και δεν είναι προσβλητικό να αναφέρει κανείς την αλήθεια) ήταν η αναγνώριση του «εθνικής εμβέλειας» ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ του ρόλου, ακόμα και ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ από τον καλλιτεχνικό. Και η «πολιτική διαθήκη» του, στην οποία «κληροδότησε» στην ηγεσία του ΚΚΕ τα «πολιτικά δικαιώματα χρήσης» του ονόματος και της διαδρομής του, με αυτό το σκεπτικό συντάχθηκε και, όπως φαίνεται, υπηρέτησε μάλλον εύστοχα αυτή του την επιδίωξη.
Στη μακρά διαδρομή των χρόνων, η σχέση του Μίκη με την ηγεσία του (ρεβιζιονιστικού) ΚΚΕ πέρασε από αρκετές ανακατατάξεις. Στη δεκαετία του ’60, ως επικεφαλής των Λαμπράκηδων, έδωσε σκληρή μάχη για την ήττα της αριστερής αμφισβήτησης της δεξιάς, ηττοπαθούς γραμμής των Χρουστσιωφικών-Κολλιγιαννικών αναθεωρητών και της μεταζαχαριαδικής ΕΔΑ. Ήταν η περίοδος που σφυρηλατήθηκαν οι – σταθερά καλές για όλο το υπόλοιπο διάστημα – σχέσεις του Μίκη με την ηγεσία του ΚΚΣΕ. Η τελευταία, στο πρόσωπο του Μίκη έβλεπε ένα πολύτιμο «asset»: το καλλιτεχνικό κύρος του, οι αγωνιστικές περγαμηνές του, η διεθνής αναγνώρισή του ήταν σημαντικά «όπλα» για την απομόνωση κάθε μαρξιστικής-λενινιστικής φωνής που έδινε τη μάχη ενάντια στην προδοσία της Τασκένδης και της 6ης Ολομέλειας, την πραξικοπηματική, αντικαταστατική και άνανδρη καθαίρεση της ηγεσίας του επαναστατικού ΚΚΕ και τη μετατροπή του σε κόμμα-φερέφωνο του χρουστσιωφικού ρεβιζιονισμού. Από την άλλη μεριά, ο ίδιος ο Μίκης – για τον οποίο μπορεί κανείς βάσιμα να πει ότι η σεμνότητα και η μετριοφροσύνη δεν περιλαμβάνονταν στα πολλά προτερήματά του – παρά την, σε προσωπικό επίπεδο, αναγνώρισή του προς το πρόσωπο του Ζαχαριάδη (είναι χαρακτηριστικό ότι ο ΝΖ ήταν ο ΜΟΝΟΣ από ολόκληρη την ηγεσία του ΚΚΕ τόσο πριν, όσο και μετά την 6η Ολομέλεια για τον οποίο ο Μίκης εκφραζόταν εγκωμιαστικά σε προσωπικό επίπεδο, παραδεχόμενος ότι ήταν ανώτερος από αυτόν τον ίδιο σε πολιτικές ικανότητες, ακτινοβολία, εμβέλεια κλπ.), επένδυσε στη σχέση αυτή, οπωσδήποτε και με όρους προσωπικής φιλοδοξίας την οποία, για να είμαστε ειλικρινείς, ουδέποτε έκρυψε.Από την άποψη αυτή, η τελευταία επιστολή του Μίκη προς τον ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, η οποία έτυχε μεγάλης δημοσιότητας και εγκωμιαστικών, έως διθυραμβικών σχολίων στην Αριστερά, εμπεριείχε καταρχήν ένα βασικό στοιχείο πολιτικής συνέπειας: πέρα από το ότι η μουσική του εξέφρασε τους αγώνες συνολικά της Αριστεράς και του λαϊκού κινήματος μιας ολόκληρης περιόδου, από καθαρά πολιτική άποψη, τι άλλο ήταν ο Μίκης παρά το πιο «λαμπρό» ίσως «όνομα» που ανέδειξε ο ρεβιζιονιστικός πολιτικός χώρος στην Ελλάδα; Κι αντίστροφα, ποιος άλλος χώρος θα ήταν καταλληλότερος για την «υπεράσπιση» της υστεροφημίας του, ενάντια στη λήθη του χρόνου; Μπορεί να ακούγεται «ψυχρό» και κυνικό, όμως ο Μίκης – πέραν του αναπόφευκτου συναισθηματισμού που φέρνει η συνειδητοποίηση ότι πλησιάζει κανείς προς το βιολογικό του τέλος – προχώρησε στην επιλογή αυτή με πλήρη συνείδηση και πολιτική ενάργεια.
Προφανώς, ο Μίκης γνώριζε ότι η γνωστοποίηση αυτής της επιστολής θα λειτουργήσει ως ένα πολύ μεγάλο «δώρο» προς την ηγεσία του ΚΚΕ, ειδικά σε μια περίοδο που, ως αποτέλεσμα και των αδιεξόδων της ρεβιζιονιστικής γραμμής της, η επιρροή της στο λαό και τους εργαζόμενους βρισκόταν και εξακολουθεί να βρίσκεται σε υποχώρηση και σταθεροποιείται σε επίπεδα της δεκαετίας του ’90, χωρίς όμως τη δικαιολογία της πρόσφατης ήττας-διάλυσης της ΕΣΣΔ και της διάσπασης του Κόμματος. Είναι, επίσης, γνωστό και δεδομένο ότι η πραγματική γνώμη του Μίκη για τα περισσότερα στελέχη της ηγεσίας του ΚΚΕ δεν ήταν και η καλύτερη (σε μια συνέντευξη-ποταμό που έδωσε στη δημοσιογράφο της ΕΡΤ Β. Φλέσσα, το 2010, ουσιαστικά περιγράφει πώς αξίωνε από την ηγεσία του ΚΚΕ να τον «προσλάβει» στο ΠΓ(!) προκειμένου να δεχθεί την πρότασή της να αναλάβει την ηγεσία ενός «πανδημοκρατικού μετώπου» (με ΕΔΑ, ΚΚΕες κλπ.) απορώντας πως τα συγκεκριμένα στελέχη του τότε ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ μπόρεσαν να αρνηθούν την εξωφρενική, ομολογουμένως, αξίωσή του, συγκρίνοντας τον ίδιο με αυτά, με βάση τη διαδρομή και τις ικανότητές τους).
Για να πούμε την αλήθεια, το «παράπονο» του Μίκη προς την ηγεσία του ΚΚΕ έχει βάση. Χάρη στο διεθνές και εσωτερικό κύρος και τις αγωνιστικές περγαμηνές ανθρώπων όπως ο Μίκης κι ο Γλέζος, μπόρεσε μια χούφτα εγκάθετων της Τασκένδης να επιβάλλουν τη θέληση του Χρουστσιωφικού ΚΚΣΕ στο επαναστατικό ΚΚΕ. Γιατί μπορεί μεν τις αποφάσεις στην 6η και την 7η Ολομέλεια να τις πήραν με τη βία των όπλων και τον ωμό εκβιασμό, αλλά για να μπορέσει η νέα καθοδήγηση να γίνει αποδεκτή από τους χιλιάδες αγωνιστές στους τόπους εξορίας, στις φυλακές, στις παράνομες οργανώσεις, στις νόμιμες δομές κλπ., αυτό μπόρεσε κι έγινε κατορθωτό – πέραν του γενικότερου κύρους της ΕΣΣΔ – και λόγω του ότι μια σειρά στελέχη όπως αυτά που προαναφέραμε (με το Μίκη στην πρώτη γραμμή αυτών) έριξαν το βάρος του κύρους τους υπέρ της «άρσης του ανώμαλου εσωκομματικού καθεστώτος» όπως βάφτισαν ξεδιάντροπα οι ρεβιζιονιστές τη νόμιμη καθοδήγηση του επαναστατικού ΚΚΕ. Με την έννοια αυτή, ήταν η νέα καθοδήγηση του ΚΚΕ αυτή που «χρωστούσε» στο Μίκη κι όχι το αντίθετο.
Κι έπειτα, ποιο ακριβώς «παράπτωμα» θα μπορούσε αργότερα η ηγεσία αυτή να «φορτώσει» στο Μίκη, που δεν είχε ήδη διαπράξει και η ίδια; Μήπως τη συνεργασία με τη Δεξιά; Μα δεν ήταν το ΚΚΕ και ο ενιαίος ΣΥΝ που επίσημα συνεργάστηκε με τη ΝΔ στις κυβερνήσεις Τζανετάκη και Ζολώτα (στη δεύτερη ΚΑΙ με το ΠΑΣΟΚ); Επειδή ο Μίκης συνέχισε στην ίδια ρότα, όταν το ΚΚΕ σταμάτησε – χωρίς ΠΟΤΕ, ακόμα και ΣΗΜΕΡΑ, να κάνει αυτοκριτική (πέρα από κάποια μισόλογα κι αυτά θολά και αλληλοαναιρούμενα) για τις τότε επιλογές του; Ή μήπως μιλάμε για τη στάση και των δυο πλευρών την περίοδο των μνημονίων; Μα τότε, ο Μίκης πήρε τουλάχιστον ξεκάθαρη θέση υπέρ του αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία κι ενάντια στην νέα εθνική υποδούλωση, σε σχέση με την ηγεσία του ΚΚΕ. Κι αν ο πρώτος «τσίμπησε» ως ένα βαθμό στη «φόλα» του ΣΥΡΙΖΑ, το δεύτερο με την «περίεργη» στάση του «αναχωρητισμού» του από τον πολιτικό αγώνα, δεν ήταν εκείνο που έστρωσε το δρόμο στον Τσίπρα να εμφανιστεί στο λαό ως «σωτήρας με άμεση πρόταση διεξόδου»; Ή, τέλος, μήπως μιλάμε για τη στάση του Μίκη στο θέμα της Συμφωνίας των Πρεσπών; Γιατί, αν από τη μια μεριά βάλουμε τη (λαθεμένη) επιλογή του Μίκη να μιλήσει στο συλλαλητήριο του Συντάγματος κι από την άλλη την ουσιαστική άρνηση του ΚΚΕ να διεξάγει αγώνα για την ματαίωση της υπογραφής της, αλλά και την ιταμή αποκήρυξη των ιστορικών θέσεων της ΚΔ και του ίδιου του επαναστατικού ΚΚΕ για το σλαβομακεδονικό ζήτημα, η ζυγαριά των ιστορικών ευθυνών βαραίνει ασυζητητί προς τη δεύτερη πλευρά…
Όμως, από την άλλη μεριά, ο Μίκης ως ευφυές πολιτικό ον γνώριζε επίσης ότι το εναπομείναν ΚΚΕ (μιας και η δεύτερη ρεβιζιονιστική φράξια του πάλαι ποτέ ΚΚΕες έχει πρακτικά διαλυθεί) είναι όντως ο μοναδικός πολιτικός χώρος στον οποίο μπορούσε να απευθυνθεί προκειμένου να διασφαλίσει ακηλίδωτη και ανεξίτηλη την υστεροφημία του. Να μιλήσουμε ωμά και καθαρά. Πού αλλού θα μπορούσε να απευθυνθεί; Στη Δεξιά και δη στην οικογένεια Μητσοτάκη, που τον άφησαν να φτάσει στο τέλος σε συνθήκες ένδειας και απαξίωσης (όπως αναγκάστηκε η κόρη του να καταγγείλει); Στον ακροδεξιό εσμό, που αξιοποίησε το λάθος του Συντάγματος για να επιτεθεί συνολικά στην Αριστερά και το κίνημα; Ο Μίκης δεν είχε καμία αυταπάτη: το μόνο που μπορούσε να περιμένει από το σκυλολόι αυτό ήταν μια αξιοπρεπή και «γκλαμουράτη» κηδεία. Μετά το 3ημερο πένθος, ο Μίκης για την αστική τάξη θα ήταν πλέον άχρηστος και η πολιτική λήθη και μετατροπή του σε ένα «άχρωμο μουσικό εικόνισμα» πλάι σε τόσα άλλα στο χώρο της τέχνης και της μουσικής, προδιαγεγραμμένη.
Αλλά μήπως είχε την επιλογή να μην στείλει καμία επιστολή; Να φύγει δηλαδή από το ζωή με τη ρετσινιά του «διαφιλονικούμενου» από τη Δεξιά, του «εθνικοπατριώτη» που στα στερνά «τα γύρισε»; Μα, τότε, σε λίγα χρόνια και με τη φόρα που’χει η πάρει η νεοταξίτικη ιδεολογική επέλαση στην Αριστερά, το όνομα του Μίκη θα κοσμούσε μάλλον τις σελίδες της πολεμικής προς το «προδοτικό εθνικοπατριωτικό παρελθόν της ΕΑΜικής Αριστεράς» παρά τις σελίδες της απότισης τιμής σε έναν λαϊκό αγωνιστή και, μάλιστα, του μεγέθους που ο ίδιος ο Μίκης απέδιδε στον εαυτό του (το τονίζω αυτό γιατί εδώ συζητάμε για την ερμηνεία της στάσης του κι όχι τη δική μας αποτίμηση)! Για να γίνει κατανοητό τι «τύχη» περίμενε την υστεροφημία του Μίκη αν δεν έστελνε την επιστολή που έστειλε στον Δ. Κουτσούμπα, αρκεί να πούμε ότι οι διθύραμβοι για την αποστολή της από πλευράς ατόμων και συλλογικοτήτων της πέραν του ΚΚΕ Αριστεράς, σε όχι λίγες περιπτώσεις ξεπέρασαν σε όγκο και παλμό τους διθύραμβους από πλευράς του ίδιου του ΚΚΕ(!!!), με το «σκεπτικό» ότι ο Μίκης, έστω στο τέλος, «πήρε θέση», «δεν χάρισε τον εαυτό του στην ακροδεξιά», «επέλεξε να είναι ένας από εμάς» κλπ. κλπ. Είναι κατανοητό στον οποιονδήποτε έχει στοιχειώδη πολιτική νοημοσύνη, το πόσο εύκολα το παραπάνω σκεπτικό μπορούσε να είναι κατά 180 μοίρες αντίστροφο, αν η επιστολή αυτή δεν είχε αποσταλεί. Κι ο Μίκης, ο συγκεκριμένος άνθρωπος, με τη συγκεκριμένη διαδρομή, ψυχοσύνθεση, αντίληψη για τον εαυτό του και τους γύρω του κλπ. ήταν, απλά, ΑΔΥΝΑΤΟ να επιτρέψει κάτι τέτοιο να συμβεί…
Στο τέλος, βέβαια, της ημέρας το ερώτημα παραμένει: ποια είναι η αποτίμηση του Μίκη όχι ως καλλιτεχνικού μεγέθους (αυτό είναι δεδομένο και τεράστιο χωρίς συζήτηση), αλλά ως πολιτικού υποκειμένου; Πέρα από υποκειμενικά, ανθρώπινα χαρακτηριστικά, προτερήματα και αδυναμίες (κι από τέτοιες όχι μόνο ο Μίκης, αλλά όλοι μας έχουμε ουκ ολίγες), στο πρόσωπο του Μίκη Θεοδωράκη αποτυπώθηκε με ανάγλυφο και δραματικό συνάμα, τρόπο το Φως και η Τραγωδία της Αριστεράς και του λαϊκού κινήματος στη χώρα μας. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ του Μίκη, είναι η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ της μετά το τραγικό ’56 Αριστεράς στην Ελλάδα, είναι απλά ΑΔΥΝΑΤΟ να ξεκοπεί από αυτήν. Η καλύτερη, λοιπόν, αποτίμηση της προσφοράς, τέτοιας ή αλλιώτικης, του Μίκη Θεοδωράκη, είναι η μελέτη και αποτίμηση της πορείας αυτής της Αριστεράς στη χώρα μας. Δύσκολο έργο, ειδικά στο βαθμό που τα σημερινά πολιτικά υποκείμενα της Αριστεράς είναι τα ίδια μέρος του προβλήματος, προϊόντα της κρίσης και της διάλυσής της.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, αυτό που σήμερα μπορεί να ειπωθεί, είναι τούτο: ο Μίκης έγινε μεγάλος, πέρα από τις ατομικές του ικανότητες, γιατί βρέθηκε μέχρι κάποια στιγμή να πολεμά και να δημιουργεί μέσα σε ένα πραγματικό λαϊκό κίνημα. Ένα κίνημα που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν έγραφε ανακοινώσεις, καλώντας το λαό να «βγάλει συμπεράσματα» και μετά να «ψηφίσει στην κάλπη το γαρύφαλο», αλλά έβγαζε τα συμπεράσματα στη μάχη, με το όπλο στο χέρι, «πολεμώντας και τραγουδώντας». Στην πορεία του αυτή, ασφαλώς και έκανε λάθη, σε κάποιες στιγμές έπεσε ακόμα και θύμα προδοσίας. Όμως, ένα κίνημα που μάχεται, θα βρει την έκφρασή του και σε μια ΜΑΧΟΜΕΝΗ ΤΕΧΝΗ. Αυτή η τέχνη βγαίνει, μαζί με όλες τις αντιφάσεις της μέσα από το έργο του Μίκη, για τη ακρίβεια εκείνο το τμήμα του που εξέφρασε τον απόηχο, «φιλτραρισμένο» έστω μέσα από τα ρεβιζιονιστικά γυαλιά, της ύπαρξης του επαναστατικού ΚΚΕ («114», ΕΔΑ, χούντα, πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια) και γι’αυτό έφερε τον ίδιο το Μίκη σε κάθε λαϊκό σπίτι με το μικρό του όνομα. Αυτό το δίδαγμα ας κρατήσουμε για το μέλλον. Οι επόμενοι «Μίκηδες» θα γεννηθούν μέσα από τα επόμενα «ΕΑΜ». Αν τα επόμενα «ΕΑΜ» δεν επαναλάβουν τα λάθη τους, οι νέοι «Μίκηδες» πιθανότατα θα αποφύγουν τις αντιφάσεις των παλαιών. Άλλος δρόμος, δεν υπήρξε ποτέ, ούτε θα υπάρξει…
Ανάρτηση από: https://ggrigoriadis.blogspot.com/