Του Φώτη Τερζάκη
Ξαφνικά, εδώ κι
ένα δεκαήμερο ο ειδησεογραφικός βομβαρδισμός για τις «εκατόμβες της πανδημίας»
σίγησε. Όχι επειδή το συμβάν θεωρήθηκε λήξαν: τα τιμωρητικά μέτρα της
κυβέρνησης κατά των «απείθαρχων» πολιτών σε αγαστή σύμπραξη με τους εργοδοτικούς
εκβιασμούς, η δημόσια μασκαράτα της «προφύλαξης», ο φόρος υγείας στους πολίτες κάποιας ηλικίας που εννοούν να προστατεύσουν
τον εαυτό τους από μια ναζιστικού τύπου
γενετική παρέμβαση και, πάνω απ’ όλα, η μεθοδευμένη στρατηγική εξόντωσης κάπου
10.000 ανυπότακτων υγειονομικών, συνεχίζονται με ανανεωμένο σαδισμό κι
εκδικητική εμμονή – δείχνοντας πώς οι στόχοι τους ούτε βραχυπρόθεσμοι ούτε
απλώς «υγειονομικοί» ήταν. Ο λόγος είναι ότι η κυβερνητικά επιδοτούμενη
βιομηχανία των fakenewsανέλαβε
νέα αποστολή, όπου και μετέφερε άρδην όλο το τεχνικό της προσωπικό: μια
κολοσσιαία προπαγανδιστική εκστρατεία υπέρ των ΝΑΤΟϊκών της αφεντικών και την
ευρωπαϊκών τους δεκανέων, κατά του γεωστρατηγικού τους αντιπάλου, της Ρωσίας.
Παρ’ όλο που η νέα ιερή συμμαχία
διατυμπανίζει την «κατακραυγή ολόκληρου του κόσμου» για τη ρωσική εισβολή στην
Ουκρανία, ο «κόσμος» αυτός, αν προσέξει κανείς καλύτερα, δεν είναι άλλος από
τον αγγλοσαξωνικό-βορειοατλαντικό άξονα και του ευρωπαίους υποτελείς του (απ’
όπου απουσιάζει, περιέργως, το Ισραήλ, παρ’ όλο που δεν παρέλειπε να εξοπλίζει
τις ουκρανικά νεοναζιστικά τάγματα με οπλισμό υψηλής τεχνολογίας, όπως άλλωστε
κι η Τουρκία: μήπως επειδή και οι δύο γνωρίζουν πως η καταδίκη μιας «εισβολής»
θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί κατά μείζονα λόγο εναντίον τους, αν υπήρχε ίχνος
συνέπειας στις άσφαιρες ρητορείες —αλλά εγκληματικές πρακτικές— της Δύσης); Και
ποια η δικαιολογία της «κατακραυγής»; Η στρατιωτική εισβολή, ακούμε, που
παραβιάζει της κατοχυρωμένη από το διεθνές δίκαιο εδαφική και πολιτική
ανεξαρτησία μιας χώρας. Είναι η φυσική αγανάκτηση, αν θέλετε, που όλος ο κόσμος
νιώθει ενστικτωδώς απέναντι στον επιτιθέμενο. Μάλιστα. Πριν πάμε να δούμε όμως ποιος ακριβώς είναι ο επιτιθέμενος και
ποιος ο αμυνόμενος, μπορούμε να θέσουμε, υποθέτω, το απλό ερώτημα: δεν ήταν
παραβίαση της εδαφικής και/ή πολιτικής ανεξαρτησίας μιας χώρας, και αισχρή
προσβολή του διεθνούς δικαίου, η επιβολή μιας στρατιωτικής δικτατορίας στην
Ελλάδα το 1967 και η οργάνωση μιας τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974· η
ανατροπή του δημοκρατικά εκλεγμένου Προέδρου Αλιέντε και η επιβολή μιας
αιμοσταγούς δικτατορίας στη Χιλή το 1973· η βίαιη διάλυση της Γιουγκοσλαβικής
Ομοσπονδίας και η παράνομη απόσπαση του Κοσόβου από τη Σερβία· η διαδοχική καταστροφή
του Αφγανιστάν, του Ιράκ, της Συρίας, της Λιβύης, της Υεμένης και του Σουδάν –
για να περιοριστώ μόνο στο τελευταίο ήμισυ του αιώνα, και παραλείποντας πολλά;
Ποια «αυταρχική» δύναμη ενορχήστρωσε αυτά και άλλα πολλά εγκλήματα κατά του
διεθνούς δικαίου, ζητώντας ρητά μάλιστα να εξαιρεθεί η ίδια από τις διαδικασίες
εφαρμογής του, ενώ ταυτόχρονα περιπαίζει τη νοημοσύνη μας επιτιθέμενη όπου την
παίρνει και όπου μπορεί στο όνομα ακριβώς του «διεθνούς δικαίου»; Το λέω γιατί
άκουσα προχθές έναν (ακόμα) γελοίο εκπρόσωπο της κυβέρνησης Μητσοτάκη (με την
ιδιότητα του διεθνολόγου μάλιστα) να λέει επί λέξει: «Αυτό που συμβαίνει σήμερα
στην Ουκρανία δυστυχώς αλλάζει τον κόσμο· και φοβάμαι ότι τον αλλάζει για
πάντα. Διαμορφώνεται […] αυτή τη στιγμή μια νέα διαχωριστική γραμμή: από τη μία
πλευρά θα είναι η δημοκρατία και η ελευθερία και από την άλλη πλευρά θα είναι ο
αυταρχισμός και ο αλυτρωτισμός […] Πράγματι, αυτό που είδαμε στη Ρωσία μάς
θυμίζει τον Αττίλα […] Δεν μπορούμε να μείνουμε απαθείς, ούτε ουδέτεροι, απέναντι
σε κάτι το οποίο είναι καταφανώς άδικο. Για τον λόγο αυτόν η χώρα μας, λοιπόν,
τηρεί μιαν ανυποχώρητη στάση απέναντι σε οποιαδήποτε χώρα κάνει κουρελόχαρτο το
διεθνές δίκαιο».
Στον παραλληλισμό της ρωσικής
στρατιωτικής επιχείρησης με τον Αττίλα θα επανέλθω. Το βέβαιο είναι πάντως ότι,
όχι, καμία καινούργια εποχή δεν εγκαινιάζεται σήμερα ούτε ο κόσμος άλλαξε
ριζικά από τα γεγονότα αυτού του Φεβρουαρίου στην Ουκρανία. Όσα ζούμε σήμερα
είναι άρρηκτη συνέχεια μιας πολιτικής την οποία εγκαινίασαν οι ΗΠΑ μετά τον
Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με στόχο μια άνευ
όρων και χωρίς λογικούς, ηθικούς ή δικαιικούς φραγμούς παγκόσμια κυριαρχία.
Ωστόσο το ήθος αυτής πολιτικής είχε εξαγγελθεί ακόμα νωρίτερα: με το τέλος του
Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Επιτρέψτε μου λοιπόν
να διηγηθώ μία ιστορία που θα βοηθήσει, ελπίζω, κάποιους οι οποίοι έχουν μνήμη
χρυσόψαρου.
Στις αρχές του 1918 η Γερμανία ήταν
προφανές ότι έχανε, αλλά συνέχιζε να μάχεται απελπισμένα και ο πόλεμος τραβούσε
σε μάκρος. Υπό αυτές της συνθήκες, ένας σύμβουλος του Αμερικανού Προέδρου
Ουίλσον ονόματι GeorgeCreel
—προδρομική φιγούρα του σύγχρονου μάνατζμεντ και της επιστήμης των δημοσίων
σχέσεων— είχε μια ιδέα: ίσως οι Γερμανοί θα παρέδιδαν τα όπλα εάν τους
προσφέραμε ήπιους όρους εκεχειρίας· και συνέταξε μια σειρά από ήπιους όρους που
έλεγαν ότι δεν θα υπήρχαν καθόλου τιμωρητικά μέτρα, τους οποίους παρέδωσε στον
Πρόεδρο Ουίλσον γα να τους εξαγγείλει δημοσίως – το περίφημο «Διάγγελμα των 14
σημείων». Καμία προσάρτηση, καμία κυρωτική αποζημίωση, κ.ο.κ. έλεγε το
διάγγελμα· και οι Γερμανοί παράδωσαν τα όπλα. Το πώς τους συμπεριφέρθηκαν οι
νικητές στις Βερσαλλίες είναι γνωστό: ο Κλεμανσώ ήθελε να συντρίψει αμετάκλητα
τη Γερμανία, ο Λόυντ Τζώρτζ θεωρούσε σκόπιμο να εισπραχθούν υπέρογκες πολεμικές
αποζημιώσεις, όσο για τον αφελή Ουίλσον, όταν αναρωτιόταν τί έγιναν τα «14
σημεία» του, τον έβγαζαν βόλτα στα πολεμικά νεκροταφεία και τον έκαναν να
νιώθει ντροπή που δεν μισούσε τους Γερμανούς. Η Γερμανία έφτυσε κυριολεκτικά
αίμα· και το αίμα αυτό, δηλητηριασμένο από τους πικρούς χυμούς της πληγωμένης αξιοπρέπειας,
της εθνικής ταπείνωσης αλλά, προπαντός, της αίσθησης
του σατανικού εμπαιγμού, έθρεψε το δέντρο του ναζισμού. Οι εμπνευστές της
αμερικανικής πολιτικής δικαιολόγησαν την πράξη τους στο όνομα του «κοινού
καλού». Με αυτόν τον τρόπο έσωσαν, λένε, μερικές χιλιάδες ζωές Αμερικανών κι
Ευρωπαίων το 1918. Δεν συνυπολόγισε όμως η λογιστική τους το (εύλογο) μίσος που
γεννάη ατιμία, και το (αναμενόμενο) έγκλημα που γεννάει το μίσος: οι ζωές που
κόστισε το Άγος των Βερσαλλιών περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εκατομμύρια του
Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, και ύστερα
της Κορέας και του Βιετνάμ, και ύστερα της Παλαιστίνης και της Μέσης Ανατολής –
και σταματάω εδώ…
Η στρατηγική παραπλάνηση είναι
ασφαλώς μέρος του πολέμου. Όμως το μήνυμα «Ας κάνουμε ειρήνη με τους εξής
όρους…» δεν είναι της ίδιας λογικής τάξεως με τις παραπλανήσεις και
τα τεχνάσματα στρατηγικής. Λένε ότι στον έρωτα και στον πόλεμο επιτρέπονται τα
πάντα, και ίσως αυτό να ισχύει μέσα
στον πόλεμο ή τον έρωτα, όχι όμως αναφορικά
με τον πόλεμο ή τον έρωτα, και είναι κοινό αίσθημα πως η προδοσία και η εξαπάτηση σε ανακωχή ή ειρηνευτική διαδικασία είναι
απείρως φρικτότερο πράγμα από την παραπλάνηση στη μάχη. Όπως ωραία το έχει
φωτίσει ο GregoryBateson1,
όποιος παίζει με τους κανόνες της μετα-επικοινωνίας
ανοίγει την πόρτα στην τρέλα. Εάν δεν υπάρχει αξιόπιστη μετα-επικοινωνία σε
σχέση με τον πόλεμο, δεν υπάρχει δίοδος διαφυγής
από τον διαρκή, βρώμικο και δίχως κανόνες πόλεμο. Αυτό το ήθος εισήγαγαν στις
αναμετρήσεις του εικοστού αιώνα οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, και αυτό
είναι κάτι χειρότερο από τα πυρηνικά του Ναγκασάκι και της Χιροσίμα: πυρηνική
βόμβα στην ανθρώπινη λογική και κρίση, στο ίδιο το αξιακό έδαφος επί του οποίου
μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε ανθρώπινη επικοινωνία και συνεννόηση – και ως
εκτοξευτήρας της λειτουργεί το αληθινά δαιμονικό σημερινό σύστημα των Μέσων.
Μπορούμε να παρατηρήσουμε τώρα την
επανάληψη του ίδιου σεναρίου το 1990-91, με την κατάρρευση της Σοβιετικής
Ένωσης. Λογικά, η εξαφάνιση του Συμφώνου της Βαρσοβίας θα έπρεπε να οδηγήσει
στη διάλυση του ΝΑΤΟ,
το οποίο δημιουργήθηκε με ρητό στόχο ν’ αντιμετωπίσει τη «σοβιετική απειλή».
Νέες μορφές ολοκλήρωσης θα έπρεπε να προταθούν γι’ αυτή την «άλλη Ευρώπη», η οποία
φιλοδοξούσε να προσεγγίσει τη Δύση. Ακόμη πιο σοβαρό, οι ίδιοι οι Αμερικανοί
υποσχέθηκαν στον Γκορμπατσώφ (και αυτό είναι καταγεγραμμένο επισήμως) την
ασφάλεια της νέας Ρωσίας και την αποχή από οιαδήποτε ενέργεια επιθετικού
χαρακτήρα, όπως η διεύρυνση του ΝΑΤΟ
προς ανατολάς2 – και οι εγγυήσεις αυτές έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο
στις επόμενες κινήσεις του τελευταίου Σοβιετικού ηγέτη. Ωστόσο, αφότου
εκπλήρωσαν τις επιδιώξεις τους, οι ΗΠΑ
μεταχειρίστηκαν
τη Ρωσία σαν ηττημένο πολέμου – και κάθε άλλο παρά με τον ιπποτισμό του νικητή
(που δεν ήταν ποτέ στον κώδικά τους). Απέρριψαν ασυζητητί μία σχετική πρόταση
της Γαλλίας και, θέλοντας να κεφαλαιοποιήσουν τη «νίκη» τους, πίεσαν αφόρητα
για την ανατολική διεύρυνση των ευρωατλαντικών δομών, κληροδότημα του Ψυχρού
Πολέμου, στέλνοντας σε όλους το μήνυμα ότι έχουν την πρόθεση να τον συνεχίσουν.
Ήδη από το 1997 ξεκίνησε η ανατολική
διεύρυνση του ΝΑΤΟ, παρ’ όλο που στις ίδιες τις ΗΠΑ ηγετικές
προσωπικότητες εξέφραζαν τη διαφωνία τους. Το 1999, όταν το ΝΑΤΟ γιόρταζε
με τυμπανοκρουσίες την 50ή του επέτειο, έκανε την πρώτη του θεαματική κίνηση προς
τ’ ανατολικά (Ουγγαρία, Πολωνία και Τσεχική Δημοκρατία) και ανακοίνωσε πως η
διαδικασία θα συνεχιζόταν μέχρι τα ρωσικά σύνορα. Την ίδια στιγμή η Ατλαντική
Συμμαχία προχωρούσε σε πόλεμο κατά της Γιουγκοσλαβίας, μετατρέποντας τον
οργανισμό από αμυντικό μπλοκ σε επιθετική συμμαχία, κατά παράβασιν του διεθνούς
δικαίου. Ο πόλεμος κατά του Βελιγραδίου διεξήχθη χωρίς την έγκριση του ΟΗΕ, εμποδίζοντας έτσι
τη Μόσχα να χρησιμοποιήσει ένα από τα τελευταία εναπομείναντα μέσα ισχύος της:
το δικαίωμα βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας.
Η ανάληψη της εξουσίας από τον Πούτιν
τον επόμενο χρόνο μάλλον πολλαπλασίασε τις πράξεις καλής θέλησης προς την
Ουάσιγκτον, ιδίως μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Ο νέος ρώσος
πρόεδρος αποδέχθηκε την προσωρινή εγκατάσταση αμερικανικών βάσεων στην Κεντρική
Ασία και διέταξε το κλείσιμο των ρωσικών βάσεων στην Κούβα που κληρονόμησε από
την ΕΣΣΔ,
όπως και την αποχώρηση των ρώσων στρατιωτών που βρίσκονταν στο Κόσοβο. Το μόνο αντάλλαγμα
που ζητούσε η Ρωσία ήταν να αποδεχθεί η Δύση ότι ο μετασοβιετικός χώρος, τον
οποίον ορίζει ως το «εγγύς εξωτερικό» της, εμπίπτει στη σφαίρα ευθύνης της. Το
2003, η επέμβαση στο Ιράκ από τον αμερικανικό στρατό,επίσης χωρίς έγκριση του ΟΗΕ που αποτελεί
ακόμα μία κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου, επέσυρε μια κοινή καταδίκη
από το Παρίσι, το Βερολίνο και τη Μόσχα, πράγμα που εμφύσησε φόβους στην
Ουάσινγκτον για το ενδεχόμενο μιας συνεργασίας της Ρωσίας με την Ευρώπη, την
οποία όφειλε να τσακίσει εν τη γενέσει της· και το προσφορότερο όπλο γι’ αυτό
ήταν οι «πρόθυμες» χώρες της πρώην Ανατολικής Ευρώπης.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν ήταν
ραγδαία. Οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν
την πρόθεσή τους να εγκαταστήσουν τμήματα της αντιπυραυλικής τους ασπίδας στην
Ανατολική Ευρώπη, κατά παράβασιν της συμφωνίας Ρωσίας-ΝΑΤΟ
(που υπογράφηκε το 1997), ενώ παράλληλα η Ουάσινγκτον αμφισβητούσε τις
συμφωνίες πυρηνικού αφοπλισμού (και αποσύρθηκε από τη Συνθήκη για τους αντιβαλιστικούς
πυραύλους τον Δεκέμβριο του 2001). Ο χορός των λεγόμενων «χρωματιστών επαναστάσεων»
στον μετασοβιετικό χώρο έγιναν δικαιολογημένα αντιληπτές στη Μόσχα ως
επιχειρήσεις που αποσκοπούσαν στην εγκαθίδρυση φιλοδυτικών καθεστώτων στο
κατώφλι της. Τον Απρίλιο του 2008 η Ουάσιγκτον άσκησε ισχυρές πιέσεις στους ευρωπαίους
συμμάχους της να επικυρώσουν την πρόσκληση της Γεωργίας και της Ουκρανίας για
ένταξη στο ΝΑΤΟ,
και ταυτόχρονα πίεζε για αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Κοσόβου, η οποία συνιστούσε
μια πρόσθετη βιαιοπραγία κατά του διεθνούς δικαίου αφού νομικά επρόκειτο για
σερβική επαρχία.
Αφότου η Δύση άνοιξε το κουτί της Πανδώρας του παρεμβατισμού και της
αμφισβήτησης των συνόρων στην ευρωπαϊκή ήπειρο, η Ρωσία απάντησε με
στρατιωτική επέμβαση στη Γεωργία το 2008 και στη συνέχεια με την αναγνώριση της
ανεξαρτησίας της Νότιας Οσετίας και της Αμπχαζίας. Με τον τρόπο αυτόν το
Κρεμλίνο έστελνε σήμα ότι θα κάνει τα πάντα για ν’ αποτρέψει την περαιτέρω ανάπτυξη
του ΝΑΤΟ στο
μαλακό του υπογάστριο. Ήταν ασφαλώς παραβίαση του διεθνούς δικαίου, επίσης,
αλλά ποιος είχε το ηθικό έρεισμα να το υπερασπιστεί; Οι ΗΠΑ συνέχισαν το
θανατηφόρο παιχνίδι τους, απολύτως τυφλές απέναντι στις δυνάμεις που έθεταν σε
κίνηση.
Στα τέλη του 2013, Ευρωπαίοι και
Αμερικανοί υποστήριξαν τις διαδηλώσεις που οδήγησαν στην ανατροπή του προέδρου
Βίκτορ Γιανουκόβιτς στην Ουκρανία, του οποίου η εκλογή το 2010 είχε
αναγνωριστεί ως σύμφωνη με τους δημοκρατικούς κανόνες. Ήταν ένα απροκάλυπτο
πραξικόπημα, με μοχλό ουκρανικές νεοναζιστικές συμμορίες τις οποίες η Δύση
εξόπλιζε3 προκειμένου να πετύχει, πάση θυσία, την προσάρτηση της
Ουκρανίας στο δυτικό στρατόπεδο. Ακολούθησε μια δυναμική ρωσική παρέμβαση στην
Ουκρανία —η προσάρτηση της Κριμαίας και η ανεπίσημη στρατιωτική υποστήριξη των
αυτονομιστών του Ντάνμπας, μιας μεγάλης ρωσικής μειονότητας 250.000 ανθρώπων,
ειρήσθω εν παρόδω— την οποία το Κρεμλίνο δικαιολόγησε ως νόμιμη απάντηση στη (φιλο)δυτική
διαρπαγή της εξουσίας στο Κίεβο. Από την πλευρά τους, οι δυτικές πρωτεύουσες
κατήγγειλαν μιαν άνευ προηγουμένου πρόκληση για τη διεθνή μεταψυχροπολεμική τάξη.
Οι συμφωνίες του Μινσκ, που υπογράφηκαν
τον Σεπτέμβριο του 2014, έδωσαν τη δυνατότητα στη Γαλλία και τη Γερμανία —χώρες
εξαρτημένες από το ρωσικό φυσικό αέριο, και ιδίως η δεύτερη— να αναλάβουν ρόλο
μεσολαβητή στις εχθροπραξίες. Επτά χρόνια αργότερα, όμως,η διαδικασία είχε
παγώσει: το Κίεβο εξακολουθούσε ν’ αρνείται την αυτονομία στο Ντάνμπας την
οποία υπέγραψε, ενώ ο ρωσικός πληθυσμός υφίστατο φρικαλέους βασανισμούς από τα
εθνικιστικά τάγματα εφόδου και η γλώσσα του (της οποίας διάλεκτος είναι
ουσιαστικά η ουκρανική) απαγορεύτηκε. Συνειδητοποιώντας ότι Παρίσι και
Βερολίνο ευθυγραμμίζονται πλήρως με τις ουκρανο-αμερικανικές θέσεις, η ρωσική
ηγεσία αποφάσισε να τους παραγκωνίσει και να διαπραγματευτεί απευθείας με τους
Αμερικανούς, τους οποίους έβλεπε ως τους πραγματικούς καθοδηγητές του Κιέβου. Η
εκλογή του προέδρου Ζελένσκι τον Απρίλιο του 2019 γέννησε στιγμήν
στο Κρεμλίνο την ελπίδα μιας ανανέωσης των δεσμών με το Κίεβο, αλλά εκείνος ενίσχυσε
την πολιτική της ρήξης με τον «ρωσικό κόσμο» που είχε ξεκινήσει ο προκάτοχός
του. Ακόμη χειρότερα, η στρατιωτικο-τεχνική συνεργασία μεταξύ Ουκρανίας και ΝΑΤΟ συνέχιζε να εντείνεται
ενώ η Τουρκία, μέλος και η ίδια του ΝΑΤΟ, έχει παραδώσει μη επανδρωμένα αεροσκάφη μάχης, που έκαναν το Κρεμλίνο να
φοβάται ότι το Κίεβο ίσως μπει στον πειρασμό μιας στρατιωτικής ανακατάληψης του
Ντάνμπας. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι κινήσεις της Μόσχας ήταν αυτό πού λέμε στο
σκάκι φορσέ: δεν είχε κανένα άλλο
περιθώριο από το ν’ αναλάβει πρωτοβουλία όσο υπήρχε ακόμα χρόνος.
Ακόμη και την τελευταία στιγμή, παρ’ όλ’
αυτά, σε μια προσπάθεια να λάβει εγγυήσεις σχετικά με
την προστασία της εδαφικής της ακεραιότητας, η Ρωσία παρουσίασε στους
Αμερικανούς δύο σχέδια συνθηκών με στόχο τη μεταρρύθμιση της αρχιτεκτονικής
ασφάλειας στην Ευρώπη, ενώ συγκέντρωνε στρατεύματα στα ουκρανικά σύνορα. Ζητούσε
το επίσημο πάγωμα της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ προς ανατολάς, την απόσυρση των δυτικών στρατευμάτων από τις
χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και τον επαναπατρισμό των αμερικανικών πυρηνικών
όπλων που έχουν αναπτυχθεί στην Ευρώπη. Αντιμετωπίστηκε ακόμα μία φορά με
αλαζονική απαξίωση – κι έπαιξε το μόνο χαρτί που μπορούσε πια να παίξει.4
Ανεξάρτητα από τους συγκυριακούς
παράγοντες οι οποίοι πυροδότησαν τα γεγονότα που σήμερα όλοι με κροκοδείλια
δάκρυα θρηνούν και καταδικάζουν, πρέπει να τονιστεί ότι η Ρωσία απλώς επαναλαμβάνει τα αιτήματα που προβάλλει αδιάλειπτα από το
τέλος του Ψυχρού Πολέμου, τα οποία η Δύση ποτέ δεν θεώρησε αποδεκτά ή νομιμοποιημένα.Ασφάλεια
της Ευρώπης δεν μπορεί να υπάρξει ενάντια
στη Ρωσία αλλά μόνο μαζί της. Είναι η
μόνη παραδοχή που υπαγορεύει ο συνεπής ειρηνισμός, για όσους θέλουν να
εμφανίζονται ως θερμοί υποστηρικτές του. Πέρ’ από τους πραγματιστικούς
υπολογισμούς της εκάστοτε διπλωματίας, είναι σωστό ότι πρέπει να συνιστά
κριτήριο των πολιτικών μας επιλογών μια αρχή
δικαίου, και ακόμη πιο σωστό πως αυτή υπαγορεύει να στέκουμε πάντα στο πλευρό του αμυνόμενου, και να
εναντιωνόμαστε στον επιτιθέμενο: μόνο που επιτιθέμενος αυτή τη στιγμή στην
Ουκρανία δεν είναι η Ρωσία· είναι το ΝΑΤΟ και ο συρφετός των μικρών και μεγάλων υποτακτικών του,
και η Ρωσία είναι ο αμυνόμενος. Μια εκτίμηση στην οποία συγκλίνουν πολλοί
σοβαροί διεθνείς αναλυτές —αποκλεισμένοι βεβαίως από την τηλεοπτική μηχανή των fakenews— είναι ότι στήθηκε
παγίδα στον Πούτιν.
Αφελώς θα μπορούσε ίσως να ρωτήσει
κάποιος: μα γιατί αυτή η παράλογη επιθετικότητα των ΗΠΑ προς τη Ρωσία, αφού
στο κάτω-κάτω δεν υφίσταται το βαθύ ιδεολογικό ρήγμα (έστω προσχηματικό) που
χώριζε τα δύο στρατόπεδα την εποχή του Ψυχρού Πολέμου; Γιατί αυτή η στρατηγική
ασφυκτικής περικύκλωσης, φυτεύοντας πυρηνικές βάσεις σε όλη την περίμετρο των συνόρων
της που κανένα κυρίαρχο κράτος δεν θα μπορούσε ν’ αποδεχθεί, κι εκτοξεύοντας
απερίφραστες απειλές (έστω ρητορικές) που γεννούν αναπόφευκτα ένα αίσθημα
υπαρξιακής απειλής σε αυτή τη μεγάλη χώρα, όταν μάλιστα έχει η ίδια εκπέμψει με
κάθε τρόπο την επιθυμία της να ενταχθεί υπό αξιοπρεπείς όρους στο «δυτικό»
στρατόπεδο; Η απάντηση πρέπει ν’ αναζητηθεί, νομίζω, στους όρους της κεφαλαιοκρατικής παγκοσμιοποίησης που
επέβαλαν οι ηγέτιδες δυνάμεις της Δύσης από τα τέλη τής δεκαετίας του ’70 και
συνδέθηκε με το λεγόμενο «νεοφιλελεύθερο» οικονομικοπολιτικό δόγμα. Μετά την
κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, οι πρωτεργάτες της «παγκοσμιοποίησης»
απέβλεπαν σε οικονομική λεηλασία των τεράστιων πλουτοπαραγωγικών πηγών αυτής
της χώρας (σύμφωνα με το σχέδιο Μπρζεζίνσκυ, ο οποίος υποκινούσε εμμονικά τον
διαμελισμό της Ρωσίας μη παύοντας να δηλώνει με κάθε ευκαιρία «Η Ρωσία είναι πάρα πολύ μεγάλη!») – ελπίδα την οποία
έκανε προς στιγμήν, μετά το 1995, να φαίνεται ρεαλιστική το άνοιγμα του έως
τότε αποκλεισμένου σοβιετικού οικονομικού χώρου χάρη στην πολιτική Γκορμπατσώφ,
και ύστερα βέβαια του Γιέλτσιν. Η ελπίδα αυτή διαψεύστηκε οικτρά, και η
διάψευσή της συνδέθηκε με την ανάληψη της εξουσίας από τον Πούτιν ο οποίος,
μετά τις πρώτες οδυνηρές εμπειρίες της χώρας από το «άνοιγμα» της δεκαετίας του
’90, ανέλαβε σιδηρά διαχείριση και επιστροφή σε ένα κλειστό εθνικιστικό
καθεστώς προστατευμένης οικονομίας. Αυτό ακριβώς είναι το «έγκλημα» όλων των
κηρυγμένων εχθρών τής Δύσης σήμερα —του Ιράν, της Κίνας, της Βενεζουέλας ή της
Βολιβίας, κ.ά.— τα οποία στη jargonτης ακαδημαϊκής πολιτικής επιστήμης αποκαλούνται
«αυταρχικά καθεστώτα». Πρέπει να γίνει σαφές ότι, στη γλώσσας αυτής της
υπηρεσιακής διανόησης, ο όρος «αυταρχικά» δεν έχει να κάνει τίποτα με όρους
εσωτερικής πολιτικής, με μονοκομματική ή πολυκομματική διακυβέρνηση, με
μηχανισμούς αναδιανομής ή συγκέντρωσης του πλούτου στα χέρια μια μικρής
κυβερνητικής ελίτ· αφορά μόνο τα προστατευτικά οικονομικά μέτρα που
δημιουργούν κλειστές ζώνες στο σύστημα της παγκόσμιας αγοράς και στους
ελεγκτικούς του μηχανισμούς (Παγκόσμια Τράπεζα, ΔΝΤ, κτλ.) οι οποίοι,
καταγόμενοι από το Μπρέτον Γουντς, έχουν αποβεί το κατεξοχήν οικονομικό
εργαλείο της (αποβλεπόμενης) παγκόσμιας διακυβέρνησης εκ μέρους των δυτικών
κεφαλαιοκρατικών ελίτ, όπως η στρατιωτική μηχανή των ΗΠΑ έχει αποβεί το
αστυνομικό/εκτελεστικό της εργαλείο. Π.χ. η Κίνα και η Βόρειος Κορέα είναι
«αυταρχικά καθεστώτα», όχι όμως η Ταϊλάνδη και η Σιγκαπούρη· η Συρία και Ιράκ
είναι «αυταρχικά καθεστώτα», όχι όμως η Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ· η
Βενεζουέλα είναι «αυταρχικό καθεστώς», όχι όμως η Κολομβία· κ.ο.κ. Βεβαίως, η προστασία της εθνικής οικονομίας
από την πολιτική Πούτιν δεν είχε τα αναμενόμενα ευεργετήματα για τον ρωσικό λαό,
επειδή επιτεύχθηκε χάρη στη συμμαχία με ένα καρτέλ εσωτερικών ολιγαρχών οι
οποίοι, μετά από ένα σκληρό ξεκαθάρισμα λογαριασμών στη δεκαετία του 2000,
συνήψαν ένα νέο συμβόλαιο με την κυβέρνηση δια του οποίου εξασφάλιζαν την
εκμετάλλευση του αδαπάνητου κοινωνικού πλούτου της Σοβιετικής Ένωσης που
περιήλθε στα χέρια τους. Ασφαλώς και ο Πούτιν δεν είναι λαϊκός ηγέτης ούτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πρότυπο
για οποιαδήποτε έννοια κοινωνικής δημοκρατίας· μπορούν κάλλιστα του ασκηθούν
κριτικές, πολύ αυστηρές μάλιστα, από μια τέτοια σκοπιά, όμως: 1) δεν είναι καθόλου αυτό που ενοχλεί τους
δυτικούς, και άλλωστε καμία πολιτική
οντότητα δεν εκδημοκρατίστηκε ποτέ υπό καθεστώς εξωτερικής απειλής· και 2)
ο εσωτερικός αυταρχισμός της κυβέρνησης Πούτιν δεν μεταφράζεται αυτομάτως σε άδικο στην εξωτερική πολιτική (είναι
πολύ πιο πολύπλοκες οι σχέσεις ανάμεσα στα διαφορετικά επίπεδα της πολιτικής), διότι
σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής είναι μια κυβέρνηση αμυνόμενη κι έχει όλο το δίκιο
με το μέρος της. Στα μάτια των δυτικών, ο Πούτιν είναι το κύριο εμπόδιο στη
λεηλασία της Ρωσίας από το δυτικό κεφάλαιο και τίθεται ως πρώτιστος στόχος η
ανατροπή του. Και, στα σχέδια της αδίστακτης δυτικής γεωπολιτικής, η πολυεθνική
και περισσότερο κοινωνικοπολιτικά εύθραυστη Ουκρανία θεωρήθηκε το μαλακό
υπογάστριο της περίκλειστης ρωσικής οικονομικής και στρατιωτικής άμυνας, μέσω
της οποίας από το 1991 προσπαθεί να ανοίξει διαδρόμους αποφασιστικής πολιτικής
διείσδυσης.
Δεν χρειάζεται, υποθέτω, να πω ότι μέχρι
στιγμής το άμεσο θύμα των ύπουλων δυτικών σχεδιασμών είναι η ίδια η Ουκρανία.
Όσο κι αν διαρκέσει αυτή η στρατιωτική επιχείρηση, όσες κυρώσεις κι αν
επιβληθούν στη Ρωσία, οι δυτικοί στόχοι είναι αδύνατον να ευοδωθούν. Αν οι
δυτικοί —και οι «πρόθυμοι» ανατολικοί σύμμαχοί τους— επιμείνουν, το μόνο που θα
πετύχουν είναι η ολοσχερής καταστροφή της Ουκρανίας. Ήδη η ανόητη και πολιτικά
αβαρής ηγεσία της πληρώνει το τίμημα της εμπιστοσύνης που εναπόθεσε στους
Αμερικανούς, μη κατανοώντας ότι γι’ αυτούς δεν ήταν τίποτα περισσότερο από
αναλώσιμο χαρτί. Οπουδήποτε, οποιοσδήποτε συμμάχησε με τους Αμερικανούς —στη
Συρία, στο Ιράκ, στην πρώην Γιουγκοσλαβία, και αλλού— αφέθηκε απροστάτευτος
στην τύχη του και είναι ηλιθιότητα πρώτου μεγέθους να περιμένει κάποιος
συνέπεια, εντιμότητα και ήθος από τη δύναμη που εξαχρείωσε όσο κανένας άλλος τη
διεθνή πολιτική και διπλωματία, όπως και τα ίδια τα πολεμικά ήθη, στον εικοστό
αιώνα. Ο μισοί Ουκρανοί άλλωστε είναι ρωσικής καταγωγής είτε φιλορώσοι· και
όσοι απλώς δεν είναι φιλορώσοι, δεν πολεμούν αλλά παρακολουθούν τρομαγμένοι τα
γεγονότα κλειδωμένοι στα σπίτια τους ή σπεύδουν να φύγουν το γρηγορότερο από
τους διαδρόμους διαφυγής που ανοίγουν οι Ρώσοι. Όσοι πολεμούν είναι οι αθρόα
χρηματοδοτούμενες κι εξοπλιζόμενες από τους Αμερικανούς διμοιρίες των
ναζιστικών καθαρμάτων που έχουν γίνει αναπόσπαστο μέρος του «επίσημου» στρατού.
Το θλιβερό επιμύθιο όλων αυτών είναι
βέβαια, τουλάχιστον για εμάς, τα όσα διαδραματίζονται στην Ελλάδα. Η διακυβέρνηση
από ένα δεξιό, νεοφασιστικών αποχρώσεων και διασυνδέσεων κόμμα (ελέω κάποιου
είδους «λευκής επιταγής» από τα λοιπά κοινοβουλευτικά κόμματα, να τονίσουμε),
οδηγεί τούτη τη στιγμή, με τη σύμπραξη όλων των μηχανισμών που ενορχηστρώνονται
από την Αμερικανική Πρεσβεία5, στο βαθύτερο σημείο τής σπείρας
ολέθρου στην οποία κυλάει εδώ και τουλάχιστον μια δεκαετία η χώρα. Αποδεκατισμένη
από τη μνημονιακή καταλήστευση που ήταν καρπός της ευρω-δουλείας όλωντης των πρόσφατων κυβερνήσεων, παγωμένη
και ρημαγμένη από την υγειονομική δικτατορία που επιβλήθηκε επί δύο χρόνια μέσω
υπουργικών διαταγμάτων και με οικειοθελώς φιμωμένη την αντιπολίτευση, προβαίνει
τώρα στην έσχατη αυτοκτονική κίνηση να λάβει μέρος σε έναν πόλεμο που δεν την
αφορά – και, ακόμα μία φορά, «στο πλευρό των νικητών», όπως δήλωσε κυνικά ο
ψυχοπαθής πρωθυπουργός της. Μόνο που τα κέρδη των νικητών —αν υπάρξουν— δεν
προορίζονται για τις δουλοπρεπείς ορντινάτσες τους, όπως αρνείται να διδαχθεί
εδώ κι έναν αιώνα ακριβώς η συντεχνία που έχει αναλάβει υπεργολαβικά τις τύχες
της χώρας. Ασφαλώς δεν μπορεί αν γίνει λόγος περί αξιών σε ένα τέτοιο πολιτικό περιβάλλον·
αλλά και στη μοναδική γλώσσα που αυτοί καταλαβαίνουν, τη γλώσσα των ιδιοτελών
συμφερόντων, η απονενοημένη κίνηση της Ελλάδας να στείλει όπλα στην Ουκρανία
είναι πρώτου μεγέθους αυτογκόλ. Δεν χρειάζεται να επαναλάβω εδώ τους λόγους
–τους έχουν ήδη εκθέσει λεπτομερώς ακόμη και συντηρητικοί πολιτικοί αναλυτές
τούτες τις ημέρες. Θα θίξω μονάχα ένα επιχείρημα που προβάλλουν κυβερνητικοί
κύκλοι και οι περί αυτούς για να δικαιολογήσουν την καταστροφική ενέργειά τους.
Το επιχείρημα λέει, εν ολίγοις, πως η παραβίαση της εδαφικής ακεραιότητας μιας
χώρας με πρόσχημα την προστασία κάποιας μειονότητας είναι ειδεχθής πράξη
εισβολής, όπως ακριβώς η τουρκική εισβολή στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974. Το
πρώτο που απαιτείται να δούμε εδώ είναι πόσο μακριά φτάνει αυτή η αναλογία.
Στην Κύπρο υπήρχε μια τουρκική
μειονότητα, και όντως είχε υποστεί βιαιοπραγίες από τους ακροδεξιούς εθνικιστές
που ηγούνταν του απελευθερωτικού αγώνα κατά των βρετανών αποικιοκρατών, τόσο
στη διάρκεια του αγώνα όσο και μετά την ανεξαρτοποίηση της νήσου στις αρχές τής
δεκαετίας του ’60. Από αυτή την άποψη, η Τουρκία δεν ήταν εστερείτο ψηγμάτων
νομιμοποίησης, όπως υποστηρίζουν με πάθος ελληνικοί εθνοσωβινιστικοί κύκλοι.
Ωστόσο, το μέγεθος και η βιαιότητα της στρατιωτικής της επέμβασης ήταν τερατωδώς δυσανάλογη προς τον διακηρυγμένο
σκοπό, και προς τα δικαιώματα που τύποις τής έδινε το καθεστώς της ως
εγγυήτρια δύναμης – πράγμα που φανερώνει την προσχηματικότητα του σκοπού.
Δεύτερον, και πολύ σπουδαιότερο, μια τέτοια επέμβαση όφειλε, αφού εκπληρώσει
τον σκοπό της, να τερματιστεί και η στρατιωτική δύναμη να επιστρέψει στη βάση
της. Αντ’ αυτού, παρέμεινε ως μόνιμη
δύναμη κατοχής και δημιουργώντας ένα defacto «κράτος» επί κατειλημμένων εδαφών, εις πείσμα όλων των ψηφισμάτων του ΟΗΕ, των κανονισμών της ΕΕ (στην οποίαν ανήκει επισήμως η Κύπρος από το 2004) και του διεθνούς
δικαίου. Επιπλέον, η Κύπρος δεν συνιστούσε στρατιωτική απειλή για τη Τουρκία,
πράγμα που θα δικαιολογούσε, έστω κατά παράβασιν του δικαιικού γράμματος,
έκτακτες ενέργειες για την αποτροπή της.
Η Ρωσία, απεναντίας, δεν έχει την πρόθεση —ούτε προφανώς την ανάγκη— για
προσάρτηση εδαφών ενώ βρίσκεται η ίδια υπό ζωτική απειλή από την ανάπτυξη
πυρηνικών όπλων στην περίμετρό της, και η απειλή αυτή είναι υψηλόφωνα
εκφρασμένη· επιπλέον, στην Ουκρανία ζει μια μεγάλη ρωσική μειονότητα η οποία
υφίσταται όχι μόνον παραβιάσεις στοιχειωδών πολιτικών δικαιωμάτων —όπως και
στις Βαλτικές χώρες άλλωστε, και άλλες περιοχές της πρώην Ανατολικής Ευρώπης
που έχουν εκχωρήσει την ανεξαρτησία τους στον Ατλαντικό άξονα— αλλά και
απερίγραπτές φυσικές ωμότητες, που είναι σε όλους τόσο γνωστές ώστε δεν
χρειάζεται να επιβαρύνω με φρικτές λεπτομέρειες αυτό το άρθρο. Ακόμα, ο
προσεκτικός χαρακτήρας της επιχείρησης του ρωσικού στρατού δεν έχει καμιά
αναλογία με την αγριότητα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, των αμερικανικών
εισβολών στη Γιουγκοσλαβία, στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, στη Συρία, στις μισές
χώρες της Λατινικής Αμερικής ή των εισβολών του Ισραήλ στη μισή Μέση Ανατολή…
Εν ολίγοις, το επιχείρημα καταρρέει εκ της προδικασίας, όπως λέμε.
Το δεύτερο που απαιτείται είναι να δούμε, αν υποθέσουμε ότι το μέλημα για την Κύπρο εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης είναι ειλικρινές, κατά πόσον η κίνησή της υπηρετεί τον σκοπό της. Δεδομένου ότι η τουρκική εισβολή στην Κύπρο σχεδιάστηκε στα επιτελεία των ΝΑΤΟϊκών «προστατών» της Ελλάδας και της Κύπρου, και δεδομένου ότι οι ευρωαμερικανοί «σύμμαχοι» της Ελλάδας όχι μόνο δεν θέλησαν να επιβάλουν ποτέ κυρώσεις στην Τουρκία αλλά και νομιμοποίησαν δι’ εσκεμμένων παραλείψεων την στρατιωτική κατοχή, η τωρινή τους απαίτηση προς την Ελλάδα να συνδράμει τον πόλεμό τους έδινε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία στην Ελλάδα να ορθώσει βέτο απαιτώντας ως όρο την έμπρακτη επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία για ομόλογο αδίκημα. Το ότι δεν το έκανε δεν ήταν απλώς παράλειψη ή ολιγωρία· ήταν ακόμα μία ενεργητική πράξη προδοσίας της Κύπρου (συνένοχη στην οποία είναι κι η ίδια η κυπριακή κυβέρνηση, βέβαια) και στρίμωγμα της χώρας σε ακόμη πιο δυσχερή θέση στην παγκόσμια σκακιέρα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. GregoryBateson, DonD. Jackson, JayHaley&JohnWeekland, «Για μια θεωρία τής σχιζοφρένειας», στον συλλογικό τόμο Σχιζοφρένεια και οικογένεια, μετ. Κλαίρη Τρικεριώτη (Γράμματα: Αθήνα 1978)· και, ακόμα, τις πολυεπίπεδεςαναλύσεις τουBatesonστοΒήματα για μια οικολογία τού νου, μετ. Ελένη Σαμαρά, επιμ. Βιολέτα Καφταντζή (UniversityStudioPress: Θεσσαλονίκη 2017).
2. Βλ. σχετικά καιPhilippeDescamps, «“L’OTANnes’étendrapasd’unpouceversl’est”», LeMonde diplomatique, Σεπτέμβριος 2018.
3. Έναςεξέχων πολιτικόςδημοσιογράφος από την Ιταλία, ο FrancoFracassi, είχε δημοσιεύσει στα μέσα της δεκαετίας του ’90 το βιβλίο IlQuartoReich. Organizzazioni, uominieprogrammidell’ internazionalenazista (Riuniti 1996), μια εξονυχιστικά τεκμηριωμένη έρευνα για την επιβίωση των ναζιστικών ομάδων μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όχι μόνο από τη Γερμανία αλλά και από χώρες της κεντροανατολικής Ευρώπης και τη Βαλτικής, για τη μεθοδευμένη διάσωση και την προσεχή χρησιμοποίησή τους από τους Αμερικανούς, αρχικά ως δύναμη κρούσης κατά το κομμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη κι εν συνεχεία ως εργαλείο ελέγχου της νέας Ανατολικής Ευρώπης απέναντι σε πιθανά σκιρτήματα αυτονόμησης της ΕΕ (ιδίως της Γερμανίας και της Γαλλίας) από την σταθερή αντι-ρωσική πολιτική του Πενταγώνου. Ο παθολογικός αντι-ρωσισμός τους ήταν ακριβώς το στοιχείο που χρειάζονταν οι αμερικανικοί σχεδιασμοί, κι ένα μεγάλο κομμάτι τους ήταν τα ουκρανικά φιλοναζιστικά τάγματα που είχαν σχηματιστεί στα χρόνια του πολέμου. Μια επικαιροποιημένη παρουσίαση αυτού του υλικού, με ανατριχιαστικά στοιχεία για τη δράση αυτών των ομάδων στην τελευταία δεκαετία, έκανε ο Fracassi προσφάτως σε τηλεοπτική του συνέντευξη (https://www.youtube.com/watch?v=GRfGA-_jP4Y&ab_channel=zouglagr). Να πω εν παρόδω ότι ο ίδιος τον περασμένο χρόνο δημοσίευσε μια σημαντική έρευνα σχετικά με τα κοινά μυστικά πειράματα βιολογικού πολέμου Αμερικανών και Κινέζων στα εργαστήρια του Γιουχάν, φωτίζοντας ένα κομμάτι του σύνθετου παζλ της παγκόσμια ενορχηστρωμένης υγειονομικής τρομοκρατίας: βλ. FrancoFracassi&FedericaIpsaroPassione, ImisteridiWuhan (PrimediaeLaunchLLC, 2021).
4. Ένας από τους πιο αξιόπιστους ανταποκριτές αυτού του πολέμου, ο Δημήτρης Λιάτσος από τη Μόσχα, μας πληροφορεί ότι ο Πρόεδρος Πούτιν δεν έδρασε καν αιφνιδιαστικά, ότι πριν από την έναρξη των επιχειρήσεων είχε προηγηθεί τηλεφωνική επικοινωνία με το Παρίσι και το Βερολίνο όπου κοινοποίησε στους ευρωπαίους ηγέτες τί ακριβώςσκόπευε να κάνει και με ποιον τρόπο, πράγμα που ώς τώρα έχει τηρήσει σχολαστικά. Είναι σε όλους τούς προσεκτικούς παρατηρητές εμφανής, άλλωστε, η επιφυλακτικότητα της ρωσικής στρατιωτικής προέλασης και η προσοχή να μην υπάρξουν «παράπλευρες απώλειες» (κάτι που οι ελληνικές τηλεοπτικές χωματερές, βεβαίως, κάνουν αγωνιώδεις προσπάθειες να παρουσιάσουν ως ρωσική αδυναμία) – σε κατάφωρη αντίθεση με τις αμερικανικές επεμβάσειςπου χρησιμοποιούν εσκεμμένα τις εκατόμβες αμάχων ως μέσον πίεσης των κυβερνήσεων.
5. Περιλαμβανομένων «ειδικών» επιχειρηματικών συμφερόντων, του εφοπλιστικού κεφαλαίου, της ειδησεογραφικής βιομηχανίας φυσικά και, τελευταίων και καταϊδρωμένων, κάποιων «αντιεξουσιαστών» της καρπαζιάς (βλ. περ. Αυτολεξεί και https://www.aftoleksi.gr/2022/03/05/h-orgi-ton-anatolikoeyropaion-ti-dytiki-aristera/?utm_source=rss&utm_medium=rss&utm_campaign=h-orgi-ton-anatolikoeyropaion-ti-dytiki-aristera)και του θλιβερού σαλτιμπάγκου Διονύση Σαββόπουλου – παραπέμποντας μάλιστα ο τελευταίος, προς επίρρωσιν των λόγων του, στη θυμοσοφία του Στέλιου Ράμφου(https://www.topontiki.gr/2022/03/03/dionisis-savvopoulos-giati-piga-sti-sigkentrosi-sto-sintagma-kata-tis-rosikis-isvolis-stin-oukrania-photo/)... Μόνο που ο Ράμφος δεν είναι απλώς αλαλιασμένοςόπως εσείς κε Σαββόπουλε· εκτελεί διατεταγμένη υπηρεσία, και κάνει πολύ προσεκτικά τη δουλειά του!
Ανάρτηση από: https://autonomidrasi.com/
Ευχαριστώ τον φίλο Χρήστο Π.