O ''βολικός'' φασισμός και η συνήθεια
Του Κωστή Μαργιόλη
Από τότε που οι δημοσκοπήσεις των δημοτικών εκλογών «έδιναν» 15% στον Κασιδιάρη προσπαθούσα να φανταστώ πώς θα κυλούσαν οι πρώτες μέρες σε μια πόλη ή έστω μια κοινότητα μετά τη νίκη ενός υποψηφίου της Χρυσής Αυγής. Θα έκανε πογκρόμ στους μετανάστες ή θα έστελνε τους μαθητές κάθε Κυριακή στην εκκλησία; Θα μετονόμαζε μια κεντρική λεωφόρο σε «Ιωάννη Μεταξά» ή θα αποκαθιστούσε τη λατρεία του δωδεκάθεου; Μέχρι να συνθέσω όλες τις φανταστικές, αποτρόπαιες ή φαιδρές, συνέπειες ενός αντίστοιχου αποτελέσματος, ο Μπέος είχε εκλεγεί δήμαρχος Βόλου κι ο Μαρινάκης είχε έδρα στο δημοτικό συμβούλιο του Πειραιά. Δεν επιβεβαιώθηκαν, ευτυχώς, οι χειρότεροι φόβοι μου. Όμως το σενάριο «Υποψήφιος της Χ.Α. πρώτος στο δήμο … του νομού Κορινθίας» δεν ακούγεται πια τόσο παρατραβηγμένο. Τι θα γινόταν λοιπόν;
Ας αφήσουμε για την ώρα τους εφιάλτες. Υπάρχουν ήδη παραδείγματα από την πραγματική ζωή. Στις δημοτικές εκλογές που έγιναν τον περασμένο Μάρτιο στη Γαλλία εκλέχτηκαν 14 δήμαρχοι (σε δήμους ή δημοτικά διαμερίσματα) προερχόμενοι από το Εθνικό Μέτωπο ή από άλλα εθνικιστικά κόμματα. Βέβαια, η Μαρίν Λεπέν δεν θέλει πολλά πάρε-δώσε με τους χρυσαυγίτες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ωστόσο η εκλογή υποψηφίων ενός κόμματος το οποίο προπαγανδίζει ρατσιστικές αντιλήψεις και υποστηρίζει το τρίπτυχο πατρίς-θρησκεία-οικογένεια με την προσθήκη της τάξης και της ασφάλειας προκάλεσε «πολιτικό σεισμό» στη Γαλλία, συγκρίσιμο με αυτόν της εισόδου της Χρυσής Αυγής στη Βουλή το 2012. Έτσι, σε κάποιους από τους γαλλικούς δήμους που βάφτηκαν με βαθύ μπλε τη δεύτερη Κυριακή των εκλογών (μεταξύ των οποίων και το 7ο διαμέρισμα της Μασσαλίας) στήθηκαν «επιτροπές επαγρύπνησης» από κατοίκους που ήθελαν να συγκεντρώσουν τα πεπραγμένα των ακροδεξιών δημάρχων στις πρώτες 100 μέρες της θητείας τους.
Το πιο ακραίο από όσα έχουν μέχρι σήμερα καταγραφεί είναι η απόφαση του ακροδεξιού δημάρχου της πόλης Μπεζιέ, Ρομπέρ Μενάρ, να επιβάλει κατ’οίκον περιορισμό σε παιδιά κάτω των 13 ετών μετά τις 11 το βράδυ, σε όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού, τα σαββατοκύριακα και τις περιόδους των σχολικών αργιών. Αν μάλιστα οι ανήλικοι δεν συνοδεύονται από κάποιον ενήλικα και συμμετέχουν σε πράξεις που απειλούν τη σωματική τους ακεραιότητα ή τη δημόσια ασφάλεια, τότε, σύμφωνα με την απόφαση, είτε θα προσάγονται στο αστυνομικό τμήμα είτε θα οδηγούνται -συνοδεία μπάτσου- στην οικογενειακή τους εστία. Σε κάθε περίπτωση, η κυκλοφορία ασυνόδευτων ανηλίκων θα θεωρείται στο εξής ποινικό αδίκημα.
Η δεύτερη περίπτωση εκτροπής από τη δημοκρατική κανονικότητα, αν και εντελώς άλλης κλίμακας πολιτική πράξη, καταγράφεται σε μια ακόμα πιο μικρή κοινότητα της Νότιας Γαλλίας. Στην Κογκολέν, ο επίσης προερχόμενος από το Εθνικό Μέτωπο δήμαρχος Μαρκ-Ετιέν Λανσάντ αποφάσισε να δώσει σε ένα δημοτικό πάρκινγκ το όνομα του αντισημίτη και μυστικιστή λογοτέχνη του μεσοπολέμου Μορίς Μπαρές (μιας προσωπικότητας που θα μπορούσε να θεωρηθεί το αντίστοιχο του Περικλή Γιαννόπουλου για τα ελληνικά δεδομένα).
Πουθενά, βέβαια, δεν στήθηκαν αγάλματα του στρατάρχη Πεταίν, του δωσίλογου ηγέτη την περίοδο της ναζιστικής κατοχής. Πουθενά το δημοτικό συμβούλιο δεν αποφάσισε να «ξεβρωμίσει ο τόπος» από τους αραβικής καταγωγής μετανάστες. Πουθενά δεν θίχτηκε η κοσμικότητα του κράτους ή η αρχή της ανεξιθρησκίας στο εκπαιδευτικό σύστημα. Ασφαλώς δεν είναι λίγο το να επιβάλλεται στρατιωτικού τύπου σιωπητήριο σε μια πόλη, ούτε να αποκαθίσταται η μνήμη πρωτεργατών της εθνικιστικής ιδέας.
Δεν θέλω με όλα αυτά να σχετικοποιήσω την καθιέρωση της Χρυσής Αυγής στα κοινοβουλευτικά κόμματα, ούτε υποτιμώ τις συνέπειες που θα είχε η εκλογή ενός στελέχους της ακόμα και σε δήμο με διψήφιο αριθμό κατοίκων. Άλλης τάξης ζήτημα έχουμε να αντιμετωπίσουμε: την πλάνη ότι ο σύγχρονος ελληνικός φασισμός είναι κλεισμένος σε μια στερεοτυπική εικόνα, σε χοντροκομμένες αναπαραστάσεις του ναζισμού ή σε θεαματικά γεγονότα που θα ταίριαζαν για πρωτοσέλιδο στο Πρώτο Θέμα. Θα ήταν σίγουρα βολικό αν ο φασισμός εκφραζόταν (κυρίως ή μόνο) στο «ναζιστικό καταστατικό της Χρυσής Αυγής», στο μιλιταρισμό των συμμοριών της, στα στιλέτα που έχουν πάνω τους οι οπαδοί της, στο άνοιγμα νέων γραφείων του «μορφώματος», στα αγκαλιάσματα των ΑΝ.ΕΛ. με τον «μετανοημένο» Μπούκουρα και στα βιντεοσκοπημένα ή μη φλερτ των στελεχών της Νέας Δημοκρατίας με τους χρυσαυγίτες.
Ο φασισμός βρίσκεται στις «επαναπροωθήσεις λαθρομεταναστών από το λιμενικό και τη Frontex», στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Μυτιλήνη και στην Αμυγδαλέζα, στις «επιχειρήσεις της ΕΛ.ΑΣ για την πάταξη του παραεμπορίου στο κέντρο». Κι ακόμα χειρότερα -για τους φιλήσυχους έλληνες πολίτες- δεν αφορά μόνο τους μετανάστες. Τον φασισμό τον βλέπεις στους αόρατους ανέργους, σε εκείνους που δεν δικαιούνται κανένα επίδομα και στους άλλους που ανανεώνουν την κάρτα του ΟΑΕΔ εδώ και 22 μήνες. Τον συναντάς κάθε μέρα στις απολυμένες καθαρίστριες του υπουργείου Οικονομικών που τρώνε ξύλο από τα ΜΑΤ, στους επ’αόριστον επιταγμένους υπαλλήλους του μετρό, στον υπάλληλο της αλυσίδας καφέ που πρέπει να σου χαμογελάει όταν σε σερβίρει για να μην απολυθεί, στον ντελιβερά της διπλανής πιτσαρίας που τρέχει του σκοτωμού για 450 ευρώ το μήνα και στον συντάκτη που γράφει τσάμπα στην «έγκυρη» εφημερίδα ή την «προοδευτική» free press, αφού ξέρει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να βρει αλλού δουλειά με μισθό και ένσημα.
Ο φασισμός δεν θα έρθει ξαφνικά μια μαύρη μέρα που ένας δήμαρχος θα στήσει στην κεντρική πλατεία της πόλης μνημείο «ηρώων για τους πεσόντες στο συμμοριτοπόλεμο». Ο φασισμός είναι παντού γύρω μας και συνηθίζεται κι αυτός, όπως ο θάνατος. Όπως όλα τα δεινά. Αρκεί να αρχίσεις να τον παίρνεις σε μικρές δόσεις. Όσο αντέχεις κάθε φορά. Μέχρι να μπορέσεις μια μέρα να τον καταπιείς αμάσητο.
Ανάρτηση από: http://www.toperiodiko.gr