Κυριακή 20 Ιουλίου 2025

Γλυπτά του Παρθενώνα: μια ιστορική αδικία που τη διαιωνίζουν τα υπολείμματα της βρετανικής αποικιοκρατίας

Του Δημήτρη Μάρτου

Ακόμη και σήμερα δεν λείπουν οι Βρετανοί διανοούμενοι και πολιτικοί, που ψάχνουν απεγνωσμένα λόγους για να δικαιολογήσουν την πράξη της αρπαγής και κατακράτησης ελληνικών μνημείων στο Λονδίνο. 36 σημαίνοντα πρόσωπα της πολιτικής και πανεπιστημιακής κοινότητας του Ηνωμένου Βασιλείου υπέγραψαν μια επιστολή (11-7-2025), με την οποία προσπαθούν να εμποδίσουν τις συνομιλίες για την «επανένωση» των Γλυπτών του Παρθενώνα.

Θεωρούν αυτές τις συνομιλίες «διαστρέβλωση της πορείας της ιστορίας για πολιτικούς και ιδεολογικούς λόγους», ότι η «απομάκρυνση των Μαρμάρων από την Αθήνα έγινε για συγκεκριμένους πολιτιστικούς λόγους τους οποίους έχουμε καθήκον να σεβαστούμε και να κατανοήσουμε», ότι δεν αναγνωρίζουν τις έρευνες και τις δημοσκοπήσεις που ζητούν την επιστροφή των Γλυπτών και ακόμη ότι «η μυστικότητα των διαπραγματεύσεων ενδέχεται να συνιστά παραβίαση των θεσμικών καθηκόντων που οι επίτροποι των μουσείων οφείλουν προς το κοινό».

Εν κατακλείδι, καλούν την Κυβέρνηση του Κιρ Στάρμερ και το ΔΣ του Βρετανικού Μουσείου «να αναστείλουν κάθε συζήτηση περί μεταβίβασης, μόνιμου δανεισμού ή αποδέσμευσης των Μαρμάρων του Έλγιν μέχρι να πραγματοποιηθεί πλήρης δημόσια επανεξέταση».

Αν και η λεγόμενη «Συμφωνία του Παρθενώνα» στηρίζεται στη λογική του δανεισμού των Γλυπτών στην Ελλάδα, με ταυτόχρονο δανεισμό άλλων αρχαιοτήτων από την Ελλάδα στο Βρετανικό Μουσείο, οι «36» διαφωνούν ακόμη και σε αυτήν την «κατευναστική», εκτονωτική και μάλλον εκφυλιστική, για το δίκαιο της επιστροφής, συμφωνία των δανειστικών ανταλλαγών.

Την επιχειρηματολογία τους την στηρίζουν κυρίως στο νόμο περί μουσείων του 1963, που ναι μεν ορίζει τη διοίκηση του Βρετανικού Μουσείου σαν αρμόδια για την επιστροφή αρχαιοτήτων, εξαιρεί όμως τα παρθενώνεια, για τα οποία ορίζει ότι δεν μπορούν να επιστραφούν. Επόμενα, η επιστροφή δεν είναι θέμα θέλησης του Βρετανικού Μουσείου αλλά πολιτικής βούλησης για αλλαγή του νόμου.

Η επιστολή, που συντάχθηκε από μέλη συντηρητικών και ακροδεξιών οργανώσεων, φαίνεται καλοδουλεμένη στα πλαίσια του βρετανικού νομικού και πολιτικού συστήματος, απαράδεκτη όμως ηθικά και πολιτισμικά και αντίθετη με το διεθνές αρχαιολογικό δίκαιο, που απαιτεί τα ταυτοποιημένα ιστορικά μνημεία να επιστραφούν στη χώρα προέλευσής τους.

Εντάσσεται στα πλαίσια μιας γενικότερης εκστρατείας για να εμποδιστεί η επιστροφή των παρθενώνειων γλυπτών. Μια εκστρατεία που αναδύεται από τα υπολείμματα του βρετανικού ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας. Αυτό το διαπιστώνει κανείς ενσκήπτοντας σε τοποθετήσεις κάποιων από τους υποστηριχτές της επιστολής.

Ο επικεφαλής του κόμματος Reform UK Νάιτζελ Φάρατζ ανέφερε, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Sun, ότι «Αν τα Γλυπτά του Έλγιν είχαν παραμείνει στην Ελλάδα , σήμερα δεν θα υπήρχαν». Δηλαδή, κατά τον κ. Φάρατζ η αποκόλληση, η καταστροφή και η διασπορά οργανικών τμημάτων του Παρθενώνα, θεωρείται διάσωση; Και ας υποθέσουμε ότι τα διέσωσαν, ότι μεταφέρθηκαν για μελέτη, συντήρηση ή και προστασία τους. αυτός ο χρόνος ‘’διάσωσης’’ δεν θα έπρεπε να είναι πεπερασμένος και να επιστρέφονταν αμέσως μετά; Γιατί αν αυτήν την ‘’προσφορά’’ τη μετατρέπεις σε «εμείς τα σώσαμε, άρα μας ανήκουν» τότε έχουμε εξαπάτηση. Δηλαδή, αν κάποιος διασώσει ένα παιδάκι από πνιγμό δικαιούται να το κρατήσει, να μην το επιστρέψει στους γονείς του; Δεν θεωρείται αυτό απαγωγή;

Και αν «η Βρετανία πρέπει να κρατήσει τα Ελγίνεια Γλυπτά», γιατί έχουν γίνει «στοιχεία του εθνικού πολιτισμού των Βρετανών», όπως ισχυρίζεται η πρώην πρωθυπουργός Λιζ Τρας, γιατί τάχα αυτή η συνθήκη ακυρώνεται αν τα γλυπτά επανατοποθετηθούν στο φυσικό τους χώρο; Δεν θα ήταν πιο γόνιμο για τον πατριωτισμό των Βρετανών να βλέπουν τα γλυπτά, που τους ενέπνευσαν στην εθνικοποίησή τους, στο μητρικό τους χώρο, παρά σε ένα σούπερ μάρκετ αρχαιοτήτων σαν θεαματικό εμπόρευμα, όπου πλέον μόνο συναισθήματα θλίψης και αποστροφής προκαλούν γιατί σε τελική ανάλυση θυμίζουν την παλιανθρωπιά ενός προγόνου τους;

Ένας αρχαιολάτρης, ένας πολιτισμένος άνθρωπος, ένας διεθνιστής, πηγαίνει να δει τα μνημεία των πολιτισμών στον τόπο τους. Μόνον ένας ιμπεριαλιστής θέλει να του τα πάνε στα πόδια του.

Οι αρχαιότητες έξω από τον ιστορικό τους χώρο, το τοπίο τους και το κοινωνικό τους περιβάλλον, δηλαδή, έξω από τις ιδιαιτερότητές τους και την οικολογία τους, γίνονται αταύτιστες, εκπέμπουν λαθεμένα επιστημονικά μηνύματα και σε βάθος χρόνου αλλοιώνεται και το ιστορικό τους νόημα, ξεπέφτουν σε απλά ‘’έργα τέχνης’’.

Ένας από τους υπογράφοντες την επιστολή, ο αρχαιολόγος Μάριο Τραμπούκο ντε λα Τορέτα, αναπτύσσει σε παλαιότερο άρθρο του μερικά νοσηρά επιχειρήματα της κατακράτησης των ελληνικών γλυπτών στο Λονδίνο. Θεωρεί ότι υπάρχει μια αγγλοποίηση των ελληνικών αρχαιοτήτων, που συναρθρώνεται με «την υπεράσπιση του κράτους δικαίου και της κυριαρχίας του (Βρετανικού) Κοινοβουλίου. Ένα Κοινοβούλιο που αποφάσισε μέσω μιας Επίλεκτης Επιτροπής και στη συνέχεια μιας ψηφοφορίας της Βουλής των Κοινοτήτων (κέρδισε 82 έναντι 30), ότι τα Ελγίνεια Μάρμαρα αποκτήθηκαν νόμιμα… είναι δικά μας… έχουν διαμορφώσει τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε εμείς (και ολόκληρος ο Δυτικός πολιτισμός)…Και αφού είναι ιστορία μας, δεν υπάρχει καλύτερο μέρος γι’ αυτό το έργο από το Βρετανικό μας Μουσείο. Οι Έλληνες θα ήθελαν να εγκαταλείψουμε αυτό το κομμάτι του εαυτού μας για να υποστηρίξουμε το μύθο ότι το σύγχρονο ελληνικό κράτος είναι σε συνέχεια με την κλασική Ελλάδα και ότι είναι οι μοναδικοί νόμιμοι κληρονόμοι αυτής της κληρονομιάς, ενός μύθου που γράφτηκε από τους Γερμανούς όταν ανέλαβαν το Βασίλειο. Λυπάμαι, αλλά με τον Ισοκράτη και τον Σέλευ πρέπει να πω για άλλη μια φορά ‘’Είμαστε όλοι Έλληνες’’ και κρατάμε το μερίδιό μας».

Εδώ ρέει ανερυθρίαστα η επιχειρηματολογία του ελγινισμού (αρχαιολογικού ιμπεριαλισμού) και οφείλουμε να την αποκαθηλώσουμε. Το πρώτο επιχείρημα είναι ότι «τα αποκτήσαμε νόμιμα». Η καταστροφή και η λεηλασία ενός μνημείου, από πού μπορεί να αντλεί κάποια νομιμότητα; μήπως από κάποιο φιρμάνι Τούρκου κατακτητή; Αλλά πόσο δίκαιη και νόμιμη μπορεί να είναι μια συμφωνία μεταξύ ενός κατακτητή και ενός αρχαιοκάπηλου;

Και ήταν τότε και 82 Βρετανοί βουλευτές, βουτηγμένοι στην κατακτητική βουλιμία της αποικιοκρατίας, ζαλισμένοι στη δίνη του δουλεμπορίου και των πολιτισμοκτονιών. Και αυτές οι ατιμίες-ανηθικότητες εκθειάζονται ακόμη ως θετικότητες της εθνικής ιστορίας της Βρετανίας;

Και αν, όπως λέει ο Ντε λα Τορέτα, «πήραμε αυτό που μας αντιστοιχεί γιατί είμαστε όλοι Έλληνες», τότε πλέον παραλύει και ο κάθε φιλέλληνας, προφανώς και ο Σέλευ, πολύ δε περισσότερο ο…Μπάιρον. Αυτή είναι η μεγάλη παρεξήγηση. Οι Ναζί εξόντωσαν τους Εβραίους γιατί παρουσιάζονταν σαν «περιούσιος λαός» του «μοναδικού Θεού», μια σχέση που ήθελαν να οικειοποιηθούν. Αυτή η «μοναδική» σχέση των Εβραίων με το «Θεό» τους τρέλανε. Και ο Ντε λα Τορέτα, επειδή τον τρελαίνει η ιδέα ότι οι σύγχρονοι Έλληνες μπορεί να είναι μοναδικοί κληρονόμοι των αρχαίων Ελλήνων, γλιστρά στη λογική ενός ναζιστή. Γι’ αυτό θέλει να καταστρέψει έναν πολιτισμό από τον οποίο αντλεί τις εμπνεύσεις του, γιατί δεν θέλει να αντλεί κανείς άλλος περισσότερο από αυτόν. Έτσι σκέπτονταν οι περισσότεροι αρχαιοκάπηλοι εκείνη την εποχή, όπως, χαρακτηριστικότερα, ο Μιχαήλ Φουρμόντ, ο Γάλλος καταστροφέας αρχαιολογικών χώρων στην Πελοπόννησο, το 18ο αιώνα. Κατέστρεφε γιατί δεν ήθελε οι ανταγωνιστές της Γαλλίας να γίνουν και αυτοί κοινωνοί τμημάτων του υψηλού πολιτισμού. Έτσι και ο Ντε λα Τορέτα, αφού πήρε το καλύτερο κομμάτι του ελληνικού πολιτισμού, νομίζει ότι έγινε συνιδιοκτήτης του και προσδοκά ότι οι αληθινοί κληρονόμοι του θα εγκαταλείψουν τώρα τους «μύθους» περί «κληρονομιάς» και «συνέχειας» με την κλασσική Ελλάδα. Κατά βάθος προσπαθεί να αποδομήσει την εθνική ιδεολογία-συνέχεια ενός ιστορικού λαού.

Αλλά και αν ακόμη εγκαταλείψουμε το «μύθο» του «μοναδικού κληρονόμου» δικαιολογείται ο διαμελισμός και ο διασκορπισμός του μνημείου; Δικαιολογείται ο παραλογισμός του «δικαιούμαστε και εμείς ένα κομμάτι»; Μα, εδώ δεν πρόκειται για θέμα κληρονομιάς, αλλά για την ύπαρξη ολόκληρου του Ναού ως τεκμηρίου ιστορίας.

Γίνεται κατανοητό, λοιπόν, γιατί η επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα σκοντάφτει στα ισχυρά υπολείμματα ρατσισμού, ιμπεριαλισμού και αποικιοκρατίας, που διαπερνούν ακόμη την αγγλική πνευματικότητα-εθνικισμό.

Ανάρτηση από: https://geromorias.blogspot.com/